Η απόλυτη ωδή στη συμμετρία, ένα λαμπερό πάρτι σινεφίλ αναφορών, ένα ζωηρό homage στην χαμένη τιμή του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και ένα φιλμ που δεν φαίνεται να διαθέτει όρια ως προς τις διαφορετικές κινηματογραφικές τεχνοτροπίες που αυτό αξιοποιεί. Ο λόγος φυσικά για τη δέκατη ταινία του αγαπημένου Wes Anderson, The French Dispatch (Η Γαλλική Αποστολή), που κυκλοφόρησε επιτέλους στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας, έπειτα από την πρεμιέρα της στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.

Η επιστροφή του Anderson βρίσκει τον σκηνοθέτη σε μια στιγμή της καριέρας του στην οποία ο ίδιος φαίνεται να έχει τελειοποιήσει το κινηματογραφικό του στυλ οπτικοποίησης του οράματός του για κάθε του ταινία, ένα στυλ που μπορούμε φυσικά να συμφωνήσουμε ότι δεν απευθύνεται σε όλα τα κοινά. Γνωστός και αγαπημένος για την κινηματογραφική του συμμετρία, τις θερμές ή και ανά περιπτώσεις ασπρόμαυρες χρωματικές του παλέτες, το χαρακτηριστικό αφηγηματικό voice-over, αλλά και το κλείσιμο του ματιού στις πιο ένδοξες στιγμές του - ίσως αποκλειστικά - Ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ο τεξανός Wes Anderson δημιουργεί με το French Dispatch μια σπονδυλωτή ταινία, αφιερωμένη στον κόσμο της δημοσιογραφίας. Όχι οποιασδήποτε δημοσιογραφίας, ωστόσο, μα της παλιάς κοπής, δια χειρός δημιουργικών πενών και για λογαριασμό έντυπων μέσων που δεν φοβούνταν τον πειραματισμό της θεματολογίας και του format, και που ούτε κατά διάνοια περιόριζαν την ελευθερία του λόγου των συχνά εκκεντρικών γραφιάδων τους. 

frenchdispatch-1

Στο French Dispatch παρακολουθούμε τρεις ιστορίες, The Concrete Masterpiece, Revisions to a Manifesto και The Private Dining Room of the Police Commissioner. Όλες τους παρουσιασμένες σαν άρθρα του φανταστικού περιοδικού, The French Dispatch, (εμφανώς εμπνευσμένου από τον New Yorker ως προς το περιεχόμενο και την εμφάνιση), που αν και αποτελεί μια αμερικανική έκδοση με βάση το βαρετό Κάνσας, στεγάζεται στην φανταστική γαλλική πόλη με το εμπνευσμένο όνομα Ennui-sur-Blasé (σε χαλαρή απόδοση, Νωθρότητα-και-Απάθεια) στην οποία και κατοικούν Αμερικανοί expats. Οι ιστορίες αυτές κοσμούν και το τελευταίο τεύχος του εκκεντρικού περιοδικού, μιας που ο θάνατος του διευθυντή του, που ερμηνεύει ο συνήθης ύποπτος των ταινιών του Anderson, Bill Murray, σημαίνει και το κλείσιμο της έκδοσης δια παντός.

Στην πρώτη ιστορία-άρθρο, ο καταδικασμένος για σωρεία δολοφονιών, Moses Rosenthaler (Benicio del Toro) ερωτεύεται μια φύλακα (Léa Seydoux), την κάνει μούσα των έργων ζωγραφικής του και πέφτει θύμα εκμετάλλευσης από έναν φοροφυγά συγκρατούμενό του (Adrien Brody), που προσπαθεί να τον πλασάρει στον κόσμο της τέχνης ως το νέο up and coming όνομα της ζωγραφικής. Στη δεύτερη ιστορία, η κυνική μεσήλικη δημοσιογράφος Lucinda Krementz (Frances McDormand) αρθρογραφεί από ένα Παρίσι που παραπέμπει σε αυτό του Μαΐου του 1968, έχοντας συνάψει παράλληλα σχέση με έναν παθιασμένο, μα και ταυτόχρονα απολύτως ανώριμο φοιτητή που θέλει να αλλάξει τον κόσμο (Timothée Chalamet). Στην τρίτη, ένας κριτικός φαγητού (που ερμηνεύει ο Jeffrey Wright και είναι εμπνευσμένος ως χαρακτήρας από την προσωπικότητα του James Baldwin) βρίσκεται άθελά του μπλεγμένος σε μια υπόθεση απαγωγής ενός μικρού παιδιού.

the-french-dispatch-2

 Και οι τρεις ιστορίες παρουσιάζονται από τον σκηνοθέτη με την χαρακτηριστική του τελειομανία, ως ένα κολάζ κινηματογραφικών αναφορών και πραγματικών γεγονότων του παρελθόντος και εξαιρετικά στυλιζαρισμένες, με τον μικρόκοσμο της κάθε ιστορίας να εντυπωσιάζει τον θεατή από την σημασία στη λεπτομέρεια που ο Anderson αλλά και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίας έχουν πετύχει. Ωστόσο ο καταιγιστικός ρυθμός με τον οποίο περνάμε από τη μία ιστορία στην άλλη, με διαφορετικές τεχνοτροπίες που φτάνουν μέχρι και το αnimation, όπως και το γεγονός ότι, δίνοντας μεγάλη έμφαση στο στυλ, χάνεται ουσιαστικά η ευκαιρία ενός αξιόλογου character development και της γέννησης πιο βαθιών συναισθημάτων, κάνουν τελικά το French Dispatch να υστερεί σε σχέση με προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη. Και όλο αυτό, παρότι αυτή είναι αναμφίβολα η πιο Wes Anderson ταινία του μέχρι σήμερα και σίγουρα η πιο άρτια ως προς τις τεχνικές της. Έτσι παρά το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια ταινία αψεγάδιαστη υπό πολλές έννοιες, αισθητικά, ερμηνευτικά κοκ., εν τέλει το αίσθημα που κυριαρχεί είναι αυτό του flatness, όταν γνωρίζουμε ότι αυτό που έχουμε δει είναι όμορφο, αλλά όχι και αρκετά έντονο ως εμπειρία ώστε να μας εντυπωσιάσει. 

french-dispatch-3

Για να μην παρεξηγηθούμε βέβαια, το French Dispatch δεν είναι μια ταινία που υπολείπεται σε μαγεία και χιούμορ, ενώ αναμφίβολα διαθέτει στοιχεία τα οποία θα σας συνοδεύσουν μετά την έξοδό σας από την αίθουσα του σινεμά. Ένα από αυτά δεν είναι άλλο από τη διασκευή του ονειρικού “Aline”, δια χειρός Jarvis Cocker, που ντύνει μουσικά την ταινία και γράφτηκε ως τμήμα ενός ολόκληρου συνοδευτικού δίσκου διασκευών από το τρομερό παιδί της Brit Pop. Εμείς σας προτείνουμε να τον ακούσετε φεύγοντας από το σινεμά για να κρατήσετε λίγο περισσότερο την αίσθηση της παρακολούθησης μιας ταινίας του Anderson ζωντανή, ακόμη κι αν αυτή ομολογουμένως δεν είναι η καλύτερή του.

Δείτε εδώ το trailer της ταινίας:

french-dispatch-illustration-poster

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured