metalheads
Εικονογράφηση: @mr__lica

Υπάρχει μια φράση που ακούγεται όλο και συχνότερα όσο περνούν τα χρόνια, όχι μόνο στα rock bars και στα after των φεστιβάλ, αλλά και στα social media, στα forums, στα σχόλια κάτω από κάθε νέο single μιας ανερχόμενης μπάντας: «Δεν βγαίνουν καλές μπάντες όπως παλιά». Είναι μια άποψη που ακούγεται συχνά στα πηγαδάκια, κυρίως από ανθρώπους που αγαπούν βαθιά το metal, αλλά νιώθουν αποξενωμένοι από τη σύγχρονη σκηνή. Όμως, πόσο αληθινό είναι αυτό το παράπονο; Μήπως το πρόβλημα δεν είναι οι μπάντες, αλλά ο τρόπος που εμείς, οι «παλιοί», τις βλέπουμε;

Το metal συνεχίζεται απτόητο

Ας ξεκινήσουμε από το αυτονόητο: το metal δεν πέθανε ποτέ. Ούτε στέρεψε η δημιουργικότητα του είδους. Αντιθέτως, η ποικιλία και ο πλούτος των νέων σχημάτων σήμερα ξεπερνούν κάθε φαντασία. Σε κάθε παρακλάδι (από το κλασικό heavy μέχρι το blackened death, το neue deutsche härte και το post-metal) εμφανίζονται συνεχώς μπάντες με φρέσκες ιδέες, τεχνική αρτιότητα και αληθινό πάθος. Μερικά παραδείγματα: Στον παραδοσιακό heavy χώρο, συγκροτήματα όπως οι δικοί μας οι Enforcer, Night Demon, Haunt και Visigoth και οι Achelous, κρατούν ζωντανό το πνεύμα των Maiden και Priest, χωρίς να μοιάζουν απλώς με tribute acts.

Στο extreme metal, μπάντες όπως οι δικοί μας οι Yoth Iria, οι Αμερικανοί Blackbraid (δηλαδή o Jon Krieger) οι Mgła, Uada, Blood Incantation, Tomb Mold ή οι Spectral Wound δείχνουν πως το black και death metal συνεχίζει να εξελίσσεται με βάθος και ατμόσφαιρα.

Στο progressive και post-metal, έχουμε συγκροτήματα όπως οι δικοί μας οι Wardrum, οι Soen, Leprous, Ne Obliviscaris, που συνδυάζουν τεχνική, συναίσθημα και καινοτομία με τρόπο που δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει σε τόση αφθονία στα ’90s.

Ακόμα και στο doom/sludge ή στο stoner, μπάντες όπως οι Monolord, Pallbearer, Elephant Tree δείχνουν ότι υπάρχει ακόμα τεράστιο βάθος έκφρασης και δυνατότητες σ’ ένα πεδίο που αρχικά διαμόρφωσαν οι ίδιοι οι Black Sabbath.

Αν το ψάξει κανείς λίγο, θα διαπιστώσει ότι κάθε χρόνο κυκλοφορούν δεκάδες άλμπουμ που μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα σε κλασικά έργα του είδους. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν υπάρχουν καλές μπάντες. Είναι αν εμείς μπορούμε ακόμα να τις ανακαλύψουμε.

Ο παράγοντας της «μουσικής ωρίμανσης», δηλαδή, το πέρασμα του χρόνου

Όσο περισσότερο ασχολείσαι με κάτι, τόσο πιο δύσκολα ενθουσιάζεσαι. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη μουσική. Είναι ένας γενικός ψυχολογικός μηχανισμός γενικής εφαρμογής

Όταν ήμασταν έφηβοι ή νέοι, το κάθε riff, το κάθε εξώφυλλο, το κάθε live ήταν εμπειρία πρωτόγνωρη. Ήταν κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά. Η πρώτη φορά που άκουσες το "Painkiller", το "Hell Awaits" ή το "Supernaut" δεν ήταν απλώς ακρόαση αλλά ανακάλυψη μιας νέας ηπείρου.

Τώρα, μετά από δεκαετίες ακρόασης, το αυτί μας έχει εκπαιδευτεί, ίσως και κουραστεί. Έχουμε ακούσει χιλιάδες παραλλαγές των ίδιων θεμάτων. Τα κλισέ που κάποτε μας έκαναν να ανατριχιάζουμε, τώρα τα αναγνωρίζουμε από το πρώτο μέτρο. Ο εγκέφαλός μας δεν παράγει πια την ίδια δόση ενθουσιασμού όχι γιατί η μουσική είναι χειρότερη, αλλά γιατί εμείς δεν είμαστε πια οι ίδιοι δέκτες.

Το φαινόμενο αυτό έχει μελετηθεί και ψυχολογικά: μετά τα 30, οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να βιώσουν νέες μουσικές συγκινήσεις με την ίδια ένταση. Η εμπειρία λειτουργεί σαν φίλτρο. Μας προστατεύει από την υπερβολή, αλλά ταυτόχρονα μας στερεί την αθωότητα του ενθουσιασμού. Έτσι, αντί να λέμε «η νέα σκηνή δεν βγάζει καλές μπάντες», ίσως θα έπρεπε να πούμε «εγώ πια δεν ενθουσιάζομαι εύκολα».

Η ιεροποίηση του παρελθόντος

Υπάρχει και κάτι ακόμη: με το πέρασμα του χρόνου, το παρελθόν αποκτά μυθική διάσταση. Οι δίσκοι που μας συντρόφεψαν στην εφηβεία κουβαλούν αναμνήσεις, συναισθήματα, εποχές. Δεν είναι απλώς μουσική· είναι μέρος του εαυτού μας.

Όταν ακούμε το "Rime of the Ancient Mariner" ή το "Freezing Moon", δεν ακούμε μόνο τις νότες. Βλέπουμε, ακούμε, νιώθουμε τον εαυτό μας στα 17, με τα μαλλιά μέχρι τους ώμους και την φρούδα ελπίδα να αλλάξουμε τον κόσμο δίχως πρώτα να αλλάξουμε τον εαυτό μας. Καμία νέα μπάντα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αυτή τη συναισθηματική βαρύτητα, γιατί δεν έχει να παλέψει μόνο με την ποιότητα, αλλά και με τη νοσταλγία. Έτσι, άδικα τη συγκρίνουμε. Είναι σαν να προσπαθεί κάποιος να νιώσει σήμερα ό,τι ένιωσε την πρώτη φορά που ερωτεύτηκε. Δεν γίνεται και γι’ αυτό δεν φταίει ο/η άλλος/η.

Ο εκδημοκρατισμός της πληροφόρησης

Μια άλλη σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τότε και στο τώρα είναι ο τρόπος που ανακαλύπτουμε μουσική. Τη δεκαετία του ’80 και του ’90, η διαδικασία είχε ιεροτελεστικό χαρακτήρα: περίμενες να σου έρθει στο σπίτι το Slayer Mag (θρυλικό νορβηγικό fanzine) το νέο Metal Forces, πήγαινες στο δισκάδικο, διάλεγες LP από τα εξώφυλλά τους (αν δεν ήξερες την μπάντα), αντάλλασσες κασέτες. Η εύρεση κάποιου αξιόλογου νέου συγκροτήματος ήταν (σχεδόν) περιπέτεια. Σήμερα, έχουμε πρόσβαση σε χιλιάδες κυκλοφορίες κάθε μήνα, με ένα κλικ. Αυτό είναι ευλογία και κατάρα μαζί.

Το επίτευγμα του Ίντερνετ, που είναι ο εκδημοκρατισμός της πληροφόρησης, έφερε πρωτόφαντη αφθονία, η οποία δημιουργεί κορεσμό. Ο εγκέφαλος δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τι αξίζει πραγματικά. Έτσι, πολλές εξαιρετικές μπάντες χάνονται μέσα στο χάος του YouTube, του Bandcamp και των playlists.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχουν καλές νέες μπάντες, αλλά ότι υπάρχουν πάρα πολλές. Και η υπερπληθώρα τις κάνει να μοιάζουν ασήμαντες, επειδή δεν έχουμε τον χρόνο να τις ζήσουμε όπως ζούσαμε τις παλιές.

Η ευθύνη της παλιάς φρουράς

Αν κάτι χρωστάμε στη μουσική που αγαπάμε, είναι να μην την αφήσουμε να γίνει μουσείο. Το metal δεν είναι νοσταλγία. Είναι δύναμη, έμπνευση, εκτόνωση, δημιουργία. Αυτό σημαίνει ότι εμείς, οι παλιοί, έχουμε την ευθύνη να κρατάμε το μυαλό μας ανοιχτό. Να ακούμε τις νέες κυκλοφορίες χωρίς προκατάληψη. Να δίνουμε χώρο στις νέες γενιές να εκφραστούν, ακόμα κι αν δεν μοιάζουν με τους «ήρωες» των 80s.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured