Χειμαρρώδης. Μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί ο λόγος του Γιάννη Μπέζου. Και πώς θα μπορούσε να μην είναι άλλωστε, αφού πρόκειται για έναν από τους πιο ευθείς και συνεπείς καλλιτέχνες που διαθέτουμε; Για ακόμη μια φορά, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, καταφέρνει να γίνει επίκαιρος, μέσα από μια μουσική παράσταση, αφιερωμένη στη ζωή και το έργο του Γιώργου Ζαμπέτα. Η παράσταση Θα Τραγουδήσω Για Σένα θα βρίσκεται στο Θέατρο Κιβωτός έως και τις 30 Μαΐου, ενώ την Πέμπτη 10 Ιουνίου θα «ανηφορίσει» για τη Θεσσαλονίκη και το Θέατρο Γης…

 

Κύριε Μπέζο, μιλήστε μου για το αφιέρωμα στον Γιώργο Ζαμπέτα, το οποίο πραγματοποιείτε αυτές τις μέρες. Γιατί διαλέξατε τον συγκεκριμένο συνθέτη, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;

 

Εδώ και έναν χρόνο περίπου είχα στο μυαλό μου να πραγματοποιήσω αυτό το αφιέρωμα και προσπαθούσα να το υλοποιήσω και να το δρομολογήσω. Καταρχήν ο Ζαμπέτας είναι ένας πολύ αγαπημένος μουσικός. Ένας καλλιτέχνης τον οποίο έχω συνδέσει έντονα με τα νεανικά μου χρόνια, αλλά και τα μεταγενέστερα. Από εκεί και πέρα πρόκειται και για έναν άνθρωπο γνήσια λαϊκό και πολύ πηγαίο. Δεν προσποιούνταν σαχλαμάρες, όπως τον έντεχνο ή τον πνευματικό άνθρωπο της εποχής του. Έκανε αυτό που ήθελε, έβγαζε προς τα έξω τον πραγματικό του εαυτό, χωρίς να τον φτιασιδώνει ή να φοράει μάσκες ανάλογα με την περίσταση. Δεν φοβόταν ούτε καν τον λόγο του, καθώς μιλούσε με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Γενικά ήταν μία μορφή την οποία εκτιμώ βαθύτατα. Όχι μόνο για τα τραγούδια του αλλά και για τον τρόπο ζωής που διάλεξε. Γι’ αυτό και θέλησα να τον ζωντανέψουμε, ώστε να τον θυμηθούν οι νεότεροι. Όχι τα τραγούδια –γιατί αυτά είναι αξέχαστα– αλλά τον άνθρωπο Γιώργο Ζαμπέτα.

 

Συναντάμε σήμερα καλλιτέχνες με την πηγαιότητα του Ζαμπέτα;

 

Όχι. Δεν συναντάμε. Και αν υπάρχουν δεν βρίσκονται σίγουρα στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο Ζαμπέτας ήταν παρεξηγημένος και ελαφρώς «στην απέξω» στην εποχή του. Βέβαια κάποια στιγμή όλο αυτό το ταμπεραμέντο δεν μπορούσε να συγκρατηθεί κι έκανε ένα μεγάλο μπαμ, αλλά επειδή η Ελλάδα ζει στον αστερισμό του έντεχνου και της βαριάς κουλτούρας δεν μπόρεσε να ενσωματώσει τέτοιους ανθρώπους. Τουλάχιστον το κοινό μέσα στο χρόνο επιβράβευσε τον Ζαμπέτα.

 

Έχουμε πρόβλημα στον τρόπο που ορίζουμε τον πνευματικό άνθρωπο σήμερα;

 

Φυσικά. Έχουμε την εντύπωση ότι πνευματικός είναι ένας άνθρωπος που μιλάει και δεν καταλαβαίνουμε τι λέει. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε αρχοντοχωριάτες και ψευτο-celebrities. Ο κόσμος δυστυχώς είναι έτοιμος να χειροκροτήσει την κάθε είδους ανοησία και τον κάθε τενεκέ ο οποίος του πλασάρεται για «πνευματικός» άνθρωπος. Δεν λέω ότι και σε αυτούς τους χώρους δεν υπάρχουν άνθρωποι σοβαροί. Σίγουρα υπάρχουν σπουδαίες προσωπικότητες, που έχουν να αρθρώσουν λόγο,  αλλά κι αυτοί είναι κατά βάθος πολύ λαϊκοί –με την έννοια ότι λένε τη δική τους αλήθεια στον κόσμο και όχι ό,τι βλακείες θέλει να ακούσει. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια κάνει και το κοινό ότι τραγουδάει, ότι παίζει θέατρο, ότι βαθμολογεί. Ξέρετε πώς είναι  το κλίμα αυτό. Όλοι θέλουν να πάρουν ένα κομμάτι πνευματικότητας αλλά δυστυχώς το 99% δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα. Ζει αλλού. Αυτό ακριβώς κορόιδευε και ξεφώνιζε ο Ζαμπέτας και αυτό κάνει και η δική μας παράσταση.

 

Τι μας έκανε τόσο σοβαροφανείς τα τελευταία χρόνια; Γιατί δεν ήταν πάντα ίδιον του Έλληνα να θέλει να ανήκει στην πνευματική νομενκλατούρα, χωρίς να μπορεί να το στηρίξει.

 

Το μεγάλο άνοιγμα των συνόρων, το  διαδίκτυο και η τηλεόραση βοήθησαν και ως προς την καλή κατεύθυνση αλλά και ως προς την ανάποδη. Οι άνθρωποι εδώ γνώρισαν πράγματα –κυρίως από τη Δυτική Ευρώπη– τα οποία θέλησαν να ενσωματώσουν, χωρίς να είναι δυνατό κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, πολλοί «καλλιτεχνίζοντες» συνάδερφοί μου γνωρίζουν πάρα πολλά για τον «Τάδε» Ελβετό σκηνοθέτη αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα για τον Παπαδιαμάντη. Θαυμάζουμε οτιδήποτε τελειώνει σε –ωφ σε –ιτς ή κάτι περίεργους Αγγλογάλλους, ενώ δίπλα μας υπάρχουν θησαυροί. Αυτό σημαίνει ότι φοβόμαστε το παρελθόν μας γιατί δεν το γνωρίζουμε. Και όσο το γνωρίζουμε και πάλι δεν θέλουμε να το μάθουμε γιατί συνδέεται με την Ανατολή και όχι με την Δύση.

 

Είναι η επιστροφή στις ρίζες λύση προκειμένου να στηριχθεί ο ελληνικός λαός αυτές τις δύσκολες ώρες;

 

Η επιστροφή στις ρίζες, όταν έχει να κάνει με τον τσάμικο, τα μουστάκια και τη βρώμα δεν με αφορά. Όταν όμως έχει να κάνει με το τι μας αποκαλύπτει κάθε φορά, τότε είναι σημαντικό. Δυστυχώς οι Έλληνες έχουν κακή σχέση με την ιστορία. Ακόμα και τα παιδιά δεν θέλουν να διαβάζουν ιστορία και καλά κάνουν, γιατί αυτό που διδάσκεται δεν αποτελεί ιστορία. Είναι μια παράθεση ημερομηνιών. Ιστορία είναι τι γεννάει κάθε φορά ένα γεγονός. Πώς διαμορφώνεται ένα κλίμα σε μια δεδομένη στιγμή σε μια χώρα, σε σχέση με την παγκόσμια κοινότητα. Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν αναλυτική σκέψη. Και η ελληνική παιδεία δεν έχει όρεξη για τέτοια πράγματα. Το μόνο που την αφορά είναι πώς τα παιδιά θα πάρουν άριστα για να μπουν στο πανεπιστήμιο με μια λογική μπακάλικου. Αυτά πληρώνουμε τώρα.

 

Μπορούμε να βγούμε από το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε έρθει;

 

Ασφαλώς! Η Ελλάδα έχει περάσει πολύ χειρότερα πράγματα. Σιγά το αδιέξοδο… Επειδή θα κάνουμε λίγη οικονομία; Ας φάμε λιγότερο. Όλοι διαμαρτύρονται και όλοι τρέχουν στα γυμναστήρια να αδυνατίσουν. Ελάτε τώρα! Πρέπει κάποια στιγμή να διαλέξουμε πώς θα ζούμε. Κάποτε ζούσαμε χωρίς κινητά και 100 αυτοκίνητα. Απλώς έχουμε καλομάθει τώρα. Πρέπει απλά να περιορίσουμε τις πολυτέλειες μας. Δεν χρειάζεται καν να ξεκαθαρίσω, νομίζω, ότι δεν μιλώ για τους χαμηλόμισθους –όσους πραγματικά δοκιμάζονται– αλλά για εκείνους που φωνάζουν χωρίς να έχουν λόγο, από μόδα. Και είναι πολλοί αυτοί και κυρίως κάτι δικοί μου και κάτι…δικοί σας συνάδερφοι! Άνθρωποι οι οποίοι βγάζουν έναν κάλπικο λόγο και κοιμούνται ήσυχοι στη συνέχεια. Αυτό δεν είναι πολιτική, είναι ένα τίποτα.

 

Ποια θα έπρεπε να είναι η θέση της τέχνης και των εκπροσώπων της στην ελληνική κοινωνία;

 

Η θέση των εκπροσώπων της τέχνης σήμερα είναι να αφήσουν τις αριστερές κορώνες, να  κάνουν καλά την δουλειά τους και να μην ανακατεύονται σε όλα τα άλλα. Γιατί όσες φορές ανακατεύτηκαν τα έκαναν θάλασσα. Από λόγια εξάλλου χορτάσαμε…

 

Είστε ένας καλλιτέχνης που ασχολείται –με την ίδια αγάπη– τόσο με την υποκριτική, όσο και με το τραγούδι. Πιστεύετε ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να είναι πολύπλευροι ή ο «καθείς εκεί που ετάχθει»;

 

Σε αυτό δεν υπάρχει πρέπει. Ο χρόνος το δικαιώνει. Αν κάποιος νιώθει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει και σε κάτι άλλο, γιατί όχι. Δεν χρειάζεται όλοι να τα κάνουν όλα. Εγώ για παράδειγμα είμαι ένας πολύ κακός χορευτής. Αν προσπαθούσα λοιπόν να κάνω και τον χορευτή θα φαινόμουν γελοίος. Το τραγούδι μπορώ να το κάνω και το κάνω.

 

Με το χέρι στην καρδιά, αν θα έπρεπε να διαλέξετε ένα είδος τέχνης, ποιο θα ήταν αυτό;

 

Σίγουρα η υποκριτική!

 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured