Η επί χάρτου έκφανση των Ελλήνων μουσικών παραμένει μονοπάτι που, ενώ αντικειμενικά δεν θα έπρεπε να θεωρείται δύσβατο (μιας και μιλάμε για ανθρώπους της έκφρασης), εντούτοις δεν περπατιέται συχνά. Περίεργο. Διότι, όσο κι αν μοιάζει ως βασανιστική έρημος περιβάλλουσα το Αραράτ της εγκεφαλικότητας, η γραφή –ειδικότερα στους στιχουργούς και τραγουδιστές της ημεδαπής– μοιάζει σαν ένα φέρυ για την αντίπερα όχθη, στο οποίο αρνούνται να μεταβούν. Στα δικά μου ωστόσο μάτια πρόκειται για μια απόλυτα φυσιολογική μεταφορά ενός επί σκηνής/στούντιο λεκτικού επεξεργαστή σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν: αυτό της έντυπης καταγραφής.

Αντιθέτως, βρίθουμε από εκδόσεις στίχων των μουσικών μας. Ομολογώ ότι θα ήθελα πάρα πολύ να διαβάσω τις σκέψεις του πάντα κεντραρισμένου Νίκου Πορτοκάλογλου, για παράδειγμα, αλλά αυτός δεν άφησε μήτε μισή αράδα προς βρώση στην έκδοση των δικών του στίχων. Και λέγω δημόσια επίσης ότι θα με ενδιέφερε πάρα πολύ να διαβάσω τις σκέψεις του Παύλου Παυλίδη πέραν της τραγουδοποιίας, ακόμα και του Σωκράτη Μάλαμα –και ας μην δηλώνω οπαδός του.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο χάρηκα όταν ήλθαν στα χέρια μου δύο βιβλία από ανθρώπους της μουσικής τους οποίους δεν κατατάσσουμε απλώς στους οξύνοες, αλλά σε όσους χαρτογράφησαν παραδειγματικά την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Το πρώτο είναι η συλλογή ποιημάτων (2000-2010) του Παντελή Ε. Δημητριάδη Ξεκαθάρισμα Λογαριασμών [Εξώστης], το δεύτερο το 69 Raps [Athens Zoo] του Νικήτα Κλιντ. Από τους Κόρε. Ύδρο. και Τα Παιδιά Της Παλαιότητας ο πρώτος, από τις Ρόδες ο δεύτερος.

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι τους δύο αυτούς ανθρώπους δεν συνδέει καμία κοινή συντεταγμένη, εκτός του ότι αμφότεροι στέκονται πίσω από μικρόφωνα και εξέδωσαν φέτος βιβλίο με τους στίχους τους. Και όμως! Είναι ακριβώς στις διαφορές τους όπου τέμνεται η κύρια εφαπτομένη τους: η δημιουργία μιας νέας γαίας, με βαθύτατες ρίζες στην πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Και ο Δημητριάδης και ο Κλιντ μετέρχονται της διαολεμένης (και ουχί διαβολικής) γκρίνιας, η οποία χαρακτηρίζει την πραγματικότητα του ελληνικού λόγου ανά δεκαετίες και έχει αναζωπυρωθεί εσχάτως, ειδικότερα στα τελευταία 5 χρόνια. Έχει δε μεγάλο ενδιαφέρον ότι προέρχονται από διαμετρικά αντίθετα περιβάλλοντα, όπου κατοικοεδρεύουν και εφορμούν προς άγρα θηραμάτων (και «επεξεργασίας» της γούνας τους). Αμφότεροι «γδέρνουν» λοιπόν την πραγματικότητα προσπαθώντας να τραφούν από τη σάρκα της· ακριβώς διότι έτσι προσπαθούν να κατανοήσουν το λάθος που τους περικλείει. Και, έχοντας την τύχη όχι απλώς να έχω πάρει συνέντευξη και από τους δύο μα και να έχω συνομιλήσει μαζί τους –με επίκεντρο τόσο τη μουσική, όσο και τον έντυπο λόγο– τολμώ να πω ότι συγκαταλέγονται στα πλέον κοφτερά μυαλά που έχει αναδείξει ο ελληνικός μουσικός τόπος στην τελευταία δεκαετία.

Ο μεν Δημητριάδης, εκ Κέρκυρας ορμώμενος, χρησιμοποιεί με τρυφερό και σαρδόνιο συνάμα τρόπο την πραγματικότητα αλλά και τη μνήμη του σχετικά μικρού κοινωνικού κύκλου που ορίζει η τοπογραφική κουκκίδα της πατρίδας του, ώστε να επεξηγήσει την ίδια την ύπαρξη. Είναι τρυφερός και διεισδυτικός ο Δημητριάδης. Το χιούμορ ξεχειλίζει από τον λόγο του, αλλά –προσοχή!– σε καμία περίπτωση δεν μετατρέπεται σε χαβαλέ.

Την ίδια στιγμή αποτελεί υπόδειγμα κριτή της πραγματικότητας, διότι κατά πρώτο λόγο εξετάζει τον εαυτό του, δεν στέκεται ως πύρινος διαπομπευτής των κακών κειμένων. Προτάσσει δηλαδή τις δικές του ανασφάλειες και εμμονές προς εξέταση, χωρίς παράλληλα να τυλίγεται στον ηδυπαθή μανδύα που μας έχει συνηθίσει μια πλειάδα Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών: αυτής δηλαδή της ομάδας η οποία κριτικάρει τα στραβά του τόπου μα, όταν έρχεται η ώρα για να δώσει έναν προσωπικό χάρτη προς την αντίθετη κατεύθυνση, ξαφνικά τα βουνά και οι χαράδρες μετατρέπονται σε παιδικές χαρές και σε βοσκοτόπια, διότι οι έννοιες του λάθους, του πάθους και της σκληρότητας αντιμετωπίζονται ως αυτονόητα γνωρίσματα του καλλιτέχνη (και άρα πέραν από κριτική). Ο Παντελής Ε. Δημητριάδης στέκει λοιπόν στο Ξεκαθάρισμα Λογαριασμών αισθητά μακριά από αυτόν τον ύφαλο αυτοπροβολής.

Μακριά όμως από αυτήν την επάρατη λογική στέκει και ο Νικήτας Κλιντ στο 69 Raps. Αρνείται να μπει σε καλούπι όχι επειδή προτάσσει μια επαναστατική και αδέσμευτη φύση, αλλά επειδή κρίνει ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Επίσης προσοχή, όμως! Ο Κλιντ διεξάγει μια περίεργη πορεία εδώ, η οποία μόνο ανοίκεια δεν είναι βέβαια σε όποιον έχει παρακολουθήσει τον τρόπο που έχει τοποθετηθεί μέσα στο σύγχρονο μουσικό τοπίο. Περιδιαβαίνει τη μητροπολιτική ζούγκλα της Αθήνας ως αέναος λίβας, ενώ την ίδια στιγμή –ως άλλος Διογένης– ψάχνει τα καλά στοιχεία που θα τονώσουν την πίστη του στον άνθρωπο. Και ακριβώς όπως ο προαναφερθείς φιλόσοφος χρησιμοποιούσε λογοπαίγνια για να σχηματίσει άποψη για το ποιόν του συνομιλητή του, έτσι και ο Κλιντ περνάει σε μια μεταγλώσσα, τους κανόνες της οποίας γνωρίζει πολύ καλά.

Χρησιμοποιώντας ένα περίεργο κράμα από rap λογική, «σπασμένα» ελληνικά και συνθηματικά αγγλικά, ο Νικήτας Κλιντ μορφώνει έτσι μια απόλυτα ζωντανή λαλιά, η οποία προξενεί γέλιο και περίσκεψη την ίδια στιγμή. Γέλιο διότι είναι εύστοχη και περίσκεψη διότι ο ζόφος που περιγράφει είναι απόλυτα τρισδιάστατος στη σημερινή πρωτεύουσα. Με μια παραισθητική λογική, θαρρείς και οι δρόμοι μετατρέπονται σε ποτάμια όπου συγχρωτίζονται επαναστάτες (ουσιαστικοί και ευκαιριακοί), αυλοκόλακες, καλλιτέχνες, μικροαστικοί συνειδησιακοί τεμενάδες και αύξουσες αστικές σαπιοκοιλιές. Ο Κλιντ κυριολεκτικά προσπαθεί να ξορκίσει το κακό. Και χρησιμοποιώ τη λέξη «ξορκίσει» ακριβώς γιατί ο λόγος του διαθέτει μια θρησκευτική προσήλωση στην ιδέα του Ανθρώπου. Γι’ αυτό και αποτελεί λάθος να λογιστεί ως μισανθρωπιστής: αντιθέτως, είναι ουσιαστικότατος ουμανιστής.

Με την ίδια δέσμευση κατέρχεται στο ρινγκ της καθημερινότητας και ο Δημητριάδης, απλά εκείνος δείχνει να έχει το καταφύγιο της φύσης που περιβάλλει την κοινωνία την οποία περιγράφει· ο Κλιντ έχει στα σίγουρα απολέσει αυτόν τον σιτοβολώνα αισθητικής και πνευματικής ανάτασης. Ο Δημητριάδης μάχεται λοιπόν καθελκύσεις του εγώ του στο Ξεκαθάρισμα Λογαριασμών, ενώ το 69 Raps διακρίνεται από την πύρινη ματιά του Κλιντ απέναντι στα γεγονότα –τόσο πύρινη, ώστε αποβαίνει σχεδόν εξαγνιστική. Ο Δημητριάδης βέβαια έχει τη δύναμη να πιστεύει ακόμα στην κοινωνία, ίσως γιατί στα ποιήματά του ασχολείται με μικρότερα υποσύνολά της. Αντίθετα, από τα γραφόμενα του Κλιντ παρελαύνουν δεκάδες πρόσωπα και χαρακτήρες, που ουσιαστικά αντιμετωπίζει ως υποσύνολα μιας συνολικής αστικής τρέλας.

Τόσο μακριά μα και τόσο κοντά λοιπόν Δημητριάδης και Κλιντ –όχι οι κώδικές τους, μα κυρίως τα επίκεντρα του ενδιαφέροντός τους. Και κοινή τελικά η νίκη τους, όπως εκφράζεται μέσω των δύο υπό συζήτηση εκδόσεων: θωπεύουν καίρια τα ζωτικά σημεία του σώματος της μπαχαλοποιημένης μας κοινωνίας. Μα την πίστη μου, πρόκειται για τις καλύτερες ηθογραφίες του ελληνικού κοινωνικού ιστού που έχω διαβάσει τελευταία. Εύγε και στους δύο.
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured