Το Star Wars (που δεν ξέραμε πως χρειαζόμασταν, αλλά είμαστε τελικά τόσο τυχεροί που λάβαμε) επιστρέφει στη μικρή οθόνη μέσω της καλύτερης (!) μάλλον τηλεοπτικής σειράς που έδωσε αυτό το πολύπαθο franchise στους θεατές του, επιχειρώντας να σταθεί ισάξιο της πρώτης του αριστουργηματικής σεζόν -ενώ παράλληλα επιχειρεί να γεφυρώσει το φινάλε του με το κινηματογραφικό Rogue One του 2016.
Τα βασικά συστατικά της σειράς είναι λίγο - πολύ γνωστά: ένα σφικτό και ρεαλιστικό κατασκοπευτικό - πολιτικό thriller επιστημονικής φαντασίας, τοποθετημένο στο σύμπαν του Star Wars και λίγο πριν το κινηματογραφικό επεισόδιο IV, το οποίο και δεν έχει σχεδόν καμία σχέση (τόσο υφολογικά, όσο και νοηματικά) με το πολύχρωμο σύμπαν των υπόλοιπων ταινιών/σειρών του franchise. Αυτό που συνεχίζει να κάνει όμως τόσο συναρπαστικό το δημιούργημα του Tony Gilroy, δεν είναι όλα παραπάνω, αλλά ο βαθύτερος νοηματικός πυρήνας της σειράς: ένα ώριμο και ριζοσπαστικό αφήγημα τηλεοπτικής επιστημονικής φαντασίας που κάνει μια πολύ-επίπεδη μελέτη πάνω στην εξουσία, την καταπίεση και την επαναστατική συνείδηση, αναλύοντας με μεθοδικό τρόπο το πως σχηματίζεται η πολιτική δράση σε ένα φασιστικό καθεστώς.
Στη δεύτερη σεζόν του Andor, η Αυτοκρατορία συνεχίζει να κυβερνά, όχι ως μια υπέρ-απλουστευμένη «κακή δύναμη» αλλά ως ένα πολύπλοκο γραφειοκρατικό Ιμπεριαλιστικό καθεστώς, το οποίο αναπτύσσεται και εδραιώνεται επιθετικά μέσω του προπαγανδιστικού ιδεολογικού ελέγχου και της συστηματικής καταστολής.
Κυρίως όμως, η Αυτοκρατορία συνεχίζει να παρουσιάζεται σαν την κρατική έκφραση της άρχουσας τάξης που κατέχει όλα τα μέσα παραγωγής: μια υπέρ-συγκεντρωτική υπέρ-δύναμη, η οποία χρησιμοποιεί την προπαγάνδα και την καταστολή σαν πολιτικά εργαλεία και καθιστά την εργασία τόσο καταναγκαστική όσο και αφηρημένη (αποκομμένη από οποιαδήποτε ελεύθερη βούληση και το «προϊόν» της χωρίς καμία ουσιαστική υπόσταση για τους εργάτες του).
Υπάρχει ένας ευδιάκριτος μαρξιστικός πυρήνας στην καρδιά της σειράς, κατά τον οποίο η καταπίεση δεν παρουσιάζεται ως ένα ζήτημα “κακών ανθρώπων που κάνουν κακά πράγματα” αλλά ως μια φυσιολογική δομική συστημική λειτουργία. Η απολυταρχία και ο συγκεντρωτισμός της Αυτοκρατορίας έρχονται (ευλόγως) σε απόλυτη σύγκρουση με το ιδεώδες της αυτοδιάθεσης –κάτι που καταδεικνύεται εντόνως, τόσο στην πρώτη σεζόν της σειράς (κατά την αρχική γνωριμία με τους βασικούς πρωταγωνιστές στον πλανήτη Ferix και την αναρχο-κολεκτιβιστική του κοινότητα) όσο και στη γνωριμία μας με τον πλανήτη Ghor της δεύτερης σεζόν. Και οι δύο πλανήτες λειτουργούν (τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με τη μπότα της φασιστικής Αυτοκρατορίας) λιγότερο εντός κάποιων κρατικά θεσμοθετημένων κοινωνικών βάσεων και περισσότερο εντός κάποιων πλαισίων αμοιβαιότητας, αλληλεγγύης και λαϊκής ηθικής.
Εν πολλοίς, στη σειρά συνεχίζουν να συμβιώνουν (με πολύ προσεκτική ισορροπία και αξιοθαύμαστη ωριμότητα) ο αντικρατισμός, ο αντιφασισμός, η άμεση δράση - αντίδραση και η εργατική χειραφέτηση – όλα εναντίον ενός απολυταρχικού συστήματος διακυβέρνησης με συγκεκριμένη ατζέντα και όχι ενός ακόμα απλοϊκού, απρόσωπου καθεστωτικού “τέρατος”. Έτσι, σε αυτήν την καλοδουλεμένη πολιτική διάσταση του Andor συνεχίζεται και ολοκληρώνεται αισίως ο αλληγορικός σχηματισμός όλων των φραξιών της σύγχρονης επαναστατικής Αριστεράς.
Στο Andor συνεχίζει να δομείται διαρκώς ένα πολύ-σύνθετο κοινωνικό-πολιτικό ψηφιδωτό θεσμών, αξιών και κοινωνικών δομών, το οποίο και εντάσσει οργανικά μέσα του έναν ακόμα μεγαλύτερο και πιο ετερόκλητο θίασο κεντρικών χαρακτήρων. Αυτοί οι «ανώνυμοι» πρωταγωνιστές - καταλύτες της ιστορίας συνεχίζουν να φαντάζουν το ίδιο σημαντικοί, όσο και “ασήμαντοι” μπροστά στη μεγάλη εικόνα: Φιλελεύθεροι ριζοσπαστικοί μεγαλοαστοί, οι οποίοι αν και αντίθετοι στον φασισμό φοβούνται το αληθινό πρόσωπο της επανάστασης. Καταπιεσμένοι (ποικιλοτρόπως) μικροαστοί που αναζητούν αξία και αναγνώριση μέσω του συστήματος. Εργάτες, των οποίων η ταξική συνείδηση γεννιέται μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία. Εργάτες που πιστεύουν στην λαϊκή αυτενέργεια και στη μη «κομματική» καθοδηγούμενη επαναστατική δράση. Πρόσωπα - κλειδιά που λειτουργούν ως αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες, ευθέως αντίθετες στη δικτατορία της Αυτοκρατορίας, αλλά και σκεπτικές απέναντι στη δικτατορία του προλεταριάτου (που αρχίζει ήδη να σχηματίζεται σιγά σιγά σε διάφορα μέτωπα) μεθοδεύοντας μια αντί-ιεραρχική μορφή εξέγερσης, χωρίς προσδοκίες νομιμοποίησης της δράσης τους από κάποια μελλοντική κρατική εξουσία. Στρατιωτικοί που αναζητούν εσωτερική πληρότητα στην εξορθολογισμό του φασισμού.
Το Andor αναπτύσσει στα καρέ του μια φοβερή ανθρωπογεωγραφία, η οποία δεν χρησιμοποιείται ως μέσο μιας ρηχής και στείρας διδακτικής ρητορικής ή κατήχησης, καθώς όλοι συγκλίνουν, με τον τρόπο τους, στην ιδέα της εξέγερσης ως αναπόφευκτο προϊόν της καταπίεσης -μια εξέγερση που επιτυγχάνεται μέσω ηθικών συγκρούσεων, προσωπικής θυσίας και συλλογικής αφύπνισης.
Η σειρά δεν είναι όμως απλώς πολιτική, αλλά είναι κυρίως διαλεκτική: αναδεικνύει τις εσωτερικές φάσεις του κάθε θεσμού, κάθε ατόμου, κάθε πράξης. Δεν επιλέγει ακριβώς στρατόπεδα (η καρδιά της κοιτάζει στη σωστή κατεύθυνση) αλλά «υποχρεώνει» (τρόπο τινά) τον θεατή να φιλτράρει ο ίδιος τα διακυβεύματα πίσω και μπροστά από τις διαδικασίες σχηματισμού πολιτικής συνείδησης μέσα από την καταπίεση.
Και το κάνει με μια, σχεδόν ντοκιμαντερίστική σε σημεία, ρεαλιστική ωριμότητα (και ωμότητα) που συναντά κανείς σπάνια (από τα χρόνια μάλλον του σπουδαίου Battlestar Galactica) στη μικρή οθόνη - και δη σε υπό-προϊόντα ενός τόσο μεγάλου και συμβατικού franchise, όπως είναι αυτό του Star Wars.
Η δεύτερη του σεζόν ξεκινάει ελαφρώς χαμηλόστροφα, χτίζοντας αργά και μεθοδικά ένα ακόμα πιο σύνθετο και πολύπλοκο ψυχογράφημα των χαρακτήρων της (όπου για τα πρώτα επεισόδια, καλό είναι να έχει κάποιος φρέσκια την 1η σεζόν στο μυαλό του), ενώ ταυτόχρονα εμπλουτίζει τον κόσμο με ακόμα περισσότερο “ρεαλισμό” - εστιάζοντας στα μικρά κομμάτια που συμπληρώνουν την ολοένα και πιο εύθραυστη ισορροπία του.
Περνάει λίγο χρόνο έτσι, για να καταδείξει τις διάφορες δυσκολίες που συνεχίζει να αντιμετωπίζει ένα κίνημα εν τη γενέσει του (το υποτιμημένο Che του Steven Soderbergh έρχεται αρκετές φορές στο νου), ενώ κάπου στα μισά περνάει στο επόμενο επίπεδο, αγκαλιάζοντας υφολογικά πλήρως τον Smiley του John Le Carre και βαδίζει πιο ευδιάκριτα στα μονοπάτια του κατασκοπευτικού/πολιτικού θρίλερ. Εν συνεχεία… γράφει τη δική του τηλεοπτική ιστορία στα επεισόδια 8 και 9 (όπως έκανε και η πρώτη σεζόν στο δεύτερό της μισό) και στο τέλος μαζεύει τα κομμάτια του, «ενώνει» τη σειρά με την αρχή του Rogue One και δίνει στον κάθε πρωταγωνιστή το δικό του φινάλε – κλείνοντας περιτέχνως κάθε ανοικτή πλοκή και υποπλοκή.
Προφανώς το σινεμά του Ken Loach των εποχών του Γη και Ελευθερία συνεχίζει να έρχεται πολλάκις άκοπα στο νου, όπως και το σινεμά του Κώστα Γαβρά (Ζ) και φυσικά εκείνο του Gillo Pontecorvo (Η Μάχη του Αλγερίου).
Υπάρχει το υφολογικό γράψιμο και ο ρυθμός που αντηχούν στον προαναφερθέντα κινηματογραφικό John Le Carre (τα βασικά συστατικά Tinker Tailor Soldier Spy είναι ηλίου φαεινότερα στους διαλόγους, αλλά και στην ηθική αμφισημία που ντύνει τους χαρακτήρες της η σειρά) ενώ δεν λείπουν διαλεκτικά στοιχεία αλλά και πινελιές αισθητικής τοπογραφίας από ταινίες όπως τα Brazil, Blade Runner και Children of Men.
Ακόμα και στo Bicycle Thieves του Vittorio De Sica ή στο Kes του Loach μπορεί κανείς να βρει αναφορές, ως προς το νεορεαλιστικό πλαίσιο της σειράς. Το Andor παίρνει το χρόνο του για να ενώσει όλα τα παραπάνω κομμάτια σε ένα ενιαίο και συμπαγές σύνολο, με τον ρυθμό να είναι αργός και μεθοδικός.
Στα πιο τεχνικά, η σειρά δεν έχει γυριστεί με το Volume, αλλά η κινηματογράφησή της έχει λάβει χώρα σε αληθινές τοποθεσίες και μέρη - κάτι που δίνει μια πηγαία φυσικότητα και έξτρα βαρύτητα στους χώρους της. Υπάρχει ξανά η ελάχιστη δυνατή χρήση CGI και δίνεται κυρίως βάση σε practical effects, ενώ η μουσική του Nicholas Britell είναι αρκούντως πειραματική και μινιμαλιστική.
Οι ερμηνείες της σειράς εξακολουθούν να εντυπωσιάζουν - τόσο οι «βετεράνοι» όπως οι Stelan Skaasgard, Kyle Soller, Genevieve O’Reilly κτλ, όσο και οι νεότερες προσθήκες (με κυρίαρχη εκείνη τη στιβαρή, απειλητική και σημαίνουσας βαρύτητας παρουσία του Ben Mendelsohn). Οι ηθοποιοί πλάθουν χαρακτήρες με κίνητρα, αδυναμίες, φόβους και ξεχωριστές συνειδήσεις. Όλοι μικρής ουσιαστικής σημασίας μπροστά στη μεγαλύτερη εικόνα, ταυτόχρονα όμως τόσο πολύπλοκοι και “γεμάτοι”, που σε κάνουν να επενδύσεις πάνω τους μέχρι τέλους. Ειδική μνεία χρειάζεται όμως ο Diego Luna: όχι γιατί είναι ερμηνευτικά αυτός που ξεχωρίζει από το σύνολο (υπάρχουν πιο αβανταδόρικοι ηθοποιοί με πιο σύνθετο γράψιμο και ερμηνείες), αλλά γιατί καταφέρνει (με την εσωτερικότητα και τη λεπτότητα των συναισθημάτων που επιδεικνύει) να κάνει τη σειρά να “περπατήσει” μέσω εκείνου.
Ο Tony Gilroy (συν-σεναριογράφος του Rogue One, αλλά και των ταινιών Bourne και Michael Clayton μεταξύ άλλων) δεν αφήνει τίποτα χαμένο – καμία ατάκα, κανένα σημείο στίξης δεν μοιάζουν περιττά. Αντιθέτως, όλα εξυπηρετούν μια σύνθετη ιστορία σεναριακής οικονομίας, που δεν σε παίρνει από το χέρι αλλά σε βυθίζει μεθοδικά και αργά στον πολύπλοκο κόσμο της. Το σενάριο συνεχίζει να είναι πολύ πυκνό και περιεκτικό – μια διπλό-βελονιά πολλαπλών αναγνώσεων που απαιτεί προσήλωση αλλά και υπομονή. Δεν λείπουν εννοείται και κάποιες (ελάχιστες) σκηνές δράσης, οι οποίες αναμενόμενα βρίθουν ρεαλισμού και έντασης.
Εν τέλει, το μόνο “αρνητικό” της σειράς είναι πως συνεχίζει να έχει πάνω της… το logo του Star Wars. Αφενός μεν είναι άδικη η έστω και ελάχιστη σύνδεσή του (με τον οποιονδήποτε τρόπο) με το Star Wars στην τωρινή του μορφή, αφετέρου δε είναι κρίμα να αποτραπεί κάποιος από το να επενδύσει στη σειρά λόγω της παιδικότητας και της αφέλειας που, κατά τα άλλα, χαρακτηρίζει το franchise.
Ο τηλε-ιστορικός/κριτικός του μέλλοντος θα δυσκολευτεί πάντως αρκετά να αποκρυπτογραφήσει το πως μια τέτοια σειρά κατάφερε να πάρει το πράσινο φως και να κυκλοφορήσει «πρώτη γραμμή» από την Disney, φέρνοντας στο νου παραδείγματα όπως πχ το The Reds του 1982 από τον Warren Beaty, όταν και ο Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός «ξεγέλασε» ολόκληρη την Αμερικανική βιομηχανία της εποχής, βάζοντάς την να επενδύσει σε ένα έργο που εξιδανίκευσε σε μεγάλο βαθμό τον Νοέμβρη του ’17 και την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Το Andor κλείνει τον κύκλο του σαν μάλλον ότι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει ποτέ κάτω από την (ευρύτερη) ομπρέλα του franchise, στην ίδια κλίμακα με την pop “επανάσταση” των A New Hope και The Empire Strikes back. Mοιάζει σαν ένα bug στο σύστημα της Disney και στο τέλος της ημέρας, τολμάει αυτό που δεν τόλμησε ποτέ κανείς: όχι απλά να διαφοροποιηθεί αισθητά από την πεπατημένη, αλλά να το κάνει εγκαταλείποντας εντελώς την παιδική του φαντασία, για να γίνει κομμάτι της πραγματικότητας.