Aπό που ξεκινάει η ιστορία του Alan Vega; Aπό μια έκρηξη. Από ένα live των Stooges το 1969 στο New York State Pavilion, που θα μεταμόρφωνε για πάντα τον απόφοιτο της Σχολής Καλών Τεχνών με πολιτικά αντανακλαστικά και εσωτερικές φωτιές. Ο ίδιος ο Vega θυμόταν: «Το σετ των Stooges κράτησε είκοσι λεπτά το πολύ. Μετά, αντί για rock’n’roll ανάμεσα στα σχήματα, έβαλαν το Brandenburg Concerto του Bach. Ήταν τέλειο». Φυσικά τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Ένα μετα-ηχητικό σμπαράλιασμα, όπου το punk θα συναντούσε για πρώτη φορά το μπαρόκ, ή, μάλλον, καλύτερα, το punk να γεννιέται μέσα από αυτό το κενό.
Βέβαια, πριν καν ο όρος "punk" γίνει σημείο αναφοράς, πριν τον πιάσουν οι Ramones, οι Pistols, οι Clash, ήταν ήδη στο στόμα του Vega. Oι Suicide αποκαλούσαν τα live τους punk masses, τελετουργικά της παραμόρφωσης, ηλεκτροσόκ σε κλειστά υπόγεια με φθηνές disco μπάλες και απειλητικές κραυγές. Για τον Vega, το punk δεν ήταν στυλ, ήταν πράξη: μια πράξη καθαρού θορύβου, απόγνωσης και ερωτισμού. Και για τον Lester Bangs, που πρώτος είχε χρησιμοποιήσει τον όρο για να ξεχωρίσει την αλήθεια του Detroit από την ψεύτικη φαντασίωση του San Francisco, οι Suicide ήταν οι γνήσιοι συνεχιστές.
Άρα, αν μεταφορικά μπορούμε να πούμε πώς το punk ήταν μια ερωτική επιστολή προς την καταστροφή, οι Suicide την υπέγραψαν πρώτοι με αίμα και feedback. Πριν απ’ όλους. Πριν καν το καταλάβουμε όλοι μας.
Σήμερα, για να καταλάβεις τους Suicide, πρέπει πρώτα να μπεις στην παράξενη, σχεδόν μεταφυσική σύζευξη δύο ασύμβατων υπάρξεων: του Alan Vega και του Martin Rev (ή Reverby, όπως τον ήξεραν οι φίλοι του που κουβαλούσαν μια δόση jazz παραίσθησης). Είναι σαν να λέμε ότι κανονικά δεν θα έπρεπε να έχουν υπάρξει ποτέ μαζί. Ο Vega, ένας οραματιστής των εικαστικών, κολλημένος με τον Elvis και τη θρησκευτική ένταση του ροκ εν ρολ. Ο Rev, παιδί της free jazz και των ηλεκτρονικών παραληρημάτων, με μυαλό συντονισμένο περισσότερο στις παρτιτούρες του Sun Ra παρά στις κιθάρες των Ramones. Ήταν κάτι σαν την ιδέα του "Fire Walk With Me" του Lynch σε synth μορφή. Κι όμως, λειτούργησε. Με τον πιο βίαιο, ψυχωτικό, ειλικρινή τρόπο.
Η μουσική τους; Ένα μείγμα που δεν εξηγείται εύκολα. Λιτή, επαναλαμβανόμενη, σχεδόν αναιμική electronica, και πάνω της, η φωνή του Vega: με ουρλιαχτό, προσευχή, και απειλή. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν έμοιαζε με τίποτα της εποχής τους. Ήταν ένα τελετουργικό ηχητικής επίθεσης, μια no wave seance, τόσο σωματική που όσοι το έζησαν τότε θυμούνται ότι έβγαινες από το live σαν να είχες φάει μπουνιά στο στομάχι. Όχι μόνο επειδή η μουσική σε προκαλούσε, αλλά γιατί κυριολεκτικά υπήρχαν μπουνιές. Σκηνές χάους, κοινό που πέταγε ό,τι έβρισκε μπροστά του στη σκηνή, άλλοι που αποχωρούσαν ουρλιάζοντας ή λιποθυμούσαν.
Κι όλα αυτά, γιατί οι Suicide δεν δημιουργήθηκαν ως συγκρότημα. Ήταν performance art. Ήθελαν να γκρεμίσουν τοίχους, και όχι μόνο συμβολικά. Να καταργήσουν το χάσμα ανάμεσα στη σκηνή και το κοινό, να επιβάλουν την αλληλεπίδραση με τη βία, αν χρειαζόταν. Κάθε εμφάνισή τους ήταν ένα happening, όχι με την παιχνιδιάρικη έννοια των 60s, αλλά σαν τελετή εξορκισμού.
Κάποιοι αρχικά τους εβαλαν άγαρμπα στην glam σκηνή της Νέας Υόρκης, αλλά δεν είχαν καμία σχέση. Δεν ήταν glitter, ήταν κάτι σαν ξυρίζεσαι με σπασμένο καθρέφτη. Φορούσαν δερμάτινες καμπαρντίνες σαν κατάσκοποί της νύχτας και κουβαλούσαν στις εμφανίσεις τους όλο τον ιδρώτα, την οργή και τη νεύρωση του Manhattan της εποχής. Και επίσης δεν τραγουδούσαν για να σου αρέσουν, τραγουδούσαν για να σε ξεβολέψουν.
Γιατί αυτό ήταν οι Suicide: Όχι-μουσική. Απειλή.
Για κάποιο διάστημα, μάλιστα, οι Suicide ήταν η πιο τρομακτική μπάντα της Νέας Υόρκης. Κυριολεκτικά. Δεν υπήρχε τίποτα «cool» ή «χαριτωμένα underground» σε αυτούς. Δεν ήταν απλώς παράφωνοι ή avant-garde, ήταν ουσιαστικά απειλητικοί, σαν κραυγή μέσα στη νύχτα, όταν γυρνάς σπίτι μόνος και ακούς βήματα πίσω σου. Ήταν το υποσυνείδητο μιας πόλης που αρνιόταν να κοιμηθεί.
Κι ας μη ξεχνάμε την εποχή: Η Αμερική των mid-70s δεν είχε καμία σχέση με την αποστειρωμένη, υπερπληροφορημένη, υπερρυθμισμένη Αμερική του 2020. Η ήττα στο Βιετνάμ είχε διαλύσει κάθε ψευδαίσθηση ηθικής υπεροχής, η κρίση του πετρελαίου είχε στραγγαλίσει την οικονομία, και οι δρόμοι των πόλεων (ειδικά της Νέας Υόρκης) ήταν ένας εφιάλτης φτώχειας, εγκληματικότητας και αδιαφορίας. Μέσα σε αυτό το τοπίο, το χρυσό όραμα της τέχνης φάνταζε γελοίο. Και οι Suicide το ήξεραν. Και το χρησιμοποίησαν.
Γι' αυτό δεν ήθελαν να παίζουν μουσική για να σε διασκεδάσουν. Ήθελαν να σε τραυματίσουν. Η βία δεν ήταν παράπλευρη απώλεια, ήταν το μήνυμα. Ο Vega κι ο Rev, επηρεασμένοι τόσο από τις σοσιαλιστικές τους ανησυχίες όσο και από το σωματικό χάος του Iggy Pop, έβλεπαν τη σκηνή ως πολιτικό εργαλείο. Πώς πείθεις, λοιπόν, ένα χορτασμένο, φιλήσυχο, μεσοαστικό κοινό να σε προσέξει; Τους βάζεις στην κόλαση, τους κλειδώνεις μέσα και πετάς το κλειδί. Τους αναγκάζεις να αισθανθούν τον τρόμο που βιώνουν καθημερινά οι άνθρωποι στους δρόμους. Όχι με λόγια, αλλά με ήχους που τους ξεσκίζουν τη σάρκα.
«Ο κόσμος έμπαινε στον χώρο κι έμπαινε στην κόλαση», είχε πει κάποτε ο Vega στη Jewish Chronicle το 2008. «Το μήνυμα ήταν: "Ξύπνα, ρε φίλε. Πρέπει να αλλάξεις αυτό το σκατό!"». Δεν ήταν μίσος αυτό που έβγαινε. Ήταν καμπανάκι. Ήταν μια τέχνη που σε χαστούκιζε για να σε κάνει να νιώσεις, όχι να θαυμάσεις. Γι’ αυτό οι Suicide δεν ήταν ένα απλό συγκρότημα. Ήταν μια κοινωνική διαμαρτυρία με συνθεσάιζερ. Ήταν αυτό που συμβαίνει όταν η τέχνη παίρνει θέση, και βάζει ρεύμα στις ψυχές.
Το Suicide (1977) είναι ένας ηχητικός καθρέφτης που, αν τολμήσεις να τον κοιτάξεις για ώρα, αρχίζεις να βλέπεις πράγματα που θα προτιμούσες να αγνοείς: την ασχήμια, τον φόβο, την απανθρωπιά που σιγοβράζει κάτω απ’ τα φώτα της μητρόπολης. Και στην κορυφή του, ένα κομμάτι που θα γινόταν το ιερό και βλάσφημο ευαγγέλιο της μπάντας: το "Frankie Teardrop".
Δέκα λεπτά. Αυτό χρειάζεται ο Vega και ο Rev για να σου δείξουν την κόλαση, όχι ως μεταφορά, αλλά ως ρεαλιστικό ενδεχόμενο.
Η ιστορία είναι απλή, σχεδόν θρασύτατα κλισέ: ένας εργάτης, ο Φράνκι, απολυμένος εργάτης εργοστασίου, φτωχός, απελπισμένος. Σκοτώνει τη γυναίκα και το παιδί του. Μετά αυτοκτονεί. Και μετά, βέβαια, η ιστορία δεν τελειώνει. Ο Vega τον ακολουθεί στον θάνατο. Τον ακολουθεί στην Κόλαση. Με κραυγές που δεν είναι ερμηνεία αλλά πραγματική ψυχολογική διάλυση. Σαν να διαλύεται σε πραγματικό χρόνο. Σαν να τραγουδάει κάποιος που είδε κάτι που δεν θα έπρεπε να δει ποτέ κανείς.
Ο ήχος; Μια μηχανή. Ένα ρυθμικό loop σαν καρδιοχτύπι ή σαν προειδοποίηση. Και πάνω του, ο Vega να ουρλιάζει. Να σχίζεται. Κάθε παραμορφωμένο "Frankie!!!" είναι ένα ράγισμα στην αντοχή του ακροατή. Οπότε, δεν ακούς απλώς ένα κομμάτι. Κάτι αντέχεις... Όπως είχε σημειώσει ο Henry Rollins, «αν το ακούσεις μόνος σου, στο σκοτάδι, θα αλλάξεις».
Και αυτό ήταν το ζητούμενο. Οι Suicide δεν ήθελαν να κάνουν μουσική για να την ακούς στο background. Ήθελαν να σε κάνουν να θυμάσαι πώς είναι να πονάς. Ή να φοβάσαι. Ή να καταλαβαίνεις ότι κάτω από κάθε ευπρεπή κοινωνική πρόσοψη, υπάρχει ένας πιθανός "Frankie".
Δεν είναι τυχαίο που ο Bruce Springsteen (ο βασιλιάς των working class ballads) έχει δηλώσει ότι το "Frankie Teardrop" τον στοίχειωσε. Τον στιγμάτισε. Ακριβώς γιατί έλεγε μια ιστορία που εκείνος δεν μπορούσε να πει, γιατί δεν ήταν ασφαλής, δεν είχε λύτρωση.Έτσι το Suicide του 1977 στέκεται μέχρι σήμερα ως ένα μανιφέστο. Ούτε πανκ, ούτε ηλεκτρονικό. Ένα μανιφέστο για το πώς η τέχνη μπορεί να γίνει βίαια ειλικρινής. Πώς μπορεί να ματώσει.
Ήταν, λοιπόν, πολύ πιο ριζοσπαστικοί απ’ όσο νομίζεις; Φυσικά, και όχι απλώς πριν την ώρα τους, αφού ουσιαστικά ήταν ακατανόητοι για την ώρα τους. Η επίδραση των Suicide δεν ήταν πυροτέχνημα. Ήταν ένα αναμμένο κάρβουνο που έκαιγε αργά, ύπουλα, ώσπου άναψε φωτιά στο υπόγειο και, όταν τελικά ανέβηκε στην επιφάνεια, η “σκηνή” είχε ήδη αλλάξει για πάντα. Αλλά στην αρχή; Τους μισούσαν. Ακόμα και οι πανκς.
Ο ίδιος ο Vega το είχε πει ξεκάθαρα στον Jon Wilde της Guardian το 2008: «Ανοίγαμε για τους Clash, αλλά μάλλον ήμασταν πολύ πανκ για το κοινό του πανκ. Μας μισούσαν. Τους πέταξα στα μούτρα: "Θα πρέπει να υποστείτε εμάς πρώτα για να δείτε το main act". Και τότε ήρθε το τσεκούρι, κυριολεκτικά. Πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου. Ήταν πολύ σουρεάλ, φίλε. Ένιωσα σα να ήμουν σε 3D western του John Wayne. Αλλά, μεταξύ μας; Αυτό ήταν απλά μια ακόμη μέρα με τους Suicide. Γιατί κάθε live μας τότε ήταν Τρίτος Παγκόσμιος».
Κι όμως, μέσα από αυτό το πεδίο μάχης, κάποιοι είδαν το μέλλον. Ένας τραγουδιστής, ένα συνθεσάιζερ, ένα drum machine, έφταναν αυτά. Μια όχι-μπάντα, μια σχηματική πρόβλεψη της δεκαετίας του ’80 και των διάσημων ντουέτων που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας: οι Soft Cell, με το "Tainted Love" και τα κουρασμένα βλέμματα στο Top of the Pops, ήξεραν. Οι DAF, οι Cabaret Voltaire, ο Fad Gadget το ίδιο. Και κάπου πιο σκοτεινά, στις γωνίες όπου σιγόβραζε ο εφιάλτης, ο ήχος των Suicide μεταμορφωνόταν, αποκτούσε μια πιο goth πτυχή: μια υποδόρια αίσθηση απειλής, ένας ρυθμός σαν ταμπούρλο κηδείας, μια φωνή που περισσότερο ψυθιρίζει ή ουρλιάζει παρά τραγουδά. Sisters of Mercy, Bauhaus, Siouxsie and the Banshees, The Cassandra Complex, και πολλοί ακόμα, όλοι χρωστάνε ένα synth και μια κραυγή στον Alan Vega.
Mόνο που οι Suicide δεν ήταν απλώς πρωτοπόροι. Ήταν ένα κερδισμένο λάθος. Η μπάντα που χλευάστηκε και αποδοκιμάστηκε, μόνο για να αποδειχθεί (χρόνια μετά) ότι όλοι είχαν πάρει κάτι από αυτούς: είτε το minimal setup, είτε τον υπαρξιακό τρόμο, είτε την απλή, γυμνή, ανεπιθύμητη αλήθεια, είτε την μονότονη επανάληψη των synths. Bλέπετε οι Suicide δεν ανήκαν σε καμία σκηνή. Ανήκαν στο υπόγειο μέλλον. Kαι μέχρι το 1980, ο Vega και ο Rev είχαν αρχίσει να βαριούνται τον ρόλο των απόκοσμων freaks. Κοίταζαν προς την πλευρά της Νέας Υόρκης που χόρευε, και δεν ήθελε να ρίξει άλλες κλωτσιές. Και χρειάστηκε μόνο ένας τύπος, ο Michael Zilkha της ZE Records, να ακούσει το "I Feel Love" της Donna Summer και να σκεφτεί: «ναι, κι αυτοί μπορούν να κάνουν ντίσκο».
Ο Giorgio Moroder ήταν το πρώτο όνειρο για παραγωγός (φαντάσου να είχε γίνει), αλλά επειδή δεν ήταν διαθέσιμος, τα ηνία τα πήρε ο Ric Ocasek των Cars. Δούλεψε σχεδόν αποκλειστικά με τον Rev στα synths, αφήνοντας τον Vega να επικεντρωθεί στους στίχους. Το αποτέλεσμα; Μια στροφή προς μια σκοτεινή pop, χωρίς να χαθεί η ηλεκτρονική ψύχρα και το rockabilly δάγκωμα του ντεμπούτου. Από το εύθραυστο "Dream Baby Dream" μέχρι το σκληροπυρηνικό "Harlem", ο Ocasek τιθάσευσε την παράνοια και την έκανε τραγούδι. Το Suicide (1980) δεν είναι απλά το πιο προσιτό τους άλμπουμ, αλλά ένα σκοτεινό pop αριστούργημα καμουφλαρισμένο ως art punk. Ένα μικρό διαμάντι που χορεύει στην άκρη του γκρεμού, πριν πέσει και χαθεί για πάντα.
Μπορεί οι Suicide, καλλιτεχνικά τουλάχιστον, να είχαν εξαντληθεί μετά τον δεύτερο δίσκο (τα A Way of Life (1988) και Why Be Blue (1992) είχαν τις στιγμές τους, αλλά έλειπε εκείνη η πρωτογενής φλόγα, η απειλή. Ο Vega όμως δεν σταμάτησε. Αντί να ανακυκλώσει την αισθητική του τρόμου, επέστρεφε πίσω για να επιτεθεί από άλλο μέτωπο.
Το πρώτο του σόλο άλμπουμ, Alan Vega (1980), είναι σχεδόν καθαρό R&B: κιθάρες αντί για synths, λιτότητα αλλά με συναίσθημα, μια ματιά στα ’50s χωρίς ρετρό αθωότητα. Το Collision Drive (1981) συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, αλλά με περισσότερη σύγκρουση, όπως λέει και ο τίτλος. Εκεί, ο Vega ξαναπιάνει το "Ghost Rider" των Suicide και το μεταμορφώνει σε κάτι σαν διασταύρωση Chuck Berry με παράνοια. Ας μην γελιόμαστε όμως: δεν ήταν απόδραση. Ήταν πείραμα. Ήταν μεταμόρφωση. Το 13λεπτο "Viet Vet" από το Collision Drive είναι η απόδειξη: μια ελεγεία για έναν κατεστραμμένο βετεράνο, γεμάτο λύπη, απειλή και μια υποβόσκουσα βία που δεν ξεσπά ποτ, ξαδερφάκι του "Frankie Teardrop", γεννημένο μέσα σε κιθαριστική λάσπη αντί για synth επαναλήψεις.
Κι όμως, το 1983, ο Alan Vega αποφάσισε να βγει από τη σκιά. Να πάψει να είναι ο φανταστικός φίλος της ποπ κουλτούρας, o οποίος είναι πάντα εκεί, αλλά κανένας δεν τον καλεί στο τραπέζι. Υπέγραψε με την Elektra, επανένωσε τις δυνάμεις του με τον Ric Ocasek, και για πρώτη φορά έκανε σχέδια με πρόθεση επιτυχίας. Το όνειρο; Να ρίξει πάνω στον ήχο του όση ποπ λάμψη άντεχε χωρίς να καεί.
Το Saturn Strip (1983) είναι αυτό το όνειρο. Ή καλύτερα, η απόδειξη ότι ακόμα και οι προφήτες μπορούν να τραγουδήσουν με hooks. Ο Vega συμπυκνώνει την παραμόρφωση σε τετράλεπτα τραγούδια, ρίχνει τα τείχη της πειραματικής υπερβολής, και με έναν πανέμορφα παράδοξο τρόπο, βρίσκει πιο καθαρά τη φωνή του. Εννοείται ότι το άλμπουμ δεν είναι προδοσία, είναι καθαρτήριο. Σαν να περπατάς μεθυσμένος μέσα σε ένα υπερφωτισμένο mall, όπου η μουσική σε νανουρίζει ενώ γύρω σου ο κόσμος έχει πάρει φωτιά. Το Saturn Strip δεν σε χαϊδεύει. Είναι καμουφλαρισμένο όνειρο. Στιγμές ερωτισμού και αθωότητας παγιδεύονται μέσα σε ψυχρή παραγωγή, σαν να βρέθηκε κάποιος να μετατρέψει την παράνοια των Suicide σε τραγούδι για το ραδιόφωνο του Blade Runner. Η ερμηνεία του Vega είναι πάντα ραγισμένη, πάντα απειλητικά τρυφερή. Τα κομμάτια γλιστρούν από χορευτική ευφορία σε μεταμεσονύχτιες εξομολογήσεις, κρατώντας έναν καθρέφτη μπροστά στα ’80s, όχι για να τα θαυμάσει, αλλά για να τα ξεσκεπάσει. Το άλμπουμ κλείνει με μια διασκευή του "Every 1’s a Winner" των Hot Chocolate, μια σχεδόν ειρωνική, σχεδόν παιδική εκτέλεση, σαν να σιγοτραγουδάει ένα διαφημιστικό σλόγκαν στην άκρη ενός ονείρου που διαλύεται. Το κοινό δεν το κατάλαβε. Ή μπορεί και να μην ήθελε.
Saturn Strip απέτυχε εμπορικά. Αλλά εκείνο το φως του Κρόνου, το τεχνητό, το μακρινό, το μελαγχολικά ποπ, εξακολουθεί να καίει σαν neon πινακίδα σε εγκαταλειμμένο diner.
Κατάλαβε πως είχε ίσως μία τελευταία ευκαιρία να πετύχει στα chart. Έτσι, το 1985, ο Alan Vega επέστρεψε με το Just A Million Dreams, έναν δίσκο που ήθελε να είναι το χρυσό του εισιτήριο για το mainstream, αλλά κατέληξε να μοιάζει με αποτυχημένο όνειρο απ' το οποίο ξυπνάς απότομα.
Τα πράγματα ξεκίνησαν στραβά: καλλιτεχνικές διαφωνίες, παρεμβάσεις της Elektra, ακόμα και προσπάθειες να τον πετάξουν από τον ίδιο του τον δίσκο. Το αποτέλεσμα; Ένα κατασκεύασμα άψυχο και αμήχανο, χαμένο κάπου ανάμεσα σε απομεινάρια ’80s παραγωγής και ψευτοποπ δομές που δεν άντεξαν ούτε στον χρόνο ούτε στον ίδιο. Ήταν μια εμπορική αποτυχία και μια καλλιτεχνική ήττα. Και, χειρότερα, έμοιαζε παλιό ήδη από τη στιγμή που κυκλοφόρησε. Και κάπου εκεί μοιάζει να υπάρχει η αρχή μιας σιωπηλής παρακμής. Από τα τέλη των ’80s μέχρι τα μέσα των ’90s, ο Vega παρέμεινε δημιουργικά ενεργός αλλά σκόρπιος. Τα άλμπουμ του, όπως το Deuce Avenue (1990) ή το Power On Zero Hour (1991), ήταν γεμάτα ιδέες, αλλά πνιγμένα στη φλυαρία. Ο Vega δυσκολευόταν να συγκρατήσει τον εαυτό του. Και αυτό που κάποτε ήταν ακατέργαστη ιδιοφυΐα, τώρα έμοιαζε με αδέξια υπερπροσπάθεια.
Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Alan Vega δεν ήταν μόνο μουσικός. Ήταν ένα υβριδικό ον, εικαστικός, συγγραφέας, ποιητής με σπασμένα φωνήεντα και μανιασμένες εικόνες. Το 1990 κυκλοφόρησε το Deuce Avenue War/The Warriors V3 97, το πρώτο του φωτογραφικό βιβλίο, ενώ το 1991 ήρθε το Cripple Nation, μια συλλογή στίχων και πεζών, παράθυρα σε έναν κόσμο πιο βιωματικό, πιο σιωπηλό, αλλά εξίσου σκοτεινό.
Η μέθοδός του; Κάτι μεταξύ dada και μαγειρικής: πέταγε τα πάντα στον τοίχο και έβλεπε τι κολλάει. Ήταν χαοτικός, ασυνάρτητος, αλλά ποτέ αδρανής. Ακόμα και στις πιο αδύναμες περιόδους του, κάτι έμενε. Μια εικόνα. Ένα κομμάτι. Μια ατάκα. Το αρχείο του είναι γεμάτο πειράματα που απέτυχαν με στυλ και μικρά διαμάντια που βρίσκεις τυχαία, όπως όταν βρίσκεις μια παλιά Polaroid σε κάποιο ξεχασμένο σου βιβλίο.
Γύρω στο 1996, όταν ακόμα οι νέες κυκλοφορίες δεν είχαν κατακτήσει την εύνοια του Internet, έσκασε από το πουθενά μια απρόσμενη κυκλοφορία, το Cubist Blues, όπου εκεί ο Vega έμοιαζε για λίγο να βρίσκει μια παράξενη ησυχία μέσα στο χάος των 90s. Δεν ήταν μόνο μια ακραία στιγμή αυτοαποκάλυψης για τον ίδιο, ήταν κι ένας παράξενος συντονισμός τριών μουσικών που δεν έπρεπε λογικά να βρεθούν ποτέ στο ίδιο δωμάτιο. Και όμως, βρέθηκαν. Μαζί του ο Ben Vaughn, ένας νομάς της Americana, με σαγήνη από τα reruns των 50s και ήχους που μυρίζουν βενζίνη, γράμματα στο χέρι και φτηνά motel. Κιθαρίστας, παραγωγός, άνθρωπος του δρόμου ανάμεσα στη ρίζα και την παρέκκλιση, μια παρουσία στο άλμπουμ που λειτουργεί σαν το καλώδιο της γείωσης που συγκρατεί τη μανία του Vega και τα ρευστά ηλεκτρονικά του τρίτου μέλους. Του Alex Chilton. Kαι μόνο το όνομά του κουβαλά ένα είδος μιας μελαγχολικής ηλεκτρικής σκόνης. Από τους The Box Tops και τους Big Star, είχε ζήσει την επιτυχία, την κατάρρευση, την απομόνωση. Ένας άντρας με το βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα, που ήξερε να παίζει την κιθάρα σαν να θυμάται κάτι που τον πονάει. Η φωνή του σπανίως ακούγεται στο Cubist Blues, αλλά η αύρα του είναι παντού: ένα υπόστρωμα τρυφερότητας κάτω από την ερημιά του Vega.
Δυο νύχτες ήταν αρκετές. Σαν να μαζεύτηκαν τρεις παράξενοι χαρακτήρες σε κάποιο παλιό στούντιο στο Lower East Side, όχι για να γράψουν μουσική, αλλά για να καλέσουν φαντάσματα. Και τα φαντάσματα ήρθαν. Με μορφή blues, με άρωμα σκοτεινής ποπ, και με το βλέμμα ενός γερασμένου εραστή. Ένας δίσκος που κυλάει σαν αργή καταιγίδα. Μια κατάβαση στο υπαρξιακό βάθος με την τρυφερότητα ενός ετοιμοθάνατου που, για πρώτη φορά, δεν φωνάζει. Απλώς σου μιλάει. Και η φωνή του έχει μέσα της τον κόσμο όλο — και το χάος, και την ελπίδα, και τη ντροπή, και το φως που τρεμοπαίζει λίγο πριν σβήσει.
Το άλμπουμ αγνοήθηκε. Ναι, φυσικά και αγνοήθηκε. Ήταν 1996, ο κόσμος κοιτούσε αλλού. Ο Vega είχε, για άλλη μια φορά, ανοίξει ένα παράθυρο προς το μέλλον, αλλά ο αέρας δεν πέρασε. Η εποχή δεν το άντεχε. Ή δεν το ήθελε. Κι έτσι, συνέχισε. Όχι σαν ήρωας, ούτε σαν θύμα. Αλλά σαν όνειρο που επιστρέφει κάθε τόσο, άγριο και γλυκό μαζί.
ΟΙ SUICIDE ΔΕΝ ΓΥΡΙΣΑΝ ΠΟΤΕ ΠΙΣΩ
Αν υπάρχει κάτι πραγματικά αξιοθαύμαστο στον Alan Vega και στους Suicide, είναι αυτό ακριβώς: η αποστροφή προς τη νοσταλγία. Δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να γιορτάσουν το παρελθόν τους. Δεν τους ενδιέφερε να «δικαιωθούν» εκ των υστέρων, να αναγνωριστούν ως πρόδρομοι. Τους ένοιαζε μόνο ένα πράγμα: το επόμενο βήμα. Ακόμα κι αν τους οδηγούσε στην άβυσσο.
Το 2009, όταν επιτέλους δέχτηκαν να εμφανιστούν στην Don’t Look Back ιδέα της ομάδας των All Tomorrows Parties (μια σειρά συναυλιών όπου οι καλλιτέχνες παίζουν "κλασικά" τους άλμπουμ από την αρχή ως το τέλος) οι περισσότεροι περίμεναν ένα τελετουργικό επιστροφής. Το πρώτο άλμπουμ, όπως το θυμόμαστε. Ίδιο. Ιερό. Αλλά οι Suicide δεν ήταν ποτέ ιεροί. Ήταν βλάσφημοι. Αντί να παίξουν το Suicide του '77 όπως ήταν, το αποδόμησαν. Έσπασαν τα κομμάτια, τα διέλυσαν μέσα από καινούργια μηχανήματα, νέα φίλτρα, νέα θόρυβο. Τα τραγούδια έγιναν αγνώριστα. Παραμορφωμένα, σχεδόν αγνώριστα. Σαν να άκουγες ένα φάντασμα μέσα από την κατεστραμμένη συχνότητα του Prince of Darkness του Carpenter.
Το κοινό εξοργίστηκε. Πολλοί αποχώρησαν. Περίμεναν ένα νοσταλγικό trip, πήραν έναν τοίχο από ήχο, μια άσκηση καταστροφής της μνήμης. Και τότε, η αντίδραση θύμισε το πρώτο τους κοινό, πίσω στα ‘70s. Μίσος. Μούδιασμα. Είχαν ξεχάσει πως οι Suicide ποτέ δεν ανήκαν στο παρελθόν. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το αύριο, όσο άβολο, θορυβώδες, ή εφιαλτικό κι αν ήταν.
Κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ να εξηγήσει πλήρως τον Alan Vega. Όχι γιατί ήταν ακατάληπτος, απλά γιατί ήταν ασύλληπτος. Ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις: straight talker που δεν έλεγε ποτέ την αλήθεια για την ηλικία του. Καλλιτέχνης που ποθούσε την αναγνώριση, αλλά όταν την ένιωθε να πλησιάζει, τη σιχαινόταν. Φωνακλάς που αγαπούσε το μυστήριο. Ένας παντοτεινός κυνικός που έκρυβε μέσα του μια βαθιά τρυφερότητα.
Μια φορά, σε μια συνέντευξη, όταν οι Suicide έπαιξαν σε κάποιο sold out λάιβ, ο Vega είχε αναρωτηθεί μισοαστεία: «Είπα στον Marty: Τελειώσαμε. Πού είναι οι συγκρούσεις; Τώρα τι θα κάνουμε; Θα τους αφήνουμε να χορεύουν σ’ αυτό το σκατό…».
Ίσως ήταν πάντα εκεί το πρόβλημα: ο κόσμος ήθελε να αγκαλιάσει τον Alan Vega, αλλά ο Vega ήταν φτιαγμένος για να σου ξεφεύγει. Να χάνεται τη στιγμή που πας να τον πιάσεις. Να παραμένει ένα ανεξήγητο συμβάν.
Κι όμως…
Υπάρχει κάτι σχεδόν μαγνητικό στη μουσική του. Όχι μόνο γιατί προηγήθηκε όλων (punk, techno, goth, minimal wave) αλλά γιατί κατάφερε και τα ένωσε. Έκανε το μέλλον να κοιτάει πίσω και το παρελθόν να τρέχει μπροστά. Άκου το "Cheree" και θα τον δεις σαν έναν άλλον Lou Reed να γλιστράει ανάμεσα απ' το beat και φεύγει προς το αύριο. Υπάρχει μια γραμμή (λεπτή, σχεδόν φανταστική, 0,1px) που ενώνει Velvet Underground, Suicide, Aphex Twin, Nick Cave, άντε και LCD Soundsystem. Kαι δεν είναι μια μουσική, είναι μνήμη από το μέλλον.
Ο Alan Bermowitz γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 1938. Ο Alan Vega πέθανε το 2016, στις 26 Ιουλίου, ήσυχα, στο σπίτι του, στον ύπνο του.
Αλλά δεν έφυγε ποτέ. Όχι στ’ αλήθεια.
Κάθε φορά που ακούγεται ένα synth σαν σειρήνα, κάθε φορά που μια φωνή σπάει μέσα στο feedback, κάθε φορά που κάποιος τολμάει να φτιάξει κάτι που δεν χωράει πουθενά, ο Vega είναι εκεί.
Σαν σκιά πίσω από το φως.
Σαν ρωγμή στον ήχο.
Σαν μια πρόταση που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί συνεχίζει να γράφεται.