Ένα βροχερό βράδυ μιας χειμωνιάτικης Κυριακής, ιδωμένο από τη ρομαντική του ας πούμε σκοπιά, φέρει κάποιες λίγο-πολύ συγκεκριμένες συνδηλώσεις: μια (ελαφριά ή κάπως βαρύτερη) μελαγχολία ή ίσως μια διάθεση να αφεθείς στα πράγματα, να χαλαρώσεις ρυθμούς και αντιστάσεις. Σ’ αυτό το τελευταίο ήρθε και κούμπωσε το λάιβ του κουαρτέτου του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου, καθώς προσωπικά δυσκολεύομαι να σκεφτώ πολλά εγχώρια σχήματα τα οποία να βγάζουν έναν ήχο τόσο «φιλικό προς τον χρήστη», με απολύτως καταπραϋντική (μπαίνω στον πειρασμό να γράψω «ιαματική») επίδραση στους ακουστικούς νευρώνες και ό,τι εκείνοι επηρεάζουν.
Μια μουσική, λοιπόν, η οποία σε προσκαλεί στο μέσα της, πράγμα που σημαίνει ότι σπανίως κάνει φανερές τις αιχμές και τις γωνίες της. Κάτι που με τη σειρά του σημαίνει ότι εκείνες υπάρχουν· δεν μιλάμε δηλαδή για μια μουσική πλαδαρή, στατική, δίχως δυναμική, αλλά για μία που καταφέρνει να διοχετεύει τη ζωηράδα της σε ευαίσθητες μελωδίες και ρέοντα ρυθμικά. Πρόκειται επίσης για μία μουσική η οποία σαφώς και είναι εκλεπτυσμένη σε επίπεδο αναφορών και μεθόδων επιτέλεσης, δίχως όμως να γίνεται ποτέ δυσνόητη και απρόσιτη μέσα στην όποια πολυπλοκότητά της. Και μη θεωρήσετε ιδιαιτέρως φαρδιά τη γραμμή στην οποία περπατάει το κουαρτέτο διαπραγματευόμενο τα παραπάνω: η επιτυχία δηλαδή στην εξισορρόπηση δεν είναι εύκολη υπόθεση και δεν θα πρέπει να λογίζεται ως δεδομένη. Είναι, αντιθέτως, κάτι που κερδίζεται τη στιγμή που η μουσική συμβαίνει –κάτι που κέρδισε και το κουαρτέτο με την απόδοσή του στο Faust.
Φυσικά, τα πράγματα ξεκινούσαν από την τρομπέτα του Πολυζωγόπουλου, από εκείνα τα αισθαντικά του φυσήματα, τα οποία μιλούν φαρσί το λεξιλόγιο της σύγχρονης τζαζ τρομπέτας, χωρίς ταυτόχρονα να αγνοούν και το τοπικά συγκεκριμένο. Αλίμονο, όμως, δεν εξαντλούνταν εκεί. Ο Κωστής Χριστοδούλου έκανε κι αυτός πολύ καλή δουλειά με τα συνθεσάιζερ, μοιράζοντας θαυμάσια την προσοχή του στους δύο ορόφους του σταθμού εργασίας του, συνοδεύοντας τον Πολυζωγόπουλο στο μελωδικό σκέλος, μα και προσφέροντας ορισμένες χρειαζούμενες σολιστικές αιχμές· επίσης εξαιρετικός ο Αλέξανδρος Κτιστάκης στα τύμπανα, αεράτος, διακριτικός, ουσιαστικός στις παρεμβάσεις και στις δυναμικές του και απογειωτικός τη μόνη φορά που επιχείρησε εκτεταμένο σόλο (στο “Pont Luis Blanc”, αν δεν απατώμαι).
Αν πάντως μου ζητούσατε να ξεχωρίσω κάποιον από τους τέσσερεις, νομίζω πως θα επέλεγα την ήρεμη δύναμη του κουαρτέτου· τον Αντώνη Μαράτο στο μπάσο, η συμβολή του οποίου στάθηκε καθοριστική στο να πάρει το όλο πράγμα τη ροή του, το λίκνισμα, το τσαλίμι του. Από ένα σημείο κι έπειτα, δηλαδή, το ζήτημα γινόταν τόσο απλό: ακολούθα προσεκτικά την μπασογραμμή, πάρε το γκρουβ του κι ύστερα δες (ή καλύτερα άκου) πώς έρχονται όλα και δένουν με αρμονία μεταξύ τους (οι ερμηνείες στα “Μπάρμπας”, “Anicca” και “Βίγλα” ήταν ενδεικτικές, αλλά σίγουρα όχι οι μόνες).
Το κουαρτέτο μάς έπαιξε όλο σχεδόν τον περσινό δίσκο Anicca (από τη σύνθεση της ηχογράφησης απουσίαζε μόνο η κιθάρα του Ανδρέα Χουρδάκη), συν ένα φρέσκο κομμάτι το οποίο ενσωματώθηκε μια χαρά στο υπόλοιπο υλικό. Ίσως οι μόνες δύο ενστάσεις που μου διατυπώθηκαν στην πορεία, εντοπίζονταν αφενός σε μια κάποια αντίφαση στη νοηματοδότηση της ενατένισης στο κομμάτι “Βίγλα” με το πιο νευρώδες ίσως σημείο του λάιβ («βίγλα» είναι το σημείο στο οποίο κάποιος μπορεί να σταθεί και να παρατηρήσει το τοπίο γύρω του) και αφετέρου στα ελάχιστα στιγμιότυπα στα οποία μου φάνηκε λιγάκι καταχρηστική η χρήση των εφέ. Ψιλά γράμματα, θα μου πείτε, εδώ οι άλλοι του έδειχναν το φεγγάρι κι εκείνος κοίταζε το δάχτυλο…
{youtube}h4EEaz-f0wg{/youtube}