Από τα πλέον αναγνωρίσιμα ονόματα στον χώρο της ελληνικής jazz σκηνής ο Σάκης Παπαδημητρίου, από τις νέες ελπίδες της ο Χρήστος Γερμένογλου. Οι δυο τους κλείνουν έξι χρόνια στενής συνεργασίας και το Avopolis Greek βρήκε την ευκαιρία να τους θέσει κάποια ερωτήματα, με αφορμή τον κοινό τους ζωντανό δίσκο, Ορθοπεταλιά…

Στον πρόσφατο κοινό σας δίσκο, Ορθοπεταλιά, αποτυπώνεται η ζωντανή σας εμφάνιση στο Ξυλουργείο του Μύλου της Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια της 5ης Συνάντησης Τζαζ & Δημιουργικής Μουσικής (2007). Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτό το φεστιβάλ και για την ιδιαίτερη σημασία που είχε για εσάς προσωπικά η συμμετοχή σας σε αυτό.

Χ.Γ.: «Το φεστιβάλ είναι μία πρωτοβουλία του «Συλλόγου Φίλων της Τζάζ και της Δημιουργικής Μουσικής» και αυτό από μόνο του δίνει μία ιδιαίτερη βαρύτητα στην ελληνική και όχι μόνο (λόγω και της συμμετοχής ξένων δημιουργών) σκηνή της jazz. Όσο αναφορά στη συμμετοχή μας είχε ξεχωριστή σημασία μιας και ήταν η πρώτη μας εμφάνιση ως ντούο».

Σ.Π.: «Οι Συναντήσεις αυτές ξεκίνησαν με πρωτοβουλία του προαναφερθέντος συλλόγου και είναι φανερό ότι από χρόνο σε χρόνο βελτιώνονται. Ο Σύλλογος Της Θεσσαλονίκης είναι ο πιο σημαντικός σύλλογος jazz στην ιστορία των προσπαθειών που έγιναν κατά περιόδους στην Ελλάδα. Αν και έχει ήδη παρουσιάσει ένα αξιόλογο έργο (με τις συναντήσεις, τα εκπαιδευτικά σεμινάρια, τις συλλογές με συνθέσεις των μελών, το διαδίκτυο κτλ.) η πόλη δεν δείχνει ανάλογο ενδιαφέρον. Και όταν μιλούμε για την πόλη, αναφερόμαστε κυρίως στους θεσμούς. Μερικά παραδείγματα. Πρώτον, όταν ο περίφημος αυτόχειρας του ΥΠ.ΠΟ επιχορηγεί εκατό και βάλε συλλόγους της Θεσσαλονίκης (από τους οποίους πολλοί ημιανύπαρκτοι ή άνευ έργου) και δεν περιλαμβάνεται ο Σύλλογος Φίλων της Τζαζ, τότε κάτι τρέχει ανάποδα. Δεύτερον, ο Δήμος Θεσσαλονίκης δίνει στέγη σε σωματεία με ελάχιστη κίνηση και αρνείται την ύπαρξη του Συλλόγου. Και το Τμήμα Πολιτισμού της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, που προσέφερε κάτι ψιχία, δεν μας πείθει και μάλλον κάτι άλλο έχει στο νου του. Κανείς μα κανείς από τους «άρχοντες» και τις «αρμόδιες αρχές» αυτής της πόλης δεν σκέφτεται και επομένως δεν αποφασίζει με κύριο άξονα την καλλιτεχνική δημιουργία και την προώθηση νέων ιδεών. Φυσικά λοιπόν, η συμμετοχή στις Συναντήσεις δεν έχει μόνο μουσική σημασία, αλλά αποτελεί ελάχιστη μορφή αντίστασης και υπεύθυνη δήλωση παρουσίας».

Συνεργάζεστε στενά εδώ και αρκετά χρόνια, σε παραστάσεις όπου συνυπάρχουν η μουσική με την ποίηση και την κινηματογραφική εικόνα. Γιατί όμως αποφασίσατε να καταγράψετε την Ορθοπεταλιά στη δισκογραφία, από όλη αυτή την πλούσια δραστηριότητα;

Σ.Π.: «Πρώτα απ’ όλα, δεν είμαστε σε θέση να εκδίδουμε όλο το έργο και όλες τις παραστάσεις. Η Ορθοπεταλιά κυκλοφόρησε χάρη στην πρωτοβουλία του Χρήστου Γερμένογλου ο οποίος, ομολογώ, πρώτος διαισθάνθηκε ότι κάτι έπρεπε να μείνει από εκείνη την πρώτη, και τελευταία μέχρι στιγμής, εμφάνισή μας ως ντούο».

Χ.Γ.: «Παρουσίαζε ενδιαφέρον ως προς το ηχοχρωματικό αποτέλεσμα και το ύφος της. Εννοώ ότι δεν αισθανθήκαμε ότι λείπουν συχνότητες εξαιτίας της απουσίας άλλων οργάνων».

Πιάνο και κρουστά: από τη δική σας εκτελεστική εμπειρία, ποιοι είναι οι πιο συναρπαστικοί ορίζοντες που ανοίγονται σε αυτόν τον διάλογο και ποιες οι πιο συνήθεις παγίδες;

Χ.Γ.: «Οι ορίζοντες και οι παγίδες είναι ίδιες, ανεξάρτητα από το πόσοι μουσικοί συμμετέχουν. Για να γίνω πιο σαφής, δεν είχαμε θέσει ως προτεραιότητα την κυκλοφορία ενός δίσκου, οπότε μπορούμε να επικεντρωθούμε και να ενδιαφερόμαστε για το αυτοσχεδιαστικό μέρος της μουσικής και όχι το εμπορικό. Ο συνδυασμός και των δύο δεν μας ενοχλεί καθόλου».

Σ.Π.: «Πιάνο και κρουστά, άλλωστε ήδη στον κατάλογο της δισκογραφικής Praxis υπάρχει ο δίσκος με τον Gunter Sommer και στον κατάλογο της Leo Records το CD με τον Λευτέρη Αγγουριδάκη. Πιάνο και κρουστά, πλήρης ελευθερία κινήσεων και από τις δύο πλευρές. Με τον Χρήστο Γερμένογλου φάνηκε από την αρχή ότι μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με αόρατα συνθήματα. Αυτή η διαισθητική επικοινωνία, αν δεν υπάρχει, δεν μαθαίνεται με τίποτε».

Και οι δύο έχετε ασχοληθεί σε βάθος με τον αυτοσχεδιασμό. Συμφωνείτε με αυτό που έχει λεχθεί, πως αποτελεί την «πεμπτουσία της σύγχρονης jazz»; Ή το θεωρείτε ως υπερβολή;

Σ.Π.: «Ο αυτοσχεδιασμός είναι μια έννοια φιλοσοφική, πολιτική και καλλιτεχνική, η οποία δυστυχώς παρερμηνεύεται διαρκώς. Αρχίζοντας από την καθημερινή χρήση και φτάνοντας στα δελτία ειδήσεων και στη Βουλή. Άπειρα τα παραδείγματα. Είναι σίγουρα «πεμπτουσία» σε όλες τις τέχνες. Απλώς στην jazz εκδηλώνεται πιο έντονα γιατί γίνεται ενώπιόν μας. Η ποίηση είναι η αποτύπωση μίας έκρηξης αυτοσχεδιασμού».

Χ.Γ.: «Λόγω της υπερβολής την οποία εμπεριέχει ακριβώς αυτό δημιουργεί την πεμπτουσία της».

Και οι δύο έχετε επίσης ασχοληθεί με τη διδασκαλία. Πόσο εύκολο το θεωρείτε να «μεταφερθεί» η πιο ουσιαστική πλευρά της γνώσης σας προς κάποιον «μαθητή»; Υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν διδάσκονται;

Χ.Γ.: «Η μουσική είναι ήχος. Όλα διδάσκονται και δεν διδάσκεται τίποτα. Εξαρτάται από τον δέκτη-μαθητή. Ας ακούσουμε».

Σ.Π.: «Τη διδασκαλία την εννοώ ως εξής: Αφήνεις πάνω σε ένα τραπέζι ή στην οθόνη ή στη σκηνή, έργα, απόψεις, στάση ζωής, ερωτήματα, ανησυχίες, έρευνες, αμφιβολίες…Όλα στη διάθεση του άλλου, ο οποίος όμως πρέπει να επιλέξει. Ας αποφασίσει ο ίδιος, χωρίς υποχρεωτικά μαθήματα και αυστηρό ωράριο».

Τι θεωρείτε πως λείπει περισσότερο από την ελληνική jazz σκηνή; Και τι θα λέγατε, από την άλλη, ότι διαθέτει ως κύριο όπλο της;

Σ.Π.: «Θα καταλάβουμε αμέσως τι λείπει, αν ξεφυλλίσουμε μηνιαία περιοδικά jazz της Ιταλίας, Γαλλίας, Αγγλίας. Εκεί βλέπουμε σε κάθε δύο-τρεις σελίδες ανακοινώσεις για φεστιβάλ και μάλιστα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά το καθένα, άπειρες σχολές και σεμινάρια, αφιερώματα, ραδιοφωνικές εκπομπές σε πολλούς σταθμούς, δεκάδες ανεξάρτητες δισκογραφικές και στις πιο μικρές πόλεις, προσκλήσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών προσωπικοτήτων, κτίρια με αρχεία και εκθέσεις ζωγραφικής, κινηματογραφικά αφιερώματα. Το μοναδικό όπλο της τοπικής σκηνής ονομάζεται Γιάννης Κουτσουρίδης».

Χ.Γ.: «Λόγω της γεωγραφικής μας θέσης είμαστε με το ένα πόδι στην Ανατολή και το άλλο στη Δύση καθώς έχουμε και μία πλούσια μουσική παράδοση… Ως αποτέλεσμα το επίπεδο των Ελλήνων μουσικών είναι υψηλό. Στερούμαστε όμως πολλά καλά που απολαμβάνουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως θέματα οργάνωσης, εκπαίδευσης, επιχορηγήσεων και γενικότερου ενδιαφέροντος από τους κρατούντες. Από την άλλη αυτές οι δυσκολίες παρακινούν τους Έλληνες μουσικούς να ενδιαφερόμαστε και να εμβαθύνουμε περισσότερο, αποκτώντας έτσι μία πιο ουσιαστική γνώση, παρά έναν στεγνό ακαδημαϊσμό».

Ποια είναι τα άμεσα μελλοντικά σας σχέδια, κοινά και ξεχωριστά;

Χ.Γ.: «Τι είναι να κάνουμε, Σάκη;»

Σ.Π.: «Κοινό μας σχέδιο, εδώ και χρόνια, είναι να βρούμε αίθουσες που να διαθέτουν καλό πιάνο με ουρά, αλλά δυστυχώς ατυχούμε διαρκώς!».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured