Πολύς και δριμύς είναι ο λόγος που γίνεται τις τελευταίες ημέρες για τον κίνδυνο της λογοκρισίας της τέχνης που ελλοχεύει στις ρυθμίσεις  του νέου νομοσχεδίου για τα οπτικοακουστικά μέσα και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, το οποίο ενσωματώνει σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία του 2010. Η κριτική και οι οξείες αντιδράσεις εστιάζουν κυρίως στο δεύτερο εδάφιο του επίμαχου άρθρου του ελληνικού νόμου, με το οποίο η απαγόρευση των παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων -κοινώς της τηλεόρασης και των διαδικτυακών πλατφορμών περιεχομένου- να εμπεριέχουν οποιασδήποτε μορφής υποκίνηση σε μίσος ή βία εναντίον ανθρώπων ή μειονοτήτων με βάση εθνοτικά, φυλετικά, γενετικά, έμφυλα, κοινωνικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά επεκτείνεται και στην απαγόρευση περιεχομένου που σχετίζεται με οποιασδήποτε μορφής δημόσια πρόκληση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος του ποινικού δικαίου. Τα πρόσφατα περιστατικά ποινικής δίωξης μουσικών στην Ισπανία για ρητορική μίσους κατά της μοναρχικής συνιστώσας του ισπανικού πολιτεύματος και επιδοκιμασία της τρομοκρατίας έχουν καλλιεργήσει στον καλλιτεχνικό κόσμο έναν αναβρασμό εναντίωσης, καθώς νιώθει έκθετος σε ένα ενδεχόμενο ποινικοποίησης της ελευθερίας του λόγου, της έκφρασης και της τέχνης, τα οποία αποτελούν αναφαίρετα συνταγματικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Όσο όμως και αν η πανδημική συγκυρία σε συνδυασμό με την παγκόσμια και εθνική πολιτική στροφή στην εσωστρέφεια, στον συντηρητισμό και την τρομακτική τεχνολογική πρόοδο δημιουργούν τις καταλληλότερες προϋποθέσεις για να ανθίσουν και να βγουν αληθινοί τέτοιοι δικαιολογημένοι φόβοι, ο συγκεκριμένος νόμος δεν παύει να είναι ένα κείμενο στο οποίο -τουλάχιστον με αυστηρά νομική ματιά- δεν αποτυπώνονται οι προθέσεις που του καταλογίζονται. Μια ρύθμιση που ενσωματώνει ένα ευρωπαϊκό μέτρο προστασίας ενός άλλου κορυφαίου συνταγματικού αγαθού: της ανθρώπινης αξίας η οποία μπορεί να καταπατηθεί από τα εγκλήματα μίσους και τη βία που αυτά συνεπάγονται. 

 

Εν αρχή ην το hate speech

 

Η ρητορική του μίσους ή μισαλλόδοξος λόγος ή “hate speech” έχει βρεθεί στο μικροσκόπιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδώ και αρκετά χρόνια με την πρώτη σημαντική απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών ρατσισμού και ρατσιστικής βίας να λαμβάνεται το 2008, ενώ ήδη από το 2016 η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποσπάσει τη δέσμευση παγκόσμιων διαδικτυακών κολοσσών, περιλαμβανομένων του  Facebook, του Twitter και του YouTube, σε σχετικούς κώδικες δεοντολογίας για την αποτροπή φαινομένων παράνομης ρητορικής μίσους και απομάκρυνσης τυχόν επίμαχου περιεχομένου.

Αυτοί οι κώδικες δεοντολογίας. βάσει των οποίων οι δημοφιλείς πλατφόρμες εδώ και καιρό προχωρούν σε εξέταση καταγγελιών και αφαίρεση σχετικού περιεχομένου, άλλοτε με τις ευλογίες της κοινής γνώμης και άλλοτε με την κατακραυγή της, συμπληρώνουν τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση των ρατσιστικών εγκλημάτων, της ξενοφοβίας και της υποκίνησης κάθε είδους βίας και τρομοκρατικών ενεργειών, η οποία διαμορφώνεται και εξελίσσεται σε βάθος ετών, πολλές φορές στη σκιά μιας τραγικής τρομοκρατικής επίθεσης. Το έρεισμα δε αυτού του κώδικα δεοντολογίας των παρόχων διαδικτυακών υπηρεσιών έχει το έρεισμά του στο άρθρο 6 της Οδηγίας 2010/13 για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων.

 

Μια Οδηγία κι ένας Νόμος

 

Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η ευρωπαϊκή Οδηγία είναι ένα νομοθετικό κείμενο-πλαίσιο που θέτει έναν γενικό ρυθμιστικό άξονα για το εκάστοτε ρυθμιζόμενο θέμα, τον οποίο καλούνται τα κράτη-μέλη να ενσωματώσουν στο δίκαιό τους, διαθέτοντας διακριτική ευχέρεια ως προς την εξειδίκευσή του.

Η Οδηγία 2010/13, στην οποία περιλαμβάνεται το άρθρο, η ενσωματωμένη εκδοχή του οποίου στον προς ψήφιση ελληνικό νόμο άναψε το φιτίλι στο κίνημα AGAINST ART CENSORSHIP των τελευταίων ημερών. είναι μια ευρωπαϊκή Οδηγία που έχει θεσπιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη από το 2010 με κύριο αντικείμενο την γενικότερη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του πλαισίου λειτουργίας των οπτικοακουστικών μέσων με το βλέμμα στη μεγάλη ψηφιακή επανάσταση που ήταν για τα καλά στο δρόμο με βήμα ταχύ. Μεταξύ ποικίλων ρυθμίσεων για την προστασία του ανταγωνισμού και του καταναλωτή και την προάσπιση της ασφάλειας δικαίου, υπάρχει και η δεοντολογικής χροιάς διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας, σύμφωνα με το αρχικό κείμενο της οποίας, «Τα κράτη μέλη μεριμνούν με τα ενδεδειγμένα μέσα ώστε οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που παρέχονται από παρόχους υπό τη δικαιοδοσία τους να μην περιέχουν οποιαδήποτε πρόκληση μίσους βάσει φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας». Το 2018, στον απόηχο των μεγάλων τρομοκρατικών επιθέσεων ρατσισμού και μισαλλοδοξίας στα γραφεία του σατιρικού εντύπου Charlie Hebdo και στο Bataclan που συντάραξαν την Γαλλία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη το 2015, η ανωτέρω Οδηγία τροποποιήθηκε και προστέθηκε νέο εδάφιο στο άρθρο 6, σύμφωνα με το οποίο οι πάροχοι θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες τους δεν εμπεριέχουν ούτε «δημόσια πρόκληση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος […]».

Σύμφωνα τώρα με το πολύκροτο άρθρο 8 του ελληνικού σχεδίου νόμου, όπως αυτό τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή, «Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει: α) να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής, ιθαγένειας ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού,
β) να εμπεριέχουν δημόσια πρόκληση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος (άρθρο 187Α ΠΚ)».

Μετά και από τις έντονες αντιδράσεις μεγάλης μερίδας του κόσμου του πολιτισμού και των τεχνών ο αρμόδιος υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Θεόδωρος Λιβάνιος ανακοίνωσε την Πέμπτη την τροποποίηση του επίμαχου άρθρου, που αναμένεται να ψηφιστεί από τη Βουλή την Τρίτη 16/2,  το οποίο (θα) έχει πλέον ως εξής: ««Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής, ιθαγένειας ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού».

Πρόκειται αναμφίβολα για μια βελτιωτική κίνηση και διατύπωση, κυρίως γιατί απαλείφεται η προβληματική και γενικόλογη διατύπωση περί πολιτικών φρονημάτων ή «κάθε άλλης γνώμης» που διεύρυνε αρκετά το πεδίο εφαρμογής της διάταξης προς περίεργες ατραπούς και μία χρυσή απόδειξη του ωφέλιμου δημόσιου διαλόγου που μπορεί να ανοίξει η διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας, η οποία υλοποιείται κυρίως μέσω του θεσμού της δημόσιας διαβούλευσης.

Ωστόσο, η αφαίρεση του δεύτερου εδαφίου περί απαγόρευσης περιεχομένου σχετικά με την δημόσια πρόκληση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος δεν είναι παρά ένα συμβιβαστικό χτύπημα στην πλάτη των αντιδρώντων, καθώς αφενός η έννοια της τρομοκρατίας -ως οργανωμένης βίας- υπερκαλύπτεται από την βασική διάταξη αφετέρου δεν αλλάζει κάτι ουσιαστικό στην κουβέντα περί λογοκρισίας. Γιατί το όλο ζήτημα είναι πώς θα επιλέξει ο καθένας να διαβάσει τη διάταξη. Και μια ψύχραιμη ανάγνωση της ρύθμισης αλλά και όλου του πλαισίου που την έχει γεννήσει αποδεικνύει ότι -θεωρητικά και νομικά τουλάχιστον- πρόκειται για διάταξη «αγαθών» προθέσεων προς καταπολέμηση των ίδιων εχθρών που έχουν και οι επικριτές της: του μίσους, της βίας, της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού. Το πώς αυτή θα εφαρμοστεί στην πράξη είναι μια άλλη ιστορία.

 

Ποινικοποίηση της τέχνης και της έκφρασης  –μια άλλη ιστορία

 

Όπως προαναφέρθηκε, οι επικριτές του άρθρου 8 βλέπουν στην ρύθμιση αυτή τον όχημα της ποινικοποίησης αρκετών μορφών τέχνης, από την punk και τη hip hop μουσική μέχρι τη σάτιρα. Αυτό που θα πρέπει να ειπωθεί εδώ ότι ο νόμος αυτός είναι ένα ρυθμιστικό κείμενο για τους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, στους οποίους επιβάλλονται κυρώσεις διοικητικής και οικονομικής φύσης από το αρμόδιο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) σε περίπτωση της όποιας παράβασης. Ο νόμος αυτός -ακόμα και αν ψηφιζόταν ως είχε πριν την ανακοινωθείσα τροποποίηση- δεν θα επαρκούσε για να διωχθεί ποινικά το οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο δημιουργεί το εκάστοτε «υποκινητικό» περιεχόμενο.

Αυτό που αρκεί για να διωχθούν φυσικά πρόσωπα, καλλιτέχνες, χρήστες του διαδικτύου, απλοί πολίτες είναι ο Ποινικός Κώδικας, ο οποίος μετά και τις τελευταίες του τροποποιήσεις, προσφέρει ένα πλούσιο οπλοστάσιο κατά των ρατσιστικών εγκλημάτων, των εγκλημάτων υποκίνησης βίας και της δημόσιας πρόσκλησης σε τρομοκρατική ενέργεια. Το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα -στο οποίο παραπέμπει η επίμαχη ρύθμιση για να προσδιορίσει το είδος του περιεχομένου που απαγορεύεται οι πάροχοι να επιτρέπουν- και το σε αυτό περιγραφόμενο ποινικό αδίκημα της δημόσιας -περιλαμβανομένου του διαδικτύου- προτροπής/πρόκλησης σε διέγερση ή διάπραξη τρομοκρατικής πράξης δεν εισάγεται με τον νέο νόμο για τα οπτικοακουστικά μέσα αλλά υπάρχει ήδη στην ελληνική νομοθεσία και μπορεί κάλλιστα -υπό προϋποθέσεις- να χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν ακριβώς με τον τρόπο που αναπτύσσεται αυτές τις μέρες στην αρθρογραφία ως η δυσοίωνη προοπτική του εν λόγω σχεδίου νόμου.

 

Η νομοθεσία ως εργαλείο και η λογοκρισία ως επιλογή

 

Η νομοθεσία είναι ένα εργαλείο για την οργάνωση και τη ρύθμιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της κοινωνικής ζωής και όπως συμβαίνει με τα περισσότερα εργαλεία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τα χέρια και τα μυαλά που θα τη μεταχειριστούν και θα την εφαρμόσουν. Ένα κατσαβίδι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να στήσει όλα τα έπιπλα του σπιτιού αλλά μπορεί να χρησιμεύσει εξίσου και ως φονικό όπλο. Η πολιτική κατά της ρητορικής μίσους μπορεί να κλειδώσει τον Donald Trump εκτός Twitter αλλά και να οδηγήσει στις πιο ακραίες και οργουελικές μορφές λογοκρισίας. Η ποινικοποίηση των ρατσιστικών εγκλημάτων, της υποκίνησης βίας και της προτροπής σε τρομοκρατικές ενέργειες μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τον χαρακτηρισμό και την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως τρομοκρατικής οργάνωσης και την ίδια στιγμή να αφήνει ανοιχτά παράθυρα για την ποινική δίωξη ανατρεπτικών καλλιτεχνών, όπως ο ισπανός ράπερ Pablo Hasel. Η όποια λογοκρισία, το αν και πώς αυτή θα εφαρμοστεί, το υποκείμενο και το αντικείμενό της είναι ζήτημα επιλογής τρόπου χρήσης του εργαλείου της νομοθεσίας, όπως και το αν θα χρησιμοποιήσουμε το διαδίκτυο για τον  γόνιμο ακτιβισμό του #metoo ή για διαδικτυακό εκφοβισμό του αδύναμου συμμαθητή μας είναι ζήτημα επιλογής τρόπου χρήσης του δώρου της τεχνολογίας. Το αν θέλουμε να έχουμε μια πολιτική καταπολέμησης ρητορικής του μίσους είναι ένα πυρηνικό ζήτημα στο οποίο είτε διαφωνεί κανείς είτε συμφωνεί και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης η θεσμική απάντηση που έχει δοθεί είναι εδώ και καιρό καταφατική. Τα κριτήρια άσκησης αυτής της πολιτικής είναι το μείζον θέμα που πρέπει να συζητηθεί και να εξειδικευτεί. Δεν μπορούμε να έχουμε καταπολέμηση ρητορικής μίσους δύο ταχυτήτων αλλά με τις δικλείδες ασφαλείας που προσφέρουν οι αξιωματικές αρχές του δικαίου, όπως  η αρχή της αναλογικότητας, μπορούμε να κατευθύνουμε τη μία αυτή ταχύτητα στη σωστή κατεύθυνση.

Δεν είναι η πρώτη φορά που δύο υπέρτερα συνταγματικά δικαιώματα, όπως η ανθρώπινη αξία και η ελευθερία της έκφρασης, συγκρούονται στην ιστορία του νομικού πολιτισμού και όταν συμβαίνει αυτό απαιτούνται σταθμίσεις. Σταθμίσεις τις οποίες καλούνται να κάνουν συστήματα δικαιοσύνης και έννομες τάξεις που σε μεγάλο όμως βαθμό αντανακλούν τις κοινωνίες τους. Αυτός είναι και ο λόγος που αυτές οι κοινωνίες πρέπει να επαγρυπνούν με οξυμένα αντανακλαστικά για να επικρίνουν και να καταπνίξουν οποιασδήποτε μορφής κατάχρηση εξουσίας, αλλά και να είναι σε θέση να εντοπίσουν σωστά το πρόβλημα, χωρίς να χάνονται στη μετάφρασή του. Για να μη χάνονται δίκαιοι αγώνες και να μην καταλήξουν μέρος αυτού του προβλήματος και όχι της λύσης του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured