Πριν τρία καλοκαίρια, στις πρώτες μας συζητήσεις για το τι σκέφτεται να κάνει με την ΕΡΤ, όταν και ανέλαβε τότε νέος αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος ο Γιώργος Θαλασσινός, θυμάμαι να μου μιλάει με υπέρμετρο ενθουσιασμό για το αρχείο της ΕΡΤ και τα διαμάντια που κρύβει. Η ψηφιοποίηση του αρχείου της, βέβαια, δεν είναι νέα ιστορία. Από τα τέλη της δεκαετίας των '00 κρατάει αυτή η κολόνια. Με τα μέσα να εξελίσσονται και τα χρόνια να περνάνε, το υλικό αυτό είναι ένας θησαυρός που η ΕΡΤ δυσκολεύεται να "πουλήσει" στο ευρύ κοινό. Όχι ότι είναι εύκολη υπόθεση. Όπως και να 'χει, η ζωή συνεχίζεται και στην ΕΡΤ αυτό γίνεται πάντα με τους δικούς της ρυθμούς. Κι όταν αυτοί φτάνουν στο σημείο να μας δώσουν την ευκαιρία να δούμε σε πολύ καλύτερη ποιότητα από το χάλι του Youtube κάποια πράγματα που στην εποχή τους έλαβαν σχετικά μεγάλες διαστάσεις και έγιναν και μέρος της ποπ (ναι, ποπ) κουλτούρας μας, εμείς ακολουθούμε. 

Ένα από αυτά τα πράγματα είναι και η εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», που επιμελήθηκε και παρουσίαζε ο Διονύσης Σαββόπουλος για μια μόνο τηλεοπτική περίοδο, 1986-1987, και που έχουμε πλέον την ευκαιρία να βλέπουμε τις Τρίτες και τις Τετάρτες (στις 23:00 μέσα από τη συχνότητα της ΕΡΤ2), με αποκαταστημένο ήχο και εικόνα. Για τους γονείς μας, που αγαπούσαν την καλή μουσική, αυτά τα σαββατιάτικα βράδια ήταν σαν καταφύγιο. Για μας ήταν αναγκαίο κακό τότε, αλλά δεν έγινε χωρίς αποτύπωμα, τουλάχιστον ως προς τους ορίζοντες που μας άνοιξε. Οι εκπομπές αυτές ήταν γεμάτες με το ιδιαίτερο πνεύμα του Σαββόπουλου, που δεν πολυκαταλαβαίναμε τότε ως παιδιά και που τότε είχε φανατικούς οπαδούς (και εχθρούς). Εκείνος ήταν ο πρωταγωνιστής και δεν το έκρυβε. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι από εκεί (και από τις ασπρόμαυρες οθόνες που ήθελαν και δυο ξυλιές στην πλάτη για να στρώσουν) περνούσαν καλλιτέχνες από ένα ευρύ φάσμα ειδών, αυτών τέλος πάντων που θα μπορούσαν να "περάσουν" πιο εύκολα σε έναν κρατικό, συντηρητικό φορέα. Και μολονότι αισθητικά μας χωρίζει χάος, ήταν αρκετές οι ομοιότητες εκείνης της εποχής με το σήμερα.


 

Το Τσερνομπίλ, οι έφοδοι στα super market και το χιούμορ ως φάρμακο στην αβεβαιότητα

Τη σεζόν 2016-2017, όταν και προβάλλεται η εκπομπή, βρισκόμαστε στη μετατραυματική εποχή του Τσερνόμπιλ. Του Τσερνομπίλ, όπως το λέγανε οι γονείς μας, τότε. Τον Απρίλιο του 1986, λίγο μετά το πυρηνικό δυστύχημα που άλλαξε τον κόσμο, βλέπαμε γονείς, θειάδες και τις παρέες τους να κάνουν εφόδους στα σούπερ μάρκετ, σε ένα κλίμα απόλυτου πανικού (ένα εκατομμύριο κουτιά γάλακτος πωλήθηκαν σε μία μόνο μέρα στην Αθήνα). Θυμάμαι τις κούτες να στοιβάζονται, τον φόβο και τις υποψίες για την τάδε ή τη δείνα τροφή που μπορεί να έχει "ραδιενέργεια". Που κράτησε για μήνες (για να μην πω χρόνια). Φαντάζομαι ότι μας ακουγόταν όπως στα σημερινά παιδιά η λέξη κορονοϊός. Μια λέξη κάπως σαν αφηρημένη έννοια, που αισθανόμασταν παντού στον αέρα και μέσα στην ψυχή μας, αλλά δεν μπορούσαμε να δούμε ή να πιάσουμε. 


Μετά το πρώτο κύμα πανικού, το χιούμορ αποτέλεσε το καταφύγιο και το φάρμακο στην αβεβαιότητα. Το χιούμορ υπήρξε αρκετό και ευρηματικό, μέσω των δημοσιογραφικών μέσων, στις επικοινωνίες του κόσμου, τα ανέκδοτα, στις παρέες και στις κυριακάτικες εκδρομές στην εξοχή με τον σκαραβαίο. Το χιούμορ, η πρώτη αντίδραση και σωτηρία. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, είχε θέσει ως πρώτο στόχο την «επικοινωνιακή διαχείριση» (τι μας θυμίζει κι αυτό;). 
 

Οι εποχές αλλάζουν και ο κόσμος στρέφεται μετά από καιρό προς τα δεξιά

Το τραύμα αυτό δεν επουλώθηκε ούτε με το διάλειμμα του Μουντιάλ του '86, που παρακολουθήσαμε φανατικά ως σταθερά και διαφυγή. Οι εποχές άλλαζαν. Ο Γιώργος Κοσκωτάς είχε ξεκινήσει από το πρώτο μισό της δεκαετίας να αγοράζει τα πάντα (τον εκδοτικό οργανισμό «Γραμμή», το 56% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κρήτης κ.α.), αλλά τώρα πλέον είχε συσφίξει τις σχέσεις του με το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ. Τα χρήματα των ΔΕΚΟ αφήνονταν στα «ασφαλή χέρια» της Τράπεζας Κρήτης και ο ίδιος είχε ως συνεργάτες του αξιωματούχους του Δημοσίου. Τότε ήταν που άρχιζαν οι ψίθυροι ότι κάτι περίεργο γίνεται στην Τράπεζα Κρήτης με τις ευλογίες του ΠΑΣΟΚ, που πλέον δεν έμοιαζε κυρίαρχο, δεχόμενο μάλιστα και ισχυρό πλήγμα στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1986. 


Μέσα σ' αυτό το (αβέβαιο) κλίμα, σ' αυτό το μεταίχμιο το πολιτικό και σ' έναν καιρό που ο κόσμος στρέφεται προς τα δεξιά, που νιώθει να χάνει τις σταθερές του, ακόμα και το εισόδημά του από τις πολιτικές λιτότητας, έρχεται μια εκπομπή αμιγώς μουσική και πολυσυλλεκτική, που βάζει ως προτεραιότητά της να ενώσει εντελώς διαφορετικούς χώρους και να περάσει μηνύματα. Μηνύματα όχι πολιτικά, αλλά μουσικά, ως προς την πολιτιστική μας κληρονομιά που σε εκείνες τις περίεργες και αβέβαιες εποχές, θα έπρεπε να κρατηθεί ως σταθερά και να χτίσουμε πάνω της. Και μηνύματα για τη μουσική που είναι μία. 


 

«Ελαφροέντεχνοι και νεορόκ είναι το ίδιο happening»

Ως προς αυτό, τηρουμένων των αναλογιών, η εκπομπή Ζήτω το ελληνικό τραγούδι, δεν ήταν απλώς ανάγκη. Ήταν και μπροστά από την εποχή της. Όχι μόνο από αυτή τη δεκαετία, αλλά οριακά και από μέρος της επόμενης, προτού παγκοσμίως σκάσει η λογική των προσμίξεων ειδών και των ανοιχτών αυτιών. Που, για να πούμε την αλήθεια, ακόμα και στα '90s, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρεις πολλούς που θα θαύμαζαν τον Τσιτσάνη και θα άκουγαν Τρύπες. Ο Σαββόπουλος, όμως, πέρα από την επιλογή των καλλιτεχνών, στριμώχνει ατάκες. Σε κάποιο σημείο, η κάμερα εστιάζει στον ίδιο που λέει: "ελαφροέντεχνοι και νεορόκ είναι το ίδιο happening". Κάπου αλλού, με τον Λευτέρη Πανταζή να γαβγίζει κάποιο σουξέ στο ραδιόφωνο, μιλάει για τη φωνή, τους μεγάλους τραγουδιστές και την αξία της. Που, ναι, θα πουν και δεύτερα τραγούδια κάποια στιγμή, αλλά "ακόμα και το ντεκόρ, στο στόμα των μεγάλων λαϊκών τραγουδιστών γίνεται τοπίο", όπως σημειώνει.

https://www.youtube.com/watch?v=vWWWRdXuoKo
 

Από τις Τρύπες, στην Ελένη Βιτάλη και την Άννα Βίσση

Στο ρεπερτόριο των σχολίων του βρισκόταν η δισκογραφία, το ραδιόφωνο, η τεχνολογική εξέλιξη: να μη γίνουμε ρομπότ καλούσε τον κόσμο και έβαζε ως σημαντικό ζητούμενο την ψυχή και τις δημιουργικές ματιές στο παρελθόν. Μιλάμε για τη Δημόσια Τηλεόραση στον καιρό που όλοι οι δέκτες ήταν συντονισμένοι σε μία εκπομπή, με ελάχιστα περιθώρια extreme επιλογών. Ναι, σίγουρα, το αισθητικό μέρος δεν κάνει ελκυστικό το πακέτο των εκπομπών σήμερα, αλλά είναι εν πολλοίς απαραίτητη η σημειολογία του: ο άρχοντας Στράτος Διονυσίου μπαίνει θριαμβευτικά στο στούντιο με ταξί. Τεράστιος, χωρίς να φαίνεται κιτς.

Οι Τρύπες παίζουν το "6η Αυγούστου" στην παραλία της Θεσσαλονίκης και κάνουν σαν να βρίσκονται στη σκηνή. Στο "Καλημέρα" του Νίκου Παπάζογλου μπαίνεις σε σκηνικό υπαίθριου ρεμπέτικου, ενώ η Άννα Βίσση μοιάζει με μαθητούδι δίπλα στον πιανίστα Νίκο Καρβέλα, να ερμηνεύει "Τα Μαθητικά Χρόνια", τον καιρό που ήξερε τι να κάνει την (πολύ καλή) φωνή της. Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για την πρωτοβουλία του για τη σύσταση επιτροπής φιλίας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων διανοούμενων. Η εκπομπή μιλάει για τον Πασχάλη Τερζή που είναι "η πρώτη φίρμα στη Θεσσαλονίκη, αλλά αρνείται να κατέβει στα μαγαζιά της Αθήνας". Η Ελένη Βιτάλη, φωτιά και λάβρα, συγκλονιστική, και δίπλα της η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Οι Φατμέ με τους αδερφούς Κατσιμίχα

Το στούντιο δεν γίνεται μπουζουκλερί και δεν παρακολουθούμε τσιμπούσι, όπως έχουμε συνηθίσει τώρα. Όλα είναι πιο σύντομα και πιο μεστά. Ούτε επιχειρείται κάποιου είδους επιβληθείσα πρόσμιξη, κάποια αλλαξοκωλιά. Τα είδη παίρνουν τον χώρο και τον χρόνο που τους αναλογεί. Ο στόχος είναι η καταγραφή και η παρουσίασή τους σε ένα κοινό που δεν είχε τις επιλογές ενημέρωσης που έχει σήμερα. Για εκείνη την εποχή, άλλωστε, αυτό ήταν το σημαντικό. Ούτως ή άλλως, το ίδιο το ελληνικό τραγούδι είχε ξεκινήσει τις συνεργασίες από διαφορετικούς χώρους. Η Ελευθερία Αρβανιτάκη ερμήνευε συνθέσεις του Σταμάτη Σπανουδάκη και η Χάρις Αλεξίου τραγουδούσε Θάνο Μικρούτσικο. Δεν θα επεκταθούμε στο μουσικό κομμάτι, γιατί πραγματικά πολλά τα όσα συνέβησαν δισκογραφικά εκείνη τη χρονιά ήταν θησαυρός και σε συνδυασμό με την εκπομπή αυτή που τα έβαλε μέσα στα σπίτια, θα χρειαστούν αρκετή ανάλυση και χώρο, τα οποία όμως θα μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η εποχή αυτή ήταν από πολλές απόψεις μεταβατική και στη μουσική. 


 

Βασικά... καλησπέρα σας. 

Το παράθυρο του ότι κάτι αλλάζει ή θα αλλάξει το βλέπουμε ορθάνοιχτο και στο ραδιόφωνο, το θέμα του οποίου επίσης πραγματεύεται ο Σαββόπουλος. Σε ένα επεισόδιο, ο Βαγγέλης, παραγωγός σε πειρατικό ραδιόφωνο, εκτελεί χρέη τωρινού Δημήτρη Κανελλόπουλου στο e-tetradio. Το σκηνικό είναι "Βασικά Καλησπέρα Σας", μόνο που δεν βρισκόμαστε στο 1982 με την παρέα του Στάθη και την παρέα του Ντένη, αλλά στο 1986, με τον Βαγγέλη να εύχεται μαζί με τον παρουσιαστή "καλή χρονιά και με ελεύθερη ραδιοφωνία". Ο Βαγγέλης παρουσιάζει την έρευνά του από 97 ερασιτεχνικούς σταθμούς και μας πληροφορεί ότι παίζουν λαϊκά σε ποσοστό 56,7%, ελληνικό ροκ (εδώ ανοίξτε τεράστιο αερόστατο για το τι θεωρείτο ροκ) 36,1% και "δεκαετία" 7,2%. Όπου "δεκαετία" ήταν αυτή των '60s. Μας πληροφορεί ότι πρώτος έρχεται ο Καζαντζίδης, που παίζεται πολύ σε 18 σταθμούς, δεύτερος ο Διονυσίου (σε 17) και τρίτοι οι Μηλιώκας και Μπουλάς (σε 15). Ο Διονύσης Σαββόπουλος παίρνει εκείνη τη στιγμή τηλέφωνο τον υπουργό Κώστα Μπαντουβά, από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών:

Σαββόπουλος: Για να πάρουμε τον υπουργό Συγκοινωνιών, να δούμε τι έχει να απαντήσει επί του θέματος. Τα σέβη μου κύριε Υπουργέ, Διονύσης Σαββόπουλος (ακολουθούν φιλοφρονήσεις).
Σαββόπουλος: Συνεχίζεται η δίωξις των ραδιοερασιτεχνών (σσ. απαραίτητο το -ις σε υπουργό);
Υπουργός (σσ. προφανώς γνώριζε για το επικείμενο τηλεφώνημα, αλλά έδειχνε με κάποιο προσποιητό τρόπο απροετοίμαστος): Να σας πω, είναι δύσκολη η απάντησις. Σήμερα, με τη στενότητα που έχομε στο φάσμα των συχνοτήτων, δεν είναι τεχνικά δυνατόν να επιδείξομε πνεύμα μεγάλης κατανοήσεως (σσ. λείπει το βεβαίως, βεβαίως). Είναι ανενόχλητοι οι ραδιοερασιτέχνες κι αυτό δημιουργεί προβλήματα στις συγκοινωνίες και στον έλεγχο των αερομεταφορών.

Ο Σαββόπουλος εύχεται ελεύθερη ραδιοφωνία και ο υπουργός επισημαίνει την επιθυμία του πρωθυπουργού τότε, ώστε να υπάρξει κάποια στιγμή οργανωμένη και νόμιμη ελεύθερη ραδιοφωνία.
"Ευάγγελε θα γίνει πραγματικότης", λέει στον Βαγγέλη, ο οποίος εμφανίζεται επιφυλακτικός: "Κάτι θα γίνει αλλά θα είμαστε πάλι παράνομοι. Γιατί είμαστε μικροί και θα μας φάνε οι μεγάλοι". Αχ, Ευάγγελε...

Σε μια άλλη εκπομπή, ένας πιτσιρικάς μπαίνει στο στούντιο και παραλαμβάνει μια αρμαθιά δίσκους -ίσα που αντέχει να τους κουβαλήσει- κι εγώ αγχώνομαι ότι θα φάει σούπα και θα τον καταπλακώσουν. Είναι οι 50 καλύτεροι δίσκοι της ελληνικής δισκογραφίας, τους οποίους κέρδισε μέσω διαγωνισμού. "Πικάπ έχεις;", τον ρωτάει ο Σαββόπουλος, κι εγώ αναρωτιέμαι: τι ρωτάει; "Όχι", απαντάει ο πιτσιρικάς (και με αποστομώνει), "αλλά τώρα θα αγοράσω". Ζηλεύω, αλλά δεν αργώ να συνειδητοποιήσω ότι ο σημερινός πιτσιρικάς θα πενηνταρίσει σε λίγο. "Πότε γεννήθηκες;", τον ρωτάει πάλι ο Σαββόπουλος. "Το 1972", απαντάει ο τότε πιτσιρικάς. "Υπάρχουν και τέτοιες ηλικίες, λοιπόν"... Κατ' αντιστοιχία του "γεννιόντουσαν παιδιά τότε;"

https://www.youtube.com/watch?v=VXwLi5KH-BE
 

Οι ιδιαιτερότητες και η σχέση με τον Μάνο Χατζιδάκι

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ σήμερα θα στηθώ. Από την άθλια ποιότητα των βιντεοκασετών που κυκλοφορούν στο Youtube, αυτό θα είναι μια ευκαιρία να δω σε σωστή εικόνα κάποιες από τις σκηνές, κάποιες από τις εμφανίσεις που κράτησαν μια ξεχωριστή θέση σε μια μουσική ιστορία που δεν είχε άφθονο τηλεοπτικό υλικό. Υπήρξαν και ανούσια playback, υπήρξαν και ωραίες ζωντανές εμφανίσεις. Τις δεύτερες περιμένω να δω. Ξέρω ότι κάποιοι από εσάς δεν θα το κάνετε και δεν είναι το αισθητικό μέρος μόνο ή το μουσικό. Είναι και κάποιες δηλώσεις, η στάση του Σαββόπουλου σε κάποια θέματα, που έχουν κάνει πολλούς να ρίξουν Χ και στο καλλιτεχνικό του έργο. Ασφαλώς και είναι δικαίωμα του καθένα και γνωρίζω ότι κι εγώ έχω παρασυρθεί σε πολλές περιπτώσεις. Εδώ, όμως, μιλάμε για κάτι άλλο. Να σας πω την αλήθεια, ακόμα και τότε θα διαφωνούσα με κάποιες επιλογές, το ότι κάποιες φορές το παράκανε με την ειρωνεία, την πολυλογία ή με κάποια χοντροκομμένα αστειάκια. Αλλά όλα αυτά είναι λεπτομέρειες μπροστά στον πλούτο αυτών των 19 επεισοδίων που εκείνος -κατά κύριο λόγο- δημιούργησε. Και μπορεί, βλέποντάς και ο ίδιος σήμερα τις εκπομπές, να μη συμφωνεί με κάποια σημεία. Ναι, είναι επίσης και η σχέση του με τον Μάνο Χατζιδάκι, μια σχέση που πέρασε από 40 κύματα μέσα στα χρόνια, που δεν ήταν η καλύτερη τότε, με τον τελευταίο να απαγορεύει τη μετάδοση των κομματιών του.


Πηγή φωτογραφίας

 

Και ο Σαββόπουλος το τράβηξε και άλλο. Κάτι που ανάγκασε τότε τον Μάνο Χατζιδάκι να στείλει γράμμα στην Ελευθεροτυπία, όπου έλεγε μεταξύ άλλων: «Ο κ. Σαββόπουλος, θέλοντας να κοινοποιήσει δημοσίως, την όχι δημοσίως εκφρασθείσα επιθυμία μου, να μην μεταχειριστεί τη μουσική μου στις εκπομπές του, βρήκε την ευκαιρία να ειρωνευτεί την άρθρωσή μου με την κάπως ανορθόδοξη προφορά μου στο γράμμα Ρο. Τόσα χρόνια μιλούσα από το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου και κανείς δε βρέθηκε -φίλος κι εχθρός- να σταθεί στην ιδιοτυπία της προφοράς μου. Και μόνον ο κ. Σαββόπουλος την επισήμανε. Τι οξυδέρκεια! Πρέπει ακόμη να προσθέσω πως δεν μου διέφυγε η ισχυρή δόση ειρωνείας και αναίδειας που περιείχε ο ίδιος στη συνομιλία του με τον κ. Θεοδωράκη. Κατόπιν αυτών, του απαγορεύω όχι μόνο τη χρήση της μουσικής μου, αλλά και την απλή αναφορά του ονόματός μου στις τόσον εγωπαθητικές εκπομπές του. Θα φροντίσω και νομικά να κατοχυρωθώ. Είναι όμως θλιβερό, άτομα που κάποτε ξεκίνησαν με κάποιο ταλέντο, να καταλήγουν σε μια εξυπνάδικη χυδαιότητα για να καλύψουν έτσι τη ραθυμία τους και τη μουσική τους απραξία»

https://www.youtube.com/watch?v=iuCSRU5aTpk


Αυτός ήταν και είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, ένας άνθρωπος που δημιουργούσε με τον τρόπο του εντάσεις, που θα έλεγε αυτό που είχε στο κεφάλι του. Ο ίδιος, μάλιστα, θα παραδεχτεί αργότερα ότι όταν γνώρισε τον Μάνο Χατζιδάκι ήταν αγενής. «Εν ονόματι της ανεξαρτησίας του πνεύματος και της νεότητος, το ’παιξα αφ’ υψηλού και “εναλλακτικός”, ενώ τον θαύμαζα και είχα μεθύσει από τη χαρά που το όνειρό μου να τον συναντήσω γινόταν πραγματικότης. Αντί να του δείξω αυτό, εκστόμιζα διάφορες “απόψεις” ότι π.χ. η καινούργια ενορχήστρωσή του των “Ορνίθων” ήταν χολιγουντιανή ή ότι η “Μυθολογία” ήταν σαν τσιμπιδάκι στα μαλλιά. Εν τω μεταξύ, πρόσεξα ότι είχε λυθεί το κορδόνι του παπουτσιού του και ενώ ποθούσα να σκύψω και να του το δέσω, συνέχισα αγέρωχος με διάφορες “απόψεις”. Το κακό είναι ότι όσο ζούσε δεν τόλμησα να του εκφράσω τα αληθινά μου αισθήματα για αυτόν. Του μιλούσα πάντα σαν ισότιμος ντε και καλά, ενώ ένιωθα κατώτερός του. Ώσπου πέθανε και έχασα την ευκαιρία για πάντα. Όμως με άκουγε πάντα με χαμόγελο και συγκατάβαση. Ίσως είχε καταλάβει την “πόζα” μου, τον βαθύ σεβασμό μου για αυτόν. Αυτό ελπίζω», είπε κάποτε με ειλικρίνεια. Και μόνο γι' αυτή τη δήλωση, από εμένα είναι "ναι". 


Δεν ήταν και δεν είναι όλα ωραία στον Διονύση Σαββόπουλο, αλλά εδώ μιλάμε για ένα σεντούκι. Έχει και πολύτιμα αντικείμενα, έχει και άλλα αδιάφορα. Και σίγουρα μπορούμε να εισπράξουμε πολλά βλέποντας ξανά αυτές τις εκπομπές. Σε εποχές μεταβατικές, με πολλές από τις σταθερές να είναι έτοιμες να καταρρεύσουν, αλλά με μια δισκογραφία που ήταν τότε βαριά βιομηχανία, όπου πλάι στη διόγκωση του σκυλο-σουξέ, βρήκαν τον χώρο τους κάποιες πολύ καλές ελληνικές παραγωγές και δόθηκε περιθώριο να αρχίσουν να αλληλεπιδρούν καλλιτέχνες και δημιουργοί από διαφορετικούς χώρους, μεταξύ τους.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured