Μου πήρε τουλάχιστον δύο δεκαετίες και ακόμα δεν ξέρω, εννοώ …μαθαίνω. Για την ακρίβεια, τελευταία νιώθω ασφυκτικά εγκλωβισμένος σε μουσικού τύπου υποχρεώσεις, κείμενα, κυκλοφορίες και καλλιτέχνες που αν είχα την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου μαζί τους, θα έβαζα τη βάση στο μηδέν ή ακόμα καλύτερα δεν θα ασχολούμουν καθόλου.
Τυχεροί, αυτοί που όταν ξεκινούσαν να ακούνε πιο μεθοδικά μουσική, κάποιοι τους έδειξαν αυτά που ήξεραν και κάποια από αυτά προέκυψε να είναι οι σωστές αναφορές. Ας γίνω κατανοητός με ένα παράδειγμα. Το περιοδικό Wire είναι στη θέση του 40 χρόνια -40 χρόνια μαν, από το 1982. Η on - off σχέση μου μαζί του από τα 00s και μετά, ήταν μάλλον και ο λόγος που ακόμη και σήμερα διαπράττω σε στήλες, podcasts, κείμενα και κυρίως dj set όλα αυτά τα εγκλήματα απέναντι στην ουσιαστικά καλή μουσική. Όχι πως αυτοί που φτιάχνουν “έξω από το κουτί” και πραγματικά ενδιαφέρουσα μουσική έχουν την ανάγκη μου και ότι ενδιαφέρονται για το αν παίζω τα κομμάτια τους στα sets μου ή αν γράφω γι’ αυτά και αν τα παρουσιάζω, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο κατάλογος μου από κείμενα και ηχητικά που φέρουν την υπογραφή μου και στοιχειώνουν πλέον το Internet , είναι στο 90% των περιπτώσεων, απομακρυσμένα από αυτό που λίγο μετά τα 40 μου θεωρώ τη “σωστή πλευρά” της μουσικής.
Ακριβώς όπως υπάρχει 40 χρόνια το Wire και κάποιοι επιλέγουν τα τελευταία 20 χρόνια το Pitchfork ή ακόμα χειρότερα το Rolling Stone (εννοείται ότι υπάρχουν και ακόμη χειρότερα), έτσι και εγώ, συνήθως αφηρημένος και με μπόλικη έπαρση, υπερασπιζόμενος την οχλαγωγία της ποπ, ακόμα και στην εναλλακτική ή indie πλευρά της, ξύπνησα 20 χρόνια μετά με την αίσθηση ότι έχω χάσει αρκετή από τη σημαντική - διαφορετική μουσική των ημερών μου. Από αυτή που αν ξέρεις…ξέρεις, και που περιέργως, ενώ έχει αφήσει τους φάρους της σε όλα τα μουσικά είδη και κάποιοι από αυτούς βρίσκονταν για χρόνια (κατά τύχη) στη δισκοθήκη μου, εγώ τους αγνοούσα προκειμένου να ξοδέψω χρόνο στην εύκολη ποπ , dance ή ραπ, που μου παρέχει τα προς το ζην.
Δεν θέλετε καν να μετρήσουμε τις ώρες πίσω από ένα dj booth στις οποίες χρειάστηκε να παίζω “ότι να’ ναι”, ούτε τις ώρες που αναλώθηκα στο να προσέξω και να αναλύσω εκατοντάδες (η μήπως χιλιάδες) δίσκους, για τους οποίους σήμερα νιώθω ακριβώς την ίδια απάθεια με την πρώτη φορά που σαν δωδεκάχρονος και φορώντας το μπλουζάκι με το BAD του Michael Jackson, ξανάβαλα τυχαία στο πικάπ τα “Στρουμφάκια”.
Και ξέρω, οι αφορισμοί δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν να βγει από το αδιέξοδο. Και το αδιέξοδο ειδικά στη μουσική, μπορεί να είναι τέτοιο που χάρη στους κύκλους που κάνει ο ήχος, μπορείς να μετρήσεις άλλα 20 “χαμένα” στα ανένταχτα ακούσματα χρόνια. Όμως τελευταία ανακάλυψα ότι ακόμα και με κάποιους φίλους - αναγνώστες, τα “μουσικά άκρα” είναι αυτά που τελικά μας τέμνουν. Ότι περνάνε σαν οδοστρωτήρας πάνω από κάθε άποψη δίσκοι όπως το Lateralus ή το Ill Communication ή ότι (ακόμα και αν δεν είναι η φάση σου) ψελλίζεις respect σε τύπους σαν τον Broadrick (και την πορεία από τους Godflesh στο JKFlesh), τον κατάλογο της Mute ή την ιστορία της Bunker, τo DIY της Dischord και τα φανζιν της Touch & Go ή οτιδήποτε έχει αγγίξει ο Jamal Moss aka Hieroglyphic Being, ο J Dilla, ο Alan Vega και πόσοι άλλοι. Είναι τόσα πολλά τα αντικείμενα και τα ονομάτα που έχουν πραγματική αξία και αξίζει να τσεκάρεις που στ’ αλήθεια δεν προλαβαίνεις και δεν θες να χάσεις άλλο χρόνο για να καταλάβεις πως γυαλίζουν το ροκ τους οι Wet Leg. Από την άλλη πάλι, η καθημερινότητα προστάζει να κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις.
Καλώς ή κακώς είμαι εδώ και λίγο καιρό στο παραπάνω headspace που σημαίνει ότι τα περισσότερα από τα Incoming του 2022 έχουν το ζουμί που θέλω να βλέπω τουλάχιστον στις στήλες μου. Σε ανάλογο ύφος, λοιπόν, συνεχίζουμε με μία συλλογή, ένα album και ένα single από τα πρόσφατα releases που απολαμβάνω μόνος μου και -σχεδόν- κανένα από τα bar της εστίασης που συνεργάζομαι δεν “σηκώνει” τον ήχο τους.
Ένα single
Marc Robert Edits - King Of Nice Days (Moton Records)
Και πάει κάπως έτσι. Αν είσαι dj που έζησες στον απόηχο της αυθεντικής disco era και μεγαλούργησες δίπλα σε ονόματα όπως ο Harvey στα υπόγεια party των 90s - 00s σε Λονδίνο - Ρίο - Νέα Υόρκη, έχει νόημα να αποσυρθείς σε επίγειους παραδείσους όπως το Μπαλί. Με την άνεση που σου προσέφεραν εκατοντάδες events δίπλα σε σούπερ σταρ djs και megaclubs σήμερα απλά ασχολείσαι με τη μουσική που σου αρέσει όπως ακριβώς κάνει ο Marc Roberts, που είναι το όνομα για όσους ξέρουν που να ψάξουν τα “κρυφά” disco edits. Εδώ, συνεργάζεται με τη Moton που μας έχει προσφέρει κυκλοφορίες από Idjut Boys, Harvey και άλλους και η ομορφιά της μουσικής ξεπερνάει τις λέξεις. Γράψτε λάθος στη τελευταία intrο πρόταση. Ότι υπάρχει στο νέο πακέτο των Marc Robert edits κουνάει κάθε -μα κάθε- πίστα και πρέπει να ακούγεται από open air μέχρι ιδρωμένα υπόγεια.
Ένα album
Cumhur Jay - Bug (Riverette)
Εδώ τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Ο Cumhur Jay από την Τουρκία τινάζει την μπάνκα της Ισπανικής Riverette στον αέρα με 14 νέες συνθέσεις που ισορροπούν στα φιλτραρισμένα ambient bleeps και τις μυσταγωγικές synth παλέτες που δημιουργούν από ηλεκτρονικά “bugs” μέχρι φουτουριστικά όπλα για τα σκοτεινά dance καταφύγια και περιέργως δεν κάνουν καν χρήση του beat με τη παραδοσιακή έννοια. Δυνατός παίχτης ή χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της νέας αντισυμβατικής ηλεκτρονικής σκηνής που είναι ικανή να σου πάρει το μυαλό και να σου χορέψει το σώμα χωρίς να χρειαστεί καν να πατήσει πάνω στα 4/4 ενός kick. Είναι όλο βασισμένο στην ατμόσφαιρα, στο παραμορφωμένο στοιχειό που γεμίζει τα σκοτάδια της techno χωρίς όμως να νιώθει την ανάγκη να περιοριστεί στη ρυθμοκεντρική φόρμα της (μια υπόνοια beat εμφανίζεται μόνο στο σύντομο G Minor 4 λίγο πριν το φινάλε του album). Στη πλειοψηφία του, οι άκρες από την παραμόρφωση των synths και των φίλτρων δημιουργούν το ρυθμό και οι επαναλαμβανόμενες arpeggiator μελωδίες γίνονται το υποδειγματικό soundtrack που αρμόζει στην ανωμαλία των καιρών. Ο θόρυβος από κάθε παραμόρφωση φίλτρου, ακόμα και στην πιο εγκεφαλική εκδοχή του, γίνεται το bug που κρασάρει το σύστημα και δημιουργεί έναν από τους δίσκους της χρονιάς για όσους έχουν ανάλογα γούστα. Με τις ευλογίες της Clone στη διανομή. Κάτι θα ξέρουν.
Μια συλλογή
Nervous Horizon Vol. 4 (Nervous Horizon)
Η NH πουσάρει τα πράγματα μπροστά από το Ανατολικό Λονδίνο εδώ και 7 χρόνια και επιστρέφει με το vol. 4 και 13 dancehall ορχηστρικές συνθέσεις που βασίζονται στις γρήγορες ρυθμικές λούπες των κρουστών και τροφοδοτούν τους “πραγματικούς” djs με εργαλεία για ολόκληρο το εύρος των bpm. Ξεκινά στα 90bpm με το “Tambo” του ιδρυτή της ετικέτας TSVI και κλείνει στα 160 με το “Drama Demon του ίδιου για να καλύψει στο ενδιάμεσο από break σούστες (το “Slime” του Wallwork) μέχρι τα φιλτραρισμένα breaks του Happa. Οι βασικοί παίχτες DJ Plead, Ehua, DJ JM, SIM και Seven Orbits διατηρούν τις dub θέσεις τους και ο Μεξικανός Ultima Esuna μαζί με τον Josi Devil από την πατρίδα του βαθύ dub, το Bristol, και τον Chrisman από την κονγκολέζικη κολλεκτίβα Nyege Nyege, παίρνουν όλοι το βάπτισμα του πυρός. Τώρα το μόνο που μένει είναι να βρούμε ένα ηχοσύστημα που να αντέχει αυτές τις χαμηλές συχνότητες. Το υποστηρίζετε στο bandcamo της Nervous Horizon.