Η «πειραγμένη» αυτοβιογραφία του Jiro Horikoshi το 2013, βρήκε τον Hayao Miyazaki να παλεύει με τη ματαιότητα της κληρονομιάς του, αλλά και με τη διαρκώς μεταβαλλόμενη ιστορική συνείδηση της μεταπολεμικής Ιαπωνίας. Και αν το The Wind Rises υπήρξε, κατά τον ίδιο, ο μεγάλος επίλογος της σπουδαίας του πορείας στον χώρο του animation, το 2024 σηματοδότησε τη δεύτερη κατακλείδα (?) της καριέρας του, καθώς το The Boy and the Heron (βασισμένο εν μέρει στο μυθιστόρημα του Genzaburo Yoshino, How Do You Live?) είναι αναμφισβήτητα μια ακόμα πιο βαθιά προσωπική ταινία, ένα πανέμορφο, γαρ αναπάντεχα σκοτεινό ταξίδι ενηλικίωσης, το οποίο συν τοις άλλοις κρύβει καλά μέσα του έναν αρκετά σύνθετο ψυχαναλυτικό χαρακτήρα.

 

Ο Mahito, ένα θυμωμένο, αλλά αρκετά ευάλωτο νεαρό, χάνει τη μητέρα του σε μια πυρκαγιά ενός νοσοκομείου του Τόκιο των αρχών του ’40 -από τις πρώτες αναμνήσεις του ιδίου του Miyazaki σαν παιδί, η οποία μετουσιώνεται οπτικά σε ένα υπέροχα ιμπρεσιονιστικό οπτικό ντελίριο σκιών και καρβουνιασμένων φιγούρων, αρκετά αποπροσανατολιστικό ως προς το οπτικό ύφος της υπόλοιπης ταινίας. Στη συνέχεια, ακολουθεί τον πατέρα του στην Ιαπωνική ύπαιθρο, καθώς ο δεύτερος έχει στην κατοχή του ένα εργοστάσιο, το οποίο κατασκευάζει μαχητικά αεροσκάφη -όπως και ο πατέρας του ίδιου του σκηνοθέτη. Η μικρότερη αδελφή της μητέρας του γίνεται η νέα του μητριά, όμως ο Mahito δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα του καθημερινότητα, αλλά κυρίως να διαχειριστεί την εφηβεία που του χτυπάει την πόρτα, καθώς και τη σχέση του με τον ελαφρώς μονοκόμματο και απόμακρο πατέρα του. Σε ένα σημείο μάλιστα, ο Mahito χτυπά τον εαυτό του με μια πέτρα και αφήνει το αίμα να πάλλεται σαν κύμα του ωκεανού - όλα αυτά επειδή δεν ξέρει τι να κάνει με τη θλίψη που έχει συσσωρευμένη μέσα του. Όμως, η μεγαλύτερη πρόκληση θα έρθει από ένα αποκρουστικό υβρίδιο ερωδιού και ανθρώπου, που θα τον παρασύρει σε έναν παλιό εγκαταλειμμένο πύργο, λέγοντάς του ότι η μητέρα του ζει εκεί.

Εκεί μέσα, οι ψίθυροι για το ιμπεριαλιστικό παρελθόν της Ιαπωνίας διαταράσσουν την αίσθηση του καταφυγίου και ο Mahito θα αρχίσει να αναρωτιέται αν, πέρα από όλο τον θάνατο και τη σκληρότητα που τον περιβάλλει, είναι δυνατό να δημιουργήσει κανείς έναν διαφορετικό κόσμο, απαλλαγμένο από την κακία και την δυστυχία. Η περιπλάνηση του νεαρού Mahito σε ένα σύμπαν που υπερβαίνει κάθε είδους λογική -με ψυχαναλυτικές αρετές ως προς την εύθραυστη ψυχολογία του, οι οποίες είναι δύσκολο να αναλυθούν σε μερικές μόνο γραμμές- τον οδηγεί σταδιακά στον αδερφό του παππού του, ο οποίος όλως περιέργως συνδέεται νοερά με τον Isao Takahata (Grave of Fireflies), τον έτερο μεγάλο σκηνοθέτη του Studio Ghibli και επιστήθιο φίλο του Miyazaki που έφυγε από τη ζωή το 2018. Εκείνος, μεγάλος μάγος που οδηγήθηκε στην τρέλα μετά από την τεράστια γνώση που απέκτησε στη ζωή του, θα προσπαθήσει να του μεταλαμπαδεύσει την ιδιαίτερη εμμονή του για την επόμενη γενιά και το «πέρασμα της φλόγας», μέσα από μια σειρά δοκιμασιών και εσωτερικών αναζητήσεων.

Ο Miyazaki, και το Studio Ghibli ανέκαθεν ανακάτευαν μακάρια το προσωπικό, το πολιτιστικό και το ιστορικό, όμως στη περίπτωση του The Boy and the Heron, η φαντασία και το όραμα του 85χρονου δημιουργού δείχνουν να συμβαδίζουν απόλυτα με τις βασικές αρχές που έκαναν το Studio Ghibli αυτό που είναι σήμερα. Ο Mahito/Miyazaki τολμά να φανταστεί ότι ένας καλύτερος κόσμος θα μπορούσε να απλωθεί πέρα από αυτόν και αρχίζει να στοχάζεται πάνω στην κληρονομιά του – ένα δώρο απέναντι στην ίδια την τέχνη του animation που υπηρέτησε για όλη του τη ζωή, αλλά και προς τον εγγονό του, στον οποίο, σύμφωνα με τον παραγωγό της ταινίας Toshio Suzuki (ο οποίος «παίζει» επίσης άτυπα τον ρόλο του ομότιτλου ερωδιού), αφιερώνει το The Boy and the Heron -σαν ένα δώρο από τον παππού, όταν εκείνος πάψει πια να υπάρχει, αλλά και μια παρακαταθήκη για το μέλλον του.

Εκεί που ίσως «σκοντάφτει» κάπως η ταινία είναι στη χώρο-χρονική διαχείριση του περιεχομένου του -βαρύτατου και ιδιαιτέρως σύνθετου- σεναρίου, καθώς και στον ρυθμό κατά τον οποίο οι θεματικές του ξεδιπλώνονται στη μεγάλη οθόνη. Η απεριόριστη φαντασία του Miyazaki λειτουργούσε ανέκαθεν καλύτερα, όταν αυτό-περιοριζόταν με κάποιο τρόπο – στα λουτρά του Spirited Away, στο κάστρο του Cagliostro, στο ουράνιο νησί της Laputa κοκ. Εδώ, ο ala Lewis Carroll κόσμος που περικλείει τον Mahito είναι τεράστιος και απεριόριστος, ενώ ο σκηνοθέτης τον γεμίζει διαρκώς με νέους χαρακτήρες, νέες τοποθεσίες και ακόμα πιο σύνθετες και αφαιρετικές αφηγηματικά ιδέες -μέχρι που ολόκληρη η ταινία αρχίζει να αισθάνεται λίγο γεμάτη. Δημιουργείται περιστασιακά μια ανάγκη για κάποια στιγμή ηρεμίας, μια ευκαιρία όπως αυτή που προσφέρει η σκηνή της στάσης του λεωφορείου στο Totoro, για περισυλλογή. Μια στιγμή όπου μπορείς να αρπάξεις την ευκαιρία και να κατοικήσεις πλήρως στις θαυματουργές δημιουργίες του μυαλού του Miyazaki, αντί ίσως να βομβαρδίζεσαι διαρκώς από εκείνες. Τέλος, αν και η ταινία παραμένει μια άκρως γοητευτική και γενναία «στροφή» από οτιδήποτε άλλο έχει επιχειρήσει θεματικά ο σκηνοθέτης, κάποια γνώριμα μοτίβα και μια ελαφρά αίσθηση επανάληψης μπορεί να προκύψει στα μάτια των πιο απαιτητικών -και «καλοδιαβασμένων»- φίλων του.

Το The Boy and the Heron είναι μια σπουδαία τελευταία πράξη από έναν ζωντανό θρύλο του animation -και πιθανότατα τον πιο σημαντικό εν ζωή εκπρόσωπο της τέχνης αυτής. Με το ονειρικό soundtrack του μόνιμου του συνεργάτη Joe Hisaishi να ντύνει ιδανικά την ταινία, το How Do You Live? (όπως είναι ο πρωτότυπος Ιαπωνικός τίτλος της ταινίας) κάνει αυτό που υπόσχεται και θέτει τους θεατές αντιμέτωπους με την ίδια τους τη ζωή και τη σημασία των επιλογών τους. Δεν επιλέγει τον εύκολο δρόμο, αλλά σε έναν αρκούντως απαιτητικό κεντρικό σεναριακό καμβά, ζωγραφίζει τις δικές του απαντήσεις απέναντι σε ερωτήματα που ταλανίζουν το μυαλό όλων όσων έχουν αποδεχτεί τη ματαιότητα της ύπαρξής τους -αλλά έχουν επίσης αποδεχτεί και τη σημασία της ζωής, στην οποία οφείλουν να δοθούν ολοκληρωτικά για τον όποιο χρόνο τους έχει απομείνει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured