«Το rockabilly θα έπρεπε να είχε εμπνεύσει την ανθρωπότητα να φτιάξει κάτι τόσο σπουδαίο, τόσο παθιασμένο και σεξουαλικό, που θα μας πήγαινε σε ένα εντελώς διαφορετικό σημείο. Είναι η κορύφωση της κουλτούρας του δρόμου στον 20ο αιώνα». Τάδε έφη ο frontman των Cramps, Lux Interior, σε μία συνέντευξη του στο NME το 1986. Τριάντα χρόνια αργότερα, το pulp fiction σύμπαν (b-movies, western σπλατεριές και second-hand κόμικς) και το υβριδικό μουσικό γένος που δημιούργησε η cult μπάντα του, το psychotic punkabilly ή ευρέως γνωστό psychobilly, έχει αναβιωθεί αρκετές φορές και έχει δεχθεί πολλές προσμίξεις, αλλά η trashy υποκουλτούρα του συνεχίζει να γοητεύει τις νέες γενιές του underground.

Ωστόσο, παρά το γεγονός πως το βράδυ της Παρασκευής εμφανίστηκε στο Gagarin ένα από τα πιο ιστορικά γκρουπ του είδους (και μάλιστα με σχετικά φθηνό εισιτήριο), ήταν πολύ μικρή η μερίδα του κοινού που υποστήριξε την όλη ιδέα. Όσοι ήρθαν, πάντως, ανταμείφθηκαν με μία πραγματικά θεόμουρλη, απρόβλεπτη και απολαυστική παράσταση.

41Madsin_2.jpg

To εγχώριο (και υπερβολικά στιλιζαρισμένο) σχήμα των Thriller βγήκε στη σκηνή λίγο μετά τις 10.30 μπροστά σε περίπου 100 άτομα, τα οποία έμοιαζαν με συνονθύλευμα από διαφορετικές υποκουλτούρες: punkers με t-shirts των Misfits, ροκαμπίληδες με λαδωμένα και χτενισμένα προς τα πίσω μαλλιά α-λα-Elvis, κοπέλες σαν διαβολικές swingers με τατουάζ-μανίκια στα χέρια τους και rock 'n' roll γερόλυκοι με τζιν ζακέτες και εντυπωσιακές φαβορίτες. Κι ενώ ο αέρας του Gagarin είχε αρχίσει να κατακλύζεται από τη χαρακτηριστική μυρωδιά κατουρημένου χόρτου, οι Thriller άρχισαν να παίζουν κομμάτια από το μοναδικό τους άλμπουμ Ready To Go.

Οι psycho-rockabilly συνθέσεις τους παρέμειναν πιστές στα στενά όρια του είδους που υπηρετούν, ενώ οι περισσότερες από αυτές ήταν αρκετά προβλέψιμες και αναχρονιστικές, με εξαίρεση το “Voodoo Land” και την, κάπως άτολμη βέβαια, διασκευή στο “Can’t Escape Myself” των Τhe Sound. Γενικά, οι Thriller προσπάθησαν να μας κερδίσουν με την ευδιαθεσία και την ενέργεια τους, αλλά τελικά δεν έπεισαν ιδιαίτερα και, κυρίως, δεν δικαιολόγησαν τα τραβηγμένα 45 λεπτά της support εμφάνισής τους.

41Madsin_3.jpg

Ενώ ο κόσμος σταδιακά πύκνωνε κάπως στα μπροστινά, φτάνοντας το πολύ τα 250 άτομα, το πανό των Mad Sin ξετυλίχθηκε και η ηχητική συνοδεία ενός μορικονικού ύμνου έκανε ακόμη πιο ανθεμική τη στιγμή που ξεπρόβαλε στη σκηνή η γερμανική πεντάδα. Ο μπροστάρης τους Koefte De Ville είναι μία larger than life μορφή του βερολινέζικου underground. Έφτιαξε τους Mad Sin το 1987 –όταν δηλαδή παράτησε το σχολείο– και γρήγορα έχτισαν φήμη χάρη στα live τους, όπου ήταν πιθανό να συμβούν πολύ ακραία πράγματα. Μπορεί με τα χρόνια να χαλάρωσαν και να γυάλισαν την εικόνα τους, αλλά, και πάλι, η επική, σαρκαστική και με τις απαραίτητες δόσεις τρασίλας αυτοπαρωδία που μας προσέφεραν στο Gagarin στάθηκε εντυπωσιακά καθηλωτική και αληθινά διασκεδαστική.

41Madsin_5.jpg

Από τις πρώτες κιόλας στιγμές συνειδητοποιήσαμε πως οι Mad Sin είχαν έρθει με άγριες διαθέσεις: ο θηριώδης frontman με το α-λα-Keith Flint κούρεμα και τις άπαιχτες φωνητικές ικανότητες όργωνε τη σκηνή, πετούσε μπύρες, ζητούσε συνεχώς από το κοινό να μην είναι τόσο «ευγενικό» μαζί τους, προκαλώντας με σχόλια τύπου «χθες στη Θεσσαλονίκη έγινε χαμός, να δούμε εδώ τι θα γίνει». Το ρυθμικό κομμάτι έκανε εκπληκτική δουλειά, με τον θεόμουρλο Valle (η φούξια μοϊκάνα του ήταν όλα τα λεφτά) στο ηλεκτρικό κοντραμπάσο να κερδίζει τόσο τις εντυπώσεις, ως showman, όσο και την ουσία, ως ένας τρομερός οργανοπαίχτης. Παράλληλα, οι ροκσταρικές φιγούρες των δύo νεαρών κιθαριστών πρόδιδαν το πόσο πολύ απολάμβαναν τη βραδιά αυτή.

41Madsin_4.jpg

Πέρα όμως από τη σκηνική παρουσία, που καλώς ή κακώς διεκδικεί ένα σημαντικό μέρος της επιτυχίας των συναυλιών των Mad Sin, δεν θα μιλούσαμε για ένα εξαιρετικό live, αν και η μουσική δεν βρισκόταν στα ίδια, υψηλά επίπεδα. Μέσα δηλαδή στη 1 ώρα και κάτι ψιλά που έπαιξαν, κατάφεραν να γλιστρήσουν με χαρακτηριστική άνεση και στιλιστική ευκαμψία ανάμεσα σε πολλά υποείδη του περιθωριακού ροκ ήχου, με την psychobilly αισθητική να βρίσκεται βέβαια πάντα στο επίκεντρο. Έτσι, από surf metal ξεσπάσματα ("Wipe Οut") περνούσαμε σε 1990s horror punk ρεφρέν ("Not Invited"), και από ψυχεδελικές honky tonk μπαλάντες ("Nine Lives") σε έκρυθμα death swing καλέσματα ("Psychotic Night"): οι Γερμανοί μπέρδευαν την κλασική φόρμουλα με απολαυστικά απρόβλεπτο τρόπο, που αποδείχθηκε ικανός να συμπαρασύρει τους πάντες στη χαοτική του δίνη.

41Madsin_6.jpg

Ακόμη και τα μικρά λάθη, οι χρονικές αστοχίες και ο καλώς εννοούμενος ερασιτεχνισμός που χαρακτήρισε κάποιες στιγμές της εμφάνισης, είναι σημάδια μίας ακομπλεξάριστης μπάντας, η οποία δεν παίρνει και τόσο σοβαρά τον εαυτό της, αλλά έχει πάντα ως απώτερο στόχο να διασκεδάσει –τόσο το κοινό, όσο και η ίδια– με κάθε κόστος. Το φινάλε, με τον Valle να κατεβαίνει από τη σκηνή και τα κλειδιά του κοντραμπάσο του να παίρνουν φωτιά ενώ το κοινό τριγύρω κοπανιόταν, είναι η πιο ενδεικτική εικόνα της βραδιάς και της ιδέας του γκρουπ που αντιπροσωπεύουν οι Mad Sin. Ακόμη λοιπόν και αν το psychobilly δεν έγινε ποτέ αυτό που προοριζόταν, είναι μπάντες σαν τους Mad Sin που πηγαίνουν μπροστά τον ήχο και εξακολουθούν να τιμούν τη μυθολογία του με τον πιο πωρωτικό τρόπο.

{youtube}I0-7WtJuynw{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured