Το τελευταίο κεφάλαιο των Επικίνδυνων Αποστολών υπόσχεται πως είναι και το πραγματικά τελευταίο (?) ενός franchise, το οποίο επί 30 σχεδόν έτη υπηρετεί πιστά το αφηγηματικό format ενός πιο old-school blockbuster δράσης και αγωνίας, καθώς και την αναλογική δράση έναντι της ψηφιακής. Η ιστορία συνεχίζει κατευθείαν από το προηγούμενο μέρος, με τον Ethan Hunt (ένας σταθερά εντυπωσιακός και μαγνητικός Tom Cruise, που κάνει τα πάντα στα 62 του και διακατέχεται από την αύρα Hollywood-ιανών stars άλλων εποχών) και την ομάδα του να προσπαθούν να σταματήσουν μια πανίσχυρη τεχνητή νοημοσύνη, γνωστή ως The Entity, η οποία απειλεί να αποκτήσει πρόσβαση σε παγκόσμια πυρηνικά οπλοστάσια.
Κάτω από το «βάρος» που πιθανότατα φέρει η ευθύνη της κατακλείδας ενός franchise, το οποίο έχει, τρόπο τινά, ταχθεί υπέρ της «υπεράσπισης» των βασικών συστατικών μιας “old school” μορφής blockbuster, αλλά και (κυρίως) με τον φόβο της επανάληψης της εμπορικής αποτυχίας του Mission: Impossible – Dead Reckoning Part One, το σενάριο των McQuarrie και Jendresen «αποκλίνει» σημαντικά από τη νόρμα των προηγούμενων Επικίνδυνων Αποστολών και εισβάλλει, κάπως ατσούμπαλα, στα νερά ενός διαφορετικού είδους σύγχρονου μαζικού σινεμά: εκείνο των μεγάλων, διευρυμένων συμπάντων.
Πράγματι, πολλές ταινίες της σειράς συνδέονταν ανέκαθεν μεταξύ τους (άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο) αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφεραν να διατηρήσουν μια σχετική αφηγηματική αυτοτέλεια, - και μια αδιαπραγμάτευτα πιο προσωπική και αδιάσπαστη φιλμική ταυτότητα.
Το Mission: Impossible – The Final Reckoning χαράζει μια, ελαφρώς άγαρμπη συνδετική γραμμή με όλες σχεδόν τις ταινίες της σειράς - στα πρότυπα της φόρμουλας που έκανε πχ. τις ταινίες βασισμένες σε comics τόσο δημοφιλείς στο ευρύ κοινό. Αυτό αυτομάτως, αφενός μεν φαίνεται εμφανώς παράταιρο με το γενικότερο ύφος του franchise (όπως είχε διαμορφωθεί 7 ταινίες μέχρι σήμερα) αφετέρου δε, κουράζει με τον πελώριο όγκο exposition που πλημυρίζει αναγκαστικά τα 170 λεπτά της ταινίας. Αυτή ειδικά η αμετροέπεια πληροφορίας παράγει αρκετά επαναλαμβανόμενα (και κουραστικά) διαλεκτικά μοτίβα, αλλά και συναισθηματικά υπερφορτωμένες σεκάνς κατασκοπευτικής μελό σαπουνόπερας -στοιχεία που πλήττουν ανεπανόρθωτα, τόσο τον ρυθμό όσο και τη συνεκτικότητα του film (ειδικά κατά την πρώτη μιάμιση ώρα της ταινίας). Κυρίως όμως, αφαιρούν φιλμικό χρόνο από την ίδια τη δράση και την περιπέτεια.
Μοιραία λοιπόν, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, αυτή η μεταστροφή του πνεύματος της ταινίας σε κάτι «μεγαλύτερο» από εκείνη, αλλοιώνει και τον βασικό χαρακτήρα της σειράς: το κατασκοπευτικό σκέλος μας αποχαιρετάει σε σημαντικό βαθμό, δίνοντας τη θέση του στην εσχατολογική περιπέτεια και τις ανάλογες μεσσιανικές της παραβολές.
Ο Ethan Hunt μετατρέπεται σε έναν, κάπως «μυθικό» αρχετυπικό ήρωα – σωτήρα της ανθρωπότητας, με βασικό του αντίπαλο έναν… Θεό. Η Οντότητα του προηγούμενου έργου περιστοιχίζεται πλέον από ορδές πιστών – σε έναν κόσμο στα πρόθυρα της Αποκάλυψης, με τα πάντα να καταρρέουν μπροστά στην αμφιβολία για το τι είναι αληθινό ή όχι. Αν και μερικά στοιχεία ενός πιο παραδοσιακού κατασκοπευτικού θρίλερ κάνουν περιστασιακές εμβόλιμες εμφανίσεις στηn πλοκή (όπως πχ. μια ψυχροπολεμική σεκάνς μεταξύ 2 υποβρυχίων του Αμερικανικού και Ρωσικού στρατού), όλα εδώ τείνουν προς την καταστροφολογία και το επικείμενο τέλος του κόσμου. Κάτι που δεν είναι απαραίτητα «κακό» σαν θεματική βάση (η οποία, εν μέρει εξυπηρετήθηκε ικανοποιητικά και στο προηγούμενο film της σειράς), όμως τώρα, το The Final Reckoning τείνει δομικά, υφολογικά και θεματικά περισσότερο σε κάτι τύπου Independence Day παρά σε μια αμιγώς κατασκοπευτική ταινία δράσης.
Παρ’ όλα αυτά, το Mission: Impossible – The Final Reckoning καταφέρνει να χωρέσει στις 3 του σχεδόν ώρες, δυο σκηνές δράσεις ακατάλληλες για καρδιακούς – σεκάνς που αποζημιώνουν τον θεατή για την υπομονή του, όταν εκείνες καταφθάνουν στην οθόνη. Η πρώτη είναι μια υποβρύχια μάχη με τον χρόνο, τον χώρο και το υδάτινο στοιχείο, η οποία φέρνει στο νου κάτι από το The Abyss του James Cameron on steroids, ενώ η δεύτερη… είναι ένα χρονικά παρατεταμένο πλην ανεπανάληπτο εναέριο κρεσέντο αδρεναλίνης - από εκείνα που σε αφήνουν αποσβολωμένο στο κάθισμά σου, να κοιτάς με ανοικτό στόμα την οθόνη. Και αυτό είναι και εν τέλει η πραγματική δύναμη της ταινίας – τα εντυπωσιακά stunts και η σκηνοθετική ματιά του McQuarrie, ο οποίος συνεχίζει να γνωρίζει απέξω και ανακατωτά τους κανόνες του είδους. Ειδικά δε όταν παρέλθει το πρώτο (και πιο κουραστικό) μέρος, η ένταση και ο ρυθμός κλιμακώνονται και η εικόνα αποζημιώνει το μάτι για τις περισσότερες παρασπονδίες του αφηγηματικού μέρους της ταινίας.
Συνολικά, το Mission: Impossible – The Final Reckoning προσφέρει μια εντυπωσιακή και άκρως ευχάριστη κινηματογραφική εμπειρία απόδρασης από την πραγματικότητα, δυστυχώς όμως με ορισμένες σεναριακές αδυναμίες που είχαμε να συναντήσουμε αρκετά χρόνια στο franchise – οι οποίες και καθιστούν την ταινία ως μια από τις πιο αδύναμες της σειράς. Αποτελεί έναν, εν μέρει ικανοποιητικό επίλογο για το franchise και σίγουρα όχι το ιδανικό «αντίο» που άξιζε στην… μάλλον συνεπέστερη σειρά ταινιών δράσης των τελευταίων 30 ετών. Παρά τις αδυναμίες του βέβαια, το Mission: Impossible – The Final Reckoning συνεχίζει να βγάζει αβίαστα νοκ-άουτ τις περισσότερες πρόσφατες ταινίες δράσης - και παραμένει μια ατόφια κινηματογραφική εμπειρία, που απαιτεί τη μεγαλύτερη πιθανή οθόνη για να ιδωθεί σε όλο της το μεγαλείο.
;