Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez, (Αρακατάκα, Κολομβία, 6 Μαρτίου 1927 - Πόλη του Μεξικού,17 Απριλίου 2014) γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα του χρόνια σε μια περιοχή της Καραϊβικής στη βόρεια Κολομβία, η οποία τον σημάδεψε ιδιαίτερα λόγω της αντίθεσης της με την Μπογκοτά και άλλες περιοχές της χώρας όπου έζησε αργότερα. Το 1947 άρχισε να σπουδάζει Νομικά, μια καριέρα που εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στη δημοσιογραφία. Τα πρώτα του άρθρα δημοσιεύτηκαν στο El Espectador και στο El Heraldo και έγινε μέλος της ομάδας που είναι γνωστή ως «Grupo de Barranquilla», χάρη στην οποία ήρθε σε επαφή με το έργο των συγγραφέων που θα τον επηρέαζαν αργότερα: William Faulkner, Virginia Woolf, Ernest Hemingway, Franz Kafka.

Το πρώτο του έργο La Hojarasca κυκλοφόρησε το 1955. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη για πρώτη φορά και έμεινε εκεί για τέσσερα χρόνια: στη Γενεύη, στη Ρώμη και στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία, όπου αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, έγραψε τοΟ Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει και το La Mala Hora (εκδόθηκαν το 1961 και το 1962, αντίστοιχα).

Επέστρεψε στην Αμερική το 1958 και εγκαταστάθηκε προσωρινά στη Βενεζουέλα, όπου συνδύασε την έντονη δημοσιογραφική δραστηριότητα με τη συγγραφή των ιστοριών του Los funerales de la Mamá Grande (1962). Αφού πέρασε μερικούς μήνες στην Κούβα, όπου μόλις είχε θριαμβεύσει η επανάσταση, και έζησε για λίγο στη Νέα Υόρκη ως ανταποκριτής, αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Μεξικό. Εκεί εργάζεται στη διαφήμιση και γράφει το πρώτο του σενάριο ταινίας, El gallo de oro, σε συνεργασία με τον μεγάλο Μεξικανό συγγραφέα Carlos Fuentes .

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1967, δημοσίευσε το πιο γνωστό του έργο, στο οποίο αφιέρωσε περισσότερο από έναν χρόνο έντονης και συστηματικής δουλειάς στη συγγραφή: τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς. Η επιτυχία ήταν άμεση, με την πρώτη έκδοση να εξαντλείται σε λίγες μόνο μέρες και για να ξεφύγει από τη φήμη αποφάσισε να πάει στη Βαρκελώνη, όπου έζησε από το 1968 έως το 1974. Τα επόμενα χρόνια άλλαξε την κατοικία του μεταξύ του Μεξικού, της Καρταχένα ντε Ινδίας, της Αβάνας και του Παρισιού. Το 1982 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο επονομαζόμενος Γκάμπο/Γκαμπίτο (Gabo/ Gabito) ήρθε στον κόσμο με αφρό με μουρουνέλαιο, ισχυρίστηκαν οι γονείς του, με δύο εγκεφάλους και τη μνήμη ενός ελέφαντα. Γεννήθηκε στην Αρακατάκα της Κολομβίας το 1927, αν και συχνά επέμενε στο 1928, σε ένα γύρισμα στην ιστορία της Κολομβίας: ήταν η χρονιά της περιβόητης σφαγής απεργών εργατών φυτειών μπανάνας στην αγαπημένη του ακτή της Καραϊβικής. Το επεισόδιο ήταν ίσως, όπως είπε, η πρώτη του ανάμνηση.

Έτσι ξεκινά η μυθολογία του Γκαρσία Μάρκες, του «μάγιστρου του μαγικού ρεαλισμού», ενός νομπελίστα που συνδύαζε τον ρεαλισμό με τον μύθο για να ταιριάζει με την υπερμεγέθη πραγματικότητα της ζωής της Λατινικής Αμερικής. Το εύρος του έργου του ήταν εξίσου μεγάλο. Ο κατάλογός του —τουλάχιστον 24 βιβλία, συμπεριλαμβανομένων μυθιστορημάτων, νουβέλες, συλλογές ιστοριών και έργα μη μυθοπλασίας— περιλαμβάνει μια πολύ ευρεία γκάμα.  

Σε μια αποτίμηση της μυθοπλασίας του, που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του, η κριτικός των New York Times, Michiko Kakutani, περιέγραψε το σύμπαν του Γκαρσία Μάρκες ως «ένα εμπύρετο όνειρο στο οποίο η αγάπη και η ταλαιπωρία και η λύτρωση ανακυκλώνονται ασταμάτητα στον εαυτό τους σε μια λωρίδα Möbius στο χρόνο». Σχεδόν όλη η μυθοπλασία του είχε τις ρίζες της στην εμπειρία της ζωής και στην ανθρώπινη κατάσταση, και αντλούσε επαναλαμβανόμενα θέματα από την εμμονή του στην αγάπη, τη μνήμη, την κριτική της εξουσίας και την αναζήτηση της συλλογικής ταυτότητας.

Η ζωή του δεν ήταν χωρίς διαμάχες. Η φιλία του με τον Φιδέλ Κάστρο πυροδότησε την οργή του FBI, ενώ τμήματα της λατινοαμερικανικής Αριστεράς δυσπιστούσαν τις προθέσεις του. Γνωστή είναι η αντιπαράθεσή του με τον σπουδαίο συντηρητικό περουβιανό συγγραφέα Mario Vargas Llosa, με τον οποίο ήταν άσπονδοι φίλοι. Κατά τη δεκαετία του 1990, ο Γκαρσία Μάρκες δεν ήταν πλέον ασφαλής στη χώρα του και περιφερόταν στους δρόμους της Κολομβίας με ένα Lancia Thema με αλεξίσφαιρα παράθυρα και ένα αλεξίσφαιρο σασί. Τελικά εγκαταστάθηκε στην Πόλη του Μεξικού, όπου απεβίωσε στις 17 Απριλίου 2014.

12 Mejores libros:

1. Εκατό Χρόνια Μοναξιά

Cien años de soledad, 1967
Ψυχογιός, 2018
Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου
σ. 496

Το "Εκατό Χρόνια Μοναξιά" συμπυκνώνει τα κυριότερα θέματα που θα συνέχιζε ο Γκαρσία Μάρκες να αναπτύσσει στα υπόλοιπα έργα του. Είναι μια ιστορία της γενέτειράς του, στην παράκτια Κολομβία, και της Καραϊβικής, όπου οι Ισπανοί ηττήθηκαν για πρώτη φορά και όπου γεννήθηκε το όραμα μιας ανεξάρτητης Λατινικής Αμερικής.

«Πολλά χρόνια μετά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα έφερνε στον νου του το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο...»

Η ιστορία μιας πόλης, του Μακόντο, και μιας οικογένειας, των Μπουενδία - και μέσα από τα πάθη, τα όνειρα, τις τραγωδίες, τις προδοσίες, τις ανακαλύψεις, τα θαύματα, τα μυστήρια και τις διαψεύσεις τους, η ιστορία μιας χώρας, μιας ηπείρου και ολόκληρου του κόσμου. Μια αλληγορία για τη γενέτειρα του συγγραφέα και τη Λατινική Αμερική γενικότερα. Δημοσιεύτηκε την παραμονή μιας εποχής τρόμου και καταστολής σε ολόκληρη τη Νότια Αμερική και συνιστά μια αλάνθαστη παραβολή του ιμπεριαλισμού: Υπάρχουν φυσικές καταστροφές, εμφύλιοι πόλεμοι, πληγές αϋπνίας. Το Μακόντο επιβιώνει από τη μια καταστροφή μετά την άλλη - συμπεριλαμβανομένης μιας φανταστικής εκδοχής της σφαγής της μπανάνας το 1928 - έως ότου η πόλη τελικά εξαφανιστεί από έναν τυφώνα, όπως προφητεύεται σε ένα χειρόγραφο που τελικά αποκρυπτογραφήθηκε από τον τελευταίο απόγονο της οικογένειας των Μπουενδία.

2. Έρωτας στα χρόνια της χολέρας

El amor en los tiempos del cólera, 1985
Ψυχογιός, 2019
Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου
σ. 544
.

Είναι η δεκαετία του 1930. Πενήντα ένα χρόνια, εννέα μήνες και τέσσερις μέρες έχουν περάσει από τότε που η αγάπη της ζωής του Φλορεντίνο Αρίσα, η καλλονή Φερμίνα Δάσα, τον απέρριψε για τον πλούσιο γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο. Αλλά όταν ο αντίζηλός του πεθαίνει με έναν ξαφνικό και παράλογο τρόπο (προσπαθώντας να κυνηγήσει έναν παπαγάλο σε ένα δέντρο μάνγκο), ο Φλορεντίνο μπαίνει ξανά στο παιχνίδι.

Μεταφερόμαστε πίσω στα τέλη του 1800, στην αρχή μιας επιδημίας χολέρας που θα κατακλύσει αυτήν τη φανταστική πόλη της Καραϊβικής τον επόμενο μισό αιώνα. Στην πορεία, γινόμαστε μάρτυρες της ερωτοτροπίας και της άνθησης της αγάπης μεταξύ του Φλορεντίνο και της Φερμίνα να ξετυλίγονται μέσα από επιστολές και τηλεγραφήματα μέχρι που τερματίζεται απότομα από τον πατέρα της.

Όπως δηλώνει και ο τίτλος, το μυθιστόρημα δομείται με θεματικό άξονα δύο συμπληρωματικά στοιχεία: τον έρωτα και τον αγώνα για την επιβίωση. Ο Γκαρσία Μάρκες νοιάζεται για τις τύχες των απλών ανθρώπων, την κοινωνία, τις βιβλικές επιδημίες, τις εμφύλιες συγκρούσεις. Στις ιστορίες του συνυπάρχουν όλοι οι άνθρωποι, κατηγορούνται οι δικτάτορες, αναδεικνύεται η φτώχεια, τα όνειρα και οι αγώνες των απλών ανθρώπων.

Ο Thomas Pynchon, στην κριτική του για τους Times, έγραψε για το μυθιστόρημα του Μάρκες: «ο αιώνιος όρκος της καρδιάς έχει αντιμετωπιστεί με τους πεπερασμένους όρους του κόσμου».

3. Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του

El general en su laberinto, 1989
Λιβάνης, 1990
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου - Μπαράχας
σ. 308

Το μυθιστόρημα αυτό του Γκαρσία Μάρκες συνιστά μια φανταστική αφήγηση αναφορικά με τη ζωή του πολιτικού επαναστάτη Σιμόν Μπολίβαρ, γνωστού ως «απελευθερωτή» της Νότιας Αμερικής. Μείγμα μυθιστορήματος και ιστορικού δοκιμίου, το βιβλίο αφηγείται τους τελευταίους μήνες του βίου του Στρατηγού. Η αφήγηση ξεκινά in media res και διατρέχει μπρος-πίσω τον χρόνο.  

Ο Μπολίβαρ, μαρασμένος από την ασθένεια και απορροφημένος από την κυβέρνηση που βοήθησε να δημιουργηθεί, ξεκινά ένα τελευταίο ταξίδι στον ποταμό Μαγκνταλένα, όπου κάνει απολογισμό της ζωής του καθώς επισκέπτεται ξανά τους τόπους μάχης της περασμένης δόξας και προδοσίας. Το ισπανικό στέμμα έχει νικηθεί, αλλά η ενοποιημένη Νότια Αμερική που λαχταρούσε, έχει διαλυθεί από ίντριγκες και ζήλια, δολοφονίες και πραξικοπήματα.

«Η μοίρα της μπολιβαριανής ιδέας της ολοκλήρωσης φαίνεται να σπέρνεται όλο και περισσότερο από αμφιβολίες», παρατήρησε ο Γκαρσία Μάρκες σε μια ομιλία του το 1995. Αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένας θρήνος για το παρελθόν της ηπείρου του μέσα από τα μάτια του πρώτου απογοητευμένου ονειροπόλου της. Η επιγραφή του βιβλίου προέρχεται από μια επιστολή του Μπολίβαρ που συντάχθηκε το 1823: «Φαίνεται ότι ο διάβολος ελέγχει το έργο της ζωής μου»

4. Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου

Crónica de una muerte anunciada, 1981
Ψυχογιός, 2018
Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου
σ. 136

«Την ημέρα που θα τον σκότωναν, ο Σαντιάγο Νασάρ σηκώθηκε στις πεντέμισι το πρωί για να περιμένει το βαπόρι που θα έφερνε τον επίσκοπο».

Με τις παραπάνω αράδες εισάγεται το "Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου", το πιο "ρεαλιστικό" απ’ όλα τα μυθιστορήματα του Μάρκες, καθώς βασίζεται σ’ ένα αληθινό γεγονός που συνέβη στην Κολομβία.

Όλοι στην πόλη Σούκρε γνώριζαν ότι ο Σαντιάγο Νασάρ, ο ήρωας της νουβέλας, επρόκειτο να δολοφονηθεί. Λίγες ώρες μετά τον γάμο του με την Άνχελα Βικάριο, ο Μπαγιάρδο Σαν Ρομάν στέλνει τη νύφη πίσω στους δικούς της γιατί τη βρήκε ατιμασμένη. Αφού τη βάζουν να ομολογήσει το όνομα του εραστή της, τα αδέρφια της κινούν να τον σκοτώσουν για να ξεπλύνουν την τιμή της οικογένειάς τους. Αρκετοί άνθρωποι μαθαίνουν για το τι θέλουν να κάνουν οι δίδυμοι αδελφοί, αλλά κανείς δεν ενημερώνει τον άνθρωπο που πρόκειται να δολοφονηθεί.

Είκοσι χρόνια αργότερα, ο αφηγητής - ένα stand-in για τον ίδιο τον García Márquez - επιστρέφει στη γενέτειρά του για να ανασκευάσει τη δολοφονία. Συνέντευξη με συνέντευξη, αυτό που στην αρχή φαίνεται να είναι ένα μυστήριο δολοφονίας ξετυλίγεται σε μια ιστορία ταξικής, ίντριγκας και κοινωνικής κινητικότητας στη μικρή πόλη που τελικά κατηγορεί ολόκληρη την κοινότητα. Οι ηθικές αξίες διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην κοινωνία της Κολομβίας και ο Γκαρσία Μάρκες γνωρίζει καλά πώς να τις υπονομεύει.

5. Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου

Memoria de mis putas tristes, 2004
Ψυχογιός, 2019
Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου
σ. 128

Η τελευταία νουβέλα που εξέδωσε εν ζωή ο Γκαρσία Μάρκες. Για να εγκαινιάσει τα 90ά του γενέθλια, ένας δημοσιογράφος κάνει μια συνηθισμένη επίσκεψη στον αγαπημένο του οίκο ανοχής. Έχει ένα ιδιαίτερο αίτημα: Θέλει να γιορτάσει το ορόσημο με μια παρθένα. Για το σκοπό αυτό επιλέγει ένα κορίτσι 14 ετών. Το κορίτσι όμως πέφτει στο κρεβάτι, εξαντλημένη από τη φροντίδα των αδερφών της και την εργασία σε ένα εργοστάσιο κουμπιών.

Αντί, λοιπόν, για μια μικρούλα πόρνη που θα τον αναζωογονήσει, ο ήρωάς συναντά μια Ωραία Κοιμωμένη, που θα του πάρει το μυαλό. Και συνειδητοποιεί ότι μπορεί κανείς να πεθάνει στ’ αλήθεια από βαθύ, βασανιστικό, παράφορο έρωτα, σαν αυτόν που νιώθει τώρα ο ίδιος για πρώτη φορά στη ζωή του.

Όταν ο 90χρονος αντιλαμβάνεται τον έρωτά του, η αποκάλυψη τού μεταβάλει όλη την μέχρι τότε κοσμοθεώρησή του: Η ζωή δεν είναι εφήμερη όπως το διαρκώς μεταβαλλόμενο ποτάμι του Ηράκλειτου, «αλλά μια μοναδική ευκαιρία να αναποδογυρίσει στη σχάρα και να συνεχίσει να ψήνεται στην άλλη πλευρά για άλλα 90 χρόνια».

6. Το σκάνδαλο του αιώνα

El escandalo del siglo, 2019
Ψυχογιός, 2021
Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου
σ. 408

Ο Γκαρσία Μάρκες ψήθηκε στην τέχνη της γραφής, δουλεύοντας ως δημοσιογράφος στη Λατινική Αμερική και ως ανταποκριτής στην Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού. Δημοσίευσε αξιοσημείωτες συλλογές δημοσιογραφικών (και φιλοσοφικών) δοκιμίων, συμπεριλαμβανομένης μιας σασπένς αφήγησης μιας σειράς απαγωγών στην Κολομβία της εποχής του Πάμπλο Εσκόμπαρ.

“Το σκάνδαλο του αιώνα”, αποτελεί μια μεταθανάτια συλλογή των άρθρων του που δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1950 και 1984. Συγκεντρώνονται πενήντα δημοσιογραφικά κείμενα του Γκαρσία Μάρκες αντιπροσωπευτικά της πολυετούς καριέρας του στον Τύπο. Από τα πρώτα του κείμενα, σε εφημερίδες της Κολομβίας, έως τα εκτενέστερα, πιο μυθιστορηματικά, ρεπορτάζ του από το Παρίσι και τη Ρώμη, και τη στήλη που διατηρούσε στην ισπανική El País, αποκαλύπτεται ένας σπουδαίος συγγραφέας, ένας φανατικός της δημοσιογραφίας, με το ύφος, το πνεύμα, το βάθος και το πάθος που αγαπήσαμε στη λογοτεχνία του. Στα ωραιότερα κείμενα περιλαμβάνονται μια πολύχρωμη αναφορά για την ειδωλολατρία στην πόλη Λα Σιέρπρε στην αγροτική Κολομβία, ένα σουρεαλιστικό χρονικό μιας ξηρασίας στο Καράκας και η σύντομη, επινοημένη συνάντησή του με τον 28χρονο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στο Παρίσι.

7. Το φθινόπωρο του Πατριάρχη

El otoño del patriarca, 1975
Λιβάνης, 1984
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου - Μπαράχας
σ. 304

Το φθινόπωρο του Πατριάρχη” αποτελεί μια εναλλακτική άσκηση πάνω στη μυθιστορηματική βιογραφία, Μια περιήγηση σε ένα ονειρικό και κάπως μεταφυσικό λογοτεχνικό τοπίο.

Χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη ζωή ενός αδίστακτου, ηλικιωμένου δικτάτορα καθώς τρομοκρατεί την ανώνυμη χώρα του στην Καραϊβική. Είναι «πλούσιο» σε γκροτέσκες, ανατριαχιαστικές λεπτομέρειες, Ένας φίλος που είναι ύποπτος για προδοσία εκτελείται σε ένα συμπόσιο. Μέλη του στενού κύκλου του δικτάτορα δολοφονούνται εν ψυχρώ με πολυβόλα. Κάποια στιγμή, η Καραϊβική Θάλασσα πωλείται στις ΗΠΑ, οι οποίες την εκτρέπουν με τεράστια αρδευτικά έργα και την διοχετεύουν τμηματικά στην Αριζόνα. Το μόνο που μένει πίσω είναι ένας τεράστιος κρατήρας.

Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη” είναι μια οργισμένη μαρτυρία για τη μάστιγα της δικτατορίας που βασανίζει -έστω και μεταλλαγμένη σε ακροδεξιούς εκλεγμένους πολιτικούς τύπου Μπολσονάρου και Χαβιέρ Μιλέι- ως τις μέρες μας τους λαούς της Λατινικής Αμερικής∙ για τις φρικαλεότητες που διαβάζουμε και ακούμε καθημερινά στα μέσα ενημέρωσης, τις ξεδιάντροπες δολοφονίες, τις καταχρήσεις και τις κτηνωδίες που γίνονται σχεδόν πάντα με την ανοχή κάποιων ξένων συμφερόντων.

Ο Γκαρσία Μάρκες αναφέρθηκε σε αυτό το βιβλίο ως «ποίημα για τη μοναξιά της εξουσίας». Παρακμιακό και συγχρόνως λυρικό, αντλεί το υλικό του έμπνευση από μια σειρά από αμέτρητους δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής και όχι μόνο.

Όταν ένα άτομο συγκεντρώνει τεράστια εξουσία, τίποτα καλό δεν μπορεί να συμβεί. Ο Γκαρσία Μάρκες είχε βιώσει κάμποσες από τις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής. Με αυτό το βιβλίο σατίρισε ανελέητα τους καουντίγιος, έδειξε όχι μόνο πόσο αδίστακτοι είναι, αλλά και πόσο ηλίθιοι μπορούν να είναι. Στο μυθιστόρημα, Ο δικτάτορας επιτέλους απομυθοποιείται, ξαναπαίρνει τις ανθρώπινες διαστάσεις του, καταρρέει και τελικά πεθαίνει για να αφήσει το σαπισμένο κορμί του έρμαιο στα όρνια που μπαινοβγαίνουν στο "μέγαρο της εξουσίας".

8. Ο δρόμος προς το Μακόντο

Camino a Macondo, 2020
Ψυχογιός, 2023
Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου
σ. 608

Έτσι ξεκίνησαν όλα. Το Μακόντο, η πλασματική πόλη που είναι το μέρος όπου κατοικεί η οικογένεια Μπουενδία στα “Εκατό χρόνια μοναξιά”, εμφανίζεται για πρώτη φορά σε αυτή τη σπονδηλωτή συλλογή διηγημάτων. Το Μακόντο είναι η πόλη στην οποία κυριαρχεί η αμερικανική εταιρεία εκμετάλλευσης της μπανάνας και πολλοί άνθρωποι φτάνουν για να βρουν δουλειά. Πολλοί αφηγητές, πολλές διαφορετικές ιστορίες που συνδέονται αριστοτεχνικά.

Σε πολλές περιστάσεις, ο Γκαρσία Μάρκες είχε δηλώσει ότι προκειμένου να γραφτεί ένα βιβλίο, πρέπει πρώτα να μάθεις πώς να το στήσεις και μόνο τότε είσαι σε θέση να έρθεις αντιμέτωπος με τη γραφομηχανή. «Έζησε» στο Μακόντο σχεδόν είκοσι χρόνια πριν μπορέσει να ολοκληρώσει ένα από τα διασημότερα λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών, το "Εκατό χρόνια μοναξιά". Αυτή η ανθολογία, η οποία συγκροτήθηκε σε μια προσπάθεια να ανιχνευθεί το μονοπάτι που ακολούθησε ο συγγραφέας, περιλαμβάνει όλα τα δημοσιευμένα πεζογραφήματά του. Σε αυτά διαμορφώνεται σιγά σιγά το μυθικό του σύμπαν, αρχής γενομένης από τις σημειώσεις του για ένα μυθιστόρημα του 1950 και τα πρώτα του διηγήματα έως τα έργα "Ο συρφετός", "Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει" και "Η κακιά η ώρα" το 1966.

9. Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων

Del amor y otros demonios, 1994
Ψυχογιός, 2021
Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου
σ. 232
 

Ο ρομαντισμός συναντά τον μαγικό ρεαλισμό σε αυτό το σύντομο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται τον 18ο αιώνα. Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, στην Καρνταχένα ντε Ίντιας, ένα λυσσασμένο σκυλί δαγκώνει στον αστράγαλο ένα λευκό κορίτσι, τη Σιέρβα Μαρία. Πρόκειται για την κόρη του μαρκησίου του Κασαλντουέρο, που έχει μεγαλώσει στα παραπήγματα των σκλάβων του αρχοντικού, μιλάει τις γλώσσες τους και συμπεριφέρεται όπως εκείνοι. Το κορίτσι δεν έχει σημάδια λύσσας, αλλά δέχεται κάθε είδους θεραπείες και η οικογένειά της τη στέλνει σε ένα μοναστήρι, με το φόβο ότι έχει δαιμονιστεί. Έτσι, η Σιέρβα Μαρία πέφτει στα νύχια της Ιεράς Εξέτασης. Στη μονή, ο νεαρός ορθολογιστής ιερωμένος ερευνητής Καγετάνο Ντελάουρα θα την ερωτευτεί και θα προσπαθήσει να τη σώσει. Η Σιέρβα Μαρία θα περάσει πολύ πόνο, συμπεριλαμβανομένου του εξορκισμού, που θα την οδηγήσει στον θάνατο. Παρόλο που της έκοψαν τα μαλλιά, αυτά εξακολουθούν να μεγαλώνουν μετά τον θάνατό της. Πίσω από την ιστορία αγάπης, ο Γκαρσία Μάρκες μιλάει για το δουλεμπόριο, τα φέουδα, την εκκλησιαστική παντοδυναμία, τη δυνατότητα ελευθεριότητας, την αναγνώριση της ετερότητας, και το διονυσιασμό του έρωτα, για τους κυνηγημένους Εβραίους διανοούμενους και την ιατρική σε μια εποχή όπου κυριαρχούν οι δεισιδαιμονίες, οι εξορκισμοί και η Ιερά Εξέταση.

10. Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει

El coronel no tiene quien le escriba, 1961
Λιβάνης, 1983
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου - Μπαράχας
σ. 90
 

Η νουβέλα αυτή του Γκαρσία Μάρκες αφηγείται την ιστορία ενός φτωχού συνταξιούχου συνταγματάρχη, ενός βετεράνου του κολομβιανού -εμφυλίου- Πολέμου των Χιλίων Ημερών (1899-1902). Ο συνταγματάρχης εξακολουθεί να ελπίζει να λάβει τη σύνταξη που του υποσχέθηκαν περίπου δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα. Ο ηλικιωμένος ζει με την ασθματική σύζυγό του σε ένα μικρό χωριό υπό στρατιωτικό νόμο. Έχει χάσει τον γιο του και στον ελεύθερο χρόνο του εκπαιδεύει τον κόκορα του για κοκορομαχίες. Η δράση ξεκινά με τον συνταγματάρχη να ετοιμάζεται να πάει στην κηδεία ενός μουσικού της πόλης του οποίου ο θάνατος είναι αξιοσημείωτος επειδή ήταν ο πρώτος που πέθανε από φυσικά αίτια εδώ και πολλά χρόνια. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στα χρόνια της «La Violencia», της ατελείωτης Βίας στην Κολομβία, όπου επικρατεί ο στρατιωτικός νόμος και η λογοκρισία.

Ο ρεαλισμός υπερισχύει του μαγικού ρεαλισμού σε αυτή την εξαιρετική νουβέλα. Ο Γκαρσία Μάρκες εξήγησε στην αυτοβιογραφία του ότι ο παππούς του, ο οποίος ήταν επίσης συνταγματάρχης, ήταν η έμπνευση για αυτήν την ιστορία.

11. Η είδηση μιας απαγωγής

Noticia de un secuestro, 1996
Λιβάνης, 1996
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου
σ. 405

«Προτού μπει στο αυτοκίνητο έριξε μια ματιά πίσω της για να σιγουρευτεί πως κανένας δεν την παρακολουθούσε. Ήταν εφτά και πέντε το βράδυ στην Μπογκοτά. Είχε σκοτεινιάσει μια ώρα πριν, το Εθνικό Πάρκο ήταν κακοφωτισμένο και τα δέντρα χωρίς φύλλα διαγράφονταν τρομαχτικά πάνω στο μουντό και θλιβερό ουρανό, αλλά δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω της για να φοβηθεί, απ' όσο μπορούσε να δει».

Το 1990, φοβούμενος την έκδοση στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πάμπλο Εσκόμπαρ απήγαγε δέκα επώνυμους Κολομβιανούς για να τους χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικά χαρτιά. Με το βλέμμα ενός ποιητή και ενός χρονικογράφου, ταυτόχρονα, ο Γκαρσία Μάρκες περιγράφει την επικίνδυνη δοκιμασία των επιζώντων και το παράξενο δράμα των διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωσή τους. Απεικονίζει επίσης τον έντονο πόνο της Κολομβίας μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια εξεγέρσεων ανταρτών, δεξιών τμημάτων θανάτου, κατάρρευσης νομίσματος και ναρκοδημοκρατίας. Με κινηματογραφική ένταση, γλώσσα που κόβει την ανάσα και δημοσιογραφική αυστηρότητα, ο Γκαρσία Μάρκες αναζητά τα βαθύτερα αίτια για τα δεινά που πληγώνουν την αγαπημένη του χώρα και πώς αυτά διεισδύουν σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, από τον πιο ταπεινό αγρότη μέχρι τον ίδιο τον Πρόεδρο, μέχρι τους ναρκέμπορους.

12. Ζω για να τη διηγούμαι

Vivir para contarla, 1996
Λιβάνης, 2002
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου
σ. 568

Σε αυτή τη συναρπαστική διήγηση, ο νομπελίστας Κολομβιανός παρουσιάζει τις μνήμες των παιδικών κι εφηβικών του χρόνων, όπου θεμελιώθηκε το φανταστικό, το οποίο, με το χρόνο, θα έδινε τη θέση του σε μερικά θεμελιώδη διηγήματα και μυθιστορήματα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Βρισκόμαστε μπροστά στο μυθιστόρημα μιας ολόκληρης ζωής, στο οποίο ο Γκαρσία Μάρκες, μέσα από τις σελίδες του, αποκαλύπτει σταδιακά τον αντίλαλο προσώπων και ιστοριών που προέρχονται από έργα όπως τα “Εκατό Χρόνια Μοναξιά”, “Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας”, “Ο Συνταγματάρχεις δεν Έχει Κανέναν να του Γράψει” ή το “Χρονικό ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου”. Πολύ πέρα από τα όρια της τυπικής βιογραφίας, το “Ζω για να τη Διηγούμαι” αποτελεί έναν οδηγό ανάγνωσης του έργο του, απαραίτητη συνοδεία για να φωτίζει αξέχαστα κείμενα που, μετά την ανάγνωση αυτών των αναμνήσεων, αποκτούν μια νέα προοπτική.

 

*Την ώρα που γράφονταν τούτες οι γραμμές, κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το ανέκδοτο έως τώρα μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με τίτλο “Τα λέμε τον Αύγουστο” (En Agosto Nos Vemos, εκδόσεις Ψυχογιός, μτφρ. Δέσποινα Δρακάκη). Το έργο παρέμενε αδημοσίευτο, καθώς θεωρείτο ημιτελές. Ωστόσο, οι δικαιούχοι του πνευματικού έργου του συγγραφέα, δηλαδή τα παιδιά του, Ροντρίγκο και Γκονζάλο Γκαρσία Μπάρτσα,  αναθεώρησαν και έκριναν δήλωσαν την Παρασκευή ότι «το έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είναι πολύ πολύτιμο για να κρυφτεί από την Κολομβία και τον υπόλοιπο κόσμο».

Κεντρική ηρωίδα είναι η Άνα Μαγκνταλένα Μπαχ. Έχει δύο παιδιά από έναν ευτυχισμένο γάμο εδώ και είκοσι επτά χρόνια από τον οποίο δεν έχει κανένα λόγο να θέλει να ξεφύγει. Κι όμως, κάθε Αύγουστο, ταξιδεύει με το φέρι μέχρι το νησί όπου είναι θαμμένη η μητέρα της, και για μια νύχτα βρίσκει έναν νέο εραστή. Βραδιές σε αποπνικτικά μπαρ της Καραϊβικής, γεμάτες σάλσα και μπολέρο, καθώς η Άνα ταξιδεύει κάθε χρόνο πιο βαθιά στην ενδοχώρα του πόθου της και των φόβων της καρδιάς της.

Όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης, το “Τα λέμε τον Αύγουστο” είναι ένας βαθύς στοχασμός πάνω στην ελευθερία, τη λύπη, την προσωπική μεταμόρφωση και τα μυστήρια της αγάπης».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured