40 χρόνια Jesus and Mary Chain. Από μόνο του ακούγεται ως κατόρθωμα, αν αναλογιστεί κανείς την ένταση που πάντα υπήρχε στη σχέση των αδελφών Jim (φωνή) και William (κιθάρες) Reid από την Γλασκώβη. Μια ένταση που όχι απλώς υπόβοσκε ή που εμφανιζόταν διακριτικά μέσω συνδηλώσεων, αλλά που τις περισσότερες φορές εκδηλωνόταν δημόσια, φασαριόζικα και ενίοτε εκκωφαντικά. Όμοια με τις φαζαρισμένες κιθάρες στο πρώτο τους album, το θρυλικό πια Psychocandy του 1985, που βούιζαν σαν ένα σμήνος από μέλισσες, ή σαν τον ατέρμονο λευκό θόρυβο που παρήγαγαν στις πρώτες τους αφηνιασμένες ζωντανές εμφανίσεις, που εξαπέλυαν ριπές πολυβόλου για ένα μισάωρο κι ύστερα εγκατέλειπαν αιφνιδίως τη σκηνή σμπαράλια, έχοντας αφήσει ανοιχτό το distortion να επαναλαμβάνει επίμονα να τελευταία μέτρα του “Vegetable Man” του Syd Barrett. Αυτή η ένταση έπλασε τον μύθο των JAMC…
Οι αδελφοί Reid δεν μιλιούνταν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Ώσπου, αφού δοκίμασαν τις δυνάμεις τους σόλο ή με άλλα περιστασιακά σχήματα, γύρω στο 2015 συνειδητοποίησαν ότι χωρίς το brand name JAMC ό,τι έκαναν περνούσε απαρατήρητο. Μάζεψαν λοιπόν ό,τι θεωρητικά καλύτερο είχαν γράψει στο μεσοδιάστημα, επεξεργάστηκαν εκ νέου το υλικό και το συγκέντρωσαν στο album με τον ταιριαστό, αυτοβιογραφικό τίτλο Damage and Joy (Artificial Plastic Records). Η εμπειρία τούς έφερε πιο κοντά, η νεανική αυθάδεια είχε δώσει πια θέση της στην ωριμότητα, ο ένας άρχισε να γίνεται πιο ανεκτικός απέναντι στον άλλο... Μια ακόμα αφορμή για να αναψηλαφίσουν τη σχέση τους, τους έδωσε η συμβολή τους στα memoir της μπάντας που επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος Ben Thompson και που τελικά εκδόθηκαν το 2024.
Η έμπρακτη αναθεώρηση τη σχέσης των αδελφών Jim και William Reid αντανακλά στα 12 τραγούδια του album Glasgow Eyes (Fuzz Club), τα πρώτα τα οποία έγραψαν από κοινού ύστερα από τρείς σχεδόν δεκαετίες. Ένα album που κατά κάποιο τρόπο διατρέχει την προηγούμενη δισκογραφία τους, αντλεί από αυτή αποστάγματα και συγχρόνως τα αναζωογονεί σε σημεία∙ ένα album πρώτα από όλα συνεκτικό, όπως συμφωνεί και ο Jim Reid, τον οποίο ακούω στην άλλη γραμμή της τηλεφωνικής σύνδεσης, μερικές εβδομάδες πριν από τις εμφανίσεις του γκρουπ στην Αθήνα.
Καλησπέρα Jim. Ως παλιός φαν των Jesus and Mary Chain χάιρομαι που σε ακούω. Ας ξεκινήσουμε με τη σχέση σου με τον William. Οι σχέσεις μεταξύ αδελφών μπορεί να είναι δύσκολα διαχειρίσιμες, όπως φαίνεται από πολλές μπάντες, συμπεριλαμβανομένων των JAMC. Πώς εξισορροπείτε τη σχέση σας ως αδέρφια και ως σύντροφοι στην μπάντα;
Αν έχω μάθει κάτι, είναι πώς να αντιμετωπίζω τον αδερφό μου, και αυτός είναι το ίδιο. Είχαμε αόρατες γραμμές που δεν περνούσαμε, αλλά στη δεκαετία του '90 δεν αντέχαμε ο ένας τον άλλον. Πιο παλιά, ακόμα χειρότερα. Μας επηρέαζαν και άλλα πράγματα, πολύ ποτό, ναρκωτικά, μεγάλη ένταση. Είμαι αιώνια ευγνώμων που τα περισσότερα περιστατικά έγιναν πριν από τα smartphone, επομένως δεν υπάρχουν στο YouTube. Ένα βράδυ που κάναμε DJing, καταλήξαμε να πλακωθούμε, να κυλιόμαστε στο πάτωμα και να κοιτάξουμε τις φρικτές εκφράσεις των ανθρώπων που μας παρακολουθούσαν!
Ο προηγούμενος δίσκος σας, το “Damage And Joy” του 2017, περιλάμβανε μια σειρά από τραγούδια που εσύ και ο William δουλεύατε ξεχωριστά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που οι JAMC ήταν ανενεργοί. Υπό αυτή την έννοια, θεωρείς ότι το “Glasgow Eyes” είναι ένα σαφώς πιο συνεκτικό album;
Υπήρχαν τραγούδια για το Damage And Joy που μαζεύτηκαν από προηγούμενες ηχογραφήσεις μας, σε μια εποχή που δεν υπήρχε μια μπάντα που ονομαζόταν Jesus And Mary Chain. Οι JAMC διαλύθηκαν το 1998 για εννέα χρόνια και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κάναμε σόλο τραγούδια. Και για τον ένα ή τον άλλο λόγο, ίσως αυτές οι ηχογραφήσεις να μην ήταν οι καλύτερες, και ένιωθα ότι αυτά τα τραγούδια απλώς θα γλιστρούσαν από τις ρωγμές. Όμως, από την άλλη, δεν θέλαμε να ξεχαστούν αυτά τα τραγούδια. Θέλω να πω, αυτά τα τραγούδια ήταν ένα άλμπουμ των JAMC σε αναμονή. Τα ξαναηχογραφήσαμε λοιπόν για να τα μαζέψουμε κάτω από την ομπρέλα JAMC, για να ζήσουν. Έτσι, θα μπορούσες να πεις ότι το Glasgow Eyes είναι ο πρώτος πραγματικά καινούριος δίσκος των JAMC εδώ και δεκαετίες και αυτό τον κάνει να ακούγεται πιο συνεκτικός.
Το “Glasgow Eyes” ακούγεται συγχρόνως σαν μια περίληψη κάθε μιας από όλες τις προηγούμενες ηχογραφήσεις σας. Σας να αποδίδετε tribute στους πρώτους ήρωές σας, από τους Stones μέχρι τους Beach Boys ως τους Suicide και τον Lou Reed κλπ… Το ηχογραφήσατε στο στούντιο των Mogwai. Τους γνωρίζατε; Σας επηρέασε αυτό το περιβάλλον;
Δεν εξετάζω στα αλήθεια από πού προέρχεται η μουσική. Γνώριζα τους Mogwai όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι στη Γλασκώβη, γιατί έχουν μεγάλη απήχηση. Βρίσκονται στην πειραματική πλευρά της μουσικής. Αυτό που κάνουν είναι να κινούνται προς το prog, αλλά με καλό τρόπο — με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που του το έκαναν οι Can και οι Pink Floyd.
Γιορτάζετε τα 40 χρόνια των JAMC. Το πρώτο σας album, το Psychocandy, κυκλοφόρησε το 1985 και εξακολουθεί να ακούγεται επαναστατικό. Πώς θα περιέγραφες τον ήχο αυτού του δίσκου σήμερα;
Στο Psychocandy προσπαθούσαμε να διορθώσουμε όλα όσα δεν πήγαιναν καλά τότε στη μουσική σκηνή, οπότε αν ακουγόταν το αντίθετο από τη διάρροια που έβγαινε από το ραδιόφωνο εκείνη την εποχή, η δουλειά είχε γίνει…Ακόμα και σήμερα, αν το βάλεις ανάμεσα σ΄ αυτά που παίζει το ραδιόφωνο, θα ξεχωρίσει αμέσως, θα σκάσει σαν δυναμίτης. Όταν μπήκαμε στο στούντιο, είχαμε απλώς μια γενική εικόνα αυτού που θέλαμε. Rock ‘n’ roll, άγριο και επικίνδυνο, όπως ήταν αυτή η μουσική στις πρώτες μέρες της. Μουσικά και τεχνικά, δεν είχαμε την παραμικρή εμπειρία, απλώς συνδέσαμε τις κιθάρες, τους ενισχυτές και τα καλώδια και αρχίσαμε να παίζουμε φουλ. Ήταν μια γρήγορη, αυθόρμητη και χαοτική ηχογράφηση. Αντανακλά σε μεγάλο βαθμό και τις ζωντανές μας εμφανίσεις εκείνης της εποχής
Πώς σας φάνηκε όταν ο Alan McGee [το αφεντικό της Creation Records] δήλωσε τότε ότι ήσασταν το καλύτερο πράγμα που συνέβη από την εποχή των Sex Pistols;
Είναι κάπως εύκολο να το πιστέψεις όταν κάποιος σου λέει ότι είσαι το σπουδαιότερο πράγμα που έχει συμβεί ποτέ, αλλά μετά θα ακούς τον ίδιο άνθρωπο να λέει το ίδιο πράγμα ξανά για κάποιον άλλον. Ο Alan συνήθιζε να το κάνει αυτό, να χρησιμοποιεί πολύ συχνά τη λέξη «ιδιοφυΐα». Η υπερβολή μας τράβηξε θετική προσοχή και μετά πολλά αρνητικά. Είπαμε λοιπόν στον McGee να μειώσει τους τόνους. Νομίζω ότι ο Alan περνούσε τη φάση του Malcolm McLaren. Μόλις το διάβασα, σκέφτηκα: «Αυτό είναι επικίνδυνο». Η λέξη "hype" μου έσπαγε τα νεύρα, οπότε δεν είμαι σίγουρος ότι όλη η δημοσιότητα είναι καλή δημοσιότητα. Στο τέλος, φύγαμε για έξι μήνες. Νομίζαμε ότι όλες οι ταραχές και η βία στις συναυλίες μας θα έσβηνε και, μέχρι να επιστρέψουμε, είχε γίνει.
Το Darklands του 1987 βασιζόταν περισσότερο στη μελωδία. Θυμάμαι ότι όταν άκουσα για πρώτη φορά το ομότιτλο τραγούδι μου θύμισε Echo & the Bunnymen. Αντίστοιχα το “April Skies” ή το “Happy When It Rains” έφερναν στους Velvets σε διασκευές Beach Boys. Πιστεύεις ότι ήταν ένας συνειδητά πιο ώριμος δίσκος, βασισμένος στη σύνθεση τραγουδιών;
Είχαμε γίνει καλύτεροι μουσικοί, είχαμε αποκτήσει μεγαλύτερη εμπειρία και σίγουρα βελτιωνόμασταν στη σύνθεση – όλα αυτά αντανακλούν στα κομμάτια του Darklands. Μελωδίες υπήρχαν και πίσω από τον θόρυβο και τις παραμορφώσεις στις κιθάρες στα κομμάτια τους Psychocandy, π.χ στο “Just Like Honey”, όμως εδώ δώσαμε μεγαλύτερη έμφαση σ’ αυτό το στοιχείο.
Στα πρώτα χρόνια σας, τραβήξατε την προσοχή και επειδή απορρίπτατε δημόσια άλλους καθιερωμένους μουσικούς στις συνεντεύξεις σας στον Τύπο. Ταυτόχρονα, όμως, αποδίδατε φόρο τιμής στους ίδιους καλλιτέχνες με τις ηχογραφήσεις σας. Ήταν μια στάση παρόμοια με αυτή του Joe Strummer που φώναζε «όχι πια Elvis, Stones ή Beatles το ‘77» και ταυτόχρονα τους λάτρευε; Πιστεύεις ότι κρύβεται αγνή αγάπη πίσω από την εικονοκλασία;
Ακριβώς! Όταν συνήθιζα να καταρρίπτω άλλες μπάντες, ήταν απλώς για να προκαλέσω την αντίδραση του κόσμου. Κάποτε, σε μια συνέντευξη που έδωσα στο Βέλγιο το 1986 και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, έβρισα τους Joy Division μόνο και μόνο επειδή με είχαν προειδοποιήσει να μην το κάνω, και το έκανα για αντίδραση. Στην πραγματικότητα λατρεύω τους Joy Division. Το ίδιο έκανα και με τους Clash. Εννοώ, είμαι μεγάλος θαυμαστής των Clash. Αλλά θυμάμαι ότι έκανα μια συνέντευξη με κάποιον στο NME, και ο τύπος μιλούσε για τους Clash σαν να ήταν αγάλματα θεών από μάρμαρο, και είπα: «Λοιπόν, είναι πραγματικά κάπως σκατά αυτές τις μέρες, έτσι δεν είναι;». Αυτό ήταν. Πολλοί άνθρωποι αντέδρασαν σε αυτό - ίσως αρνητικά, αλλά είχε μια αντίδραση.
Ας μιλήσουμε επίσης για τις πρώτες σας διασκευές, που επίσης προκάλεσαν αίσθηση. Η πρώτη που κάνατε, στη δεύτερη πλευρά του "Upside Down", ήταν το "Vegetable Man", ένα παλιό τραγούδι των Pink Floyd της εποχής του Syd Barrett. Ακολούθησαν το “Who Do You Love” του Bo Diddley, το “Surf City” των Jam & Dean, κ.ά… Πώς ήρθατε σε επαφή σε νεαρή ηλικία με αυτούς τους δίσκους;
Αγαπούσαμε κυρίως τον Syd Barrett. Μου αρέσουν οι ακόμα οι Floyd, εκτιμώ σήμερα τα πράγματα που έκαναν τη δεκαετία του '70 χωρίς τον Syd, αλλά εκείνη την εποχή, για μένα, το πράγμα που είχε τη μεγαλύτερη σημασία στους Pink Floyd ήταν ο Syd Barrett. Και δεν νομίζω ότι κάποιος θα διαφωνήσει ότι οι Pink Floyd δεν θα υπήρχαν ποτέ και δεν θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που έκαναν, χωρίς τον Syd. Ήταν τεράστιος για εμάς. Τα δύο σόλο άλμπουμ του Syd δεν βγήκαν ποτέ από το πικάπ εκείνη την εποχή. Και εξακολουθώ να αγαπώ αυτούς τους δίσκους μέχρι σήμερα. Και το Piper At The Gates Of Dawn — φίλε, αυτός ήταν ένας από τους καλύτερους δίσκους που έγιναν ποτέ.
Το Automatic του 1990 είχε έναν πολύ πιο φιλικό στο ραδιόφωνο ήχο. Ήταν μια συνειδητή απόπειρα να κερδίσετε εμπορικά την Αμερική; Περιοδεύσατε στις ΗΠΑ εκείνη το 1991 με τους Nine Inch Nails…
Δεν το κάναμε συνειδητά. Δεν είπαμε «πάμε να γράψουμε έναν εμπορικό δίσκο για να μας παίξει το ραδιόφωνο και να ανέβουμε στα charts». Εκείνη την εποχή είχαμε απομείνει στην μπάντα εγώ και ο William, o Bobby (Gillespie, ντραμς) είχε αποχωρήσει πριν από χρόνια, και πιο πρόσφατα είχε φύγει και ο Douglas (Heart, μπάσο). Πέρα από τις φωνές και τις κιθάρες, όλα τα άλλα όργανα στο δίσκο παίχτηκαν ηλεκτρονικά και αυτό έκανε ίσως τον ήχο πιο radio friendly και εμπορικό.
Τον επόμενο χρόνο, το καλοκαίρι του 1992, συμμετείχατε στο περίφημο περιοδεύον φεστιβάλ Lollapalooza, που στην Αμερική ήταν ουσιαστικά συνώνυμο με το grunge και βρεθήκατε ανάμεσα στους Red Hot Chili Peppers, στους Pearl Jam και στους Soundgarden. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία για εσάς;
Ήταν αρκετά τραυματικό. Μας είπαν ψέματα. Μας το πλασάρισαν ως ένα φεστιβάλ όπου όλοι οι συμμετέχοντες είναι το ίδιο σημαντικοί, όπου επικρατεί «απόλυτη δημοκρατία». Αλλά όταν φτάσαμε εκεί, ανακαλύψαμε ότι οι κάποια από τα γκρουπ που γνώριζαν τεράστια επιτυχία, όπως οι Red Hot Chili Peppers οι Peal Jam, απολάμβαναν ειδικής μεταχείρισης. Οι Red Hot Chili Peppers για παράδειγμα είχαν το δικό τους σύστημα ήχου, που έβγαζε διπλάσια ισχύ από αυτό που παίζαμε οι υπόλοιποι, και μας καπέλωνε τον ήχο.
Το κοινό ήταν επίσης αδιάφορο απέναντί μας και καταλάβαινε αυτό κάναμε. Ήταν συνηθισμένο σε ροκ-σταρ που παριστάνουν τους θεούς στη σκηνή. Περπατούσα και σκεφτόμουν: «Πώς στο διάολο θα βγω έξω και θα κάνω αυτό που κάνω, δηλαδή απλώς να στέκομαι και να κοιτάζω με θλίψη ένα μικρόφωνο τραγουδώντας τραγούδια των JAMC;» Ήταν τόσο άσχημο όσο ακούγεται: Όλοι στέκονταν, φορούσαν μπλουζάκια Chili Peppers και Pearl Jam και έτρωγαν χοτ-ντογκ, και απλώς μας κοιτούσαν.
Το “Sometimes Always”, από το Stoned & Dethroned (1994). με την Hope Sandoval στα φωνητικά, έγινε αμέσως κλασικό. Ένα desert-country-pop αριστούργημα. Πώς γνωριστήκατε;
Μας άρεσε πάντα η φωνή της Hope και περιμέναμε το κατάλληλο τραγούδι για να της προτείνουμε να τραγουδήσει μαζί μας. Μετά από αυτό ο William και εκείνη άρχισαν να βγαίνουν. Απ’ όσο θυμάμαι, συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια της δημιουργίας αυτού του άλμπουμ.
Είναι αλήθεια ότι προσπαθήσατε να πείσετε τον Lee Hazlewood να τραγουδήσει σ’ το τραγούδι;
Προσπαθούσαμε να πείσουμε τον Lee Hazlewood να κάνει ένα ντουέτο σε κάποιο κομμάτι μας, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχαμε αποφασίσει ποιο θα ήταν το τραγούδι. Συμφωνήθηκε ότι θα το έκανε, και ήρθε να μας δει στο Λος Άντζελες στη διάρκεια της Lollapalooza. Τελικά όμως κολακεύτηκε πολύ, μας ζήτησε πολλά χρήματα, που δεν είχαμε, και πρόβαλλε και άλλες εξωφρενικές απαιτήσεις. Έτσι η συνεργασία δυστυχώς δεν προχώρησε,
Προφανώς, έχετε μια βαθιά ιστορία με τους Primal Scream που χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του '80 - ο Bobby Gillespie ήταν ο πρώτος σας ντράμερ προτού δεσμευτεί με τους Primals. Τραγούδησες επίσης το “Detroit” στο album Evil Heat των Primal Scream (2002), Έχετε πάντα την ίδια στενή σχέση;
Ναι. Δηλαδή, αν παίζει, θα πάω να τον δω. Τον είδα πριν από μερικές εβδομάδες, έπαιζε κοντά μου. Και ήταν υπέροχο. Εννοώ, ο Bobby είναι σταρ. Και είναι πάντα ζόρικος στη σκηνή.
Ας μιλήσουμε για τα memoir σας, το βιβλίο Never Understood: The Jesus and Mary Chain by William and Jim Reid που εκδόθηκε πέρσι από τον οίκο White Rabbit. Πώς προσεγγίσατε εσύ και ο William την ιδέα να γράψετε ένα βιβλίο μαζί; Ποιος ήταν ο καταμερισμός της εργασίας;
Λοιπόν, δεν είναι αυτοβιογραφία. Είμαστε εμείς που μιλάμε σε έναν δημοσιογράφο που ονομάζεται Ben Thompson, και έχει κάνει πολλές συνεντεύξεις μαζί μας, αλλά χωριστά. Απλώς λέμε διάφορα ανέκδοτα για το πώς ήταν να μεγαλώνεις στη Σκωτία, πώς σχηματίστηκε το συγκρότημα, πώς διαλύθηκε το συγκρότημα. Έχει να κάνει κυρίως με τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, μέχρι τη διάλυση του συγκροτήματος. Ο William λέει τη δική του εκδοχή και εγώ λέω την δική μου εκδοχή. Και μερικές φορές είναι παρόμοια, αλλά συχνά διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Οπότε νομίζω ότι είναι μια αρκετά ειλικρινής αφήγηση της ιστορίας. Και νομίζω ότι υπάρχει και χιούμορ σε αυτό. Εννοώ, μπορεί να καταργεί λίγο τον μύθο, αλλά αυτό δεν είναι κακό. Νομίζω ότι όλοι πιστεύουν ότι είμαστε τόσο σοβαροί, οπότε νομίζω ότι το βιβλίο μπορεί να κάνει κάτι για να το διαβρώσει.
Λοιπόν, τι μέλλει γενέσθαι για τους JAMC; Προβλέπεις ότι σε 10 χρόνια από τώρα θα γιορτάζετε το ιωβηλαίο του συγκροτήματος;
Θα δούμε. Αν ζούμε, αν είμαστε ακόμα μαζί. Θα ήθελα καταρχάς να ηχογραφήσουμε ένα νέο άλμπουμ σχετικά πιο σύντομα από ό,τι το προηγούμενο.
Ας τελειώσουμε με ένα μήνυμα για τους Έλληνες φανς. Τι να περιμένουμε από τις επερχόμενες παραστάσεις σας στην Αθήνα; Έχετε μια ειδική λίστα τραγουδιών με τις μεγαλύτερες επιτυχίες για αυτήν την περιοδεία, που ανατρέχει στις πρώτες μέρες σας; Θα υπάρχουν ευχάριστες εκπλήξεις;
Θα παίξουμε κάποια κομμάτια από το “Glasgow Eyes”, αλλά κυρίως θα ανατρέξουμε στα 40 χρόνια των JAMC, όπως είναι και ο τίτλος της τουρνέ. Στο setlist θα υπάρχουν κομμάτια απ’ όλα μας τα άλμπουμ, οπότε, ναι, οι παλιοί φανς θα έχουν την ευκαιρία να ξανακούσουν πολλά αγαπημένα, μαζί με κάποια κομμάτια που δεν πολυσυνηθίζαμε.
Οι The Jesus and Mary Chain, ένα από τα επιδραστικότερα συγκροτήματα στην ιστορία της εναλλακτικής μουσικής, επιστρέφουν στην Ελλάδα για τον εορτασμό των 40 ετών πορείας τους την Τρίτη 24 και την Τετάρτη 25 Ιουνίου στο Gazarte Ground Stage. Περισσότερα εδώ.