Με το δεξί μπήκε το Release Athens στη φετινή, πολυήμερη εκδοχή του, καθώς η Πλατεία Νερού γέμισε με αρκετό κόσμο το βράδυ της Παρασκευής –περισσότερο από όσο ίσως υπέθετε κανείς όταν ανακοινώθηκαν τα ονόματα αυτής της πρώτης φεστιβαλικής ημέρας. Ήταν δε ένα πλήθος ετερόκλητο, στο οποίο δέσποσαν οι νεαρότερες ηλικίες· ένας καλός δείκτης, νομίζω, για να μη δίνουμε περιττή σημασία σε όσους δημοσιογράφους προσπαθούν να μας πείσουν ότι «ξέρουν τι ακούνε οι πιτσιρικάδες σήμερα», προβάλλοντας απλά πάνω τους το μικρό φάσμα της μουσικής που απασχολεί τους ίδιους ως ακροατές.

Μπαίνοντας στην Πλατεία Νερού, αντίκρισα ήδη επί σκηνής τον Junior SP (Γιώργος Σπηλιόπουλος), να επιδίδεται σε ένα κατάλληλο για την περίσταση DJ set. Αν και ο ήλιος βρισκόταν ψηλά εκείνη την ώρα και δεν είχε έρθει ακόμα ιδιαίτερος κόσμος –οι περισσότεροι μάλιστα από όσους έδωσαν το παρών, προτίμησαν να δουν και να ακούσουν από τους ίσκιους– μας κράτησε θαυμάσια συντροφιά, με ήχους που έμπλεξαν πολλά πράγματα και έφτασαν ως το χιπ χοπ, κρατώντας ωστόσο μια προσήλωση προς την Καραϊβική. Ξέρει άλλωστε πολύ καλά το αντικείμενό του ο Junior SP, ένας άνθρωπος που δεν έμεινε στον 1990s θρύλο των Infinity Events, μα προχώρησε και βρήκε τους τρόπους να μένει σε επαφή με το τι συμβαίνει στο διάβα των χρόνων.

Η σκυτάλη έμεινε σε εγχώρια χέρια για τη συνέχεια, καθώς τη σκηνή κατέλαβαν οι Gobey & P-Gial από το Αίγιο, με τους μουσικούς που τους πλαισίωσαν σε μπάσο, ντραμς και πλήκτρα. Πρόκειται για σχετικά νέα μπάντα (μετρούν 4 χρόνια ζωής), η οποία αποδείχθηκε όμως σφιχτοδεμένη και αποτελεσματική. Τα μάτια πέφτουν αναπόφευκτα στον Ελληνοαφρικανό frontman Γρηγόρη Gobey με το μακρύ rasta μαλλί, αλλά το μουσικό ενδιαφέρον βρίσκεται στα χρώματα της κιθάρας του Πάνου Γιαλελή (P-Gial), η οποία κομίζει rock επιρροές και ένα ας το πούμε «μεσογειακό» αίσθημα, εμπλουτίζοντας τον βασικό reggae κορμό, που δείχνει να οφείλει περισσότερα σε καλιφορνέζικα γκρουπ σαν τους Expanders ή τους Slightly Stoopid, παρά στην Τζαμάικα. Το set που παρουσίασαν στο Release Athens βασίστηκε αναμενόμενα στον πρώτο και μοναδικό τους ως τώρα δίσκο (Dreadrock, 2018). Και μπορεί το υλικό να έχει δρόμο ακόμα σε δημιουργικό επίπεδο, όμως η live εκδοχή του αποδείχθηκε μια χαρά. 

Το πρώτο διεθνές όνομα της Παρασκευής ήταν η Hollie Cook, στην πρώτη της ζωντανή εμφάνιση στην Ελλάδα. Την οποία κι έδειξε να απολαμβάνει, έστω κι αν εκείνη την ώρα πολλοί προσέρχονταν στην Πλατεία Νερού, οπότε προσπαθούσαν να προσανατολιστούν για να βρουν μάρκες, νερό και κάτι να τσιμπήσουν, έχοντας τη μουσική ως φόντο. Με το κόκκινο φόρεμά της, την κόκκινη κορδέλα-τουρμπάνι στο κεφάλι, τα γυαλιά ηλίου και τα χρυσά σκουλαρίκια, η Λονδρέζα τραγουδίστρια και μουσικός αποτυπώθηκε ως φιγούρα αρκούντως εξωτική. Η Χριστίνα δίπλα μου παρατήρησε ότι η χροιά της έχει κάτι που φέρνει κατά νου τη Nneka, την οποία πράγματι και θύμισε όσο έμεινε κοντά σε ήχους που λίγο-πολύ αντλούσαν από τη reggae παρακαταθήκη και τον τρόπο με τον οποίον απλώθηκε στη Βρετανία από τη δεκαετία του 1970 και μετά, δημιουργώντας μια νέα, ζωηρή σκηνή.

Στη συνέχεια, ωστόσο, το set έκανε στροφή προς πιο fusion ήχους, με τραγούδια σαν το "Turn It Around" να δίνουν περιεχόμενο στον όρο «tropical pop» με τον οποίον κάποιοι περιγράφουν τη μουσική που φτιάχνει η κόρη του Paul Cook, θρυλικού ντράμερ των Sex Pistols. Είναι καλή τραγουδίστρια η Hollie Cook, αλλά (με βάση τουλάχιστον όσα ακούσαμε) δεν δικαιολογείται η φήμη του ανερχόμενου μεγάλου ονόματος που βλέπω σε διάφορα δημοσιεύματα. Για όσα της αναλογούσαν πάντως στην πρώτη της αθηναϊκή εμφάνιση αποτυπώθηκε καλή, ενώ διατήρησε μέχρι τέλους το κέφι της, έχοντας την όρεξη να παίξει κι ένα εξτρά τραγούδι, ως encore. 

Η δυναμική του πλήθους που θα τιμούσε την εναρκτήρια μέρα του φετινού Release Athens φάνηκε καθώς έπεσε ο ήλιος, όσο η σκηνή ετοιμαζόταν για τους Third World. Ήταν η στιγμή που όλοι σχεδόν όσοι επρόκειτο να παρευρεθούν ήταν εκεί, με την προσοχή προσηλωμένη πλέον απερίσπαστα στη μουσική. Και στάθηκε αληθώς θερμή η υποδοχή που έγινε στο ιστορικό τζαμαϊκανό γκρουπ, όταν παρατάχθηκε επί σκηνής η πλήρης σύνθεσή του.

Ό,τι γνώμη κι αν έχει κανείς για τον fusion ήχο στον οποίον ασκούνται οι Third World, τα 45 χρόνια (αδιάλειπτης) ιστορίας μιλούν από μόνα τους. Έστω κι αν λείπουν πια από το σχήμα μορφές σαν τον Michael "Ibo" Cooper ή τον William "Bunny Rugs" Clarke, παραμένουν παρόντες τόσο ο κιθαρίστας (και συνιδρυτής) Stephen "Cat" Coore, όσο και ο μπασίστας Richard Daley, στον οποίον βασίζεται και ο κύριος reggae ήχος τους, από τον οποίον απλώνονται κατά το δοκούν οι υπόλοιπες ανησυχίες. Οι Τζαμαϊκανοί άνοιξαν μάλιστα το set με ένα από τα δυνατά χαρτιά του ρεπερτορίου τους, τη διασκευή στο "Now That We Found Love" των O'Jays, η οποία τους πρωτοέκανε γνωστούς πίσω στο 1978, όταν μπήκε στο βρετανικό top-10 και στο top-50 των Ηνωμένων Πολιτειών. Και κράτησαν τους ρυθμούς ψηλά και στη συνέχεια, παίζοντας το "Mr. Reggae Ambassador" και το λικνιστικό "Forbidden Love".

Στη διάρκεια του set, πάντως, δεν έλειψε μια κάποια στασιμότητα, ενώ υπήρξαν και ενορχηστρωτικά ζητήματα, με τη θέση των ήχων που έβγαιναν από το Korg να μην είναι πάντοτε επιτυχημένη –φαίνονταν να μπλέκουν παραπάνω από ό,τι αναλογούσε στις πιο reggae στιγμές, ενώ εξαφανίζονταν όταν το γκρουπ στρεφόταν προς τη disco. Παρά ταύτα, λίγο η βέρα τζαμαϊκανιά που ξεχείλιζε από τις μπασογραμμές του Daley, λίγο τα εύστοχα ντραμς του Tony "Ruption" Williams που κρατούσαν σε ρυθμικά πλαίσια ακόμα και τις soul λοξοδρομήσεις, λίγο το σφρίγος των φωνητικών του AJ Brown, κρατούσαν το ενδιαφέρον σταθερό. Και δεν μπορούσες τελικά να μη βγάλεις το καπέλο στη μουσική δεξιοτεχνία που έβλεπες μπροστά σου, η οποία επέτρεψε στους Third World να βολτάρουν ακόμα και στα κλασικά χωράφια, σε ένα σπουδαίο εκτελεστικά στιγμιότυπο με τον "Cat" Coore στο τσέλο χειρός. 

Καθώς το ανακοινωμένο ωράριο τηρήθηκε χωρίς παρεκκλίσεις (άψογος επαγγελματισμός εκ μέρους της διοργάνωσης), με το που σήμανε 11 άρχισε και η εισαγωγή για τον Damian Marley, ο οποίος έγινε δεκτός με ιαχές ενθουσιασμού και σηκωμένα χέρια με το που ξεπρόβαλε επί σκηνής. Ήρθε δε στην Αθήνα με μεγάλα κέφια και απέδειξε και στους πλέον δύσπιστους επισκέπτες του Release Athens ότι δεν είναι απλά ένας από τους γιους του Bob Marley που βασίζεται στον μύθο του πατέρα του για να υπάρχει, αλλά ένας αυτόφωτος καλλιτέχνης, με τη δική του άποψη για τον reggae ήχο, ικανός για εκρηκτικές live επιδόσεις.

Ο Damian Marley τραγούδησε με περίσσιο τσαγανό στην Πλατεία Νερού, χωρίς ποτέ να τον σκεπάσει η εξαιρετική μπάντα που τον πλαισίωσε ή το μήνυμα που ήθελε να εκπέμψει: σε κάθε στιγμή της συναυλίας, μπροστά έμπαινε εκείνος και όλα τα υπόλοιπα ακολουθούσαν. Όσοι επίσης βρέθηκαν στις μπροστινές σειρές φάνηκαν καλά ενημερωμένοι για το τι είχαν έρθει να ακούσουν, καθώς δεν περίμεναν τα τραγούδια του Bob Marley για να κάνουν φασαρία –τα πράγματα αντιθέτως υπήρξαν αρκετά ζωηρά και σε στιγμιότυπα σαν το "Welcome To Jamrock", το "Move!" ή το "Medication", ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο Damian Marley έφτασε μέχρι και σε ραπάρισμα στο μικρόφωνο, δικαιώνοντας το όνομα που έχει φτιάξει με τις κατά καιρούς χιπ χοπ συνεργασίες του όταν θύμισε το "Patience", από τον δίσκο Distant Relatives που έφτιαξε παρέα με τον Nas το 2010. Οι πιο πίσω παροικούντες την Πλατεία Νερού, πάλι, μάλλον περίμεναν τις διασκευές σε Bob Marley για να ζωντανέψουν, καθώς τα πράγματα κινήθηκαν περισσότερο όταν ακούστηκε το "Exodus" και το "Is This Love?", με το οποίο έκλεισε το κανονικό set. Ακολούθησε φυσικά encore, με ακόμα περισσότερο Bob Marley ("Get Up, Stand Up", "Could You Be Loved").

Σημαντικό ρόλο πάντως στην επιτυχημένη παρουσία του Damian Marley, έπαιξε και η σημειολογία. Οι προβολές πίσω του θύμισαν την κληρονομιά του Bob Marley, έθεσαν σε πρώτο πλάνο το αίτημα για δικαιοσύνη και γέμισαν την Πλατεία Νερού με την εικόνα του Χαϊλέ Σελασιέ, του τελευταίου αυτοκράτορα της Αιθιοπίας, ο οποίος για τους Ρασταφάρι αποτελεί σεβάσμια θρησκευτική φιγούρα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι καθ' όλη τη διάρκεια της συναυλίας υπήρχε και κάποιος επί σκηνής να ανεμίζει την παλιά, αυτοκρατορική σημαία της Αιθιοπίας (με το λιοντάρι), αυτή δηλαδή που έχει σχετιστεί με τη Σολομονική δυναστεία, η οποία έληξε το 1974 όταν Κομμουνιστές στρατιωτικοί ανέτρεψαν τον Χαϊλέ Σελασιέ και στη συνέχεια τον δολοφόνησαν στις φυλακές (1975). Ούτε έλειψε φυσικά η ευθεία αναφορά στο χασίς και στις ευεργετικές του ιδιότητες (ιατρικές και ...άλλες!), με τον Damian Marley να μας ρωτάει ευθέως, πολλές μάλιστα φορές, αν μας αρέσει η μαριχουάνα. Την απάντηση δεν την πήρε τόσο από τις φωνές των θεατών, όσο από τις ...μυρωδιές που πλημμύρισαν την Πλατεία Νερού. Και νομίζω ότι τη βρήκε πολύ της αρεσκείας του.

{youtube}MO3wt1dgdtg{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured