Όσο πιο δύσκολο είναι να (συμ)μαζέψεις σε ένα διπλό album μια πορεία σαν κι αυτή του David Bowie, τόσο πιο άτοπο μοιάζει -έστω και με αφορμή αυτό- ένα σχετικά πλήρες αφιέρωμα στη δισκογραφία του, την έμμεση και άμεση μουσική του παρακαταθήκη και τις μεθόδους που άγγιξε ή χρησιμοποίησε, γραπώνοντας κάθε ευκαιρία νεωτερισμού την ώρα ακριβώς που έπρεπε -έστω και λίγο αργότερα.

Από το highlight της καριέρας του, "The Rise and Fall of Ziggy Stardust" και την ποπάτη φανκ του "Station to Station", την επιτομή avant-garde/baroque ασκήσεών του, "Low", ως το ξεδιάντροπα ξεκάθαρο στις προθέσεις του "Let's Dance", υπάρχει μια γραμμή ενός καλλιτέχνη που όλα αυτά τα χρόνια μεταφράζει ιδέες, σε κάτι, αν όχι νέο, σίγουρα αποδεκτό τόσο από το κοινό, όσο και από τους κριτικούς, και μάλιστα πολλές φορές με υπέρμετρο ενθουσιασμό.

Δεν είναι κάτι απλό, σκεφτείτε πόσες φορές μας έχει ξανασυμβεί το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα. Αναλογιστείτε επίσης πόσο αυτή η "μετάφραση" μπορεί να έχει παράλληλα ένα αυθεντικό άγγιγμα και πόσο το άγγιγμα αυτό μπορεί να καταλήγει τελικά να διασκορπίζεται στο μυαλό αυτών που τελικά επηρεάζονται. Ίσως τελικά και να είναι αυτό το πλεονέκτημα του Bowie, πέρα από το ότι είναι ένας μεγάλος μουσικός κι ερμηνευτής, ανοιχτόμυαλος πειραματιστής, αλλά όσο χρειάζεται για να είναι και ευρύτερα αποδεκτός και εικονοκλάστης.

Εξάλλου μόνο αυτός πέρασε την πεντάδα λάμψη, χορός, τεχνολογία, σεξ, απόγνωση σε διάφορες παραλλαγές, πάντα μπλεγμένος με το μουσικό stardom και κυρίως κινούμενος σε διαφορετικά ηχητικά σενάρια: Από διαγαλαξιακός άρχοντας του glam, σε faux-soul γόη, σε hard rocker, σε disco ακολουθητή και πρώιμο ηλεκτρονικό πειραματιστή. Κάποιες φορές δε σε απλό συμπορευτή με την εποχή του, αλλά με το ξεχωριστό του στυλ, αυτό που πάντα ανάγει την πολιτική του image σε τέχνη και κάνει το στυλ να μην μοιάζει περιτύλιγμα, χάρη στο μοναδικό του μουσικό ένστικτο και την αίσθηση της περιπέτειας που πολλές φορές επεδίωξε και αποκόμισε από τη μουσική...

Η πρώτη δική του έκρηξη στους κόλπους των μουσικόφιλων ήρθε 33 ολόκληρα χρόνια πριν, το 1969, με το art rock, sci-fi pop album "Space Oddity", μια -σαφώς επηρεασμένη από το prog rock κλίμα- πρώτη απόπειρα. Εμπευσμένο από το κλασικό film "2001: A Space Odyssey", το ομώνυμο, εξακολουθεί, παρά τις άπειρες ακροάσεις, να ηχεί στα αυτιά μας επικό. Στο album "The Man Who Sold The World", που ακολουθεί, δουλεύει για πρώτη φορά με τον κιθαρίστα Mick Ronson και τον παραγωγό Tony Visconti, φλερτάροντας παράξενα με το heavy κιθαριστικό ροκ, τα blues και τη folk-rock. Από εδώ υπάρχει μόνο το ομώνυμο. Ένα χρόνο μετά, με το δίσκο "Hunky Dory" στρέφεται στην pop των πλήκτρων, κρατά την αμυδρή folk εκτίμηση, και κάνει την ομοσεξουαλικότητα και τη λάμψη κοντάρια για να κρατήσει τη σημαία μιας πρωτότυπης και εμπνευσμένης μουσικής, έστω και με το στοιχείο του προσποιητού και μεγαλεπίβολου. Από αυτό το πανέμορφο album υπάρχουν τρία κομμάτια (το "Oh! You Pretty Things", το "Life On Mars?" και φυσικά το "Changes"), ενώ αγαπημένη μας είναι και μια άλλη επιλογή που είναι απέξω, το "Quicksand".

Το διεθνές εμπορικό breakthrough έρχεται το 1972 με το "The Rise And Fall Of Ziggy Stardust & the Spiders From Mars", ένα concept album για την καριέρα ενός φανταστικού rock star. Εξελίσσοντας ελαφρώς τη φόρμουλα, με στίχους επιτηδευμένα στα όρια της παράνοιας, με το λαμπάκι του μελοδράματος να αναβοσβήνει και τη θεατρικότητα να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της οπτικής, ηχητικής, όσο και καθαρά ερμηνευτικής του πλευράς, το Ziggy Stardust περιείχε glam-rock classics σαν το "Suffragette City" το ομώνυμο, αλλά το "Starman". Εδώ έχουμε και τα τρία.

Πιστός στο ραντεβού του με τη δισκογραφία, ο Bowie κυκλοφορεί ένα χρόνο μετά το "Aladdin Sane", στο οποίο ρίχνει με το ποτιστήρι jazz σταγόνες, δια χειρός του πιανίστα Mick Garson.

Έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά για έλλειψη συνοχής και ανισότητα, όμως στα μεθεόρτια του Ziggy, και με κομματάρες σαν το bluesy "Jean Genie" και το doo-wop "Drive-In Sunday", κατασταλλαγμένο ήσυχα στις εφηβικές του αναμνήσεις, το album ήταν σαφώς ανώτερο από αυτά που ακολούθησαν.

Το ότι δεν βρίσκεται σε ένα από τα λεγόμενα ζενίθ της καριέρας του, διαπιστώνεται με το covers album του "Pin-Ups" που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, από το οποίο βρίσκουμε στην παρούσα συλλογή το "Sorrow" των Merseys. Επειτα ακολουθεί το "Diamond Dogs", ένα concept album βασισμένο στο 1984 του George Orwell, που κουβαλά το glam-rock anthem "Rebel Rebel" και το ομώνυμο. Είναι ότι πιο δυνατό μπορεί κανείς να ρουφήξει περισσότερο από ένα μέτριο για τα δεδομένα του album, και την πλέον σοβαρή ένδειξη του στυλιστικού του κορεσμού, αλλά και ενός ολόκληρου μουσικού (και όχι μόνο) κινήματος.

Η δημιουργικότητα όμως, για τους πραγματικά μεγάλους καλλιτέχνες, δεν εξαντλείται έτσι απλά. Ξαποσταίνει και αλλάζει εκφάνσεις και εκφράσεις. Αφού λοιπόν το τράβηξε ως τα άκρα, του έδωσε μία και το έστειλε στα σκουπίδια, αλλάζοντας, το 1975, ριζικά το στυλ του με το "Young Americans". Κάποιες R&B μυρωδιές που είχαν διαφανεί, εδώ παίρνουν σάρκα και οστά, μαζί με έναν λαχταριστό για την εποχή του funky ήχο και μια ανεπαίσθητη ή εμφανέστατη (ανάλογα με το κομμάτι) ιδέα από την disco. Θα το λέγαμε φουτουριστική soul για την εποχή του. Εναν ήχο, πάντως, που του έδωσε το πρώτο του #1 hit με το "Fame", με τον John Lennon παρέα. Όχι ότι και ο ίδιος δεν στέκεται αμήχανος πάντως...

O Bowie παίζει παράλληλα ως ηθοποιός στο υπερρεαλιστικό sci-fi epic "The Man Who Fell To Earth" και κυκλοφορεί κομματάρες, όπως το "Golden Years" από το "Station To Station". Οι art rock νότες του νέου album είναι μια πραγματική ανάταση. Εκεί υπάρχει και η υπέροχη διασκευή στο "Wild Is The Wind" του Dimitri Tiomkin, αλλά και το avant-guarde-οειδές "TVC 15".

Το 1977 φεύγει από την Αμερική κι εγκαθίσταται στο Βερολίνο, ξεκινώντας τη συνεργασία του με τον Eno. Αποτέλεσμα αυτών ήταν τα δύο albums "Low" και "Heroes", δύο μοναδικά "καζάνια" τότε μελλοντικού ροκ, με ατμοσφαιρικά σύνθι και πειραματική διάθεση. Από αυτά τα εξαίρετα δείγματα έχουμε δύο accessible και τέλεια art-rock δείγματα, το "Sound and Vision" και το ομώνυμο του δεύτερου album. Αν χώραγε και το "Beauty and the Beast", ακόμη καλύτερα, λέμε εμείς οι γκρινιάρηδες. Το album "Lodger" κλείνει την τριάδα με ελαφρώς πιο συμβατικό τρόπο, και με το γνωστό "Boys Keep Swinging", που βρίσκουμε εδώ. Mια αναφορά στην τριλογία αυτή έχω κάνει και με την ευκαιρία της συλλογής των instrumental του, "All Saints" που κυκλοφόρησε πέρσι.

Στα 80s ανοίγει επίσης ένα άλλο κύκλο και βρίσκει με το καλημέρα επιτυχία, με το αριστουργηματικό "Scary Monsters", ένα album που περιελάμβανε το "Ashes To Ashes" ένα νέο, ηλεκτρονικό "Space Oddity". Glam και ηλεκτρονικοί πειραματισμοί ενώνονται για πρώτη φορά σχηματίζοντας ένα αρμονικό χαρμάνι. Στη συλλογή βρίσκουμε και το ομώνυμο, που πατάει περισσότερο στην post-punk εποχή του και το funky "Fashion", που δεν ανήκει και στα ...καλύτερά του, κατά την ταπεινή μου γνώμη.

Η συνέχεια τον βρίσκει να απέχει ελαφρώς από τη μουσική καριέρα για να επικεντρωθεί σε films όπως τα The Hunger & Merry Christmas, Mr. Laurence, να συνεργάζεται όμως και με τους Queen στο classic "Under Pressure" του 1981, που αργότερα χρησιμοποίησε (ως sample) o Vanilla Ice στον κιτς-hip-hop-ραδιοφωνικό-εφιάλτη "Ice, Ice Baby", ενώ 1983 επιστρέφει με το 36λεπτο album "Let's Dance". Ηits σαν το ομώνυμο και τα "China Girl", "Modern Love", μια τριάδα που άνοιγε super το album, γεμίζουν τα charts. Και τα τρία βρίσκονται εδώ, μαζί με το "Cat People (Putting Out Fire)" με τα σύνθι του Giorgio Moroder (ένα κομμάτι που συνέχισε να παίζεται σε κάθε επαρχιακή ελληνική disco που σεβόταν τον εαυτό της μέχρι και τις αρχές του 90) στην εκτέλεση του soundtrack.

Είναι πάντως η εποχή που η φαντασία του Bowie οργιάζει μέσα από τις οθόνες του MTV και τα στυλιζαρισμένα videos αποτελούν αδυναμία και αυτού, αλλά και των παραγωγών του σταθμού. Ως γνήσιος χαμαιλέων, έχει βρει το σφυγμό της και περνά το δικό του στίγμα, ακόμα και από τους ρυθμούς της. Σύντομα όμως βρίσκεται να επαλαμβάνει τον εαυτό του, καθώς στα mid 80s ακολουθεί την ίδια συνταγή με το μέτριο "Tonight", από το οποίο βρίσκουμε το hit "Blue Jean" και το συμπαθητικό "Loving The Alien", αν και πέρα από το πρώτο, κανένα άλλο κομμάτι δεν βρίσκεται στα επίπεδα του προηγούμενου album. Πάντως, όπως συνήθως συμβαίνει στη μουσική βιομηχανία, η φόρα του "Let's Dance" ήταν αρκετή για να παρασύρει και τον ίδιο τον David, αλλά και τις πωλήσεις.

Τρία χρόνια μετά ακούμε το "Never Let Me Down", με κάπως αλλαγμένο ήχο και μια ιδέα για το τι θα ακολουθούσε, κυρίως όμως με μερικά pas mal κιθαριστικά rock κομμάτια. Ενα album που ξεχάστηκε εύκολα από τους fans, πόσο μάλλον και απο τη δισκογραφική, αφού εδώ δεν έχουμε τίποτα. Παράλληλα η δεύτερη μεγάλη αγάπη του βρισκόταν εν πλήρη δράσει, αφού και σαν ηθοποιός ήταν πολυάσχολος σχετικά παίζοντας στα "Labyrinth" και "Absolute Beginners" και τραγουδώντας κλασικές pop μελωδίες σαν την ομώνυμη της δεύτερης ταινίας, που σιγοψιθυρίζεται από εκατομμύρια στόματα σε όλο τον κόσμο.

Στα τέλη των 80 σχηματίζει τους hard-rockers Tin Machine που διήρκεσαν ως τις αρχές των 90s. Η περίοδος αυτή βρίσκει τον Bowie να επιθυμεί να συνεργαστεί στα πλαίσια της σχετικής δημοκρατίας μιας μπάντας, με σκληρό και έξυπνο κιθαριστικό ροκ, λίγο πριν την έκρηξη του grunge. Κανένα από τα δύο album - προϊόντα αυτής της συνεργασίας, δεν εκπροσωπείται εδώ, για λόγους που δεν γνωρίζω.

Το 1993 ξαναβγαίνει σόλο στο κουρμπέτι, με το "Black Tie White Noise", την πρώτη του σόλο δουλειά από το 87, που περιέχει το "Jump They Say", το ομώνυμο και μια -αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα- διασκευή στο "I Know It's Gonna Happen Someday" του Morrissey. Ούτε από εδώ έχουμε δυστυχώς τίποτα, ενώ εντύπωση μου κάνει ότι και το αξιόλογο σημείωμα του Σπήλιου Λαμπρόπουλου που συνοδεύει την έκδοση προσπερνά όλα αυτά τα χρόνια σαν να μην υπήρξαν ποτέ, φτάνοντας με τη μία στο 1995, όταν και ξαναβρίσκεται με τον Eno για το ενδιαφέρον concept album Outside: Αρκούντως ατμοσφαιρικός ο εν λόγω δίσκος, τον γυρίζει πίσω στην late 70s τριλογία, με μια πιο mid 90s, industrial, post-grunge αισθητική. Από εκεί έχουμε όμως το ...dance-pop remix των Pet Shop Boys στο "Hallo Spaceboy", μεγάλο ραδιοφωνικό χιτ στη χώρα μας.

Κι έτσι φτάνουμε στα Avopolis years, με το "Earthling", όπου πειραματιζόμενος με την techno, το drum'n'bass και με τη βοήθεια του Mark Plati στον προγραμματισμό, δέχεται τα εύσημα των κριτικών, αλλά και του κοινού που κάνει το πιασάρικο "Little Wonder" επιτυχία. Μαζί με το "I'm Afraid of Americans" (υπάρχει κι αυτό εδώ) και το "Dead Man Walking" ήταν τα τρία highlights. Στα τέλη του 90 βρίσκεται με ένα νέο album, το (χλιαρό πάντως) "Hours", μια σύνοψη όλων των στυλ αλλά σε κοινό, χαλαρό ήχο, από το οποίο επίσης λείπει κάποιο δείγμα. Αντίθετα κάνουμε ένα άλμα για προλάβουμε στο τσακ να πάρουμε μια ιδέα από το Heathen ("Slow Burn").

Από τις πολλές συλλογές που κυκλοφορούν τέτοιο καιρό στα δισκοπωλεία, η παρούσα είναι μία αρκετά περιεκτική, αλλά και πλήρης προσπάθεια να βρεθούν μαζί οι διάφορες περίοδοί του. Πάντα η μουσική βιομηχανία βρίσκει τρόπους να τα φέρνει βόλτα για την χασούρα της χρονιάς, επανασυσκευάζοντας το ίδιο υλικό και προσφέροντάς το την κατάλληλη εποχή. Πέρα όμως από εταιρίες και μεθόδους, υπάρχει και η ίδια η μουσική, που αναγκαστικά στην εποχή μας συμπορεύεται και περνάει ανάμεσα από κάποια αυστηρώς εμπορικά κανάλια. Κι ένα από τα πλέον λαμπερά τουλάχιστον είναι το διαμαντάκι αυτό που ασχολείται με τις κυριότερες στιγμές του. Μια αφορμή για τους αρχάριους να μάθουν περισσότερα και για τους υπόλοιπους να κλείσουν κάποιες τρύπες, αν δεν το έχουν κάνει βέβαια με τις τόσες ευκαιρίες που έχουν δοθεί...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured