Γιώργος Τζαγάκης

Έπειτα από δεκαπενταετή παρουσία στην ελληνική μουσική σκηνή –περίοδο κατά την οποία φιλοξενήθηκε στο πλευρό σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών και συμμετείχε σε αρκετές ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφικές παραγωγές– η Χρυσούλα Στεφανάκη επανέρχεται στο προσκήνιο, επιλέγοντας έναν δύσκολο δρόμο. Στην πρώτη της δισκογραφική δουλειά με τίτλο Για Μια Γυναίκα επιχειρεί να προσεγγίσει το ελαφρό τραγούδι του Μεσοπολέμου, είδος που ταυτίστηκε με σημαντικές φωνές αλλά παρέμεινε στην αφάνεια όταν αυτές σίγησαν. Η πρωτοτυπία και η δυσκολία του εγχειρήματος μας προκάλεσαν να συζητήσουμε γι’ αυτό, με την κουβέντα να επεκτείνεται και σε άλλους σταθμούς της καλλιτεχνικής διαδρομής της Στεφανάκη, δίνοντάς της αφορμή για να αναπτύξει τις σκέψεις και τις απόψεις της...

Σύμφωνα με το βιογραφικό σας, τα πρώτα δείγματα της κλίσης σας για τη μουσική παρατηρούνται ήδη από την πρώιμη παιδική σας ηλικία. Σε ποια περίοδο όμως και με ποια αφορμή αυτές οι ανησυχίες ωριμάζουν, συγκροτούνται και οδηγούν σε μια πιο σταθερή, επαγγελματική σχέση με τη μουσική;

Δεν έχει προκύψει ποτέ μέχρι σήμερα τέτοια σχέση μου με τη μουσική. Δεν είδα ποτέ τη μουσική σαν επάγγελμα και πολύ περισσότερο σταθερό, παρ' όλο που με βοήθησε η τέχνη να μην αναγκαστώ να εργαστώ σε κάποιον άλλο τομέα που σίγουρα θα με εξέφραζε λιγότερο. Πολύ σωστά όμως είπατε πως απ' την πρώιμη παιδική ηλικία μου φάνηκε η ροπή μου προς αυτό που τελικά επέλεξα –αλλά μήπως αυτό δεν συνέβη και σε σας;

Η καλλιτεχνική σας πορεία χαρακτηρίζεται από μια δεκαπενταετή σχεδόν παρουσία στο πλευρό σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών. Ποια εφόδια και ποιες εμπειρίες αποκομίσατε από αυτές τις συνεργασίες;

Το βασικότερο πράγμα που μου έδειξαν οι προσωπικότητες οι οποίες με φιλοξένησαν στο πλευρό τους, είναι πως κανένας τους δεν έφτασε εκεί ψηλά από απλή τύχη, ή έχοντας ένα ταλεντάκι... Όλοι τους ήταν ολοκληρωμένες οντότητες αλλά ό,τι μου δίδαξαν δυστυχώς δεν μεταφέρεται με λόγια –γιατί είναι βίωμα. Προσπαθώ ωστόσο να το μεταφέρω κι εγώ ως βίωμα, μέσα απ' το τραγούδι μου στον κόσμο.

Παρά τις αρκετές συμμετοχές σας σε διάφορες δισκογραφικές εργασίες, το Για Μια Γυναίκα είναι στην ουσία το πρώτο σας άλμπουμ. Πού οφείλεται το γεγονός ότι δεν προέκυψε κάτι ανάλογο νωρίτερα;

Οφείλεται στο ότι αυτός ο δίσκος δεν είναι εφήμερο και αναλώσιμο εμπορικό δημιούργημα της χρονιάς που έφυγε πριν καν να έρθει, αλλά επίπονη εργασία χρόνων. Η οποία συμπεριλάμβανε και έρευνα για την ιστορία μιας εποχής φορτισμένης με συγκλονιστικές εικόνες.

Πώς προέκυψε αλήθεια μια τέτοια ενασχόληση με τον Μεσοπόλεμο και με τα τραγούδια του;

Τα αρώματα απ' τις μουσικές καταβολές που ασυνείδητα πέρασαν στην ψυχή μου, δεν λησμονήθηκαν ποτέ. Σ' εκείνα αλλά και στο περιβάλλον όπου μεγάλωσα –στο Ηράκλειο της Κρήτης– οφείλω αυτό που βρισκόταν εκεί όταν το αναζήτησα. Μόλις πάτησα στα πόδια μου, ρώτησα την καρδιά μου: κι εκείνη μου έδειξε αυτόν τον δρόμο.

O Δαυίδ Ναχμίας –ένας από τους ελάχιστους που συνέβαλαν στη συνέχεια του ελαφρού τραγουδιού– είναι ο βασικός συντελεστής πίσω από το Για Μια Γυναίκα. Ποια ακριβώς ήταν η συμβολή του στη δική σας ενασχόληση με αυτό το είδος τραγουδιού αλλά και ειδικότερα σε αυτή τη δισκογραφική δουλειά;

Ο Δαυίδ Ναχμίας βρέθηκε εκεί στη στροφή του δρόμου συμπτωματικά, όταν είχε έρθει η δική μου ώρα να στρίψω κι εγώ... Έτσι, όταν μου πρότεινε να ξεκινήσουμε μία σειρά παραστάσεων με το συγκεκριμένο ρεπερτόριο δέχτηκα με πολύ χαρά, καθώς τα τραγούδια αυτά μου ήταν ήδη γνώριμα κι αγαπημένα –γιατί τα άκουγα από τη γιαγιά μου, η οποία μου τα σιγοτραγουδούσε όταν ήμουν παιδί. Μετά από πολύωρες πρόβες και πολλή δουλειά και μέσα απ’ την κοινή αγάπη μας για το συγκεκριμένο ρεπερτόριο –την οποία ανακαλύπταμε καθημερινά με ενθουσιασμό– προέκυψε η ανάγκη να τα περάσουμε στη νέα γενιά και δισκογραφικά.

Καθώς δουλεύατε τις ερμηνείες αυτών των τραγουδιών, πώς λειτούργησε η σκέψη ότι πρωτοερμηνεύτηκαν από σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως λ.χ. τη Σοφία Βέμπο;

Η σκέψη αυτή προξενεί πάντα δέος, διότι, από τότε μέχρι σήμερα, η Βέμπο και το ακριβό της ρεπερτόριο παραμένουν αναξιοποίητα. Κάθε ένας απ' τους καλλιτέχνες εκείνης της εποχής είναι με διαφορετικό τρόπο σημαντικός κι αυτό διότι ο κόσμος είχε πολύ υψηλές προσδοκίες από εκείνους. Όλα είναι δύσκολα στην προσέγγιση αυτών των τραγουδιών: η τέχνη είναι πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με τον καιρό της. Ο ρόλος μου λοιπόν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρξε μονοδιάστατος. Συμπεριέλαβε –απαραιτήτως– το στυλ, την εκφορά, το συγκινησιακό φορτίο που έπρεπε να μεταφερθεί στο τώρα, τη θεατρικότητα, τα ρούχα αλλά και τις ιστορικές γνώσεις.

Έχετε δηλώσει ότι το ελαφρό τραγούδι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «ελληνική τζαζ». Νομίζω ότι θα είχε ενδιαφέρον να μας αναλύσετε περισσότερο έναν τέτοιον παραλληλισμό...

Ο όρος τζαζ αναφέρεται αρχικά στο μουσικό είδος που αποτέλεσε εξέλιξη της λαϊκής αμερικανικής μουσικής κατά τον 19ο αιώνα. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, υιοθετήθηκε απ' όλο τον κόσμο και δεν υπήρξε χώρα ή είδος μουσικής που να μείνει ανεπηρέαστο. Έγινε κάτι σαν ένα παγκόσμιο σκεπτικό κατασκευής της μουσικής το οποίο αφορά στον μερικό ή και ολικό αυτοσχεδιασμό. Οι μοντέρνοι καιροί, που συμπεριλαμβάνουν το διάστημα μεταξύ των δύο πολέμων, μας γνώρισαν την τζαζ και τις τεχνικές της και για πρώτη φορά πειραματιστήκαμε με ελληνικό στίχο. Αυτό που συνέβη, θα το συναντήσετε μέχρι ενός σημείου και στον δίσκο μου.

Πόσο εύκολο είναι να επικοινωνήσει ένας καλλιτέχνης αυτά τα τραγούδια –τα οποία γράφτηκαν αρκετά χρόνια πριν και αφορούν σε μιαν άλλη εποχή– και να τα καταστήσει ελκυστικά στο κοινό, διατηρώντας την ατμόσφαιρά τους;

Μόνον ο χρόνος και η συνεχής προσπάθεια μπορούν να δείξουν εάν ένας καλλιτέχνης είναι επαρκής για να επικοινωνήσει τη μαγική ουσία που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στα τραγούδια του ελαφρού ρεπερτορίου. Μέχρι στιγμής –κι αν αυτό αποτελεί ένδειξη– οι παραστάσεις μας έχουν το δικό τους κοινό και το αισιόδοξο μήνυμα είναι ότι υπάρχει και νεολαία που μας ακολουθεί πιστά και ταυτίζεται πολύ μ' όλο αυτό το πράγμα. Αυτό που προσπαθούμε εμείς να καταφέρουμε, είναι να δείξουμε πως τα τραγούδια αυτά δεν αφορούν μιαν άλλην εποχή, μα όλες τις εποχές ανεξαιρέτως. 

Έχετε συμμετάσχει κατά καιρούς σε διάφορα μουσικά σχήματα, με τα οποία ερμηνεύσατε κυρίως τραγούδια από το λαϊκό και από το έντεχνο ρεπερτόριο. Ποια είναι η σχέση σας με αυτά τα είδη τραγουδιού και γιατί θεωρείτε ότι δεν δόθηκε η αφορμή για να ασχοληθείτε δισκογραφικά μαζί τους;

Η σχέση μου με κάθε ρεπερτόριο που μου κληρώθηκε να τραγουδήσω ήταν πάντοτε το ίδιο θερμή. Έψαξα και βρήκα κάτι καλό σε οτιδήποτε έφτασε μπροστά μου. Τίποτα δεν ακύρωσα κι έτσι πήρα την άδεια να προχωρήσω στο επόμενο βήμα. Όλα τα είδη τέχνης ήταν πάντα καλοδεχούμενα στη ζωή μου κι όλα τ' αντιμετώπισα και τ' αντιμετωπίζω με τον ίδιο σεβασμό. Έφτασε όμως κάποια στιγμή που έπρεπε να πάρω αυτό ή εκείνο το μονοπάτι και να προχωρήσω σε ό,τι βρισκόταν πιο κοντά σε κάτι που θα με αντιπροσώπευε για μεγαλύτερη διάρκεια στη ζωή μου. Παράλληλα, όμως, αναγνώρισα κάτι μαγικό σε όλο αυτό... Συνειδητοποίησα πως, συμπληρώνοντας το συγκεκριμένο πολιτιστικό κενό, εκτός από μένα θα είχαν πολλά να ωφεληθούν και οι συνάνθρωποί μου. Εκείνη ήταν μια όμορφη και μεγάλη μέρα, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει τελειώσει.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured