Δημήτρης Μεντές

Είναι οι τελευταίες ζεστές μέρες στην πρωτεύουσα, με το αστικό τοπίο να αποχαιρετά το ασθμαίνον τέρας του αθηναϊκού καλοκαιριού. Ανάμεσα από τις ραφές των εποχών και των ενδιάμεσων διαθέσεων, ξεχύνονται τα αριστουργήματα των Baroness: μίας από τις μεγαλύτερες σταθερές στον προοδευτικό, σκληρό ήχο.

Η μπάντα από τη Savannah της Τζόρτζια έχει ήδη καταφέρει να δημιουργήσει έναν τεράστιο κατάλογο σκεπτόμενης μουσικής, με πολύπλοκες αναφορές, συνεχή εξέλιξη και ασυνήθιστη ποιότητα, ενώ έχει διαχειριστεί με παράδοξα επιτυχημένο τρόπο ένα σερί από μεταβολές στη σύνθεση των μελών. Στα πλαίσια λοιπόν της επικείμενης πρώτης επίσκεψής τους στην Ελλάδα (Σάββατο 19 Οκτωβρίου, Gagarin), βρήκαμε τη σπάνια ευκαιρία να μιλήσουμε στο τηλέφωνο με τον ιθύνοντα νου και μόνο σταθερό μέλος των Baroness, John Dyer Baizley: έναν πολυσχιδή καλλιτέχνη και εξαιρετικά ικανό συνομιλητή, με αναζωογονητική διάθεση να εμβαθύνει στην τέχνη του.

Ακολουθεί λοιπόν μια κουβέντα για την προσεχή συναυλία των Αμερικανών, τον φετινό δίσκο Gold & Grey και τη ζωοδόχο δύναμη πίσω από το βαρύ σε συμβολισμούς αφήγημα που κοινωνούν οι Baroness. Όλα αυτά, αφότου ο Baizley πέρασε 3 γενναία λεπτά να με κοροϊδεύει ανελέητα, που νόμιζα αρχικά ότι μιλάω με τον μπασίστα, Nick Jost...

 


φωτογραφίες: Megan Kor (1,2), Jimmy Hubbard (3), Melinda Oswandel (5)

Μη θέλοντας να ξεκινήσω με στερεοτυπικό, αλλά και φορτισμένο τρόπο τη συνέντευξη, δεν μπορώ παρά να ρωτήσω για το περιβόητο ατύχημα στο Bath της Αγγλίας, το 2012. Με τις αλλαγές στη μπάντα, πώς έχουν καταφέρει τα υπόλοιπα μέλη να αντλήσουν από ένα τόσο ισχυρό συμβάν, ακόμα κι αν δεν το έχουν ζήσει;

Ήμουν ο μόνος από τον τωρινό σχηματισμό των Baroness που έζησε την εμπειρία του ατυχήματος, έτσι ήμουν κι αυτός που είχε την ευθύνη να μεταφέρει όλες τις συναισθηματικές «αποσκευές» μίας τέτοιας συνθήκης. Ωστόσο, η τύχη μου ήταν ανέλπιστη· βρήκα, όχι έναν, αλλά 3 μουσικούς που κατάφεραν να λειτουργήσουν μέσα στο σχήμα, σεβόμενοι τη μορφή, τον ήχο και την αισθητική του, φέρνοντας ο καθένας κι από κάτι. Κι αυτό με έχει βοηθήσει να διαχειριστώ μια τόσο δύσκολη κατάσταση σαν κι εκείνη που έζησα, χωρίς να χρειάζεται να με απασχολήσει ακόμα περισσότερο. Με άλλα λόγια, αν κι έχουν περάσει πλέον κάποια χρόνια, το συμβάν εξακολουθεί να είναι μνημειώδες για τη ζωή μου και για το ίδιο το συγκρότημα. Όμως δεν έχει καταπλακώσει τη δημιουργικότητά μας, ούτε μας έχει βάλει στη γωνία.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για το φετινό Gold & Grey, έναν δίσκο βασισμένο σε δίπολα: ο θόρυβος συγγενεύει με την ησυχία, το φως με το σκοτάδι, περίπλοκη ενορχήστρωση με απογυμνωμένες ερμηνείες, βαθιές κοιλάδες και ψηλές κορφές. Τι ενέπνευσε αυτές τις αντιθέσεις;

Καταρχάς, να ξέρεις ότι σκοπεύω να κλέψω κάθε λέξη της πρότασής σου, για το μέλλον! Η ευέλικτη δυναμική που κατοικεί στο κέντρο του δίσκου, είναι ένα στοιχείο που διακατείχε πάντα τη μουσική μας και οδήγησε στη σημερινή μας ταυτότητα. Είχαμε την αίσθηση πως φτάσαμε σε αυτό το σημείο της πορείας μας και ότι παράλληλα είχαμε αποκτήσει τόσο την τεχνική, όσο και τη δημιουργική φιλοδοξία να τη χρησιμοποιήσουμε, για να φέρουμε αυτή τη συνθήκη στο προσκήνιο –πιο έντονη και πιο ρευστή από ποτέ. Τώρα που το συζητάμε, μάλιστα, νομίζω ότι αυτός ήταν πάντα ένας από τους προσωπικούς μου στόχους για τη μουσική των Baroness.

Το Gold & Grey είναι δίσκος που κατακλύζεται από τις ιδέες που μας συναρπάζουν από την αρχή, αλλά είναι η πρώτη φορά που δεν είχαμε κανένα κράτημα να ρισκάρουμε τόσο. Κατά τη δημιουργία του Purple (2015), o Nick Jost (μπάσο) και ο Sebastian Thomson (ντραμς) είχαν μόλις γίνει μέλη και καταλαβαίνεις ότι, το να αλλάξει όλη η ρυθμική δομή της μπάντας, μεταφράζεται σε τεράστια και σημαίνουσα μεταβολή στη φύση της. Νομίζω μάλιστα ότι δεν ήρθαν ως τα καινούρια μέλη που επιθυμούσαν να φέρουν τεράστιες αλλαγές, γιατί δεν ήθελαν να είναι εκείνοι που θα αλλοίωναν τη φύση των Baroness σε μοριακό επίπεδο. Όταν τελικά μπήκε στο γκρουπ και η Gina Gleason (κιθάρα) το 2017, το έκανε κι αυτή με έναν οργανικό και πειστικό τρόπο. Είναι συγκλονιστική μουσικός, τεχνικά, αλλά και ψυχικά.

Μετά λοιπόν από κάποιες περιοδείες, ξεκινήσαμε να γράφουμε μαζί αυτό που θα κατέληγε να είναι το Gold & Grey, μα και η ευκαιρία μας να κάνουμε ένα και μοναδικό πράγμα: να ξεπεράσουμε τα όρια της ίδιας μας της δημιουργικότητας. Δεν μας απασχόλησαν τα hits, η σκληρότητα του ήχου ή η μελωδικότητά του. Είναι ένας τεράστιος άδειος δρόμος και δεν ξέρεις πώς να τον διαχειριστείς, αλλά γνωρίζεις ότι πρέπει να γράψεις κάτι ξεχωριστό και μοναδικό, να φτάσεις σε μια στιβαρή εμπειρία. Προσωπικά, είμαι συνήθως εκείνος που βλέπει το δάσος μέσα από τα δέντρα –σε γενικές γραμμές, ξέρω περίπου τι προσπαθούμε να δημιουργήσουμε. Εδώ, όμως, το μόνο που ήξερα είναι ότι θέλαμε να χτίσουμε ένα καλειδοσκόπιο ενέργειας, ψυχής και παλμού.

Το στήσιμο της σειράς των κομματιών παίζει μεγάλο ρόλο στο τέμπο του δίσκου και είναι αυτό που δίνει στις αρμονίες και στις αντιστίξεις χώρο να αναπτυχθούν και να αναπνεύσουν. Πώς μεταφράζεται όμως στα live;

Η σειρά των κομματιών ήταν πάντα σημαντική για εμένα. Από τις απαρχές του συγκροτήματος παρατήρησα ότι η τοποθέτηση των ήχων παίζει καίριο ρόλο στο χτίσιμο των συναισθημάτων. Με το Gold & Grey τα πάντα βρίσκονται σε αέναη ροή και όλα έχουν δομηθεί έτσι ώστε να δημιουργούν μία καθηλωτική, σχεδόν κινηματογραφική εμπειρία, γεμάτη στροφές και εκπλήξεις. Με τις τωρινές εμφανίσεις, αρχίζουμε σιγά-σιγά να καταλαβαίνουμε ότι αυτά τα κομμάτια λειτουργούν αυτούσια: κάπως δηλαδή ρέουν από μόνα τους και βρίσκουν τη θέση τους εκεί όπου ανήκουν.

Κάθε φορά, έτσι, ακονίζουμε τις αισθήσεις μας για να καταλάβουμε τι επιρροή έχουν στο κοινό και τα αλλάζουμε καθημερινά, ώστε να βρούμε τον πιο συναρπαστικό τρόπο να τα δέσουμε μαζί για τις ανάγκες των ζωντανών εμφανίσεων. Πάντα όμως έβρισκα πως τα κομμάτια μας έχουν έναν ορισμένο «χώρο» στην αρχή τους κι άλλον έναν στο τέλος τους –εκεί όπου οι ήχοι απλώνονται και ελίσσονται. Αν δουλέψουμε λοιπόν αυτές τις στιγμές με έξυπνο τρόπο, μπορούμε να δημιουργήσουμε μία συνεχή, συνεκτική εμπειρία, χωρίς ραφές. Είναι απίθανο να σταματήσουμε μεταξύ κομματιών στην εκτέλεση: αφήνουμε τους ήχους να μετασχηματιστούν και να αλλάξουν μορφή.

Η δουλειά μας, άλλωστε, είναι να μεταφέρουμε στο κοινό τη μουσική μας και να τη «μεταφράσουμε» μέσα από τους ενισχυτές, με τρόπο που δεν θα αφήνει περιθώρια να χάσει κανείς την προσοχή του. Στο ιδανικό σενάριο –το οποίο ακούγεται ίσως ελευθεριακό και χίπικο– εμείς σταματάμε να παίζουμε μουσική κι εσείς να την ακούτε, αλλά μπαίνουμε σε ένα αλισβερίσι διαθέσεων. Αλλάζουμε τους ήχους μας, επομένως, για να ταιριάξουμε στην ενέργεια του κόσμου: από τα πιο εσωτερικά, αναλυτικά ακροατήρια, μέχρι κι αυτά που ξεσπάνε σε εκρήξεις ενέργειας. Αν γίνουν όλα σωστά, η εκτέλεσή μας αγκαλιάζει και ανυψώνει την ενέργειά τους.

Η μουσική σας πάντα εξελισσόταν, όντας σε διαρκή επανεφεύρεση εαυτού. Δυσκολεύτηκαν στη πορεία οι ακροατές να προσαρμoστούν και να δεχτούν τις αλλαγές;

Δεν νομίζω. Προτιμώ να πιστεύω ότι κάθε μας δίσκος είναι συμβόλαιο, πως δεν αναπαυόμαστε ποτέ. Μεταξύ δε κάθε άλμπουμ, προσπαθώ να βρω την πιο έντονη συνθήκη που κάναμε με επιτυχία στην προηγούμενη κυκλοφορία –και γίνεται έπειτα μία συνθήκη από την οποία απομακρυνόμαστε συνειδητά. Ο στόχος δεν είναι δηλαδή να γίνουμε ειδικοί σε ένα πράγμα, αλλά να αναγνωρίσουμε τις μουσικές μας αδυναμίες, να τους επιτεθούμε και να τις μετατρέψουμε σε αβαντάζ. Προσπαθούμε να γίνουμε όσο πιο ρευστοί και δυναμικοί γίνεται. Και μέρος αυτής της ανάγκης, έρχεται άρρηκτα συνδεδεμένο με την προσαρμογή. Αυτός είναι ο πυρήνας των Baroness.

Μόλις ολοκληρώσατε μία ακουστική περιοδεία, με εσένα και την Gina Gleason να αναλαμβάνετε τη μερίδα του λέοντος των εκτελέσεων. Πώς επηρέασε αυτή η απογυμνωμένη εμπειρία τον τρόπο που προσεγγίζετε πλέον τη μουσική σας;

Όταν ξεγυμνώνεις τη μουσική από την ένταση και τον ηλεκτρισμό, μένεις μόνο με τη φωνή σου, τα δάχτυλα και το όργανο. Κατά συνέπεια, καταλήγεις σε μία πιο οικεία, στενή εμπειρία. Οι μουσικοί αφοπλιζόμαστε από τα τεχνάσματα πίσω από τα οποία κρυβόμαστε συχνά. Αν μάθαμε κάτι παρέα με τη Gina είναι, όταν στέκεις ευάλωτος μπροστά στο κοινό, αυτό σε φέρνει σε άμεση επικοινωνία μαζί του. Πλέον αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας έχει ανοίξει και το μεταφέρουμε νομίζω και στις ζωντανές εμφανίσεις με τους Baroness.

Πέρασε κάποιος καιρός από την κυκλοφορία του Gold & Grey. Τώρα που κατακάθισε ο κουρνιαχτός, αισθάνεστε κάποια αμφιβολία για οποιοδήποτε τμήμα του;

(εμφατικά και απόλυτα) Απολύτως καμία. Δεν θα άλλαζα το παραμικρό. Ο τρόπος με τον οποίον δημιουργήσαμε το Gold & Grey, καθιστά οποιαδήποτε μετατροπή αδύνατη. Αν αλλάξεις δηλαδή έστω και το παραμικρό στοιχείο, δημιουργείς μία διαδικασία ντόμινο, η οποία θα άλλαζε τον δίσκο ριζικά. Κάθε στιγμή αυτοσχεδιασμού, μετατροπής και αλλαγής εξαρτάται από μικρές και μεγάλες στιγμές στη δημιουργία του. Αν μετέφερες π.χ. το ξεκίνημα της ηχογράφησης από τη Δευτέρα στην Τρίτη, το άλμπουμ θα άλλαζε μορφή, ως απόρροια φαινομένου πεταλούδας. Τόσο μεγάλο μέρος αυτού του δίσκου παραμένει ακόμα μυστήριο στους τέσσερείς μας. Πραγματικά τον λατρεύω.

Έχετε δηλώσει ότι εδώ μπαίνει τελεία στο σερί των χρωματικών σας άλμπουμ. Τι σημαίνει αυτό για το υλικό και πώς θα επηρεάσει την τόσο συνεκτική οπτική «γλώσσα» που έχετε χτίσει;

Ναι, έχουμε σίγουρα τελειώσει με τη σειρά των χρωμάτων. Δεν σημαίνει ότι κάτι θα μεταβληθεί, απαραίτητα. Πλέον όμως δεν υπάρχουν κανόνες ή περιορισμοί. Μπορεί να μας φέρει σε μία πλήρως νέα κατεύθυνση και να αλλάξουν τα πάντα, μπορεί να γίνουν και μόνο διακριτικές, μικρές αλλαγές. Μας πήρε 8 χρόνια να ολοκληρώσουμε αυτόν τον κύκλο, έχει δημιουργηθεί κάτι πραγματικά όμορφο. Όσο για την τέχνη των εξώφυλλων, θα οδηγηθεί –όπως πάντα– από τους συμβολισμούς και τη φιλοσοφία που μας κινούν.

Ήμουν αρκετά τυχερός να σας ακούσω ζωντανά σε μία εξαιρετική στιγμή της καριέρας σας, τον Νοέμβρη του 2013, με τον Jimmy Page στο κοινό. Η εμπειρία μας άφησε όλους χωρίς ανάσα. Τι μπορεί λοιπόν να περιμένει το αθηναϊκό κοινό από την πρώτη σας εμφάνιση στη χώρα μας, το Σάββατο 19 Οκτωβρίου στο Gagarin;

Προσπαθούμε να έρθουμε στην Αθήνα από την αρχή της καριέρας μας. Θέλουμε να δημιουργήσουμε μία όσο το δυνατόν πιο πολυμορφική τομή του υλικού μας και να παρουσιάσουμε κομμάτια από κάθε μας δίσκο. Είναι σημαντικό για εμένα να δώσουμε κάτι σε καθέναν που έχει οικειότητα με το υλικό μας. Φαίνεται πως το Yellow & Green (2012) έχει πολύ στιβαρή παρουσία στις εμφανίσεις μας, απλώς και μόνο γιατί υπάρχει τόση ποικιλία μέσα του. Όλες οι κοιλάδες και οι κορφές που προανέφερες, θα βρίσκονται μαζί μας!

Κι εδώ κάπου ήρθε η ώρα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία για να ζητήσω να ακούσουμε το "Eula", από το Yellow & Green. Η ζωντανή εμπειρία αυτού του τραγουδιού ήταν από τις πιο εξαγνιστικές συναυλιακές μου εμπειρίες...

Πιστεύω πως πλέον είμαστε πολύ καλύτεροι σε αυτό το τραγούδι, από παλιότερα. Κάτσε, μιλάς για τη συναυλία στο Electric Ballroom του Λονδίνου;

Ναι, ακριβώς...

Ω, πίστεψέ με, έχουμε καλύψει τεράστια απόσταση από τότε. Αλλά τι απίστευτη ενέργεια είχε εκείνη η νύχτα! Θυμάμαι να έχουμε κατεβάσει τελείως τα τείχη και να έχουμε ανοίξει τον πιο όμορφο διάλογο μαζί σας. Πάντως ναι, ένα τέτοιο τραγούδι, που είναι τόσο απλό με τις δύο συγχορδίες του για 7 λεπτά, μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάτι πολύ καθαρτικό. Εσωτερικό, μα και πολύ εκφραστικό. Είναι και για εμένα ένα από τα αγαπημένα μου και πλέον το σπρώχνουμε σε τελείως καινούριους δρόμους. Δυστυχώς, η μεγαλύτερη μερίδα του κοινού δεν θα έχει κάποιο σημείο αναφοράς, θα καταλάβεις όμως πολλά πράγματα για την κατεύθυνσή μας από αυτό το κομμάτι.

Και τι περιμένει τους Baroness στο μέλλον;

Δύσκολο να πω. Μέχρι τώρα, όπου πίστευα ότι θα οδεύσουμε, ήταν ο μόνος δρόμος από τον οποίον δεν περάσαμε. Έχουμε ήδη παίξει 100 συναυλίες φέτος και μας μένουν ακόμα 50. Αλλά θα ήθελα πραγματικά να ξεκινήσουμε να γράφουμε πριν τελειώσει η περιοδεία. Είμαστε σε τρομερά δημιουργική περίοδο και έχουμε βρει μια εσωτερική ισορροπία στη μπάντα, που μας έλειπε για κάποιον καιρό τώρα. Μένει να δούμε. Μένει να δείτε κι εσείς.

{youtube}k3n8RBaUMpc{/youtube}

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured