Είχαμε πολύ καιρό να δούμε ένα νέο συγκρότημα που να τραγουδά ελληνικά, να μην ενδιαφέρεται για ταμπέλες και «όχθες» και να φέρνει έναν τόσο δροσερό, ανανεωτικό αέρα στον έντεχνο/λαϊκό ήχο. Με μόλις ένα single στο εγχώριο ενεργητικό τους, προπομπό ενός album που αναμένεται το φθινόπωρο, οι Ηθικόν Ακμαιότατον καταφτάνουν από τη Γερμανία με όνειρα, και με τις βαλίτσες τους γεμάτες ελπιδοφόρους ήχους...

Πείτε μας, για αρχή, κάποια πράγματα για σας...

Κώστας: «Το συγκρότημα ξεκίνησε πριν από 10 περίπου χρόνια, στο Mannheim της Γερμανίας, όπου ζούσαμε ως τώρα. Τα παιδιά ξεκινήσανε ως μαθητές μου από πιτσιρίκια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ηλικιακά μας χώριζε και καμιά τεράστια διαφορά. Εγώ έβγαζα το ψωμί μου με τη μουσική ήδη από τα 9 μου, παίζοντας πλήκτρα κοντά στον αδερφό μου. Ο Δημήτρης ας πούμε - το τρίτο και αναπόσπαστο κομμάτι των Ηθικόν Ακμαιότατον που δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στη συνέντευξη - είχε τότε ένα συγκρότημα μαζί με άλλα παιδιά, μάθαινε με μένα και ύστερα έπαιζε μαζί τους, λαϊκά κυρίως τραγούδια. Όλοι είχαμε έτσι την ευκαιρία να ωριμάσουμε ως μουσικοί πάνω στο πάλκο, δεν μας «ωρίμασαν» κάποιοι παραγωγοί ή κάποιες εταιρείες δίσκων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία γίναμε πολύ καλοί φίλοι και κάποια στιγμή ήρθε φυσικά και η δημιουργία ενός συγκροτήματος».

Και γιατί αλήθεια διαλέξατε το Ηθικόν Ακμαιότατον για όνομα;

Γιώργος: «Ψάχναμε, προβληματιζόμασταν, ήρθε κάποια στιγμή. Το πέταξε ο Κώστας κάποια στιγμή και έμεινε».

Κώστας: «Μου βγήκε προσωπικά καθώς αγαπάω πολύ την πειθαρχία στη δουλειά μου, θέλω όλα να είναι στη θέση τους. Βέβαια, είχαμε διάφορους ενδοιασμούς για το όνομα. Ότι π.χ. θα το καταλαβαίνουν μόνο όσοι έχουν πάει φαντάροι ή ότι οι Γερμανοί δεν θα μπορούν να το προφέρουν. Όμως έμεινε και τελικά άρεσε και αγαπήθηκε».

Τι εικόνα παρουσιάζουν οι συναυλίες που δίνατε ως τώρα στο εξωτερικό;

Κώστας: «Στα live τα οποία κάναμε σε Γερμανία και Ελβετία, μας εντυπωσίασε το γεγονός ότι ένα 60-70% του κοινού ήταν ξένοι - σε σημείο που να αναρωτιόμαστε πού να είναι οι Έλληνες. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι έτσι κρίνεται η επιτυχία, με το να αρέσουν δηλαδή τα τραγούδια μας και στους ξένους, όχι μονάχα στους Έλληνες που ζουν εκεί. Θεωρώ πολύ σημαντικό το ότι η πρώτη μας δουλειά, το Crossover, πούλησε τόσα αντίτυπα σε Γάλλους, Ισπανούς, Βραζιλιάνους και Πορτογάλους - ακόμα και στο Μεξικό, την Αργεντινή και την Αφρική!».

Γιώργος: «Μας απασχόλησε επίσης και το πώς θα παρουσιάζαμε στο ξένο κοινό το ρεπερτόριο που είχαμε διαλέξει. Κι έτσι μετά από κάθε τραγούδι λέγαμε συνήθως μια μικρή ιστορία, η οποία έδινε το «στίγμα» του τραγουδιού, έλεγε περί τίνος πρόκειται. Αποδείχθηκε πολύ πετυχημένο. Και να πω για το Crossover ότι το κάναμε συνειδητά δίχως ταμπέλες, βάζοντας μέσα σε αυτό παραδοσιακό, έντεχνο, λαϊκό, ακόμα και σύγχρονο λαϊκό: διαλέξαμε π.χ. και ένα τραγούδι του Νίκου Βέρτη, παίζοντάς το βέβαια με τον δικό μας τρόπο».

Είναι πολύ θετικό το ότι αρνείστε να δείτε την ελληνική μουσική με «όχθες». Αν σας ζήταγε όμως κανείς να προσδιορίσετε κάποιες σταθερές αγάπες και αναφορές σας στο ελληνικό τραγούδι τι θα διαλέγατε;

Κώστας: «Αγαπάμε πάρα πολύ την καλή σχολή του καλού έντεχνου, τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Παντελή Θαλασσινό ή τον Ορφέα Περίδη. Ειδικά με τα τραγούδια του Μάλαμα και του Θαλασσινού εγώ προσωπικά έχω μεγάλη τρέλα. Όμως δεν μπορώ να με φανταστώ να κάνω μόνο αυτό, δίχως να θέλω έτσι να υποτιμήσω τέτοιους μεγάλους δημιουργούς».

Πώς εφόσον έχετε μεγαλώσει στη Γερμανία και έχετε δραστηριοποιηθεί εκεί με επιτυχία, αποφασίσατε να έρθετε στην Ελλάδα και να κάνετε εδώ έναν δίσκο;

Κώστας: «Στη Γερμανία μεγαλώσαμε με την ελληνική μουσική από μικρά παιδιά. Τη ζήσαμε πιο έντονα, αλλιώς από ό,τι τη ζει κανείς στην Ελλάδα. Και ναι μεν εγώ την τύχη να δουλέψω με πλήθος ξένων μουσικών - με Αμερικάνους, με Βραζιλιάνους, με Πέρσες, με Τούρκους - κάνοντας επιτυχημένες παραγωγές για λογαριασμό τους, η ψυχή και η καρδιά μου βρίσκονταν πάντα στην ελληνική μουσική».

Γιώργος: «Ίσως ένας Έλληνας της Ελλάδας να μη μπορεί να καταλάβει τη δύναμη της νοσταλγίας η οποία δημιουργείται στους Έλληνες της ξενιτιάς. Και η ελληνική μουσική είναι ένας τρόπος για να έρχεσαι πιο κοντά. Όταν ήμασταν π.χ. μικροί ανυπομονούσαμε να έρθει το καλοκαίρι για να πάμε στην Ελλάδα και να αγοράσουμε δίσκους».

Δεν υπάρχει δηλαδή κάποια δισκογραφική εταιρεία στη Γερμανία η οποία θα ενδιαφερόταν να σας ηχογραφούσε να παίζετε ελληνική μουσική, στα πλαίσια ας πούμε του world music πυρετού;

Κώστας: «Δεν το πιστεύω. Κι αυτό γιατί η ελληνική γλώσσα είναι μια γλώσσα η οποία ελάχιστα έχει περπατήσει εκτός Ελλάδας. Στη Γερμανία, ας πούμε, μπορείς να δεις επιτυχημένους Ιταλούς ή Ισπανούς καλλιτέχνες - οι Gipsy Kings είχαν ας πούμε κάνει μεγάλο μπαμ - πράγμα που σημαίνει ότι η αγορά εκεί έχει αποδεχθεί αυτές τις λατινόφωνες γλώσσες. Σε μικρότερο βαθμό, περισσότερο στο παρελθόν, είχε αποδεχθεί και τα Γαλλικά. Θα ήταν δύσκολο όμως να αποδεχθεί τα Ελληνικά».

Γιατί;

Κώστας: «Γιατί οι Γερμανοί έχουν πολύ λάθος αντίληψη για το τι είναι ελληνικό τραγούδι. Αν τους φέρεις π.χ. κάτι που να περιέχει ούτι ή κάποιο όργανο πιο παραδοσιακό, π.χ. κάποια δημοτική φλογέρα, θα τρομάξει. Θα τα θεωρήσει αμέσως τούρκικα ή γενικότερα ανατολίτικα. Όμως, για να τα λέμε όλα, φταίνε και οι συμπατριώτες μας στο εξωτερικό, οι οποίοι επιμένουν να διατηρούν εκείνη την εικόνα της Ελλάδας, που ουσιαστικά είναι μια εικόνα της Ελλάδας της δεκαετίας του 1970. Ο μόνος νομίζω που κατάφερε να περάσει μια άλλη εικόνα της καλής πλευράς της ελληνικής μουσικής στο εξωτερικό είναι ο Γιώργος Νταλάρας. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό νομίζω πως, όταν έρχεται, γράφει γι’ αυτόν ο γερμανικός τύπος και στο ακροατήριο δεν βλέπεις μονάχα Έλληνες».

Γιώργος: «Συμφωνώ κι εγώ πως φταίνε τα τουριστικά μας μαγαζιά και τα εστιατόρια. Επιδιώκουν ακόμα και τώρα να πλασάρουν στον Γερμανό ως ελληνικό τραγούδι τον “Ζορμπά” και τα συρτάκια, παρά να του δείξουν ότι ελληνική μουσική είναι και άλλα πράγματα. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες π.χ. είχαν γίνει πολλές διαφημιστικές καμπάνιες από τον ΕΟΤ για την Ελλάδα και μας είχαν καλέσει και μας να παίξουμε. Είχαμε λοιπόν ετοιμάσει ένα πλήρες ελληνικό πρόγραμμα, που περιλάμβανε και λαϊκά και δημοτικά, ακόμα και κάποια ρεμπέτικα. Και μας λέει ο υπεύθυνος, μην τραγουδήσετε τίποτα και τους τρομάξετε τους Γερμανούς, θα παίξετε μόνο συρτάκια και τέτοια. Και του απαντήσαμε τότε, γιατί δεν βάζετε ένα κασετόφωνο;».

Το σκεφτήκατε καλά λοιπόν να αφήσετε τη Γερμανία και να έρθετε να ζήσετε στην Αθήνα;

Κώστας: «Μας το ρωτάνε συχνά αυτό και η απάντηση είναι ναι. Δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα να ασχοληθείς ενεργά με την ελληνική μουσική και να ζήσεις από αυτήν, αν βρίσκεσαι μακριά από την Αθήνα, εδώ είναι το επίκεντρο των εξελίξεων. Στη Γερμανία δεν υπάρχουν πάνω από έξι περιστάσεις τον χρόνο όπου να μπορείς να παρουσιάσεις μια σοβαρή δουλειά, η οποία να μπορέσει να απευθυνθεί και σε ένα πλατύτερο κοινό. Με έξι παραστάσεις, ούτε να ζήσεις μπορείς, ούτε να κρατήσεις ένα συγκρότημα και να εξελιχθεί. Μόνο με αγάπη και ιδεολογία δεν γίνεται μουσική».

Δώστε μας μια ιδέα του δίσκου που πρόκειται να βγάλετε εδώ...

Κώστας: «Θα είναι η πρώτη μας δουλειά η οποία θα έχει κυρίως δικά μας κομμάτια, είτε γραμμένα από μας, είτε για εμάς, από άλλους, που θα βγουν όμως για πρώτη φορά. Το προηγούμενο album μας, το Crossover (κυκλοφόρησε μόνο στη Γερμανία), ήταν ένα μίγμα από στούντιο και live ηχογραφήσεις, ενώ τώρα θα επικεντρωθούμε σε στούντιο υλικό».

Γιώργος: «Θα περιέχει βέβαια και κανα-δυο διασκευές, γιατί έτσι γίναμε γνωστοί στον κόσμο. Θα βγει τέλη Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη».

Διασκευή είναι άλλωστε και το πρώτο σας single, το 40 Μήλα Κόκκινα, το οποίο είναι παραδοσιακό ποντιακό, σωστά; Πώς αλήθεια το υποδέχθηκε το ποντιακό κοινό, που φημίζεται για τη συντηρητική του γενικά στάση στα θέματα παράδοσης;

Γιώργος: «Ναι, ποντιακό είναι. Πρόκειται για ένα τραγούδι που το παίζαμε συχνά στα live μας. Και είχαμε την ιδέα μια φορά με τον Κώστα να το ηχογραφήσουμε, αλλά «πειράζοντάς» το αρκετά».

Κώστας: «Μας πέρασε από το μυαλό ότι θα σοκάραμε τους Ποντίους, όμως τελικά όλοι όσοι το άκουσαν τρελάθηκαν. Ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί Πόντιοι στη Θεσσαλονίκη το διασκεδάσανε! Νομίζω ότι μέτρησε το γεγονός ότι φάνηκε ο σεβασμός μας προς την παράδοση, παρά το ότι πειραματιστήκαμε με αυτήν. Ήταν μια πολύ διαφορετική ιστορία από την τάση να μπερδεύονται παραδοσιακά ποντιακά όργανα με drum machines και φτηνά synthesizers, από την οποία έχει κατακλυστεί τα τελευταία χρόνια η ποντιακή μουσική αγορά».

Και σχετικά με το δεύτερο τραγούδι του single, το “Χαμένα Όνειρα”; Ποια είναι η δική του ιστορία;

Κώστας: «Έχουμε έναν φίλο από την Ολλανδία, τον Χρήστο, χρυσό παιδί, που μας έχει στηρίξει ως τώρα πάρα πολύ. Εκείνος λοιπόν γνώρισε σε κάποιο σημείο τον Χρήστο Παπαδόπουλο, από Τα Παιδιά Από Την Πάτρα, που έκανε τουρισμό στην Ολλανδία. Ο Χρήστος δεν τον γνώριζε κι έτσι μου τηλεφώνησε ρωτώντας αν είναι καλός ή όχι. Γίνανε φίλοι τελικά, του έβαλε να ακούσει τη μουσική μας κι εκείνος ενθουσιάστηκε. Ήρθαμε έτσι σε επαφή και κάποια στιγμή ο Χρήστος Παπαδόπουλος έκατσε μαζί μας στο στούντιο και έγραψε το “Χαμένα Όνειρα”, σε στίχους που βέβαια προϋπήρχαν. Μας βοήθησε πολύ ο Χρήστος Παπαδόπουλος και είναι μεγάλη μας τιμή, γιατί είναι ένας δοξασμένος και έμπειρος μουσικός και συνθέτης. Πολλά ευχαριστώ επίσης χρωστάμε στον Παναγιώτη Στεργίου - για εμάς ένα από τα κορυφαία μπουζούκια στην Ελλάδα».

Γιώργος: «Και βέβαια στα παιδιά του Πήγασος. Εδώ μπορεί κανείς να προτρέξει και να πει πως τι συμβαίνει εδώ, αυτοί είναι κάτι άλλο. Πέρα όμως από το ότι έχουν γράψει καλά λαϊκά τραγούδια, είναι χρυσά παιδιά, εξαιρετικοί επαγγελματίες και - προκειμένου να μας βοηθήσουν - έκαναν νομίζω πέρα αρκετούς από τους όρους με τους οποίους κλείνουν συνήθως συνεργασίες, είτε σε υλικό, είτε σε καθοδήγηση. Στον δίσκο μας θα υπάρχουν και δικά τους τραγούδια».

Τι να περιμένουμε λοιπόν από εσάς στο άμεσο μέλλον;

Γιώργος: «Γύρω στον Οκτώβριο θα βγει το album μας, όπως είπαμε, από τη Warner Music. Από τα τέλη Σεπτεμβρίου θα ζούμε άλλωστε μόνιμα και στην Αθήνα. Οπότε ευελπιστούμε σε κάποιες ζωντανές εμφανίσεις εδώ τον φετινό χειμώνα».

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured