Φωτογραφίες: Σπύρος Μητρόπουλος, Ιπποκράτης Ναυρίδης & Χρήστος Κουτσουραδής

Απόλυτη Synch κορύφωση το Σάββατο στην Τεχνόπολη, με τον Mulatu Astatke και τους Heliocentrics στην κεντρική σκηνή, τους Junior Boys και τους Teenagers να συσπειρώνουν την indie κοινότητα στο Open Air 2, αλλά και γεμάτους ασφυκτικά χώρους στον Bug, τον Fennesz και τον Biomass. Χωρίς Merzbow τελικά την Κυριακή στο Μουσείο Μπενάκη, όπου πάντως οι παλιές καραβάνες των Ευρωπαίων πειραματιστών πέτυχαν να συγκεντρώσουν κάποιον κόσμο – ειδικά οι Δανοί You, οι οποίοι έπαιξαν και encore κατόπιν απαίτησης του κοινού! Ζαννής Βούλγαρης, Διονύσης Κοτταρίδης, Τάσος Μαγιόπουλος, Βαγγέλης Πούλιος, Νίκος Σβέρκος, Χάρης Συμβουλίδης και Στυλιανός Τζιρίτας βρέθηκαν επί τόπου και μεταδίδουν...

THE MATTHEW HERBERT BIG BAND

Ομολογώ ότι περίμενα με ανυπομονησία να δω επί σκηνής το πείραμα που πολύ επιτυχημένα έθεσε εντός τροχιάς ο Matthew Herbert με τον περσινό του δίσκο. Αυτή η εξισορρόπηση σουίνγκ και «σχισμένου» ήχου είχε ενδιαφέρον. Ο Herbert όμως περισσότερο ήθελε να γιορτάσει το γεγονός ότι μπορεί να ανεβάσει μία πολυμελή μπάντα (πνευστών ως επί των πλείστον) επί σκηνής παρά να τηρήσει αυτή τη χρυσή ισορροπία. Φαντάζομαι ότι κανείς δεν πηγαίνει στο Synch για να ακούσει σουίνγκ, ακόμα και αν είναι καλύτερο (που ήταν!) από οποιαδήποτε μπάντα που εμφανίζεται στον ίδιο χώρο στα πλαίσια κάποιων κατ’ ευφημισμό τζαζ φεστιβάλ. Και ακριβώς επειδή μόνο αν δεν είχες ακούσει τον δίσκο, αν δεν ήξερες το ποιος είναι ο φαλακρονευρωτικός έμπροσθεν και αριστερά της σκηνής, αν δεν είχες ξαναδεί μπάντα να σουινγκάρει ζωντανά μπροστά σου, τότε – και μόνο τότε πέρναγες καλά. Αν ήθελες να ακούσεις τις διαλυμένες ενορχηστρώσεις (και πιστέψτε με δεν ήθελα να ακούσω αντιγραφή του There Is Me And There Is You, το αντίθετο), τα μυστηριώδη περάσματα των ρυθμών, την όμορφη αστάθεια πάνω στην οποία πάταγε η φωνή….δεν τα άκουγες. Και μην ακούσω περί μαγικής φωνής της Eska Mtungwazi διότι θα γκαρίξω. Κλασική μαύρη φωνή, χωρίς ιδιαίτερο μέταλλο, που αν στον δίσκο ήταν σωστά περιορισμένη μέσα στα μπλοκ του Herbert, εδώ η πληθωρικότητά της ξεχείλισε και κάλυψε – μαζί με πλείστα ηχητικά προβλήματα στις μεσαίες συχνότητες κυρίως – την πολυπλοκότητα που υπηρετούσε στο δίσκο. Αλλά δεν έφταιγε αυτή. Είπαμε και πριν, ο Herbert γιορτάζει. Αλλά για τον λάθος λόγο.

Στυλιανός Τζιρίτας

A MOUNTAIN OF ONE

Πού να ήτανε άραγε αυτοί οι μουσικοκριτικοί από το εξωτερικό, όσοι συγκρίνανε τους A Mountain Of One με τους Pink Floyd και τον τραγουδιστή τους με τον Bryan Ferry; Μακράν ό,τι χειρότερο παρακολουθήσαμε στο φετινό Synch... Για να πούμε και του στραβού το δίκιο βέβαια, ο δίσκος των Βρετανών ακούγεται αρκετά καλύτερος και πιο πλούσιος ενορχηστρωτικά από αυτό το άνευρο, επίπεδο πράγμα που παρουσίασαν στη σκηνή του Open Air 2. Στο «ζωντανό» τους πάντως ούτε στη γοητεία της rock ψυχεδέλειας των ύστερων 1960s βρέθηκαν τυλιγμένοι οι A Mountain Of One, ούτε κανάν απόηχο των Orb και των Ultramarine ακούσαμε. Ένα κιθαριστικό κατά βάση σόου είδαμε, ξεψυχισμένο, με λίγο ποζεράδικο στήσιμο, όπου κανένα τραγούδι δεν ξεχώριζε από το άλλο. Όσο για τον επίδοξο...Bryan Ferry frontman τους, νομίζω ότι κάπου έχασε τα αυγά και τα πασχάλια έτσι όπως προσπαθούσε παράλληλα να παίζει την ακουστική του κιθάρα, να τραγουδάει και να προσέχει μη και του φύγουν τα γυαλιά ηλίου. Γίνομαι κακός, το γνωρίζω, όμως κακό ήταν και το συγκεκριμένο live – το μόνο από όσα είδα στο φετινό Synch που δεν είχε κάτι να πει. Δεν έκατσα ως το τέλος, έφυγα απηυδισμένος για την κεντρική σκηνή...

Χάρης Συμβουλίδης

MULATU ASTATKE & THE HELIOCENTRICS

Πολύς κόσμος αδημονούσε για την εμφάνιση του μεγάλου Αιθίοπα με τους Heliocentrics. Ο κοινός τους δίσκος, άλλωστε, έχει μάλλον καπαρώσει ήδη μια θέση στα καλύτερα της χρονιάς. Οι περισσότερες συνθέσεις του σετ, λοιπόν, βγήκαν από εκεί, έχοντας όμως μια πιο jazz-thinking προοπτική, μια πιο ελεύθερη δομή, με σημεία δηλαδή όπου οι δυναμικές των περισσότερων οργάνων έπεφταν, δημιουργώντας ηχητικούς χώρους για το σόλο κάποιου από τους μουσικούς.

Εκτός πολλών συνθέσεων από το Inspiration Information Vol. 3 ακούστηκε φυσικά και το “Yekermo Sew” (από το soundtrack του Broken Flowers), ήταν όμως φανερό ότι σχεδόν κανένα σημείο του live δεν υστερούσε. Οι Heliocentrics απέδειξαν (αν χρειαζόταν δηλαδή απόδειξη) ότι δεν είναι απλά η μπάντα η οποία συνοδεύει τον Mulatu, αλλά κάτι πολύ παραπάνω. Μαζί δώσανε ένα live που όσο κυλούσε τόσο περισσότερο έπιανα τον εαυτό μου να κινείται στους δεμένους ρυθμούς του υποδειγματικού rhythm section, στις όμορφες μελωδίες των οργάνων (από το βιμπράφωνο του Mulatu, μέχρι τα πνευστά και τα πλήκτρα), αισθανόμενος συνοδοιπόρος σε αυτό το μαγευτικό ταξίδι στην ethik jazz με όχημα το περίεργο funk/jazz διαστημόπλοιο των Heliocentrics.

Υπήρχε όμως κάτι στον ήχο που με ενοχλούσε. Ίσως επειδή τα πνευστά ήταν πολύ δυνατά και όταν έπαιζαν και τα δύο μαζί είχα την αίσθηση ότι επικάλυπταν, στο φάσμα των συχνοτήτων, περιοχές όπου έπρεπε να υπάρχουν άλλα όργανα. Όταν δηλαδή έδιναν γκάζια, δυσκολευόσουν κάπως να ακούσεις το τσέλο, ας πούμε, ή τα πιατίνια του Malcolm Catto ή ακόμα και την κιθάρα. Όπως και να έχει όμως τίποτα δεν θα μπορούσε να μειώσει πραγματικά τη σημαντικότητα και την ομορφιά αυτής της εμφάνισης…

Βαγγέλης Πούλιος

TEENAGERS

Τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι ή αλλιώς τι μαγειρεύουν τρεις ορμέμφυτοι, άτεχνοι ζεσουίδες του new wave, πότες vodka-red bull με τσιτωμένο καβάλο και προσκυνητές ζουμπουρλούδικων Σουηδέζων, σε ένα φεστιβάλ ηλεκτρονικού (κυρίως) πειραματισμού και ηχητικής πρωτοπορίας; Υπό φυσιολογικές συνθήκες ίσως θα έπρεπε να τσιμπολογούν βρώμικα και ποδόγυρο στα στενά του Γκαζιού. Μόλις όμως οι Teenagers έλαβαν τις θέσεις τους κατά τις 22.20 στο Open Air 2 της Τεχνόπολης – και ενώ ο κόσμος δεν είχε προλάβει να πυκνώσει το λιλιπούτειο venue, καθώς οι περισσότεροι παρακολουθούσαν τον Mulatu – απέδειξαν ότι όταν συνειδητά αψηφείς να πάρεις τον εαυτό σου στα σοβαρά διοχετεύεις ανόθευτο fun και ενέργεια ικανή να ωθήσει τους πάντες σε ένα άναρχο προεφηβικό παρτάκι διάρκειας μόλις 35 λεπτών. Ακόμα και όταν η ερμηνευτική σου δυναμική κυμαίνεται μεταξύ των επιτυχόντων των Παρατράγουδων και των μετεξεταστέων του Ελλάδα Έχεις Ταλέντο (βλέπε Quentin Delafon), αρκεί να δίνεις στο κάθε indie-oειδες ατίθασο νιάτο το -όφωνο για να στριγγλίσει κανένα verse, να λυσσάς με τη Scarlett και να αποτινάσσεις το απολωλός Nicole, ή να θρηνείς για τη Jassmaster (όταν θυμηθείς του στίχους) πριν ξαμοληθείς στα βουλεβάρτα του Παρισίου. Σκηνική παρουσία ευνούχου της αυλής και ήχος κατάληψης που την επισκέφτηκε ο Τσίπρας δεν δύνανται να αποτελέσουν ικανά προσκόμματα για εσένα Quentin superstar, που δέχθηκες να συναγελαστείς με το ταπεινό κοινό σου, να κατεβείς στον χώρο του για έξαλλες γυροβολιές μα και να προσκαλέσεις με τιμή πρόθυμες κόρες στο “Homecoming”, ώστε να έχουν την ευκαιρία να ποστάρουν καμιά kinky φωτό την επομένη στο facebook• η πιο καλλίπυγος εξ’ αυτών εθεάθη με δυο μέλη της μπάντας λίγο πριν τη μια το βράδυ να παρακαλάει έναν ταξιτζή να τους πετάξει στο Athens Hilton – παιδιά εκτός από τις ζώνες μην λησμονήσετε να δέσετε και τα προφυλακτικά σας…

Ζαννής Βούλγαρης

JUNIOR BOYS

Καταγγέλλω μαζική συνωμοσία εις βάρος μου (άτιμοι Αμερικανοί, ή μήπως Τούρκοι;), ώστε να μου φορτωθούν τα ακραιφνώς indie acts του φετινού Synch και συνεχίζω ευθύς με τα της αποστολής μου γιατί…ναι, διαθέτουμε και αίσθηση του καθήκοντος κύριοι! Ο Squarepusher μπορεί να κέρδισε εμφανώς την παρτίδα της προσέλευσης, αλλά το καναδέζικο δίδυμο είχε να επιδείξει κάμποσους πραγματικούς πιστούς προς πληρωμένη απάντηση – μιλάμε για οπαδιλίκι, όχι αστεία. Με χειροπιαστό drummer αεράτης ζέσης να πλαισιώνει, λικνιστήκαμε λάγνα μέσω “Bits & Pieces” (και σε ρεμίξ παρακαλώ), “Double Shadow”, “In The Morning” και λοιπών electro pop ήρεμων δυνάμεων.

Ο κύριος Greenspan υπό θερινό παππουδίστικο σκίαστρο, τα είπε και ζωντανά, χάιδεψε προσεκτικά Strat χρώματος μπλε, εξιστόρησε μέχρι και παιδικές περιπέτειες στην Κρήτη – ανέκυψαν ευκαιρίες μοιράσματος, μιας και η καλωδίωση του έτερου ανδρός δεν έλεγε να κάτσει στη θέση της. Μπορεί να μη δηλώνω fan, αλλά τελικά ανασηκώνω κι εγώ το σκίαστρό μου, ελέω ακαταπαύστως εσωστρεφούς mid tempo γκρούβας, η οποία δεν επιτρέπει στον εαυτό της απότομα ξεσπάσματα, για να σε σιγοβράσει υπομονετικά εντός, εκτός και επί τα αυτά.

Διονύσης Κοτταρίδης



SQUAREPUSHER

Squarepusher: Beats, glitches και διεστραμμένα synths, σωστά; Λάθος, σύμφωνα με τη συναυλία του κυρίου Tom Jenkinson στην Τεχνόπολη. Τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά, καθώς στην αρχή της η εμφάνισή του έδειχνε ηχητικά κινούμενη προς ό,τι θα περιμέναμε να ακούσουμε, με τον Squarepusher να «φτύνει» από το laptop του κλασικά IDM ηχητικά μονοπάτια (κυρίως από τα τελευταία του άλμπουμ) και τον ίδιο να παίζει με το μπάσο του τις περίπλοκες συνθέσεις που μόνο αυτός ξέρει να σκαρώνει. Η συνέχεια όμως έμελλε να είναι διαφορετική, με τον Mr.Jenkinson να φορτώνει το μπάσο του με παραμορφώσεις και να παρουσιάζει έναν drummer δίπλα του για να ξεκινήσει ένα σετ που τελικά περισσότερο progressive...punk θύμιζε, με το fuzz και το feedback να έχουν κύριο λόγο και τα drums να πυροβολούν σε ρυθμούς οπλοπολυβόλου. Το αποτέλεσμα σίγουρα ήταν ενδιαφέρον αλλά όσο περνούσε η ώρα καταντούσε μάλλον ισοπεδωτικό. Πολύς κόσμος φάνηκε να το ευχαριστήθηκε καθώς μιλάμε για μουσικό «κοπάνημα» πρώτης τάξεως, αλλά εμένα προσωπικά μου άφησε ανάμικτα συναισθήματα. Ναι μεν ό,τι παρακολουθούσαμε ήταν ενδιαφέρον και δυνατό αλλά εν τέλει δεν ήταν αυτό το οποίο πήγαμε να δούμε – καθώς τον Squarepusher για τα φρενήρη beats και τις διεστραμμένες μελωδίες του τον ξέρουμε παρά για τις εναλλακτικές punk προτάσεις του. Πάντως σε καμία περίπτωση δεν χαρακτηρίζεται μέτριο αυτό που είδαμε. Αλλά ούτε και εξαιρετικό.

Τάσος Μαγιόπουλος

NIGHT ON EARTH

Οι σχετικές ανακοινώσεις έλεγαν για ένα σετ ειδικά εναρμονισμένο με την περίσταση, διαμορφωμένο δηλαδή πάνω στον χαρακτήρα του φεστιβάλ. Παράτολμο σχέδιο, γιατί προϋποθέτει μέχρι έναν βαθμό την αλλαγή χαρακτήρα της εκάστοτε μπάντας. Εκεί επέλεξε να δοκιμαστεί το εν λόγω σχήμα, που αποτελεί μια από τις ελπίδες της εγχώριας σκηνής. Δυστυχώς όμως σε αυτή την εμφάνιση δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στο ύψος των προσδοκιών. Τα μέλη των Night On Earth έμοιαζαν να ασκούνται σε αποσπασματικούς πειραματισμούς αποξενωμένοι από τους υπόλοιπους μουσικούς. Και επαναλάμβαναν τα ίδια ηχητικά μοτίβα χωρίς διέξοδο, εγκλωβισμένοι σε έναν φορμαλισμό ο οποίος υποτιμά νομίζω τις δυνατότητές τους. Με άλλα λόγια, στο Second Hand έφτιαχναν όμορφους μανδύες γύρω από τις μελωδίες. Σε αυτή την εμφάνισή τους όμως κατάφεραν να παραμείνουν μόνο στον μανδύα, να μην εισέλθουν στην ουσία. Κυρίαρχο ρόλο έπαιζε η χρήση εφέ από τον κάθε μουσικό με αποτέλεσμα το ουσιαστικό ξεχείλωμα των συνθέσεων και όχι τη δημιουργία μιας εκφραστικής ενότητας: τα εφέ από μόνα τους δεν αρκούν για τον πειραματισμό οποιουδήποτε είδους. Αυτή η εικόνα έδωσε την εντύπωση μιας μπάντας χωρίς τεχνική συνοχή και εν τέλει χωρίς δημιουργική συνοχή. Ήταν δυστυχώς μια εμφάνιση η οποία έδειξε ένα αδύναμο πρόσωπο των Night On Earth, γεγονός, ας ελπίσουμε, ατυχές…

Νίκος Σβέρκος

THE BUG

Ένα από τα πιο συζητημένα ονόματα της περσινής χρονιάς, μας υποδέχθηκε στο D10 για να μας οδηγήσει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της δικής του, δυναμικής εκδοχής του dubstep. Ενώ, λοιπόν, οι πρώτες νότες του “Angry” σήμαναν την αρχή του σετ του Kevin «The Bug» Martin, εγώ έμεινα να καταριέμαι την έλλειψη προνοητικότητάς μου, λόγω του μη εφοδιασμού μου με τις απαραίτητες ωτοασπίδες – και να σκέφτομαι ότι ο δρόμος για την κώφωση έμοιαζε, προσωρινά έστω, δίχως γυρισμό! Τα δυνατά ντεσιμπέλ και η γνωστή ως «μπασοθεραπεία» του Martin ηχούσαν σαν μουσικό κοκτέιλ μολότοφ, που όμως ταυτόχρονα έθετε τον κόσμο σε κίνηση, με αξιοθαύμαστους αυτοματισμούς. Αναμενόμενα πράγματα, μάλλον, από έναν άνθρωπο ο οποίος έχει περάσει από διάφορα industrial hip hop projects, πριν αποφασίσει να εκφράσει, έτσι εκκωφαντικά, την urban μελαγχολία του Λονδίνου. Στο live φάνηκε αυτός ο πιο industrial χαρακτήρας του Martin (τόση παρέα με τον Justin Broadrick, αναμενόμενο ήταν να του αφήσει κάποιο «κουσούρι»!), καθώς η έμφαση δόθηκε όχι μόνο στις μπάσες αλλά και στις πρίμες συχνότητες, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό ηχητικό χαρμάνι. Ο MC που ανέβηκε στη σκηνή δεν νομίζω ότι ικανοποίησε ιδιαίτερα, αφού εκτός του γεγονότος ότι ήταν αρκετά δυσνόητος (έφταιγε η χροιά του, η άρθρωσή του, άλλοι εξωγενείς παράγοντες; δεν ξέρω...) αναλώθηκε περισσότερο σε crowd-pleasing προτροπές (του στυλ «people make some noise for The Bug» κτλ.), παρά στα rapping καθήκοντά του. Πάντως η εμφάνιση του ίδιου του Bug ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητική, δίνοντας μας μια σαφή ιδέα των λόγων για τους οποίους το dubstep έχει τόσο σαρωτικά αντικαταστήσει το drum ‘n’ bass στα ευρωπαϊκά underground clubs.

Βαγγέλης Πούλιος

BIOMASS

Είναι πολύ σημαντικό να δίνεται βήμα στην κάπως καταπιεσμένη ελληνική underground σκηνή, σε ένα φεστιβάλ σαν το Synch. Εξίσου σημαντικό είναι να βλέπεις μουσικούς γεμάτους ιδέες και όρεξη για πειραματισμό να το εκμεταλλεύονται. Σου δίνεται έτσι η εντύπωση ότι τα εγχώρια πράγματα είναι λιγότερο γκρίζα από ότι πραγματικά είναι. Ο Biomass μου φάνηκε, έτσι, σαν εκπρόσωπος μιας αλλαγής που εκκολάπτεται κάτω από την μύτη των πολλών και για αυτό τον λόγο (πέρα από την μουσική του αξία) η εμφάνισή του ήταν σημαντική. Μας έδωσε την ευκαιρία να απολαύσουμε τα μινιμαλιστικά ηλεκτρονικά ηχοτόπιά του, τα οποία πότε έμοιαζαν να φλερτάρουν με dub ρυθμούς και πότε με μια πιο techno ιδιοσυγκρασία. Έχοντας μια σαφέστατα πειραματική προσέγγιση, ο Biomass έδενε ιδανικά τα samples από διάφορα spoken αποσπάσματα ή από ηχογραφήσεις οργάνων, ακόμη και παραδοσιακών, που είχε κάνει στο στούντιο του, με έξυπνα χρησιμοποιούμενα beats, σε ένα ταξίδι που έμοιαζε πολύ όμορφο για να σε νοιάζει ο τελικός προορισμός. Ακούστηκαν αν δεν κάνω λάθος περάσματα από τις δύο τελευταίες δουλειές του (στο πρόσφατο Electrozali – παραπομπή στην πεντοζάλη – καταπιάνεται και με παραδοσιακά όργανα), ενώ το live συνεπικουρούσαν τα όμορφα visuals του ίδιου του δημιουργού. Μοναδική παραφωνία ο κόσμος που μπαινόβγαινε ή μιλούσε διαρκώς, διαταράσσοντας κάπως τη μεταβιομηχανική ηλεκτρονική ατμόσφαιρα που δημιουργούσε ο Biomass.

Βαγγέλης Πούλιος

FENNESZ

Λένε πως καθώς μεγαλώνεις, αποζητάς υποσυνείδητα την επιστροφή στις ρίζες σου, σε όλα εκείνα που αναδύουν αισθήματα οικειότητας και συνακολούθως ασφάλειας. Ο τωρινός Fennesz μάλλον αποτελεί μια εν μέρει μουσική επαλήθευση της παραπάνω θεωρίας… Αναφέρομαι κυρίως στη Fender Jazzmaster του, την οποία δεν εγκατέλειψε στιγμή (χρόνια ολόκληρα μετά τα punk rock νιάτα), παρά μόνο κατά την επιστροφή του για ένα αμιγώς ψηφιακό encore. Μάλιστα, σε αντίθεση με τα ηχογραφημένα συναπαντήματά μας, εδώ τη λάβαινες σταθερά και ξεκάθαρα, δεν τη φανταζόσουν αφημένη να υπονοείται πίσω από αλυσίδες φίλτρων και φράχτες θορύβου. Ισορροπώ επικίνδυνα στην κοψιά, αλλά σπάνια δίνεις το παρών σε ηλεκτρονικές συναυλίες, όπου ξεχωρίζεις – δίχως τεχνικές γνώσεις – τη ροή των ηχητικών γεγονότων σε πραγματικό χρόνο. Τα ακόρντα να αναπαράγονται φυσικά, κι ύστερα ό ήχος να επιστρέφει δια μέσου φορητού Apple και να σηκώνεται επίπεδο-επίπεδο, μέχρι το γκρέμισμα και την επανέναρξη. Ανασύροντας κατόπιν τις εικόνες (φράντζα, στάση σώματος, αίσθηση), νομίζω πως εμφανίστηκε εμπρός μας ένας μοναχικός shoegazer, ο οποίος απλά διέκοπτε κάθε τόσο το αγνάντεμά του για να προσαρμόσει τις ρυθμίσεις του τεχνολογικού του εξοπλισμού.

Υ.Γ.: Συμπαθάτε με κάποιες/κάποιοι, αλλά ακόμα και σε λαϊκή απογευματινή επιθεώρησης του Σεφερλή το κοινό δείχνει παραπάνω σεβασμό προς τα επί σκηνής δρώμενα… Πώς να συντονιστεί ο άνθρωπος – κι εμείς μαζί του – όταν λιωμένος τύπος φωνασκεί σχεδόν ακατάληπτες μπουρδολογίες και trendy δεσποινίδες, μεταξύ πολλών άλλων, σουλατσάρουν άνευ τελειωμού στη σκηνή του αμφιθεάτρου, με το απαραίτητο τσαντικό επ’ ώμου;

Διονύσης Κοτταρίδης

SCHALTKREIS WASSERMANN

Σκληρός ο κλήρος να ανοίγεις την τρίτη Synch μέρα ελέω ξαφνικής ακύρωσης του Merzbow, όταν κανείς δεν μπορεί καλά-καλά να προφέρει το όνομά σου κι εσύ έχεις ξεμείνει εμμονικά κολλημένος στα παλιά... Αλλά η οικογένεια Wassermann πέτυχε όχι μόνο αξιοπρεπώς να σταθεί στη σκηνή του Μπενάκη, μα να μας κάνει να χαζέψουμε κιόλας σε κανα-δυο από τις παλιές της συνθέσεις. Πατέρας Wassermann στις ζωντανές rock κιθάρες και στα ηλεκτρονικά, υιός Wassermann στα φυσικά τύμπανα και μητέρα Wassermann στα απόκοσμα φωνητικά και στο...Kaossillator (!) μας έδωσαν και καταλάβαμε τι εστί βετεράνοι πειραματιστές. Από ένα σημείο και μετά, στο τελευταίο εικοσάλεπτο της εμφάνισής τους, αποδείχθηκαν κουραστικοί, ως τότε όμως απέδειξαν γιατί απολαμβάνουν φήμης ως πρωτοπόροι μιας ηλεκτρονικής αισθητικής με αρκετούς πειραματισμούς, συγγενούς μα όχι ταυτόσημης με την 1980s synth pop. Οι Schaltkreis Wassermann θα μπορούσαν ίσως να εκσυγχρονιστούν λίγο παραπάνω και να κάνουν και καμιά δρασκελιά εκτός της 1980s χρονοκάψουλας όπου ζούνε – τουλάχιστον στο οπτικό μέρος του σόου τους (αν και οι σκηνές από παλιά επεισόδια του Dr. Who με τα Ντάλεκ τα σπάσανε!). Είναι προφανές ότι δεν τους νοιάζει. Είναι όμως εξίσου προφανές ότι κι έτσι δεν τα καταφέρνουν άσχημα, 27 χρόνια μετά το Psychotron...

Χάρης Συμβουλίδης

YOU

Οι Γερμανοί kraut rockers της δεκαετίας του 1970, έχουν πάρει τον δρόμο της ηλεκτρονικής μουσικής, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των συνοδοιπόρων τους εκείνης της εποχής. Το ντουέτο των You εμφανίστηκε περικυκλωμένο από laptops, κονσόλες, κουμπάκια, keyboards, φωτάκια και κάποια άγνωστα αντικείμενα, και με καλή διάθεση. Αμέσως ο Udo Hanten επιδόθηκε στο δύσκολο έργο του συγχρονισμού των ήχων, ενώ ο Albin Meskes έφτιαχνε μελωδίες με τα δικά του keyboards, ρόλοι οι οποίοι εναλλάσσονταν. Τα κομμάτια που παρουσίασαν περνούσαν από ambient τοπία, μερικές φορές έκλεβαν λίγη από τη δόξα των Kraftwerk, αλλά πάντα με άξονα μελωδίες. Ήταν πάντως φανερό ότι επρόκειτο για Γερμανούς, καθώς η δομή και οι καθαρές γραμμές κυριαρχούσαν στη μουσική τους. Κατάφεραν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κόσμου ακόμα και στις πιο «αφηρημένες» στιγμές τους, γεγονός που τους έκανε να έχουν ακόμα περισσότερη όρεξη και να παρουσιάσουν ένα ολοκληρωμένο σετ με διάρκεια πάνω από μια ώρα. Προσθετικά στην ηχητική εμπειρία ήταν και τα καλοστημένα φώτα, τα οποία έφτιαχναν μια υπέροχη ατμόσφαιρα που διαπερνούσε τις πιο παραγωγικές δεκαετίες της ηλεκτρονικής μουσικής. Μπορεί ο Merzbow δια της απουσίας του να απογοήτευσε το κοινό ποικίλων καταγωγών, οι You όμως έπαιξαν με τρόπο παιδαγωγικό, αλλά όχι διδακτικό. Ποτέ δεν πειράζει να ανοίγουμε τους μουσικούς μας ορίζοντες ε;

Νίκος Σβέρκος

EGOTRYA

Η τρίτη ημέρα του Synch είχε κι αυτή το ενδιαφέρον της, γιατί μας δόθηκε η ευκαιρία να κάνουμε μια περίεργη βόλτα στον χρόνο. Να δούμε, δηλαδή, στο τώρα καλλιτέχνες οι οποίοι στο παρελθόν έφτιαχναν μουσική για το τότε μέλλον! Οι Egotrya έκλειναν το ταξίδι σε αυτήν την αμφίδρομη σκουληκότρυπα (μαζί και το φετινό φεστιβάλ), πηγαίνοντάς μας ως την Ιταλία των αρχών της δεκαετίας του 1980, όταν και σχηματίστηκαν από τους Francesco Boscolo και Beppe Loda. Τότε αποφάσισαν να δούνε ξανά τις ακυκλοφόρητες έως πρόσφατα συνθέσεις της πρώτης φάσης των Egotrya (αρχές 1970s) με διαφορετική οπτική, προσδίδοντας σε αυτές έναν ήχο κινούμενο στη σκοτεινή disco και στο electro, που επηρέασε καταλυτικά την δεκαετία του 1980. Χρησιμοποιώντας λοιπόν δυο πανέμορφα (τόσο από την αισθητική όσο κυρίως από την ηχητική άποψη) moog synthesizers ένωσαν αυτά τα disco/electro beat τους με τις αναλογικές μελωδίες στη σκηνή του Μουσείου Μπενάκη, πείθοντας όμως λίγους από το χαλαρό, ούτως ή άλλως, κοινό να ακολουθήσουν χορευτικά την εμφάνισή τους. Η αλήθεια νομίζω είναι ότι το μουσικό αποτέλεσμα που μας παρουσιάστηκε, ενώ γινόταν εύκολα αντιληπτό το γιατί τότε μπορούσε να θεωρηθεί προοδευτικό ή φουτουριστικό, χώλαινε κάπως στη σύνδεσή του με το παρόν. Όμορφη μουσική, η οποία πιθανότατα θα κινητοποιούσε τους υποψιασμένους εκείνης της εποχής, αλλά στη δικιά μας φαντάζει ιλιοειπωμένη και ολίγον ρετρό (για να μην πω αναχρονιστική), διατηρώντας πάντως το όποιο μουσικολογικό της ενδιαφέρον.

Βαγγέλης Πούλιος

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured