Έχει φθάσει μάλλον η ώρα που συγκροτήματα σαν τους Blonde Redhead, με πρώτη ανθοφορία λίγο πριν και λίγο μετά την αλλαγή του αιώνα, κυκλοφορούν περίπου ως βετεράνοι. Τα γκριζαρισμένα μαλλιά των αδερφών Pace δεν ήταν βέβαια τα μόνα που οδηγούσαν στο συμπέρασμα. Ήταν και τα τραγούδια που ακούσαμε, ορισμένα από τα οποία έρχονται από 10, 13, 17 ή και 20 χρόνια πριν· ήταν επίσης η προώθηση της συναυλίας ως «best-of show» ή οι αναμνήσεις ορισμένων εξ ημών από το «τότε» που τους είχαμε πετύχει για πρώτη φορά (εντός ή εκτός χώρας, πάντως με χρονική απόσταση μεγαλύτερη της δεκαετίας).

010zBloneR_2.jpg

Επομένως, μια πρώτη αναμέτρηση για τους ίδιους τους Blonde Redhead ήταν να δείξουν κατά πόσο έχουν ακόμα λόγο ύπαρξης ως μπάντα ή αν στην περίπτωσή τους τα γκρίζα μαλλιά και το «best-of show» δείχνουν προς έναν (σχετικό ή απόλυτο) δημιουργικό παροπλισμό. Αν, δηλαδή, και κατά πόσο τα τραγούδια αφορούν ακόμα το παρόν και πόσο κοιτούν απλώς να ενεργοποιήσουν (πρώιμα ή και όχι τόσο) εκείνη τη ριμάδα τη νοσταλγία. Η απάντηση, όσο σχετική κι αν είναι σε τέτοιου είδους ζητήματα, έγερνε σαφώς προς το πρώτο ενδεχόμενο.

010zBloneR_3.jpg

Φαίνεται, λοιπόν, πως οι Blonde Redhead αντιμετωπίζουν αρκετά δημιουργικά το παρελθόν τους. Επιλέγουν από αυτό, το τροποποιούν ή το ενισχύουν εδώ κι εκεί και το εντάσσουν σε μία ενιαία και αρκετά συμπαγή μουσική ενότητα, παίζοντας π.χ. το “Bipolar” του 1997 κολλητά με το “Mind To Be Had” του 2014, χωρίς να ακούγεται κάποιο χάσμα, αισθητικό, δομικό ή άλλο. Και τούτο δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι ίδιοι έχουν μείνει αναλλοίωτοι στον χρόνο ή ότι η μουσική τους γυρνάει διαρκώς γύρω από 2-3 ίδια και απαράλλαχτα μοτίβα.

010zBloneR_4.jpg

Σημαίνει, όμως, ότι οι Blonde Redhead, τουλάχιστον στη λάιβ εκδοχή τους, μπορούν να παρουσιάσουν την ιστορία τους (ή έστω ένα μεγάλο κομμάτι αυτής) σε ένα λίγο-πολύ αδιάσπαστο συνεχές. Ίσως γι' αυτό κράτησαν για κορμό του 90λεπτου set τη «μεσαία» τους περίοδο, τα άλμπουμ δηλαδή Misery Is Α Butterfly (2004) και 23 (2007), ώστε με βάση αυτόν να μπορούν να εφορμούν λίγο προς τα πίσω και περισσότερο προς τα μπροστά. Ίσως, επίσης, γι' αυτό, τα παλαιότερα κομμάτια τους δεν ακούστηκαν με τη λογική του «best of», αλλά ως οργανικά μέρη μιας ευρύτερης (χρονικής) ενότητας: ως το πριν που έδωσε τροφή στο μετά και αντιστρόφως (αν δεχτούμε ότι το κοίταγμα προς τα πίσω είχε και στοιχεία επαναπροσδιορισμού).

010zBloneR_5.jpg

Ήταν, έτσι, πετυχημένο το μπάσιμό τους με το “Falling Man”, με ενισχυμένη την εισαγωγή και το σημείο όπου η αυστηρή ρυθμικότητα του κομματιού αφήνεται σε ομιχλώδεις και ασχημάτιστες παραμορφώσεις. Παρεμπιπτόντως, η ρυθμικότητα των Blonde Redhead ήταν πάντοτε ένα σημείο-κλειδί, με τον Simone Pace στα τύμπανα και τα ηλεκτρονικά να μπορεί να αντιδιαστέλει εκείνη την αυστηρότητά της (π.χ. το σχεδόν αυτιστικό hi-hat του “Doll Is Mine”) με μία αρκετά ρέουσα δυναμική. Τόσο στο υπόλοιπο το παίξιμό του, όσο και στις συνέργειές του με τους δύο συντρόφους του, τον αδερφό του Amadeo σε κιθάρα και φωνή και την Kazu Makino σε κιθάρα, πλήκτρα, φωνή.

010zBloneR_6.jpg

Εννοείται πως ο πρώτος απέδωσε τα αναμενόμενα (παρότι σε μία ή δύο φορές κάπως σαν να τον κατάπιναν παροδικά τα reverb των τυμπάνων του) και πως ούτε κι οι τελευταίοι υστέρησαν καθόλου, δίνοντας όλη την ηχητική και –κυρίως– συναισθηματική ένταση που απαιτούν οι συνθέσεις ώστε να αποκτήσουν τη λεπτή μελαγχολική τους υπόσταση: αφενός μία indie αφέλεια, αφετέρου μια κάπως κλειστοφοβική δυναμική. Προφανώς, και τα προηχογραφημένα έκαναν κι εκείνα τη δική τους δουλειά.

010zBloneR_7.jpg

Εκτός από τα κομμάτια που προαναφέρθηκαν, ξεχώρισαν επίσης τα “Spring By Summer Fall”, το οποίο ολοκλήρωσε δυναμικά το «κανονικό» set, και “23”, που ακούστηκε στο encore. Εύστοχη, επίσης, και η επιλογή να μην κλείσουν το λάιβ με ένταση (όπως συμβαίνει συνήθως), αλλά να μας ξεπροβοδίσουν με το απαλό άγγιγμα του “Golden Light”. Χωρίς να αφήσουν στόματα ανοιχτά από έκπληξη –χωρίς επίσης να αποφύγουνε και ορισμένες στιγμές στις οποίες οι δυναμικές της εμφάνισης κάπως ατονούσαν– νομίζω πως οι Blonde Redhead υπερασπίστηκαν μια χαρά την ιστορία τους, μα και τη συνέχειά τους στο παρόν.

010zBloneR_8.jpg

Λόγω λοιπών υποχρεώσεων μιας καθόλου άδειας Κυριακής (και, όχι, οι υποχρεώσεις δεν είχαν ούτε ερυθρόλευκες ούτε πράσινες αποχρώσεις), δεν πρόλαβα να ακούσω καθόλου τον Jack Heart, αφού μπήκα στο Gagarin όταν ο τελευταίος αποχαιρετούσε το κοινό. Μου μεταφέρθηκαν πάντως θετικές εντυπώσεις, τις οποίες επιφυλάσσομαι να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω κάποια άλλη στιγμή. 

{youtube}qlouEpvhb2c{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured