Η αγοραφοβία σπάνια παρουσιάζεται τόσο αριστοκρατικά όσο στο ψυχολογικό θρίλερ του Joe Wright, με τίτλο The Woman in the Window. Η Amy Adams αναλαμβάνει το ρόλο μιας παιδοψυχολόγου που παραμένει δέσμια μιας ακραίας φοβίας σε ένα υποφωτισμένο αρχοντικό του Χάρλεμ που μοιάζει στοιχειωμένο (αυτή είναι μια κατοικία κατάλληλη για τους υπέροχους Άμπερσον), ένα κουκούλι εκατοντάδων τετραγωνικών μέσα στο οποίο περνάει τις μέρες και τις νύχτες της, δέσμια σε μια κυκλοθυμική δίνη από συνταγογραφούμενα αγχολυτικά. Η πρωταγωνίστρια σέρνεται από δωμάτιο σε δωμάτιο με ένα σκούρο ροζ μπουρνούζι, σαν μια βικτοριανή ηρωίδα που έχει ταξιδέψει στο χρόνο. Παρακολουθεί κλασικά φιλμ νουάρ σε DVD, βρίσκοντας παρηγοριά στις ασπρόμαυρες σκιές τους και παρατηρεί τη ζωή στη γειτονιά για να αντέξει το βάρος της ύπαρξής της. Η Amy Adams καταφέρνει να εκφράσει πειστικά τις αγωνίες στο μυαλό της ηρωίδας χωρίς να δείχνει εκκεντρική ή αλλόκοτη, εκπέμποντας μάλιστα μια λάμψη στα μάτια που την κάνει συμπαθητική σε κάθε δυνητικό θεατή.

Η παράξενη εμμονή της πρωταγωνίστριας με την οικογένεια στο γειτονικό σπίτι θα τη φέρει στην άβολη θέση να γίνει μάρτυρας ενός εγκλήματος (μια σκηνή που στα χέρια ενός μάστορα σαν τον De Palma θα απογειώνονταν). Κανείς όμως δεν μπορεί και δεν θέλει να την πιστέψει. Ούτε οι ντετέκτιβ, ούτε ο αινιγματικός μακρυμάλλης millennial ενοικιαστής του υπογείου της, ούτε ο ψυχαναλυτής της. Ο φόρος τιμής του σκηνοθέτη Joe Wright στο Rear Window του Hitchcock δεν είναι τυχαίος. Βλέπουμε ξεκάθαρα το πρόσωπο του James Stewart, σε όλη του τη νευρωτική, μεταπολεμική δόξα του στην οθόνη της τηλεόρασης, αλλά και τη σκοτεινή γοητεία της Lauren Bacall στο Dark Passage σε μια σειρά από μάλλον υπερβολικούς φόρους τιμής.

Το The Woman in The Window στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να είναι μια σύγχρονη, γοτθική ιστορία εμμονής, ηδονοβλεψίας και κατάβασης στην τρέλα. Στη χειρότερη, θα μπορούσε να ήταν ένα ηλεκτρισμένο θρίλερ που θα έπαιζε με τις σκιές, όπως το What Lies Beneath (2000) του Zemeckis. Δεν είναι τίποτα από τα δύο. Ο δημιουργός της ταινίας όταν δεν έχει ένα στιβαρό και σοβαροφανές θέμα «εποχής» στη διάθεσή του (όπως στο Atonement) δείχνει ότι δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί μια ταινία «είδους» και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ποντάρει, μάλλον απρόθυμα, στις ανατροπές της πλοκής για να δημιουργήσει εύκολες εντυπώσεις.

Η Amy Adams και η Julianne Moore δείχνουν πόσο σπουδαίες είναι και πόσο καλή χημεία έχουν σε μια εξαιρετική σκηνή που έναν ανέμπνευστο διάλογο τον αναδεικνύουν με χάρη και ποιότητα. Ωστόσο είναι εντυπωσιακό το πόσο στραβά πάνε τα πράγματα μετά την πρώτη ώρα. Η διαταραχή κοινωνικού άγχους υποβιβάζεται σε κουσούρι, το σασπένς προσφέρεται σχεδόν ερασιτεχνικά ενώ η μια αιματηρή σκηνή γίνεται σχεδόν camp. Προφανώς το post-production πέρασε από πολλά στάδια και το δεύτερο μέρος της ταινίας φαίνεται ταλαιπωρημένο από πολλά cut και πολλές αντικρουόμενες «γνώμες» των παραγωγών και «ειδικών» των studio.

 

+3 Ταινίες Που Βλέπονται Από Το Παράθυρο

Rear Window
(Alfred Hitchcock, 1954)

 

Καθηλωμένος στο διαμέρισμά του με σπασμένο πόδι, ένας φωτορεπόρτερ παρακολουθεί από το παράθυρό του τους γείτονες για να σκοτώσει το χρόνο του. Όταν όμως υποψιάζεται ότι έγινε αυτόπτης μάρτυρας ενός φόνου, προσπαθεί να εξιχνιάσει το έγκλημα με τη βοήθεια της συμπονετικής αγαπημένης του. Μια αξεπέραστη σπουδή στην παθολογία της ηδονοβλεψίας αλλά και στους νόμους που διέπουν το κινηματογραφικό θέαμα καθώς ο Hitchcock με όργανα τα παράθυρα του μικρόκοσμου της «πίσω αυλής» ενορχηστρώνει ένα διαβολεμένο σχόλιο για τη σχέση θεατή και θεάματος, μιας και ο καθηλωμένος φωτογράφος αντανακλά τον κινηματογραφικό θεατή που παρατηρεί αλλά αδυνατεί να επέμβει στις ιστορίες των άλλων.

 

Witness to Murder
(Roy Rowland, 1954)

 

Η Barbara Stanwyck κοιτάζει έξω από το παράθυρό της και βλέπει κάτι αποτρόπαιο: ένας άνδρας στραγγαλίζει μια γυναίκα. Από εκείνο το σημείο θα αρχίσει να ξετυλίγεται μια δαιμονισμένα έξυπνη πλοκή που ξεπερνά τις συμβάσεις των πιο εμβληματικών film noir. Εκπληκτική φωτογραφία από τον θρυλικό κινηματογραφιστή John Alton, μελοδραματικό σασπένς που χτίζεται ευδιάκριτα και μας παρασύρει στον φοβικό κόσμο μιας gaslighted ηρωίδας, με σκηνοθετική υποκειμενικότητα που ελέγχει πλήρως τον θεατή έχοντάς τον διαρκώς στα παπούτσια των χαρακτήρων.

 

Body Double
(Brian De Palma, 1984)

Οι προθέσεις του Brian De Palma με αυτό το φιλμ ήταν ξεκάθαρες. Δήλωνε χωρίς περιστροφές κάτι σαν «βάλτε με στο εργαστήρι του Hitchcock να δανειστώ τα υλικά του και θα σας στείλω αδιάβαστους». Είχε δίκιο. Το στυλιζαρισμένο, σέξι, φρέσκο και παιχνιδιάρικο Body Double μας βάζει σε ένα παράξενο παιχνίδι ενοχής από τη στιγμή που ο ήρωας βλέπει με το τηλεσκόπιο μια αινιγματική γειτόνισσα να δολοφονείται. Αυτό θα είναι ένα εκπληκτικό προάγγελμα μιας προδιαγεγραμμένης πορείας προς το δαιδαλώδες σασπένς, τα παιχνίδια πλαστοπροσωπίας και τους σεναριακούς ελιγμούς, με μια υποδειγματική σκηνοθεσία (αδιανόητα μονοπλάνα με Steadicam) που λαμβάνει σοβαρότατα την ιδέα του σαρκασμού.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured