Δεν είναι απλό να παιχτεί σωστά ένα ρεμπέτικο τραγούδι. Οι λάτρεις του είδους δίνουν βάση στη λεπτομέρεια, στο ηχόχρωμα, στο ύφος. Πρέπει το μπουζούκι να είναι μεστό και απέριττο: Αφαιρετικό. Μου έλεγε ένας παλιός ρεμπέτης μπουζουξής, «τη μουσική μπορείς να τη νοιώσεις όταν αρχίζεις να αφαιρείς, όχι όταν πασχίζεις να προσθέσεις». Και τούτο όχι από παικτική αδυναμία αλλά από δυνατότητα μουσικής αντίληψης.
Αντίστοιχα η κιθάρα πρέπει να έχει τον δικό της λαϊκό τρόπο. Χωρίς να μπουκώνει με γεμάτα ακόρντα, περνώντας τις μπασογραμμές της εκεί που ταιριάζουν, πολλές φορές συμμετέχοντας στη μελωδία. Τα κιθαρόνια κατά προτίμηση θα βγάλουν ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα και στα χέρια ενός έμπειρου στο είδος κιθαρίστα, θα γεμίσουν το χώρο με τον ήχο που απαιτεί η περίσταση.
Άλλα συνοδευτικά όργανα (μπαγλαμάδες, βιολιά, ακορντεόν, ούτια κ.α.), έχουν -όταν υπάρχουν- κομβικό ρόλο, αρκεί να παιχτούν με τον τρόπο που αυτή η μουσική παράδοση δίδαξε. Είναι δεσμευτικό; Όχι, αλλιώς θα καταντούσε ένα μουσειακό είδος. Η φαντασία πάντα είναι η πνοή που κρατάει τη μουσική εκτέλεση ζώσα. Και το σύνδρομο της "πρώτης εκτέλεσης", είναι μια παιδική ασθένεια, την οποία έχει ξεπεράσει -επί το πλείστον- η σύγχρονη ρεμπέτικη σκηνή. Όμως το να κατανοήσεις γιατί οι παλιοί το παίζαν έτσι, είναι μια γνώση και αντίληψη που θα σε βοηθήσει να πρωτοτυπήσεις και να αυτοσχεδιάσεις, χωρίς να χαλάσεις το τραγούδι και το ύφος.
Και τέλος οι φωνές. Εδώ τα πράγματα είναι ακόμα πιο απαιτητικά, διότι οι φωνητικές χορδές είναι το σημαντικότερο “μουσικό όργανο” στην προκειμένη περίπτωση. Η χροιά, τα σπασίματα, η δυνατότητα να πιάσεις μόρια ασυγκέραστα, το ταλέντο να είσαι αυστηρά στο τέμπο και πολυρυθμικός ταυτόχρονα, είναι στοιχεία που δύσκολα θα τα βρεις στα εγχειρίδια φωνητικής αγωγής και απαιτούν ακούσματα, βιώματα, χάρισμα και ψυχή.
Καλά όλα αυτά θα μου πεις, αλλά πού μπορούμε να ακούσουμε σήμερα ρεμπέτικα, που να παίζονται έτσι ή έστω να προσεγγίζουν τους τρόπους που μου περιγράφεις; Ετοίμασα έναν κατάλογο με πέντε κλασικά μουσικά στέκια της Αθήνας, όπου το ρεμπέτικο παίζεται στη γνήσια μορφή του και ακούγεται από θαμώνες που και το γνωρίζουν, και ξέρουν πως να σταθούν απέναντι στους μουσικούς του. Επέλεξα χώρους μικρούς, με την αίσθηση του κουτουκιού, που έχουν την δική τους ιστορία στη ρεμπέτικη μουσική σκηνή της Αθήνας.
Καπνικαρέα
Κατεβαίνοντας από την Ερμού προς το Μοναστηράκι, αμέσως μετά το ναό της Καπνικαρέας, χωμένο μέσα στο στενάκι της οδού Χριστοπούλου, υπάρχει το μεζεδοπωλείο "Καπνικαρέα", που αποτελεί πλέον ένα ιστορικό ρεμπέτικο στέκι, καθώς επί 2,5 δεκαετίες έχει σχεδόν καθημερινά ρεμπέτικα live. Την τελευταία μάλιστα δεκαετία τα live αυτά έχουν γίνει δύο την ημέρα, καθώς οι φίλοι του ρεμπέτικου, Έλληνες και ξένοι, γνωρίζουν ότι όταν θα βρεθούν στο κέντρο των Αθηνών, σίγουρα εκεί μπορούν να συναντήσουν, από το μεσημέρι μέχρι νωρίς το βράδυ, μια μπάντα που θα παίζει καλά και προσεγμένα. Πλέον στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα έχουν προστεθεί και άλλα είδη μουσικής, όμως τα ρεμπέτικα σχήματα είναι αυτά που κυριαρχούν. Ο Δημήτρης που έχει το μαγαζί, μουσικός και ηχολήπτης και ο ίδιος, έχει αυτί και προσοχή στη λεπτομέρεια, ώστε να επιλέξει τα κατάλληλα σχήματα. Άψογοι μουσικοί του είδους, όπως ο Χαϊκάλης, ο Χαραλαμπόπουλος, η Γκικοπούλου, ο Μωραΐτης, ο Θωμόπουλος, ο Καλοριζικάκης, οι Φίλοι του Χαρίτου κ.α. θα σας βάλουν στο κλίμα, πρόθυμοι να τζαμάρουν μαζί σας αν είστε έτοιμοι για μουσικές συνεισφορές.

Φειδίου 2
Το γνωστό στέκι του "παππού" πήρε το προσωνύμιό του από τον Στράτο Στρατηγόπουλο, ιδρυτικό μέλος της "Οπισθοδρομικής Κομπανίας", που χάσαμε από κοντά μας πριν δυο χρόνια. Ο "παππούς", που ήταν η ψυχή του μαγαζιού, ήταν συχνά παρόν συμμετέχοντας στα live με το πιάνο του, που ήταν μονίμως τοποθετημένο στον χώρο που κάθονται οι μπάντες. Όσοι είχαμε την ευλογία να τον γνωρίσουμε, ξέρουμε πως είχαμε να κάνουμε με ένα σπάνιο είδος μουσικού και ανθρώπου. Την παράδοσή του συνεχίζει πλέον ο γιος του Χρήστος, που πήρε το χαμόγελό του και το μουσικό του ταλέντο. Αν κάποιο βράδυ βρίσκεστε με το αμάξι σας στην Χαρ. Τρικούπη και δεν μπορείτε να στρίψετε στη Φειδίου γιατί είναι γεμάτη κόσμο, το πιθανότερο είναι ότι έχετε πέσει πάνω σε κάποιο live του καφενείου, που συχνά γεμίζει εκτός από τα τραπέζια και τα πεζοδρόμια, ακόμα και τον δρόμο μπροστά του. Κι εδώ οι μουσικές βραδιές είναι καθημερινές, με τα ρεμπέτικα σχήματα να έχουν τη μερίδα του λέοντος. Σε σχεδόν μόνιμη βάση κάθε εβδομάδα μπορείτε να συναντήσετε εξαιρετικές ρεμπέτικες μπάντες, ακούγοντας τον Καραπιπέρη με το μεστό και γρήγορο μπουζούκι του, την Καββαδία με φωνή βγαλμένη από γραμμόφωνο, τον Στουραΐτη, την Καπετανίδου, τον Ευαγγέλου, τον Μάθεση,τον Νικολάου με τον εξαιρετικό τρόπο στην κιθάρα του, την Αρετούλα την Μπαρτάκη που θα σας θυμίσει τη φωνή της Μπέλου, κ.α.

Το Εφήμερον
Ένα άλλο ιστορικό κουτούκι - ρεμπέτικο ταβερνείο των Εξαρχείων είναι το «Εφήμερον». Στεγασμένο σ ένα πέτρινο κτήριο με εξωτερική αυλή και παραδοσιακή διακόσμηση, αποτελεί ένα κλασικό διαχρονικό στέκι για τους λάτρεις της αυθεντικής ρεμπέτικης μουσικής. Πάντα χωρίς μικρόφωνα, το καλοκαίρι στην αυλή και τον χειμώνα μέσα, από το "Εφήμερον", από την δεκαετία του ’70 που λειτουργεί, έχουν περάσει εκατοντάδες μουσικοί του ρεμπέτικου. Ήταν και είναι ένας κλασικός χώρος συνάντησης για τους λάτρεις του είδους, όπου νέοι μουσικοί μυήθηκαν ως ακροατές και μαθητές των δασκάλων τους που έπαιζαν, για να καταλήξουν μετά από λίγα χρόνια να καθίσουν στο τραπεζάκι των μουσικών, καθώς εδώ δεν υπάρχει πάλκο. Όπως παλιά, οι μουσικοί γύρω από το τραπέζι τους, το οποίο γεμίζει από τις κερασμένες μπύρες, «τα λένε» χωρίς καμία ηχητική υποστήριξη. Είναι ο τόπος όπου δεν ασχολούνται με τις κονσόλες, αλλά το παίξιμο πρέπει να συντονιστεί στις φυσικές συνθήκες και το διάφραγμα να στηρίξει την ένταση της φωνής εκεί όπου ακούγεται καθαρά, χωρίς να επιβάλλεται τεχνητά. Εκεί μπορείτε να βρείτε και να ακούσετε τον Σπύρο και τον Χρήστο Σιάννα, τον Ιωαννίδη, την Καρδάση, τον Νικοκαΐδη, τον Λαζαρίνη, τον Τράνακα, το φοβερό μπουζούκι του Πάνου και την υποδειγματική λαϊκή κιθάρα του Διαβάτη.

Η Σκορδόπιστη
Το περίεργο αυτό παρατσούκλι συναντιέται σε στοίχους παλιών ρεμπέτικων τραγουδιών και αναφέρεται στην άπιστη γυναίκα. Την δεκαετία του ’90 έδωσε το όνομα σε ένα κλασικό κουτούκι του Γκίζη, που στεγαζόταν σε ένα παλιό σπίτι της περιοχής, σχεδόν πίσω από το ΙΚΑ της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Αυτό το κουτουκάκι έμελλε να βάλει την δική του σφραγίδα στη ρεμπέτικη μουσική σκηνή της Αθήνας, καθώς από κει πέρασαν επίσης δεκάδες μουσικοί και μυήθηκαν στον μικρό του χώρο με την ξυλόσομπα στη μέση, πολύ περισσότεροι. Μια γειτόνισσα που βρισκόταν μεσοτοιχία, έφερνε την αστυνομία σχεδόν κάθε βράδυ, κι έτσι το μαγαζί άλλαξε αρκετούς ιδιοκτήτες που δεν άντεχαν να τραβιούνται στα αυτόφωρα. Ο Γιώργος και η Ελένη, δύο αδέλφια που πήραν το μαγαζί πριν αρκετά χρόνια, το μετέφεραν στο Γκάζι και βρήκαν την ησυχία τους. Μαζί τους οι λάτρεις του είδους βρήκαν μία φωλιά του ρεμπέτικου στην πολύβουη γειτονιά. Διατήρησαν το ύφος και στάθηκαν άξιοι του ονόματος που είχε δημιουργήσει η Σκορδόπιστη στη μουσική πιάτσα. Εκεί μπορείς να συναντήσεις και να ακούσεις εξαιρετικά ρεμπέτικα δίδυμα, όπως οι Σκούτας – Μηταράκης, Τσιγώνιας – Νικολάου, Κορακάκης – Νικόπουλος, Κουτσουρέλης – Μπαρτάκη κ.α.

Το 25ράκι του Πριάμου
Τώρα θα σε τραβήξω λίγο έξω από το κέντρο της Αθήνας, για να πάμε σε ένα στέκι που βρίσκεται στον Χολαργό, αλλά δεν μπορεί να λείψει από την μικρή μας λίστα, διότι έχει στηρίξει πολλά χρόνια το γνήσιο ρεμπέτικο και συνεχίζει να το κάνει με σχεδόν καθημερινά live και κορυφαίους μουσικούς. Το 25ράκι του Πριάμου απλώνεται στη γειτονική του πλατεία το καλοκαίρι και μαζεύεται μέσα τον χειμώνα, όπου το κλίμα είναι σχεδόν κατανυκτικό. Στα σχήματά του περιλαμβάνονται κάποια από τα καλύτερα ονόματα της ρεμπέτικης σκηνής της πρωτεύουσας και όποτε και να πας, γνωρίζεις ότι θα ακούσεις κάτι πολύ καλό και γνήσιο. Στο 25ράκι παίζουν συνήθως ο Κρανιδάς, ο Νικολάου, η Αποστολάτου, ο Τσεκούρας, η Μπούνα, ο Δουμουλιάκας, ο Σταμούλος, η Ριτσώνη κ.α. Πασπαρτού με συμμετοχή σε διάφορα σχήματα είναι ο Νώε Ζαφειρίδης που επίσης αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα λαϊκού κιθαρίστα. Φυσικά, αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς ο «Βλάχος», δηλαδή ο Γιάννης Παπαβασιλείου, που αξίζει να τον ακούσετε εκεί ή όπου αλλού τον βρείτε. Για χρόνια έπαιζε δίπλα στον Στέλιο Βαμβακάρη, αναπτύσσοντας ένα δικό του ύφος που τείνει να γίνει σχολή στη σύγχρονη ρεμπέτικη μουσική σκηνή. Αν και ο ίδιος προτιμάει να παινεύει την κόρη του τη Σεμέλη, που έχει γράψει ήδη τη δική της ιστορία στον χώρο, ο «Βλάχος» είναι μια σπάνια περίπτωση μουσικού, κι ένας άνθρωπος που μάλλον ήρθε από την εποχή που το ρεμπέτικο γεννούσε και άνθιζε, και προτιμά να παραμένει σ’ αυτήν. Αξίζει να ακούσεις το μπουζούκι του για να καταλάβεις τι σημαίνει να πατάς στο παλιό ύφος και να αυτοσχεδιάζεις με φαντασία αστείρευτη.

Κλείνοντας, καλό είναι να έχουμε στο μυαλό μας ότι η Αθήνα βρίθει από μουσικά στέκια, που παλεύουν να επιβιώσουν, σε μια εποχή που η μουσική σχεδόν διώκεται από το κέντρο της πόλης. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις και τα ξενοδοχεία απαιτούν ησυχία και ο χαρακτήρας μιας από τις πιο μουσικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, όπου παντού μπορείς να συναντήσεις live και εξαιρετικούς μουσικούς, φαίνεται ότι είναι κάτι που δεν λαμβάνεται υπόψιν στα σχέδια τουριστικής ανάπτυξης του τόπου. Όμως αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε μια άλλη φορά...