Μ' ένα σημαντικό όνομα του underground εγκαινίασε τη σαιζόν η εταιρεία με το πολύ ταιριαστό με τα ενδιαφέροντά της όνομα, 3 Shades of Black. Ο Σκοτσέζος Drew McDowall έφτασε στα μέρη μας (για πρώτη φορά, αν δεν απατώμαι), έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του σπουδαίου Collapse, της πρώτης του προσωπικής δουλειάς. Δεν είναι βέβαια κανάς πρωτάρης· έχει μια δράση που εκτείνεται σ' ένα διάστημα 35-40 ετών, όντας κυρίως γνωστός από τη συμμετοχή του σε δύο πολύ επιδραστικά σχήματα, τους Psychic TV (στα 1980s) και τους Coil (στα 1990s), αναφορές που σίγουρα έχουν επηρεάσει βαθιά τη μουσικοτροπία του –όπως αναγνωρίζει άλλωστε και ο ίδιος (βλ. τη συνέντευξη που του πήρε τις προάλλες ο Χάρης Συμβουλίδης, εδώ).

Κι ενώ όλα έδειχναν καλά προγραμματισμένα, με τους ακριβείς χρόνους των εμφανίσεων να έχουν ανακοινωθεί από την προηγουμένη, ο διάβολος έσπασε τελικά το ποδάρι του. Φθάνοντας στην Death Disco λίγο μετά τις 9 (στην προγραμματισμένη ώρα έναρξης), τη βρήκα βυθισμένη στο σκοτάδι· το οποίο δεν οφειλόταν στο μουσικό πρόγραμμα που επρόκειτο να φιλοξενήσει (τουλάχιστον όχι ακόμα), αλλά σε μία βλάβη στα ηλεκτρολογικά του κτιρίου.

Drewd_2.jpg

Drewd_3.jpg

Με μια βόλτα στα πέριξ θεώρησα ότι θα ξεγελούσα τον νεκρό χρόνο, τελικά όμως χρειάστηκε και δεύτερη καθώς, εκτός από τις ηλεκτρολογικές εργασίες έπρεπε να ολοκληρωθεί και το soundcheck (το ρεύμα είχε πέσει από το απόγευμα). Κάπου εκεί βραχυκύκλωσα λοιπόν κι εγώ με τον συγχρονισμό μου, τα sets των Ελλήνων support μουσικών ήταν πολύ μικρά (της τάξης των 10-15 λεπτών) για να κάνουν το χρόνο να δουλέψει υπέρ μου και έτσι έφτασα ξανά στον χώρο όταν ο Πάνος Αλεξιάδης ετοιμαζόταν να πάρει τα ηνία, έχοντας δηλαδή χάσει τις εμφανίσεις του Νίκου Κυριαζόπουλου και του Στράτου Μπιχάκη, στους οποίους και απολογούμαι δημοσίως.

Drewd_4.jpg

Ο Αλεξιάδης, πάντως, μ' έμπασε στο κόλπο γρήγορα και δραστικά. Τα ηχοτοπία του είναι αραιοκατοικημένα και επαρκώς ομιχλώδη, γεμάτα με μία ένταση που δεν χρειάζεται να γίνει εκκωφαντική για να είναι αποτελεσματική. Τα ατμοσφαιρικά του ισοκρατήματα άπλωναν θαυμάσια στον χώρο, ενώ ορισμένα ηχητικά μικροσυμβάντα αναδιέτασσαν λίγο-λίγο τις ισορροπίες. Αλλά περισσότερο από τα ίδια τα μικροσυμβάντα (ένα κάτι σαν beat, π.χ., που εμφανιζόταν άπαξ), σημασία για τον Αλεξιάδη είχε το decay του καθενός, το πώς επέστρεφαν δηλαδή στην ανυπαρξία και όχι τόσο η ίδια η (σύντομη) ύπαρξή τους. Έπιανε λοιπόν το αποτύπωμα που άφηναν στην εξελισσόμενη σύνθεση και τους συχνά ανεπαίσθητους τρόπους με τους οποίους την επηρέαζαν· κι έτσι, αποτύπωμα στο αποτύπωμα, έβρισκε μια ένταση που σπάνια εκφραζόταν ρητά και περισσότερο φούσκωνε και ξεφούσκωνε, χωρίς ποτέ να φτάσει στην έκρηξη, προτιμώντας συνήθως να υπαναχωρήσει στα εξ ων συνετέθη. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το πώς ο Αλεξιάδης διαχειριζόταν αυτές τις εντάσεις, μαζί με την άρνηση της απόλυτης εκτόνωσής τους· εξίσου ενδιαφέρον (για τους ίδιους ή διαφορετικούς λόγους, λίγη σημασία έχει) το βρήκαν και οι 60-70 ψυχές που παρακολουθούσαν τριγύρω και δικαίως αντάμειψαν τον καλλιτέχνη μ' ένα ζεστό χειροκρότημα. 

Drewd_5.jpg

Λίγο αργότερα, ο Drew McDowall ήταν έτοιμος για το δικό του set, που τελικά θα πρέπει να διήρκησε κοντά στη μιάμιση ώρα. Ακούγοντάς τον καταλάβαινες διάφορα, μεταξύ άλλων και γιατί οι μπάντες στις οποίες συμμετείχε (ιδίως οι Coil) έχουν σημασία, όπως και γενικότερα ο ήχος τον οποίον αντιπροσωπεύει.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η περίοδος κατά την οποία συνέπραξε ο McDowall με τους Coil, όντας πλήρες μέλος τους από το 1994 ως το 2000, τότε δηλαδή που οι τελευταίοι είχαν πλέον πάρει μια σαφή, διαλεκτική απόσταση από το industrial παρελθόν τους, διατηρώντας βέβαια ακέραιη την πυκνή συναισθηματική δυναμική της μουσικής τους (η παραπομπή σ' έναν από τους δίσκος της περιόδου, στο Musick To Play In The Dark, είναι νομίζω αρκετή ως επιχείρημα). Αυτή τη διαλεκτική απόσταση ο McDowall τη χρησιμοποίησε εξαιρετικά στο set του στην Death Disco· όπως επίσης εξαιρετικά χρησιμοποίησε και τους συμβολισμούς που απορρέουν. Ή, τέλος πάντων, εκείνους που ίσως δικαιούται να τοποθετήσει κανείς πάνω στη συγκεκριμένη διάταξη ήχων.

Drewd_6.jpg

Αν δηλαδή μπορούσαμε να δούμε το industrial ως μία επιθετική απάντηση στις συνθήκες ζωής στα βιομηχανοποιημένα αστικά κέντρα (μια απάντηση που οικειοποιούταν την αιχμηρότητα των βιομηχανικών τους ρυθμών, υπό μία έννοια, δηλαδή, τα ίδια τα μέσα της αλλοτρίωσης τα οποία κατήγγειλε), τότε μπορούμε άνετα να τοποθετήσουμε τον McDowall και τους ύστερους Coil σ’ ένα σύγχρονο μετα-βιομηχανικό τοπίο και σε μια κοινωνία χαμένη μέσα στις αντιφάσεις της και πιθανώς αλλοτριωμένη σε μη αναστρέψιμο βαθμό. Έτσι, για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τις τραχείς συχνότητες που επί δεκαλέπτου διεμβόλιζαν διαρκώς ένα συγκριτικά ορθόδοξο beat, λες και ακούγαμε τις δύο χρονικότητες ενός παλιού μηχανουργείου που έχει πλέον μετατραπεί σε ανεβαστικό κλαμπ να δίνουν μεταξύ τους μια μάχη ενάντια στη λήθη. Το ότι η ένταση λύθηκε αφήνοντάς μας σε έναν έρημο ηχητικό χώρο, θα μπορούσε να είναι η θέση του McDowall στη σχετική διαμάχη.

Drewd_7.jpg

Γενικώς, πάντως, ο Σκοτσέζος δούλευε εξαιρετικά με παρόμοιες αντιθέσεις, χρησιμοποιώντας αιχμηρές συχνότητες πάνω σε άλλες πιο χαμηλές, ίσως και περισσότερο λείες. Τα έντονα ρυθμικά και ορισμένα πνιγμένα φωνητικά samples προς το τέλος ήταν μάλλον η πιο προφανής διοχέτευση της ενέργειας, η οποία, και εδώ, έφερνε τις βόλτες της και άλλαζε διαρκώς φορά, πότε με τάση εξωτερίκευσης και πότε στρεφόμενη ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό.

Όταν μέσα σ' αυτή τη διαλεκτική των πραγμάτων, ο McDowall δούλευε σε δύο ή τρία επίπεδα έντασης ταυτόχρονα, υπήρξε πραγματικά καθηλωτικός. Και γενικότερα όμως νομίζω πως δεν υπήρξε σημείο στο set του το οποίο να μην ήταν ικανό για να μας μπάσει στους λαβυρίνθους της μουσικής του σκέψης, να επιβάλλει μ' έναν τρόπο την παρουσία του. Ίσως λιγάκι κλειστοφοβικός για τους αμύητους, αλλά μάλλον συγκλονιστικός για τους μυημένους, ο Drew McDowall μας ευχαρίστησε διακριτικά γύρω στη 1 και αποχώρησε καταχειροκροτούμενος.

{youtube}slLSB7n2G7E{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured