Χωρίς αξιολογική σειρά:

S. A. Cosby - Δάκρυα ξυράφι

Εκδόσεις Gutenberg
Μετάφραση: Κίκα Κραμβουσάνου

Το “Δάκρυα ξυράφι” διαβάζεται σε πρώτη ανάγνωση σαν ένα καταιγιστικό αστυνομικό θρίλερ, όμως, η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο κεντρικών χαρακτήρων, οι οποίοι παλεύουν ενάντια στις πιθανότητες, και τα κοινωνικά σχόλιά που ενσωματώνεται στην αφήγηση, κυρίως για την «Αμερική της εποχής του Ντόναλντ Τραμπ), το καθιστούν ένα κορυφαίο λογοτεχνικό έργο.

Ο Αφροαμερικανός S. A. Cosby μιλάει έξω από τα δόντια για τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που διέπουν τις διαπροσωπικές σχέσεις και που απολήγουν στο φυλετικό και σεξουαλικό ρατσισμό.

Με όρους αστυνομικού μυθιστορήματος, το “Δάκρυα ξυράφι” είναι ισάξιο μυθοπλαστικά και στυλιστικά με τα καλύτερα έργα του George Pelecanos (“Ο Βασιλιάς του Πεζοδρομίου”, “Η Σαρωτική Έκρηξη”) ή με τις πιο καλογραμμένες δημιουργίες του Elmore Leonard και του Walter Mosely – εξάλλου στο βιβλίο απαντά διακειμενική αναφορά στον ήρωα των αστυνομικών ιστοριών του τελευταίου, τον Easy Rawlins του “The Devil In A Blue Dress” (ο Denzel Washinton στην κινηματογραφική του μεταφορά). Απαντούν επίσης αναφορές στο “Reservoir Dogs” και στο “Pulp Fiction” του Tarantino ή, πιο σωστά, στις «πηγές» του Tarantino (blaxploiation movies, το Point Black” με τον Lee Marvin, οι “Σκιές” του Τζων Κασσαβέτη κ.ά.). Πέρα όμως από τα νουάρ και τα cult, o S. A. Cosby έχει μελετήσει σε βάθος ορισμένα από τα κορυφαία έργα στην ιστορία της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας και με άνεση εγκιβωτίζει στοιχεία τους στην αφήγηση και στη συλλογιστική του. Ανατρέχει στη σκληρή κοινωνική κριτική κατά του ρατσισμού (σε όλες του τις μορφές) που χαρακτηρίζει το “Γέννημα θρέμμα” του Richard Wrigth και τον “Αόρατο Άνθρωπο” του Ralph Ellison, στη διεισδυτική ματιά του Colson Whitehead πάνω στο ταξικό και εκδικητικό αμερικανικό σωφρονιστικό σύστημα, καθώς και σε κείμενα που επιχειρούν να αποδομήσουν τα ταμπού σχετικά με την ομοφυλοφιλία στους κύκλους της αφροαμερικανικής κοινότητας, όπως “Το Κουαρτέτο του Χάρλεμ” του James Baldwin ή “Το Σβήσιμο” του Persival Everett.

Leonardo Padura - Έντιμοι άνθρωποι

Εκδόσεις Καστανιώτη
Μετάφραση: Κώστας Αθανασίου

Στα κοινωνικά νουάρ μυθιστορήματα του Κουβανού Λεονάρδο Παδούρα, με ήρωα τον πρώην αστυνομικό και νυν έμπορο παλαιών βιβλίων Μάριο Κόντε, συνήθως απαντά το εξής μοτίβο: παρακολουθούμε δύο υποθέσεις, δύο ξεχωριστές αφηγήσεις που η μια εκτυλίσσεται στο παρελθόν και η άλλη στο παρόν, οι οποίες με κάποιο αφηγηματικό τέχνασμα διασταυρώνονται. Το μοτίβο αυτό συναντάμε σε μυθιστορήματά του όπως τα “Αντιός, Χέμινγουεϊ” (2007), “Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη” (2009), “Αιρετικοί” (2015), και η “Η διαφάνεια του χρόνου” (2021) – όλα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε πολύ προσεγμένες μεταφράσεις του Κώστα Αθανασίου. Εξαιρείται ίσως το μυθιστόρημα “Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά” (2011), με θέμα τη δολοφονία του Τρότσκι, που είναι και το κατεξοχήν ιστορικό του.

Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Παδούδα η πλοκή εκτυλίσσεται ξανά σε δύο χρόνους:

Αβάνα, 2016. Ιστορικά γεγονότα αναστατώνουν τη ζωή στην Κούβα: η αναμενόμενη επίσκεψη του Ομπάμα και η εξομάλυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, μια συναυλία των Rolling Stones, μια επίδειξη μόδας του οίκου Chanel,. Έτσι, όταν ανακαλύπτεται ακρωτηριασμένο το πτώμα ενός πρώην κυβερνητικού στελέχους, η αστυνομία δεν έχει επαρκείς δυνάμεις να ασχοληθεί με την υπόθεση και αναγκάζεται να απευθυνθεί για μια μικρή βοήθεια στον Μάριο Κόντε. Αυτός θυμάται ότι ο νεκρός, ένας άνθρωπος δεσποτικός, βάναυσος και σκοτεινός, είχε υπάρξει επί σειρά ετών λογοκριτής και εκβιαστής πολλών καλλιτεχνών. Μετά από λίγες μέρες, αφού εντοπιστεί ακόμα ένα πτώμα δολοφονημένο υπό παρόμοιες συνθήκες, αρχίζουν να χτυπούν όλοι οι συναγερμοί.

Αβάνα, 1910. Η απειλή του κομήτη Χάλεϊ σκιάζει την πρωτεύσα της Κούβας.  Την εποχή εκείνη η Αβάνα, λόγω της φυσικής ομορφιάς της, της αρχιτεκτονικής της και της έντονης, πάντα γεμάτης μουσικής, νυχτερινής ζωής της, θεωρείτο η «Νίκαια της Καραϊβικής». Από εκείνα τα ταραγμένα και μεταβατικά χρόνια, τα πρώτα μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Κούβας (1898), αναδύεται η μορφή του Αλμπέρτο Γιαρίνι, που έγινε γνωστός ως ο μεγαλύτερος μαστροπός της εποχής του. Το παρελθόν και παρόν τελικά τέμνονται.

Ο Λεονάρδο Παδούδα ασκεί κριτική στο καθεστώς που επικράτησε στην Κούβα, ωστόσο δεν είναι αντι-καστρικός και η κριτική του δεν εκπροσωπεί με κανέναν τρόπο την αυτοαποκαλούμενη «εξόριστη αντιπολίτευση», δηλαδή τους απογόνους των ακροδεξιών του Μαϊάμι, των οποίων οι αμύθητες περιουσίες δημεύτηκαν μετά τη νίκη της Επανάστασης, την Πρωτοχρονιά του 1959. Ο Παδούρα υποστηρίζει τη δικαιωμένη επανάστση του Φιδέλ, του Τσε και του Σιενφουέγος, όμως ασκεί κριτική στα κακώς κείμενά της: είτε πρόκειται, στο οικονομικό πεδίο, για τα σοβιετικής έμπνευσης πενταετή προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, είτε, για να περάσουμε στο κοινωνικό πεδίο, στη σταλινικού τύπου λογοκρισία που επιβλήθηκε και στις διώξεις που υπέστησαν διάφορες κοινωνικές ομάδες.

Caryl Férey - Ζουλού

Εκδόσεις Άγρα
Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ

Ο Καρίλ Φερέ (Καέν, 1967) είναι ένας συγγραφέας-ταξιδιώτης στις υπαρκτές δυστοπίες που καταδυναστεύουν την ετερότητα. Στα αστυνομικά του μυθιστορήματα, για τα οποία διεξάγει επιτόπια έρευνα, αναζητά επίμονα σημεία συνάντησης με «της γης τους κολασμένους», με τους απανταχού περιθωριακούς, τους καταπιεσμένους, τους πολιτικούς κρατούμενους, τις μειονότητες. Στο “Μαπούτσε” (2013), με τον οποίο τον γνωρίσαμε στην Ελλάδα, έγνεψε συντροφικά στους αυτόχθονες (η ηρωίδα μάλιστα είναι ομοφυλόφιλη) που θεωρούνται πολίτες β’ κατηγορίας στη Χιλή. Στο “Κόνδωρ” (2017) ακολουθήσε τα σβησμένα ίχνη των desaparecidos της χούντας του Βιντέλα στην Αργεντινή. Στο “Χάκα” (2015) και στο “Ούτου” (2016) κατέδειξε τις αιτίες-κατάλοιπα της αποικιοκρατίας που ευθύνονται για την περιθωριοποίηση των Μαορί της Νέας Ζηλανδίας. Στο απίστευτα σκληρό “ΠΑΣ-ΕΙΡΗΝΗ” (2020) υπερασπίστηκε τα θύματα του ατελείωτου εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στις δυνάμεις της κυβερνητικής δεξιάς, τους πραστρατιωτικούς, τους ναρκέμπορους και το μαοϊκό αντάρτικο στην πολύπαθη Κολομβία. Στο “Πάγος” (2021) αναζήτησε τους αποκλεισμένους στη Σιβηρία της εποχής του Πούτιν.

Το “Ζουλού”, που εκδόθηκε στη Γαλλία το 2008, αποτέλεσε τον πρώτο σταθμό στο ταξίδι του συγγραφέα, με αφετηρία τη Νότια Αφρική της εποχής λίγο μετά το Απαρτχάιντ.

Το στόρι περιληπτικά: Παιδί ακόμα, ο Άλι Νιούμαν (όνομα εμπνευσμένο από την ανέλπιστη και γεμάτη συμβολισμούς νίκη του Μοχάμεντ Άλι επί του Τζορτζ Φόρμαν στο Ζαΐρ το 1973), αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την κοινότητα των ΚουαΖουλού, για να γλιτώσει από την πολιτοφυλακή, η οποία βρισκόταν σε πόλεμο με το τότε παράνομο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο. Σήμερα, είναι επικεφαλής της εγκληματολογικής αστυνομίας στο Κέηπ Τάουν, την πόλη-βιτρίνα της Νότιας Αφρικής. Τη χώρα μαστίζουν  η βία και το έιτζ. Το πτώμα μιας νεαρής κοπέλας ανευρίσκεται κατακρεουγημένο στον Βοτανικό Κήπο του Κίρστενμπος. Ένα ναρκωτικό άγνωστης σύνθεσης φαίνεται να είναι η αιτία της δολοφονίας. Ο Νιούμαν αναλαμβάνει επικεφαλής της έρευνας, με υφιστάμενους τον αντισυμβατικό αλλά τετραπέρατο Μπράιαν Έπκην και τον μεθοδικό νεαρό Νταν Φλέτσερ. Καθώς πλησιάζουν στα ίχνη του δολοφόνου, συνειδητοποιούν ότι  μπορεί το Απαρτχάιντ να έχει εξαφανιστεί από την πολιτική σκηνή, όμως οι παλιοί εχθροί εξακολουθούν να πολεμούν στη σκιά της εθνικής συμφιλίωσης.

Ian Rankin - Όσα δεν θέλω να πω

Εκδόσεις Μεταίχμιο
Μετάφραση:
Χίλντα Παπαδημητρίου

Τώρα: ο Ρέμπους περνά από δίκη. Τότε: μια εγκληματική πράξη που δεν τιμωρήθηκε. Τώρα: ο Ρέμπους αναλαμβάνει να ανακαλύψει έναν δυνάμει επικίνδυνο τύπο για λογαριασμό του μεγαλοκακοποιού Μπιγκ Τζερ Κάφερτι. Τότε: η άκρη του νήματος φαίνεται να απολήγει στον Ρέμπους. Τώρα: η πρώην προστατευόμενη του Ρέμπους και νυν επιθεωρήτρια Σιβόν Κλαρκ και ο επιθεωρητής Μάλκολμ Φοξ αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν διαφορετικές υποθέσεις ανθρωποκτονίας. Παρελθοντικές και παρονικές ιστορίες τέμνονται. Ένοχα μυστικά και ανεξιχνίαστοι φόνοι με φόντο το Εδιμβούργο0. Και αν όλα τα στοιχεία συνδυαστούν, τότε ίσως προβάλλει η αλήθεια για το παρελθόν του Τζον Ρέμπους.

Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η πλοκή στο τελευταίο μυθιστόρημα του Ίαν Ράνκιν (με  τον πρωτότυπο τίτλο “A Heart Full of Headstones”), το 24ο στη σειρά με τον συνταξιούχο πια επιθεωρητή Ρέμπους. Φανατικός μουσικόφιλος και ακαταπόνητος συλλέκτης δίσκων, ο Ράνκιν συνήθως χρησιμοποιεί τίτλους δίσκων ή στίχους τραγουδιών, που κάπως σχετίζονται με το στόρι  ("Beggars Banquet", "Let It Bleed", "Exit Music", "Rather Be The Devil" κλπ.). Αυτή τη φορά χρησιμοποιεί στίχους από το το "Single Father" του σπουδαίου Σκωτσέζου συνθέτη/στιχουργού Jackie Leven (1950 - 2011), με τον οποίον ήταν στενοί φίλοι: "Got a heart full of headstones as I step down".

Ο Ρέμπους δεν είναι πια αυτός που ήταν. Ο χρόνος και οι καταχρήσεις τον έχουν καταβάλλει. Έχει αναγκαστεί να κόψει το κάπνισμα εξαιτίας του ΧΑΠ (εμφύσημα, πιο σωστά) που τον ταλαιπωρεί. Έχει αναγκαστεί επίσης να μετριάσει το ποτό. Οι φυσικές του δυνάμεις έχουν υποχωρήσει, δεν μπορεί να ταρακουνήσει ή να τρομάξει έναν αντίπαλο με την άνεση που το έκανε κάποτε. Πιστός στη ρεαλιστική συνθήκη που έθεσε ο ίδιος ο δημιουργός του, ο χαρακτήρας έχει αποκτήσει τη δική του ζωή. Ο Ρέμπους είναι ένας λογοτεχνικός ήρωας του αστυνομικού που γερνάει και φθείρεται από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα. Αγκομαχά να ανέβη ακόμα και μια σκάλα, και δυστυχώς γι’ αυτόν οι περισσότερες παλιές οικίες στο Εδιμβούργο δεν έχουν ασανσέρ.   

Η λογοτεχνία του Ράνκιν είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πόλη του. Οι χαρακτήρες τους διερευνούν την καρδιά του αστικού ιστού και τις τεκτονικές μετατοπίσεις που επιφέρουν σ’ αυτόν με το πέρασμα του χρόνου οι αλλαγές των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων.

Αυτές τις αλλαγές παρακολουθεί και η αστυνομική λογοτεχνία του Ράνκιν, ο οποίος γεννήθηκε στο Φάιφ και ζει από τα νεανικά του χρόνια στο Εδιμβούργο. Πιο εμφατικά, στα βιβλία του Ράνκιν πρωταγωνιστεί η ίδια η πόλη, εξατομικευμένη στο πρόσωπο του επιθεωρητή Τζον Ρέμπους. Ο συγγραφέας εξάλλου δηλώνει ότι επέλεξε το είδος του αστυνομικού αφηγήματος ακριβώς για να εξερευνήσει πιο διεισδυτικά την πόλη του, «γιατί ένας αστυνομικός (όπως ο Ρέμπους) έχει καλύτερη πρόσβαση στα αθέατα σημεία της»

Patrick Raynal - Καιρός για πόλεμο

Εκδόσεις Πόλις
Μετάφραση: Μαριάννα Μαντά

Η λογοτεχνία του Patrick Raynal (Παρίσι, 1946) συγκροτείται γύρω από τρεις βασικούς θεματικούς άξονες: τη rock μουσική (και σε δεύτερο επίπεδο την jazz), την πορεία της γαλλικής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς από τα χρόνια του Μάη και μετά, και τη γενεαλογία του αστυνομικού αφηγήματος. Ως διευθυντής, από το 1991 έως το 2005, της περίφημης «Μαύρης Σειράς», της Série Noire των εκδόσεων Gallimard, ανάδειξε σημαντικούς Γάλλους συγγραφείς όπως τους Jean-Bernard Pouy, Jean-Claude Izzo, Tonino Benacquista κ.ά. Έχει γράψει σχετικά τη μελέτη “C'est l'histoire de la Série Noire: (1945-2015)”, που ανατρέχει στην ιστορία της σειράς που ίδρυσε το 1945 ο σεναριογράφος Marcel Duhamel με την υποστήριξη των εκδοτών Gaston & Claude Gallimard. Έχει επίσης δημοσιεύσει μελέτες για αμερικανούς συγγραφείς του αστυνομικού (και όχι μόνο), όπως τους Jim Thompson, James Crumley, Jim Harrison, Tony Hillerman και Richard Ford. Στο “Καιρός για πόλεμο”, ο Φιλίπ Κλερ ξυπνάει πλάι σε μια νεαρή γυναίκα, σ’ ένα κρεβάτι που δεν είναι το δικό του. Ο Κλερ δεν θυμάται τίποτα. Στη φυλακή που τον κλείνουν, ακούει ένα όνομα, Μασενά: θα τον αφήσουν ελεύθερο, αν τους οδηγήσει σε αυτόν. Ο κλοιός σφίγγει γύρω του. Ο Μασενά… ο παλιόφιλός του από το σχολείο, ο πρώην σύντροφός του, που εξελίχθηκε σε αφεντικό του υποκόσμου, μα που εδώ και δύο χρόνια θεωρείται νεκρός. Βρισκόμαστε στη Νίκαια, παραμονές εκλογών. Μαφιόζοι και πολιτικοί διασταυρώνονται, στον ανηλεή πόλεμο των δύο υποψηφίων για τη δημαρχία.

Στο έργο του Patrick Ryanal διακρίνεται η ενσυναίσθησή του για τους χαμένους ή τους παραστρατημένους της γενιάς του Μάη, αλλά και η αντίθεσή του γι’ αυτούς που πέρασαν οπορτουνιστικά στο αντίπαλο στρατόπεδο. Περιγράφεται επίσης η παρακμή της θεσμικής Αριστεράς, που από τον Μιτεράν υποχώρησε στον Ζοσπέν και από εκεί ξέπεσε στον Ολάντ, καθώς και οι σχεδόν μόνιμες διασυνδέσεις Δεξιάς, Ακροδεξιάς και υποκόσμου, που αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της τοπικής πολιτικής σκηνής.

Jean - Patrick Manchette – Τι τρέλα, τι παλάτια!

Εκδόσεις Άγρα
Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου

Απλώς, ο κορυφαίος του polar. Στο παρόν μυθιστόρημα ο Μισέλ Χαρτόγκ , πρώην αρχιτέκτονας, είναι ένας ισχυρός επιχειρηματίας και διάσημος φιλάνθρωπος ο οποίος διαχειρίζεται την τεράστια περιουσία του αδελφού του που σκοτώθηκε σε ατύχημα. Ο Πέτερ είναι ο ορφανός ανιψιός του, υπό την κηδεμονία του, ένα προβληματικό, κακομαθημένο παιδί. Η Ζυλί παίρνει εξιτήριο από ένα ψυχιατρικό άσυλο. Ο Τόμσον είναι πληρωμένος δολοφόνος που υποφέρει από σοβαρό έλκος. Ο Μισέλ Χάρτογκ προσλαμβάνει τη Ζυλί για να φροντίζει τον Πέτερ. Προσλαμβάνει επίσης τον Τόμσον για να τους σκοτώσει. Η Ζυλί και ο Πέτερ το σκάνε. Ο Τόμσον τους ακολουθεί. Σφαίρες πετούν στον αέρα. Τα πτώματα στοιβάζονται. Η τρέλα έχει μόλις αρχίσει. Στην καρδιά της Ζυλί ζει μια ελπίδα: ν’ ανακαλύψει τον περίφημο πύργο όπου την περιμένουν η λύτρωση και η γαλήνη. Με τον τρόπο του, το στυλ του Manchette προοικονομεί το “Fargo” των αδελφών Cohen.

Paco Ignacio Taibo II - Μια εύκολη υπόθεση

Εκδόσεις Έρμα
Μετάφραση:
Δήμητρα Σταυρίδου

Η ζωή του ιδιόρρυθμου ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάιν έχει αναστατωθεί από τον θάνατο της μητέρας του και τις αποκαλύψεις για την κρυφή ζωή του πατέρα του. Επιπλέον, εκτός από τις εξουθενωτικές αϋπνίες, καλείται να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τρεις υποθέσεις: να ανακαλύψει ποιος και γιατί απειλεί τη ζωή της έφηβης κόρης μιας πρώην στάρλετ ταινιών σαπουνόπερας, να λύσει το μυστήριο της δολοφονίας ενός μηχανικού σε ένα εργοστάσιο όπου διεξάγεται ένας ανελέητος αγώνας ανάμεσα στους απεργούς και την εργοδοσία και να αναζητήσει τον λαϊκό ήρωα και ηγέτη της Μεξικανικής Επανάστασης Έμιλιάνο Ζαπάτα, για τον οποίο υπάρχουν πληροφορίες ότι δεν σκοτώθηκε αλλά κρύβεται σε μια σπηλιά έξω από την Πόλη του Μεξικού. Με έντονο το στοιχείο της μαύρης κωμωδίας και με αναφορές στην κοινωνική ιστορία, ο Τάιμπο συνθέτει ένα συναρπαστικό και μυστηριώδες αφήγημα με φόντο τη σκοτεινή όψη της Πόλης του Μεξικού.

Claudia Piñeiro – Δική σου για πάντα

Εκδόσεις Carnίvora
Μετάφραση:
Ασπασία Καμπύλη

«Στην Αργεντινή κάθε μέρα τρως πρωινό παρέα με μια γυναίκα που κάποιος έχει δολοφονήσει». Ενεργή ακτιβίστρια εναντίον της ενδοοικογενειακής βίας και υπέρ των δικαιωμάτων της γυναίκας, η Κλαούδια Πινιέιρο (Claudia Piñeiro) γεννήθηκε στο Μπουρσάκο το 1960. Eίναι η τρίτη πιο μεταφρασμένη συγγραφέας της Αργεντινής, μετά τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και τον Χούλιο Κορτάσαρ.

Οι ιδεολογικές της ανησυχίες αποτυπώνονται στην πρόζα της η οποία, εκκινώντας από το νουάρ, εκφράζει τους πολιτικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς της: πιο συγκεκριμένα, η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι αποτέλεσμα ψυχικής ασθένειας αλλά κοινωνικών σχέσων∙ εκπορεύεται από τις πατριαρχικές υπερδομές. Η βία της Μήδειας είναι αποτέλεσμα της βίας του Ιάσονα. 

Μέχρι σήμερα έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά δύο βιβλία της (από τις εκδόσεις Carnίvora, σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη): τα μυθιστορήματα “Η Ελένα ξέρει” (2021) και “Δικιά σου για πάντα”.

Το πρώτο περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο της Ρίτα. Όλοι πιστεύουν ότι αυτοκτόνησε. Όλοι, εκτός από την Ελένα, τη μητέρα της. Επειδή η Ελένα ξέρει, όσο και αν  είναι γεμάτη βεβαιότητες που οδηγούν σε αβεβαιότητες.

«Η θηλυκή υποκειμενικότητα, το γυναικείο σώμα και τα καταπιεστικά δεσμά του αποκτούν διαβρωτική δύναμη μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, οδηγώντας μια μάνα και μια κόρη σε μια συνύπαρξη σκληρά οριακή και τραγικά ανθρώπινη».

Στο “Δικιά σου σου για πάντα”, η Ινές, μια νοικοκυρά της μεγαλοαστικής τάξης, ανακαλύπτει ότι ο άντρας της την απατά. Μετά το πρώτο σοκ, θα αποδυθεί σε μια αγωνιώδη προσπάθεια προκειμένου να πείσει τον εαυτό της ότι τα πάντα εξακολουθούν να είναι τέλεια στον επίπλαστο μικρόκοσμο του γάμου της. Δε θα διστάσει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να κρατήσει τα προσχήματα που επιβάλλει η κοινωνία και ο ρόλος της. Γραμμένο με χιούμορ αλλά και με ευαισθησία, πρόκειται για ένα  αριστοτεχνικά δουλεμένο ψυχολογικό θρίλερ, που κριτικάρει την υποκρισία που σε μεγάλο βαθμό αποτελεί τον συνεκτικό ιστό του θεσμού της σύγχρονης μεγαλοαστικής (και όχι μόνο) οικογένειας.

Frédéric Paulin - Η νύχτα που έπεσε στις ψυχές μας

Εκδόσεις Πόλις
Μετάφραση: Μαριάννα Μαντά

Τον Ιούλιο του 2001, η σύνοδος των ηγετών των οχτώ ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου (G8) πραγματοποιήθηκε στη Γένοβα∙ είχαν προηγηθεί οι σύνοδοι του Σιάτλ (Νοέμβριος 1999), της Ουάσινγκτον (Σεπτέμβριος 2000) και του Γκέτεμποργκ (Ιούνιος 2001), που είχαν συσπειρώσει το πολύχρωμο παλιρροιακό ανθρώπινο κύμα που ονομάστηκε κίνημα κατά της παγκοσμοιοποίησης. 500.000 άνθρωποι από όλο τον κόσμο συγκεντρώθηκαν στη Γένοβα για να φωνάξουν, να διαμαρτυρηθούν, να αρνηθούν την παγκόσμια τάξη των ισχυρών, αλλά και να γιορτάσουν, οργανώνοντας τη δική τους εναλλακτική αντισύνοδο. Η Γένοβα σημαδεύτηκε από τις συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας: 600 διαδηλωτές τραυματίες, ένας νεκρός, ο Κάρλο Τζουλιάνι, που πυροβολήθηκε στο κεφάλι από καραμπινιέρο. Το βιβλίο του Φρεντερίκ Πωλέν αποτελεί ένα μυθιστορηματικό χρονικό της αντισυνόδου, επεξεργασμένο με λογοτεχνικά μέσα, το οποίο κινείται στα όρια του νουάρ. Ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν παρών στη «μάχη της Γένοβας». Γεννημένος το 1972 κοντά στο Παρίσι, ο Πωλέν σπούδασε πολιτικές επιστήμες και έχει εργαστεί ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και ως δημοσιογράφος. Το “Η νύχτα που έπεσε στις ψυχές μας” τιμήθηκε το 2022 με το βραβείο Μystère de la critique. Το μυθιστόρημα του Πωλέν είναι πολυφωνικό. Παρακολουθούμε τα γεγονότα μέσα από τις διαφορετικές οπτικές ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν ή συμμετείχαν, είτε από τη μία πλευρά (των διαδηλωτών) είτε από την άλλη (των δυνάμεων ασφαλείας). Ανάμεσά τους είναι οι δυο νεαροί Γάλλοι, ο Βαγκ και η Ναταλί, που ανήκουν στην Άκρα Αριστερά, τροτσκιστής ο πρώτος και αυτόνομη η δεύτερη∙ η δημοσιογράφος/φωτορεπόρτερ Ζενοβεφά, που αν και συντάσσεται με την Αριστερά, διαχωρίζει τη θέση της από τις πρακτικές του black bloc∙ ο μακιαβελλικός Λωράν Λαμάρ, σύμβουλος επικοινωνίας του Ζακ Σιράκ∙ ο ψύχραιμος μπάτσος Καλβίνι (που διαβάζει Καμιλλέρι), ο οποίος αποστρέφεται την περιττή βία∙ ο καιροσκόπος νεοφασίστας Φράνκο Ντε Κάρλι, μέλος της Εθνικής Συμμαχίας του Φίνι, μυστικοσύμβουλος σε θέματα ασφαλείας του Μπερλουσκόνι. Η αγριότητα της αστυνομικής βίας είναι πρωτοφανής. Ξυλοδαρμοί με κλομπ, βασανισμοί, πυροβολισμοί (μεέναν νεκρό, τον Κάρλο Τζουλιάνι), τεθωρακισμένα οχήματα που σαρώνουν τη via Άλμπαρο, τη via Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, την plaza Αλιμόντα (όπου δολοφονήθηκε ο Τζουλιάνι) και την plaza Βαλέτα, άγρια λεηλασία του σχολείου Αρμάντο Ντίαζ, όπου βρίσκονταν οι κατασκηνώσεις των διαδηλωτών. Κινούμενοι ανάμεσα σε περίεργους δημοσιογράφους και πράκτορες των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, ο Βαγκ και η Ναταλί, αντιμέτωποι με τα προσωπικά τους διλήμματα, παρασύρονται στη δίνη της βίας. Ο επίσημος Τύπος παίρνει φυσικά το μέρος της ιταλικής κυβέρνησης και των δυνάμεων της τάξης. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων προβάλλουν πρωτίστως τους πυρπολισμούς των κτιρίων ή τις καταστροφές των αυτοκινήτων. Η δολοφονία του Τζουλιάνι περνάει στα ψιλά ή αποδίδεται σε ατύχημα. Το κείμενο του Φρεντερίκ Πωλέν έχει καταγιστικό ρυθμό στην αφήγηση και η γραφή του αποπνέει την αμεσότητα ενός ζωντανού ρεπορτάζ. Οι ηθικοί και ιδεολογικοί προβληματισμοί του είναι εξίσου γόνιμοι και ενδιαφέροντες. Αρκούν αυτές οι αντισύνοδοι, αυτές οι εναλλακτικές μορφές διαμαρτυρίας για να αλλάξει ο κόσμος; «Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, θα ήταν παράνομες»;

Shehan Karunatilaka – Τα επτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα

Εκδόσεις Gutenberg
Μετάφραση: Ρένα Χατχούτ

O 48χρονος Σιναλέζος Shehan Karunatilaka έκανε θραύση πριν από μια δεκαετία με το πρώτο του μυθιστόρημα “Chinaman”, που τιμήθηκε με το βραβείο της Κοινοπολιτείας το 2012. Αφηγείται την ποτισμένη από το αλκοόλ ζωή ενός συνταξιούχου αθλητικού δημοσιογράφου που ξεκινά μια παράδοξη αναζήτηση για να εντοπίσει έναν σπουδαίο παίκτη του κρίκετ της δεκαετίας του 1980, ο οποίος έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς.

Το τελευταίο βιβλίο του “Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα”, που τιμήθηκε με το βραβείο Booker 2022, συνιστά μια πικρή σάτιρα για τους εμφύλιους πολέμους που αιματοκύλησαν τη Σρι Λάνκα κυρίως τη δεκαετία 1980-1990. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μάαλι, είναι ένας πλανόδιος φωτογράφος που λατρεύει την αξιόπιστή του Nikon. Παίζει πόκερ με υψηλό ποντάρισμα και, κόντρα στα ήθη και στα έθιμα της πατρίδας του, είναι γκέι και άθεος (η συντριπτική πλειοψηφία των Σιναλέζων είναι συντηρητικοί βουδιστές, ενώ οι Ταμίλ, επίσης συντηρητικοί γόνοι Ινδών μεταναστών, ασπάζονται τον ινδουισμό). Στην αρχή του μυθιστορήματος, ο Μάαλι ξυπνά νεκρός.

Ο Μάαλι νομίζει ότι έχει καταπιεί «ανόητα χάπια» που του έδωσε ένας φίλος του και έχει παραισθήσεις. Όχι: είναι πραγματικά νεκρός, φέρεται να έχει μετοικήσει σε κάποιον «κάτω κόσμο». Η αφήγηση προσομοιάζει με την ομηρική Νέκυια ή με το μιλτονικό πανδαιμόνιο στον “Απολεσθέντα Παράδεισο”. Άλλες ψυχές περιβάλλουν τον Μάαλι, με τεμαχισμένα μέλη και αιματοβαμμένα ρούχα. Είναι ανίκανοι να σχηματίσουν μια τακτική ουρά για να συμπληρώσουν τα έντυπα που χρειάζονται για να προχωρήσουν σε άλλο επίπεδο αυτής της δαντικής διαστρωμάτωσης. Πολλοί από τους ανθρώπους που συναντά ο Μάαλι σε αυτό το ζοφερό τοπίο, είναι θύματα του εμφυλίου πολέμου∙ συμπεριλαμβανομένου ενός καθηγητή πανεπιστημίου που δολοφονήθηκε επειδή επέκρινε τη μαχητική αυτονομιστική ομάδα των Τίγρεων Ταμίλ. Το μυθιστόρημα απεικονίζει επίσης τα θύματα της μαρξιστικής ομάδας Janatha Vimukthi Peramuna, ή του (μαρξιστικού-λενινιστικού) Λαϊκού Κόμματος Απελευθέρωσης, που επίσης εξεγέρθησαν κατά της κυβέρνησης της Σρι Λάνκα και εντούτοις δολοφόνησαν πολλούς αριστερούς και πολίτες της εργατικής τάξης που μπήκαν στο δρόμο τους.

Ο Μάαλι ήταν μάρτυρας της βαρβαρότητας των συγκρούσεων. Δουλεύοντας για εφημερίδες και περιοδικά, φιλοδοξούσε να τραβήξει φωτογραφίες «που θα ρίξουν τις κυβερνήσεις. Φωτογραφίες που θα μπορούσαν να σταματήσουν τους πολέμους». Απαθανάτισε τον υπουργό της κυβέρνησης που κοιτούσε ενώ ο οργισμένος όχλος το 1983 πυρπολούσε σπίτια των Ταμίλ και έσφαζε τους ενοίκους, ενώ τράβηξε «πορτρέτα εξαφανισμένων δημοσιογράφων και εξαφανισμένων ακτιβιστών, δεμένων, φιμωμένων και νεκρών υπό κράτηση».

Santiafo Gamboa - Η νύχτα θα είναι μεγάλη

Εκδόσεις Διόπτρα
Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου

Ο Σαντιάγο Γκαμπόα γεννήθηκε το 1965 στην Μπογκοτά. Σπούδασε Φιλολογία στο Χαβεριανό Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά. Στη συνέχεια, έφυγε για την Ευρώπη και έζησε στη Μαδρίτη, όπου πήρε το πτυχίο της Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Complutense, και στο Παρίσι, όπου σπούδασε Κουβανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Είναι πολυβραβευμένος συγγραφέας του νουάρ (βραβείο Romulo Gallegos, βραβείο Medicis για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα στη Γαλλία, βραβείο Casino de Povoa στην Πορτογαλία).Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκαεπτά γλώσσες.

Στο τελευταίο μυθιστόρημά του, καταρχάς παρακολουθούμε ένα μικρό κομβόι αυτοκινήτων, που πέφτει σε ένοπλη ενέδρα σ’ έναν αγροτικό δρόμο στην επαρχία της Κάουκα.

Ο μόνος μάρτυρας του μακελειού είναι ένα νεαρό αγόρι. Λίγο αργότερα στο σημείο της σύγκρουσης όλα τα ίχνη έχουν εξαφανιστεί – από τα χτυπημένα αυτοκίνητα και τα πτώματα μέχρι τον τελευταίο κάλυκα.

Είναι λες και τίποτε δεν συνέβη ποτέ εκεί. Μια ανώνυμη καταγγελία γίνεται αιτία να ξεκινήσει η έρευνα.

Ένας εισαγγελέας, μια τολμηρή δημοσιογράφος και η βοηθός της αναζητούν με κάθε κόστος την αλήθεια.

Αλλά κανένα στόμα δεν ανοίγει και σ’ αυτή την περιοχή, ένα από τα μεγαλύτερα «θερμοκήπια βίας» στην Κολομβία, οι δράστες θα μπορούσαν να είναι πολλοί: αντιφρονούντες, συμμορίες, ο στρατός. Ή ίσως οι εκκλησίες, που ανταγωνίζονται λυσσαλέα για την επικράτηση στη σημερινή Κολομβία. Ένα τραχύ θρίλερ, που αποτυπώνει με ακρίβεια μια χώρα όπου η βία, η διαφθορά και η απελπισία παίρνουν κάθε μέρα νέα, όλο και πιο απροσδόκητη μορφή.

Derek Raymond - Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ

Εκδόσεις Έρμα
Μετάφραση: Όλγα
Καρυώτη

Τα λεγόμενα Factory novels του Derek Raymond συγκροτούν ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης βρετανικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο όρος Factory (Εργοστάσιο) αποτελεί μετωνυμία της Scotland Yard, που δεν είναι σκωτσέζικη, όπως πιστεύουν πολλοί, αλλά τοπωνύμιο στην οδό 4 Whitehall Place, όπου είχε αρχικά την έδρα της η Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου. Ο ανώνυμος, αντισυμβατικός ντετέκτιβ, που εμφανίζεται ως κεντρικός ήρωας στα βιβλία του συγγραφέα, υπηρετεί στο Τμήμα Ανεξιχνίαστων Υποθέσεων.

Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί δύο μυθιστορήματα του Derek Raymond, από τις εκδόσεις Έρμα.

Στο “Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά” (2022, μτφ. Βίκυ Λιακοπούλου), η υπόθεση εκτυλίσσεται στο δυτικό Λονδίνο, το 1984, στη διάρκεια της δεύτερης τετραετίας της Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι πολιτικές της λιτότητας οδηγούν στην εξαθλίωση ολοένα και περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Η βία, η εγκληματικότητα και ο ρατσισμός αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Ένας μεσήλικας αλκοολικός και αποτυχημένος συγγραφέας βρίσκεται άγρια δολοφονημένος στην άκρη ενός δρόμου. Αιτία θανάτου: εξαιρετικά βίαιος ομαδικός ξυλοδαρμός. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο ανώνυμος ντετέκτιβ. 

Στο “Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ” η πλοκή μεταφέρεται σε μια μεσοαστική περιοχή του Λονδίνου. Η αστυνομία ανακαλύπτει σε κάποιο διαμέρισμα δύο γυναίκες φρικτά δολοφονημένες: τη νεαρή πόρνη Ντόρα Σουάρεζ και τη σπιτονοικοκυρά της, την ηλικιωμένη Μπέτι Κάρστερς. Το θέαμα είναι αποκρουστικό. Το ίδιο βράδυ, λίγα χιλιόμετρα μακριά, ο Φίλιξ Ροάτα, συνιδιοκτήτης του κακόφημου Parallel Club, πυροβολείται στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο. Οι δύο υποθέσεις ενδεχομένως συνδέονται. Το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο του βιβλίου προσφέρουν στον συγγραφέα την ευκαιρία για να ασκήσει αμείλικτη κριτική στις πολιτικές της Θάτσερ και των επιγόνων της που οδήγησαν μεγάλο τμήμα του βρετανικού πληθυσμού στην οικονομική και ηθική εξαθλίωση, που διασάλευσαν τους συνεκτικούς κοινωνικούς ιστούς και που ευθύνονται για την παρακμή των ίδιων των θεσμών – όπως η λειτουργία της αστυνομίας. Η τελευταία αδιαφορεί για τον υπόκοσμo και το ποινικό έγκλημα και επιτελεί τον ρόλο του διώκτη της πολιτικής διαμαρτυρίας, των απεργών, των φοιτητών κλπ. Ο Raymond δεν υποστηρίζει την ενίσχυση των νόμων αστυνόμευσης και καταστολής∙ θεωρεί αρκετό το υπάρχων νομικό πλαίσιο∙ επιθυμεί απλώς μια αστυνομία που να κάνει καλά αυτό που πρέπει να κάνει. Ο ανώνυμος ντετέκτιβ δεν είναι αυτόκλητος εκδικητής, δεν παίρνει τον νόμο στα χέρια του, όπως συμβαίνει σε πλείστα, αμερικανικά κυρίως, αστυνομικά μυθιστορήματα. Δεν επικαλείται κάποιον προσωπικό ηθικό κώδικα τιμής, προσπαθεί να επιβάλλει ακριβώς αυτά που ορίζει ο νόμος. Προσφεύγει σε αντισυμβατικές μεθόδους, όχι τόσο για να αποφύγει τη γραφειοκρατία, αλλά περισσότερο για να μπορεί να ελιχθεί, καθώς δρα στο εσωτερικό ενός διεφθαρμένου Σώματος, όπου υψηλόβαθμοι και χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί χρηματίζονται με την ίδια ευκολία από τον υπόκοσμο.

Jean Amila (Jean Meckert) – O χασάπης του Υρλύ

Εκδόσεις Oposito
Μετάφραση:
Μαρία Θεοχάρη

Ο Jean Meckert (1910-1995), γνωστός επίσης με το ψευδώνυμο Jean Amila, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του neo-polar. Άθεος, αναρχικός και αντιμιλιταριστής, επιλέγει χαρακτήρες που αμφισβητούν τους κανόνες της κοινωνίας και εξεγείρονται εναντίον της. Προς τιμήν του έχει καθιερωθεί το βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας Prix Jean Amila-Meckert. Το μυθιστόρημα “O χασάπης του Υρλύ” ασχολείται με αυτούς που αντισθήθηκαν στο μακελειό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου, ο πατέρας του οκτάχρονου Μισού δεν επέστρεψε στο σπίτι του. Δεν ήταν όμως ένας από εκείνους τους ήρωες που έπεσαν στη μάχη, αλλά ένας «αναρχικός», ένας από τους Γάλλους στασιαστές του 1917 που εκτελέστηκαν για παραδειγματισμό επειδή αμφισβήτησαν την άσκοπη σφαγή του πολέμου. Η εχθρότητα και το μίσος της κοινωνίας για τη γυναίκα και το παιδί «του δειλού», θα τους οδηγήσουν σύντομα σε δυσκολίες και περιπέτειες, μέχρι που ο Μισού με την παρέα του, τρία ακόμα ορφανά πολέμου, θα αποφασίσουν να κάνουν αυτό που δεν τολμούν οι μεγάλοι: να αποδώσουν δικαιοσύνη.

Alexis Ravelo - Τρεις κηδείες για τον Ελάδιο Μονρόι

Εκδόσεις Τόπος
Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα)

Το 2004, λίγο πριν σκάσει η φούσκα του χρηματιστηρίου, καταστραφεί η μεσαία τάξη και αποκαλυφθούν τα μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς που είχαν διαβρώσει την ισπανική κοινωνία, ο Ελάδιο Μονρόι, ένας σωματώδης, παρορμητικός συνταξιούχος του ναυτικού αφήνει για λίγο στην άκρη τις “αφορολόγητες” μικροδουλειές του, στην πόλη Λας Πάλμας των Κανάριων Νήσων, και αναλαμβάνει μια αποστολή για χάρη της πρώην συζύγου του. Η Άνα Μαρία, παντρεμένη πλέον με τον Ερνέστο Γκαρσία Μεδίνα, επιτυχημένο επιχειρηματία και ανερχόμενο πολιτικό, ζητά βοήθεια από τον Μονρόι όταν την εκβιάζει κάποιος που έχει στην κατοχή του βίντεο της ίδιας και του συζύγου της σε ερωτικό τρίο με μια πόρνη. Από εκείνη τη στιγμή η ως τότε ήσυχη ζωή του Μονρόι παγιδεύεται σε μια σειρά απρόβλεπτων, βίαιων γεγονότων, όπου κανείς δεν είναι πλέον ασφαλής. O Ελάδιο Μονρόι δεν είναι ούτε αστυνομικός, ούτε ντετέκτιβ, ούτε καν δημοσιογράφος. Είναι παλιός ναυτικός που συμπληρώνει το πενιχρό εισόδημά του με δουλειές του ποδαριού. Κυνικός αλλά και συναισθηματικός, καλλιεργημένος αλλά και αγενής, ο Μονρόι αντιμετωπίζει κάθε υπόθεση με πονηριά, επινοητικότητα και μεγάλες δόσεις ξεροκεφαλιάς. Το μόνο που θέλει είναι να περνάει ήσυχα τον καιρό του στην πόλη όπου γεννήθηκε κι έζησε όλη του τη ζωή. Όμως, κάθε τόσο αναγκάζεται να κάνει πράγματα που κανείς άλλος δεν θα ήθελε να κάνει. Τα μυθιστορήματα της σειράς «Ελάδιο Μονρόι» ακολουθούν τους κανόνες των κλασικών «hard boiled» αστυνομικών και ταυτόχρονα ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία και το ύφος τους. Διαδραματίζονται στην πόλη Λας Πάλμας ντε Γκραν Κανάρια, εμβαθύνουν στις αντιφάσεις της ισπανικής κοινωνίας και τις φέρνουν στην επιφάνεια μέσα από ιστορίες που αλληλοσυμπληρώνονται και με μια πλοκή γεμάτη ανατροπές, χιούμορ και βία».

Anthony Quinn - Λονδίνο στις φλόγες

Εκδόσεις Κλειδάριθμος
Μετάφραση: Όλγα Γκαρτζονίκα

Ο Άντονι Κουίν γεννήθηκε στο Λίβερπουλ το 1964 και από το 1998 έως το 2013 εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου στον Independent. Έχει γράψει έξι μυθιστορήματα: "The Rescue Man", για το οποίο του απονεμήθηκε το 2009 το βραβείο Authors' Club Best First Novel, "Half of the Human Race", "The Streets", που συμπεριλήφθηκε το 2013 στη λίστα των βραβείων Walter Scott, "Curtain Call", "Freya", και "Eureka". Στο “Λονδίνο στις φλόγες”, που αντλεί τον τίτλο του από το “London’s Burning” των Clash, τέσσερις άγνωστοι ενώνονται από τις Ταραχές στη Βρετανία στα τέλη της δεκαετίας του '70: μια εποχή απεργιών, βίας, των αγώνων του IRA, της διακυβέρνησης των Εργατικών του Κάλαχαν και της επικείμενης εκλογής της Μάργκαρετ Θάτσερ. Η Βίκυ, μια νεοπροαχθείσα ντετέκτιβ, ο Κάλουμ, ένας λέκτορας αγγλικών από το County Down, ο Φρέντι, ένας αμφιλεγόμενος σκηνοθέτης θεάτρου. Στο επίκεντρο όλων είναι ο σκιώδης υπουργός Εσωτερικών της Θάτσερ, Άντονι Μίντλετον, πρώην κατάσκοπος και πρώην αιχμάλωτος αιχμαλώτου που ορκίζεται να συντρίψει τα συνδικάτα και τον IRA. Μια άσκοπη σύλληψη Καθολικών, που τροφοδοτείται από τον αντι-ιρλανδικό φανατισμό, τροφοδοτεί την πλοκή, ενώ στην υπόθεση εμπλέκονται διεφθαρμένοι Άγγλοι (σιχαίνομαι τη λέξη!) αστυνομικοί που συνδέονται με κύκλωμα διακίνησης  ναρκωτικών. Ο συγγραφέας, όμως, πρώτα απ’ όλα, θέλει να εξερευνήσει το γιατί οι ψηφοφόροι των Εργατικών τυφλώθηκαν από την άνοδο της Θάτσερ.

Πέρα από την πλοκή, ολόκληρο το μυθιστόρημα του Anthony Quinn στήνει ένα διάλογο με τα τραγούδια και τους στίχους του Joe Strummer: “London’s Burning”, “Janis Jones”, “Hate & War”, “Carrer Opportunities”, “Safe European Home”, “The Guns of Brixton”:

“When they kick at your front door
How you gonna come?
With your hands on your head
Or on the trigger of your gun
 When the law break in
How you gonna go?
Shot down on the pavement
Or waiting in death row
You can crush us, you can bruise us
But you'll have to answer to
Oh-oh, the Guns of Brixton”

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured