Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται από τη γέννηση του Donny Hathaway. Ο πρόωρος θάνατός του – ατύχημα, αυτοκτονία ή εγκληματική ενέργεια- καλύπτεται ακόμα από πέπλο μυστηρίου. Οι περισσότερο τον γνωρίζουν ως ερμηνευτή του ύμνου του κινήματος του Black Power “The Ghetto”. Οι πιο μεγάλοι σε ηλικία θυμούνται ίσως κάποιες από τις 40 επιτυχίες του σε ντουέτο με τη Roberta Flack, σε κομμάτια όπως το “Where is the Love” ή το “The Closer I Get to You”. Όμως για τους φανς της soul της δεκαετίας του 1970, ο Hathaway ήταν ένας ολοκληρωμένος μουσικοσυνθέτης επιπέδου Stevie Wonder, ένας ερμηνευτής του οποίου η τεχνική ικανότητα και οι εκφραστικές δυνάμεις παρήγαγαν ένα σύνολο έργων υψηλότατου επιπέδου. Ο περίφημος παραγωγός της Atlantic Records, Jerry Wexler, είπε κάποτε: «Παλιότερα νόμιζα ότι είχαμε δύο ιδιοφυΐες στην Atlantic: την Aretha Franklin και τον Ray Charles. Όταν ο Donny Hathaway υπέγραψε μαζί μας, ανακοίνωσα σε όλους ότι νομίζω ότι βρήκαμε την τρίτη μας ιδιοφυΐα».
Από το Σεντ Λούις στο Σικάγο
Ο Donny Edward Hathaway γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1945 στο Σικάγο. Μεγάλωσε στο Σεντ Λούις από τη γιαγιά του, gospel τραγουδίστρια και κιθαρίστρια. Μέχρι την ηλικία των τεσσάρων ετών, η γιαγιά του Hathaway αναγνώρισε το μουσικό του ταλέντο, του αγόρασε ένα πιάνο και καλλιέργησε το ταλέντο του. Τα νεανικά του χρόνια ήταν βυθισμένα σε μια σειρά από μουσικές δημιουργίες. Τραγουδούσε στην Πεντηκοστιανή Eκκλησία στην οποία ανήκε η οικογένειά του. Εμφανιζόταν στην γκόσπελ περιόδευσα χορωδία του Σεντ Λούις με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Little Donnie Pitts – Pitts ήταν το επωνυμο της γιαγιάς του. Σπούδασε κλασικό πιάνο και στο λύκειο ερμήνευσε το Κοντσέρτο για πιάνο σε λα ελάσσονα του Γκριγκ. Μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ, όπου σπούδασε μουσική με ακαδημαϊκή υποτροφία.
Ήταν κατά τη διάρκεια των σπουδών του όταν ο Hathaway δημιούργησε μερικές από τις πιο σημαντικές και διαρκείς καλλιτεχνικές του σχέσεις: με τη Roberta Flack, τη συμμαθήτριά του και συνεργάτιδα στις πιο δημοφιλείς ηχογραφήσεις του. Οι δυο τους καλλιέργησαν μια πολύ στενή σχέση η οποία όμως, όπως συχνά επέμεινε η Flack, παρέμεινε σε πλατωνικό επίπεδο· με τον Leroy Hutson, τον συγκάτοικό του και συνεργάτη στη σύνθεση του πρώτου του μεγάλου single, του “The Ghetto, Pt. 1”· και με τον Ric Powell, τον συμμαθητή του, συμπαίκτη του στο συγκρότημα και συμπαραγωγό του πρώτου του άλμπουμ, “Everything is Everything”, που έμελλε να κυκλοφορήσει το 1970 από την Atlantic. (Σημ: ειδικά ο Leroy Hutson υπήρξε ένας πολύ σπουδαίος όσο και παραγνωρισμένος συνθέτης της soul-funk των 70’ς. Ηχογράφησε μεταξύ άλλων στην Curtom, την ανεξάρτητη ετικέτα του Curtis Mayfiled και επίσης σκόραρε σε blaxploitation film)
Ο Hathaway εργάστηκε αρχικά ως στιχουργός, μουσικός σε ηχογραφήσεις και παραγωγός για την Chess Records και κατόπιν για την Curtom, την ετικέτα του Curtis Mayfield στο Σικάγο. Έκανε τις ενορχηστρώσεις για επιτυχίες των Unifics ("Court of Love" και "The Beginning of My End") και συμμετείχε σε ηχογραφήσεις των Staple Singers, Jerry Butler, Aretha Franklin και των Impressions και του ίδιου του Curtis Mayfield. Αφού έγινε "house producer" για την Curtom, άρχισε να ηχογραφεί εκεί. Ο Hathaway ηχογράφησε το πρώτο του single με το δικό του όνομα το 1969, ένα ντουέτο με την τραγουδίστρια June Conquest με τίτλο "I Thank You, Baby". Ηχογράφησαν επίσης το ντουέτο "Just Another Reason", που κυκλοφόρησε ως B-side.
Atlantic Records
Το 1969, μετά από μια επιτυχημένη διετή περίοδο εργασίας ως ενορχηστρωτής, παραγωγός στην Curtom, ο 23χρονος Donny Hathaway υπέγραψε συμβόλαιο ως σόλο καλλιτέχνης από την Atlantic Records για το τμήμα Atco της εταιρείας. Λέγεται ότι τον εντόπισε για την εταιρεία ο σαξοφωνίστας/ παραγωγός King Curtis (που επίσης έφυγε νωρίς) να παίζει ζωντανά σε ένα εμπορικό συνέδριο. Κατά τη διάρκεια των επόμενων τεσσάρων ετών, κυκλοφόρησε τρία σόλο στούντιο άλμπουμ που έλαβαν εξαιρετικές κριτικές (Everything Is Everything 1970, Donny Hathaway 1971, Extension of a Man 1973), καθώς και το άλμπουμ- ντουέτο Roberta Flack & Donny Hathaway (1972), το οποίο σημείωσε πωλήσεις εκατομμυρίων αντιτύπων. Επίσης το θρυλικό του Donny Hathaway Live του 1972 (βλέπε παρακάτω), ένα Christmas album, τη μουσική επένδυση για την παραγωγή Come Back του Samuel Goldwyn Jr., το “Charleston Blue” , και το τραγούδι τίτλων για την επιτυχημένη σειρά Maude της CBS Television. Την ίδια περίοδο παρέμεινε περιζήτητος και ενεργός ως ενορχηστρωτής και session μουσικός για τις ηχογραφήσεις σημαντικών καλλιτεχνών, όπως οι Lena Horne, Willie Nelson, Aretha Franklin και Freddie King.
«O Donny Hathaway είναι ο πιο λαμπρός μουσικός θεωρητικός που έχω συναντήσει ποτέ», έλεγε και πάλι ο Jerry Wexler για την "τρίτη ιδιοφυΐα" της Atlantic Records. Ωστόσο το σχήμα «μουσικός θεωρητικός» λέει τη μισή αλήθεια. Στην περίπτωση του Hathaway πρόκειται για μια καλλιτεχνία χτισμένη σε μια συνέργεια δεξιοτεχνίας, σπουδών αλλά και μουσικού ενστίκτου ριζωμένου σε μουσικές παραδόσεις που προϋπήρχαν, σε συνδυασμό με μια επιβλητική φωνή διαποτισμένη με ατρόμητη έκφραση. Τα τραγούδια του, είτε πρωτότυπα είτε διασκευές, έχουν την εξαιρετική ποιότητα να είναι ταυτόχρονα βαθιά προσωπικά και οικουμενικά: “Someday We'll All Be Free”, “I Love You More Than You'll Ever Know”, “A Song for You”, “Giving Up”, “For All We Know”, “Jealous Guy”.
Ψυχική διαταραχή
Καθώς όμως η δημιουργική και επαγγελματική του ζωή άνθιζε, η ψυχική υγεία του Hathaway άρχισε να επιδεινώνεται. Σύμφωνα με τη σύζυγό του, Yula Hathaway, «Νοσηλεύθηκε αρκετές φορές. Υποθέτω ότι μέχρι το '73 ή το '74 διαπιστώθηκε ότι ήταν παρανοϊκός σχιζοφρενής». Από το 1974 έως το 1979, η δισκογραφική καριέρα και οι δημόσιες εμφανίσεις του Donny Hathaway διακόπηκαν από τις εξουθενωτικές επιπτώσεις της νόσου και της θεραπείας της.
Στα τέλη του 1978, μετά από μια σχεδόν τετραετή παύση, είχαν ξεκινήσει σχέδια για την επανέναρξη της καριέρας του Hathaway. Θα επέστρεφε στο στούντιο ηχογράφησης για να επανενωθεί με την παλιά του φίλη και συνεργάτιδα, Roberta Flack. Θα κυκλοφορούσαν ένα ακόμη ντουέτο άλμπουμ, συνέχεια του χρυσού δίσκου τους του 1972. Οι ηχογραφήσεις για το νέο άλμπουμ ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 1979, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τα singles “Back Together Again” και “You Are My Heaven”. Αλλά στα μέσα της ηχογράφησης της 13ης Ιανουαρίου, ο Hathaway είχε ένα επεισόδιο, που προκλήθηκε από την χρόνια ψυχική ασθένεια. Ο Hathaway διέκοψε τις ηχογραφήσεις υποστηρίζοντας ότι ήταν καταβεβλημένος. Η ηχογράφηση ακυρώθηκε και οι μουσικοί στάλθηκαν σπίτι. Αργότερα το ίδιο βράδυ, σε ηλικία 33 ετών, ο Donny Hathaway έδωσε τέλος στη ζωή του.
Στις 13 Ιανουαρίου, ο Hathaway ξεκίνησε μια ηχογράφηση με τους παραγωγούς/μουσικούς Eric Mercury και James Mtume . Και οι δύο ανέφεραν ότι, παρόλο που ο Hathaway τραγουδούσε καλά, άρχισε να συμπεριφέρεται παράλογα, φαινόταν να είναι παρανοϊκός και να έχει παραισθήσεις. Σύμφωνα με τον Mtume, ο Hathaway ισχυρίστηκε ότι λευκοί προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν και είχαν συνδέσει τον εγκέφαλό του με μια μηχανή με σκοπό να κλέψουν τη μουσική και τη φωνή του. Δεδομένης της συμπεριφοράς του, ο Mercury αποφάσισε ότι η ηχογράφηση δεν μπορούσε να συνεχιστεί, οπότε την διέκοψε και όλοι οι μουσικοί πήγαν σπίτι τους.
Μερικές ώρες μετά, ο Hathaway βρέθηκε νεκρός στο πεζοδρόμιο κάτω από το παράθυρο του δωματίου του στον 15ο όροφο του ξενοδοχείου Essex House της Νέας Υόρκης, στην οδό Central Park South 160. Αναφέρθηκε ότι είχε πηδήξει από το μπαλκόνι του. Η πόρτα του δωματίου του ξενοδοχείου ήταν κλειδωμένη από μέσα και το τζάμι του παραθύρου είχε αφαιρεθεί προσεκτικά. Δεν υπήρχαν σημάδια πάλης, γεγονός που οδήγησε τους ερευνητές να αποφανθούν ότι ο θάνατος του Hathaway ήταν αυτοκτονία . Σύντομα όμως άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι πρόκειτο για εγκληματική ενέργεια. Ότι ο Hathaway δεν πήδηξε αυτοβούλως αλλά εκπαραθυρώθηκε. Ότι ευθύνεται η μαφία του γκέτο είτε επειδή τους χρωστούσε είτε επειδή θεωρούσαν ότι τους εξέθεσε στο ομώνυμο κομμάτι. Θεωρίες συνωμοσίας…
«Ήταν σε καλή διάθεση, έχοντας μόλις γράψει νέα μουσική και έχοντας ηχογραφήσει με τη Roberta όλη μέρα. Μόλις είχαμε φύγει από το διαμέρισμά της στο Σέντραλ Παρκ Γουέστ και είχαμε επιστρέψει στα δωμάτιά μας για το βράδυ. Δεν είχε πιει πολύ ούτε είχε πάρει κανενός είδους ναρκωτικά», δήλωσε τότε ο μάνατζέρ του Edward Howard.
Η Flack ήταν συντετριμμένη και συμπεριέλαβε τα λίγα ντουέτα που είχαν ολοκληρώσει στο επόμενο άλμπουμ της, Roberta Flack Featuring Donny Hathaway (1980). Σύμφωνα με τον Mercury, η τελευταία ηχογράφησή τους ήταν το "You Are My Heaven", ένα τραγούδι που συνέγραψε με τον Stevie Wonder .
Την κηδεία του Hathaway τέλεσε ο Αιδεσιμότατος Jesse Jackson, ακτιβιστής για τα πολιτικά δικαιώματα και στενός συνεργάτης του Martin Luther King. Tο 1979, οι Whispers ηχογράφησαν το τραγούδι-φόρο τιμής "Song for Donny" για το ομώνυμο άλμπουμ τους.
Τα τραγούδια που άφησε πίσω του ο Hathaway συγκαταλέγονται σ’ αυτά που θεμελίωσαν την αμερικανική soul. Έχουν επηρεάσει στο στυλ καλλιτέχνες από τον κιθαρίστα της jazz George Benson ως την τραγουδίστρια του R&B Alacia Keys μέχρι τον ράπερ Common.Η Amy Winehouse τον θεωρούσε ως τον αγαπημένο της καλλιτέχνη όλων των εποχών και αναφέρεται στον «Κύριο Hathaway» στο τραγούδι της “Rehab”.
Η φωνή του Hathaway ήταν καθαρή και δυνατή, και το παίξιμό του στο πιάνο ήταν από μόνο του αξιοσημείωτο. Δεν είχε μόνο μια απίστευτη φωνή από γεννησιμιού του, αλλά και την τεχνική ενός κλασικού τραγουδιστή. Σε μια συνέντευξη του 1973, ο ίδιος ο Hathaway μίλησε για τον τρόπο που έβλεπε τη μουσική:
«Όταν σκέφτομαι τη μουσική, τη σκέφτομαι στην ολότητά της, ολοκληρωμένη. Από τα χαμηλότερα μπλουζ μέχρι την υψηλότερη συμφωνία, ξέρετε, οπότε αυτό που θα ήθελα να κάνω είναι να αναδείξω κάθε στυλ όσο το δυνατόν περισσότερων περιόδων».
Πιθανότατα δεν πρόλαβε να ξεδιπλώσει ολόκληρο το πολύπλευρο ταλέντο του. Ήταν μόλις 33 ετών.
Donny Hathaway Live
Σπάνια -ακόμα σπανιότερα στην κατηγορία της soul- το ηχογραφημένο live ενός δημιουργού συναγωνίζεται τις καλύτερες εγγραφές του στο στούντιο – μου έρχονται στο μυαλό τα live του Sam Cooke και του James Brown στο Apollo του Χάρλεμ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60, αυτό του Curtis Mayfield το 1970 στο The Bitter End του Μανχάταν ή ο ζωντανός δυναμίτης Stompin' at the Savoy των Rufus and Chaka Khan του 1983. Το Donny Hathaway Live ανήκει σ΄ αυτή την κατηγορία.
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε δύο κλαμπ, γνωστά για την παρουσίαση folk και rock μουσικής: η πρώτη πλευρά στο The Troubadour το Λος Άντζελες στις 24 & 30 Αυγούστου του 1971 και η δεύτερη στο The Bitter End του Greenwitch Village στις 7 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου.
Δεν υπάρχει τίποτα το τυπικό σε αυτό το live σετ. Τα φωνητικά και το ηλεκτρικό πιάνο του Hathaway υποστηρίζονται από τους κιθαρίστες Phil Upchurch, Cornell Dupree και Mike Howard. Πίσω τους βρίσκεται ένα στεγανό ρυθμικό section με τον Willie Weeks στο μπάσο, τον Fred White στα ντραμς (ο οποίος αργότερα εντάχθηκε στους Earth, Wind & Fire) και τον Eric DeRouen στις κόνγκας. Μεταξύ τους, ηλεκτρίζουν το υλικό από τα δύο πρώτα στούντιο άλμπουμ του Hathaway, καθώς και το “You've Got a Friend” από το άλμπουμ με τα ντουέτα την Roberta Flack. Το τραγούδι της Carole King γίνεται σαν ύμνος, με το κοινό να τραγουδά το ρεφρέν (ηχογραφήθηκε ζωντανά αποκλειστικά για αυτό το άλμπουμ). Η εκδοχή του “Jealous Guy” του John Lennon από τον Hathaway, ερμηνευμένη με πιάνο σε στυλ barrelhouse έχει ένα υπόγειο και αλαζονικό groove. Σ’ αυτή την εξαιρετική διασκευή στο τραγούδι του John Lennon μπορεί κανείς αμέσως να καταλάβει ότι η Hathaway έλκει το κοινό πιο κοντά στις ευάλωτες ιδιότητες όχι μόνο της μουσικής του δεινότητας, αλλά και της βασανισμένης ψυχής του.
Ωστόσο, είναι τα τζαμαρίσματα αυτά που πραγματικά πυροδοτούν το άλμπουμ. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το “Voices Inside (Everything Is Everything)”. Η τρίλεπτη στούντιο ηχογράφηση επεκτείνεται σε μια εκτέλεση σχεδόν 14 λεπτών, με ένταση που αυξάνεται καθώς περνούν τα λεπτά. Οι ακροβατικές κινήσεις του μπάσου είναι εκπληκτικές και μπορείς να ακούσεις τον ενθουσιασμό του κοινού και των συναδέλφων του μπασίστα Willie Weeks, καθώς το παίξιμό του γίνεται πιο τολμηρό.
Αντίστοιχα η εκτεταμένη ερμηνεία του “Little Ghetto Boy” αποκτά έναν πιο αυθόρμητο αέρα ενέργειας και αυτοσχεδιασμού. Το γεμάτο funk τζαμάρισμα της μπάντας του Hathaway γίνεται πιο χαλαρό και ανεμπόδιστο. Φωνές, γρυλίσματα και κραυγές gospel κατακλύζουν ολόκληρο τον χώρο, προκαλώντας το πνεύμα ενός οικείου εκκλησιάσματος.
Το χαρακτηριστικό τραγούδι του Hathaway, το “The Ghetto”, τυγχάνει παρόμοιας μεταχείρισης: το σόλο του στο ηλεκτρικό πιάνο ακολουθείται από το έντονο παίξιμο των congas από τον DeRouen, μεταφέροντας το συναίσθημα από το Greenwich Village κατευθείαν πίσω στην Αφρική – βρισκόμαστε άλλωστε στα χρόνια του Black Power. Ακούγεται ελεύθερο, αδάμαστο, γεμάτο άγρια εγκατάλειψη. Κατά τη διάρκεια της 12λεπτης εκτέλεσης, ο Hathaway ενορχηστρώνει τις παρορμήσεις του πλήθους με τις ελαστικές Fender Rhodes μελωδίες του, καθώς εκείνοι χειροκροτούν με ενθουσιασμό και θρηνούν σε κάθε του εντολή.
Το Live καταδεικνύει επίσης πόσο υπέροχη είναι η φωνή της Hathaway, δείχνοντας πώς η μερικές φορές περίτεχνη δουλειά του στο στούντιο θα μπορούσε να μεταφραστεί τέλεια στη σκηνή. Έχει επίσης αποτελέσει ένα είδος προτύπου για πολλά ζωντανά άλμπουμ του είδους που ακολούθησαν, όπως το Amazing Grace της Aretha Franklin και το Live at Carnegie Hall του Bill Withers. Το παίξιμο όλων των μουσικών είναι τεχνικά τέλειο όμως συγχρόνως πραγματικά αποτυπώνει τον αυθορμητισμό και τη χαρά της στιγμής.
Πηγές: Ahmet Ertegun, What'd I Say?: The Atlantic Story (Orion, 2001) • Emily J. Lordi, Donny Hathaway's Donny Hathaway Live (Bloomsbury Academic, 2016) • David Kleijwegt, Mister Soul – A Story About Donny Hathaway. Ντοκιμαντέρ ολλανδικής παραγωγής που έκανε πρεμιέρα στις 28 Ιανουαρίου 2020 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ.