Ο  λόγος και η αμέριστη προσοχή μας στον Γιάννη Μουρτζόπουλο, με ζητούμενο τα περί της σύμπραξής του με τον εκλιπόντα ποιητή Χρίστο Λάσκαρη, η οποία και μας πρόσφερε το Το Ποτάμι – το εγχώριο άλμπουμ της χρονιάς θα έλεγα, εάν τα κλισέ δεν βρωμοκοπούσαν κενότητα…

 

 

Τετριμμένη η ερώτηση για τα «πώς» και τα «γιατί» μιας συνεργασίας, αλλά στην περίπτωσή μας νομίζω πως φέρει την ουσία της πέραν της πληροφοριακής διάστασης. Λοιπόν, τι σας οδήγησε στον Χρίστο Λάσκαρη και εν τέλει στο Ποτάμι;

 

Θα απαντήσω κάπως μη τετριμμένα, αφού οι άνδρες υποτίθεται ποτέ δεν κλαίνε: όταν κοινός μας γνωστός μου έφερε για να επεξεργαστώ τις απαγγελίες του και διαβάζοντας τα ποιήματα του – θυμάμαι ήταν 16 Νοεμβρίου του 2006 – έφτασα να κλαίω με λυγμούς ασταμάτητα για πολύ ώρα. Η εμπειρία ήταν τόσο λυτρωτική, ώστε αποφάσισα να βάλω μουσική στα ποιήματα. Το ποτάμι είχε αρχίσει να κυλάει από εκεί...

 

Διορθώστε με αν κάνω λάθος, μα η μουσική του άλμπουμ αποδέχεται για τον εαυτό της τον δεύτερο ρόλο, παραχωρώντας την πρωτοκαθεδρία στον λόγο. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν ξεπέφτει στην κενή συνοδευτικότητα – εγώ λέω ότι τελικά αποδεικνύεται ενεργητική μέσα στην παθητικότητά της. Δύσκολη αυτή η εξισορρόπηση…

 

Ναι, η δύναμη, η καθαρότητα και η οικονομία της ποίησης με οδήγησαν σε μια διακριτική προσέγγιση. Ήθελα άλλωστε εξ’ αρχής σε αυτό το πρότζεκτ να ασχοληθώ με τη γλώσσα μας και τον λόγο και όχι να πετύχω κάτι καινοτόμο στη μουσική. Έτσι, πρόσθεσα στις απαγγελίες ηχητικό-μουσικό χώρο, χρόνο και χρώμα, σαν δραματοποίηση παρά σαν μελοποίηση. Ταυτόχρονα δούλευα σε ψυχολογική φόρτιση τόσο εξ’ αιτίας των ποιημάτων όσο και των νέων για τη συνεχή επιδείνωση της υγείας του ποιητή. Κάπως έτσι πρέπει να φτιάχτηκε αυτή η ασυνήθιστη ισορροπία.

 

Παρατηρώ ότι αναζητάτε δημιουργικές αφορμές σε μεγάλες jazz φιγούρες, κλασικότροπους συνθέτες, μέχρι και στον Μανώλη Χιώτη. Με ποια κριτήρια καταλήγετε σ’ αυτές σας τις επιλογές; Αναγνωρίζετε αισθητικούς – όχι μουσικολογικούς –  συσχετισμούς μεταξύ όλων αυτών; 

 

Με τον Χιώτη, όπως άλλωστε εξομολογούμαι στο κομμάτι “Μέρες Του 50”, ήταν κυρίως οι παιδικές μου μνήμες. Με τον Blakey και τον Ives ήταν η αισθητική προσέγγιση του readymade: χρησιμοποίησα μουσικές με καθαρή γλώσσα και ρυθμικά στοιχεία, οι οποίες υποστήριζαν την προσωδία και τον εσωτερικό ρυθμό της ποίησης του Λάσκαρη – και τεχνικά επέτρεπαν την ανακατασκευή τους από εμένα.

 

«Ούτε ευτυχισμένος, ούτε δυστυχισμένος, απλώς, μια επιφάνεια, που πάνω της κάνει τσουλήθρα ο χρόνος». Παραδεχόμενοι τη ματαιότητα μας, ίσως κάποτε καταφέρουμε να ξεφύγουμε από δαύτη. Εσάς σας έχει αποτυπωθεί έντονα κάποιος απ’ τους στίχους του Χρίστου Λάσκαρη;

 

Από πού ν’ αρχίσω, οι περισσότεροι στοίχοι του Λάσκαρη ανοίγουν παράθυρα στην υπαρξιακή μας αγωνία. Θα υπεκφύγω με έναν στοίχο του πιο σχετικό με τον δίσκο:  «Νιώθεις καλύτερα μετά από ένα ποίημα: πιο δυνατός, πιο ήρεμος  – όπως ποτάμι που κυλάει».

 

Πέραν του περιεχομένου της γραφής του Χρίστου Λάσκαρη στέκομαι και στην αμιγώς ηχητική αξία του προφορικού του λόγου. Στην ίδια την απαγγελία δηλαδή, και το πώς διαφοροποιείται απ’ τους συνήθεις ξύλινους βερμπαλισμούς. Πόσο σημαντική υπήρξε αυτή του η συμβολή στο τελικό αποτέλεσμα;

 

Συνήθως οι ίδιοι οι ποιητές πετυχαίνουν τις απόλυτες απαγγελίες στα ποιήματά τους – ο ήχος και το μήνυμα γίνεται ένα – και αυτό ισχύει και με το παραπάνω με τις απαγγελίες του Χρίστου Λάσκαρη. Έτσι ο λόγος του μας μιλάει σε καθαρά ελληνικά, αυτά των δημοτικών τραγουδιών και ίσως και αρχαιότερα ακόμη. Ο ήχος αυτός ως δια μαγείας εξαφανίζει τη συσσωρευμένη εντροπία της γλώσσας και τους άδειους βερμπαλισμούς που ακούμε σήμερα. Αυτό αποτέλεσε την ηχητική βάση των κομματιών, κάτι σαν μουσικές φράσεις ενός σολίστα της jazz.  Άλλωστε αυτή την καθαρότητα ψάχνω και εγώ στη μουσική μου γλώσσα.

 

Η χώρα διαθέτει μακρά παράδοση επιτυχημένης-λαοφιλούς σύμπραξης μεταξύ μουσικής και ποίησης, η οποία τολμώ να πω πως έχει περιορίσει πολλούς δημιουργούς σε μια εντεχνίζουσα μανιέρα μελοποίησης. Διακρίνετε ανάγκη μαζικότερης ρήξης με τη συγκεκριμένη τακτική; Άλλωστε, υπάρχουν τόσοι διαφορετικοί τρόποι… 

 

Οι έντεχνες μελοποιήσεις έχουν πολυφορεθεί και στη μεγάλη τους πλειοψηφία, για μένα τουλάχιστον όχι μόνο δεν λένε τίποτε, αλλά πιστεύω ότι φθείρουν και το τραγούδι και τη γλώσσα μας. Ο ποιητικός λόγος στη γλώσσα μας είναι ευτυχώς ζωντανός και μάλιστα αποτελεί ένα μεγάλο μας κεφάλαιο, αλλά για μένα λειτουργεί ουσιαστικά με τη μουσική κυρίως κάτω από εναλλακτικές προσεγγίσεις. Αυτό το είχα πρωτοαντιληφθεί – πάνε 20 χρόνια τώρα – από τη συνεργασία μου με τον Μιχάλη Σιγανίδη στους πρώτους και σημαντικούς δίσκους του πάνω σε απαγγελίες του Μίλτου Σαχτούρη.

 

Το προηγούμενο άλμπουμ σας (με τον Φλώρο Φλωρίδη και τον Spyweirdos) κυκλοφόρησε στη βερολινέζικη Ad Noiseam. Άραγε, δεν υπήρξε εγχώριο ενδιαφέρον; Τουλάχιστον για το Ποτάμι, έβαλε πλάτη η Inner Ear.

 

Το Epistrophy At Utopia ήταν ένα πρότζεκτ για τη διεθνή «αγορά» και γι’ αυτό πήγε κατ’ ευθείαν στην Ad Noiseam. Ας πούμε ήταν ένα πείραμα για το μέχρι πού μπορεί να φτάσει υλικό κατά βάση χειροποίητο και ερασιτεχνικό (μόνο ο Φλώρος είναι επαγγελματίας μουσικός) στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου download. Το Ποτάμι ακολούθησε αντίθετη πορεία: ένα εσωστρεφές, τοπικό πρότζεκτ πάνω στον ελληνικό λόγο που ευτύχισε να βγει από την τοπική/διεθνή εταιρία της πρώτης επιλογής μου, την Inner Ear/Low Impedance. Αυτό γιατί, βάζοντας το καπέλο του παραγωγού, προτίμησα το υλικό να αγγίξει πρώτα τους ανθρώπους εδώ γύρω, στην ίδια πόλη όπου έζησε και εργάστηκε και ο Χρίστος Λάσκαρης.

 

Επί του συναυλιακού πρακτέου: σκοπεύετε κάποια στιγμή να παρουσιάσετε ζωντανά το νέο άλμπουμ; Κι αν ναι, με ποιο τρόπο, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων του;

 

Κι’ όμως, τον Ιούλιο που μας πέρασε, στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας και σχεδόν στον χρόνο από τον θάνατο του ποιητή, έγινε η ζωντανή αυτή παρουσίαση! Ήταν μια οπτικοακουστική παραγωγή χωρίς budget, η οποία κατέστη δυνατή με τη σύμπραξη του Δημοτικού Ωδείου της πόλης με τους Maxim Mankovsky στα κρουστά, Ανδρέα Ζαφειρόπουλο στο πιάνο, Vilen Karapetian στο μπάσο αλλά και τον Spyweirdos να με βοηθάει στα ηλεκτρονικά. Τον πολυκαναλικό ήχο που περιέβαλε το ακροατήριο επιμελήθηκαν οι συνεργάτες μου στην Ομάδα Τεχνολογίας Ήχου και Ακουστικής του Πανεπιστημίου Πατρών. Προσπάθησα ώστε να έχουμε και κάτι παραπάνω από τον Λάσκαρη και έτσι υπήρχε και συγχρονισμένη προβολή των απαγγελιών, σε κατάλληλα επεξεργασμένο βίντεο με τον ποιητή. Το ευχαριστηθήκαμε όλοι! Θέλω – και σκέφτομαι – να επαναλάβω αυτή τη ζωντανή εκτέλεση και σε Αθήνα/Θεσσαλονίκη. Και, αν χρειαστεί, με πιο συμπαγές σχήμα, με δύο λάπτοπ και την προβολή του βίντεο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured