Hollywood, 27 Ιουνίου του 1968. 6:00 το απόγευμα. Στούντιο του NBC. Γυρίσματα για το Christmas Show Special, που θα μεταδοθεί στις 3 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου.

Ο Elvis Presley ανεβαίνει στη σκηνή ντυμένος από την κορφή έως τα νύχια στα μαύρα δερμάτινα και αποφασισμένος για όλα. Έχει στ’ αλήθεια πολλά να αποδείξει. Στους άλλους, αλλά προπαντός στον ίδιο του τον εαυτό. Ο Elvis έχει εφτά ολόκληρα χρόνια να εμφανιστεί ζωντανά μπροστά στο κοινό και κάμποσο καιρό να σκοράρει μια πραγματικά μεγάλη επιτυχία. Οι ανούσιες κινηματογραφικές του εμφανίσεις συντηρούν έως έναν βαθμό τη δημοτικότητά του, ωστόσο, στις συνδηλώσεις του ‘68, η καριέρα του έχει ήδη αρχίσει να διαγράφει πτωτική πορεία.

 Η ίδια η μουσική εξάλλου έχει αλλάξει ριζικά, στα χρόνια μετά την εμφάνιση των Beatles και τη «Βρετανική Εισβολή», με τον Dylan, και λίγο μετά τους κραδασμούς που έχει προκαλέσει στους Αμερικανούς teenagers το «Καλοκαίρι της Αγάπης» του ‘67 και το Φεστιβάλ του Monterey. Το 1968 ανήκει στην Joplin, στον Hendrix και στους Cream, στο rock της Αντικουλτούρας και της αμφισβήτησης. Στα νεότερα σε ηλικία και πιο ριζοσπαστικά ακροατήρια, που δεν έχουν προλάβει το rock ‘n’roll του 50, το κεφάλαιο Elvis φαντάζει αναχρονισμός.

Ό Elvis έχει την ανάγκη της αυτοεπιβεβαίωσης. Πρέπει πάση θυσία να κερδίσει και αυτό το κοινό. Να αποδείξει σε όλους ότι είναι και παραμένει ο Βασιλιάς (ο μοναδικός στον οποίο πιστεύουμε). Και, συνάμα, να διασπάσει τον ασφυκτικό κλοιό που ο ίδιος, έστω και ακούσια, έχει επιβάλει στον εαυτό του. Να ξεφύγει από τους ατζέντηδες, τους μάνατζερ (Colonel Tom Parker), τους σωματοφύλακες (Joe Esposito – απαθανατίζεται στο ομώνυμο κομμάτι των Last Drive), του αυλοκόλακες και τους λοιπούς παρατρεχάμενους που τον περιστοιχίζουν και που έχουν κατορθώσει να ελέγξουν απόλυτα την καριέρα αλλά και την ίδια του τη ζωή. Από αυτούς που έχουν μετατρέψει τον Elvis σε «υπάλληλο στην ίδια του την εταιρεία» όπως σημειώνει πολύ εύστοχα ο οξυδερκής μουσικοκριτικός Greil Marcus στο βιβλίο του Mystery Train (1975).

Ο Elvis έπρεπε να επανεφεύρει τον εαυτό του, ανατρέχοντας κατευθείαν στις ρίζες του. Έπρεπε να ξαναγίνει το άγριο και ατίθασο αγόρι του rock ‘n’ roll, που μπήκε με μια κιθάρα στο στούντιο της Sun, στο Μέμφις, και άλλαξε τον κόσμο.  Όπως ήταν τότε που προκαλούσε παροξυσμό με τα λικνίσματα της μέσης και των γοφών του. Έπρεπε να ξαναγίνει ο Elvis the Pelvis. Για να σώσει την ψυχή του, ο Elvis έπρεπε να ροκάρει ξανά.

Η αρχική ίδια για το “Elvis: 68 Comeback Special”, όπως έμεινε στην ιστορία αυτή η σειρά εμφανίσεων, ήταν να αποτελέσει ένα τυπικό τηλεοπτικό Christmas Show, με τον Elvis να ερμηνεύσει ζωντανά στο στούντιο μια σειρά από χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Αυτό τουλάχιστον είχε στο μυαλό του ο Tom Parker, ο διαβόητος «Συνταγματάρχης», ο πολυμήχανος και αδίστακτος μάνατζερ που ήλεγχε την καριέρα του Elvis στο μεγαλύτερο μέρος της. Ο Συνταγματάρχης δεν έδινε δεκάρα για το rock ‘n’ roll, επιθυμούσε μόνο να πουλήσει ξανά την εικόνα του Elvis στην πιο ηλικιωμένη και συντηρητική Αμερική με ένα εξίσου συντηρητικό σόου.

Ήταν ο σκηνοθέτης και συμπαραγωγός του σόου, ο Steve Binder, αυτός που έπεισε τον Elvis να αφήσει στην άκρη τα χριστουγεννιάτικα τραγουδάκια και να παρουσιάσει ένα καθαρόαιμο rock ‘n’ roll σετ. Φανατικός ρόκερ και ο ίδιος, μέλος του πυρήνα της καλιφορνέζικης underground σκηνής, ο Binder διαισθάνθηκε ότι ο Elvis δεν είχε ξοφλήσει, ότι το είχε ακόμη μέσα του. Ο Elvis από την πλευρά του, θέλοντας να ξεφύγει από τον πατερναλισμό του Συνταγματάρχη, άδραξε την ευκαιρία.

Το σόου κινηματογραφήθηκε σε τέσσερα ξεχωριστά session, ανάμεσα στις 27 και στις 30 Ιουνίου του 1968, και μεταδόθηκε από την αμερικανική τηλεόραση στις 3 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Το σκηνικό ήταν λιτό, ένα απλό ξύλινο πάλκο στο κέντρο του στούντιο, με χαμηλό φωτισμός σκοτεινού μπαρ.

Η εικόνα του Elvis να ανεβαίνει στη σκηνή ντυμένος στα μαύρα δερμάτινα ηλεκτρίζει ακόμη και σήμερα. Από τα πρώτα πλάνα διαφαίνεται η αρχική αμηχανία του. Έχει καιρό να εμφανιστεί μπροστά στο κοινό του. Κάθεται σε ένα ξύλινο σκαμπό, καθώς στα δεξιά του και στα αριστερά του έχουν ήδη πάρει θέση οι μουσικοί που τον συνοδεύουν. Ανάμεσά τους είναι ο Scotty Moore (κιθάρα) και ο J. D. Fontana (τύμπανα): η καλύτερη μπάντα που είχε ποτέ του.

Στα χείλη του Elvis διαγράφεται αυτό το χαρακτηριστικό στραβό χαμόγελο, καθώς σκύβει στο μικρόφωνο και ψιθυρίζει ακριβώς ότι «έχει καιρό να παίξει ζωντανά και δεν ξέρει αν θυμάται πώς γίνεται». Το κοινό, που τον κυκλώνει σε απόσταση αναπνοής, ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ξαναδείχνει μετά από καιρό απτός και ανθρώπινος.

Το riff-ξυράφι της ηλεκτρακουστικής κιθάρας του Moore σκίζει τον αέρα - η εισαγωγή του “Trouble”. Οι πρώτοι στίχοι προμηνύουν τι πρόκειται να επακολουθήσει: “If you’re looking for trouble, you came to the right place”. Αυτό δεν είναι εορταστικό τηλεοπτικό σόου, είναι rock ‘n’roll.

Το σετ αποτελείται από country, gospel, blues και από κομμάτια κυρίως του πρώιμου Elvis. “Blue Moon”, “That's All Right”, “Heartbreak Hotel”, “Love Me”, το “Baby What You Want Me To Do” του Jimmy Reed, και τα ρέστα.

Ηλεκτρισμένες εκτελέσεις, ερμηνείες μιας απαράβλητης φωνής, Elvis Unleashed. Ακόμη και τα πλουμιστά τραγούδια από τις ταινίες (“Can’t help falling in love” κλπ.) αποκτούν άξαφνα Ψυχή.

Έχει γραφτεί ότι το “Elvis: 68 Comeback Special” σηματοδότησε μια από τις πιο συναρπαστικές επανεμφανίσεις εμφανίσεις στην ιστορία του rock ‘n’ roll. Ο Greil Marcus σημειώνει στο Mystery Train: «Ήταν η πιο εκλεκτή μουσική της ζωής του. Αν υπάρχει μουσική που ματώνει, τότε ήταν αυτή…».

Μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο Elvis ξαναβγήκε για λίγο «στο δρόμο», συνεχίζοντας να φορά τα μαύρα δερμάτινα, για μια μικρή τελευταία τουρνέ γεμάτη rock ‘n’roll, πριν να χαθεί οριστικά στην απαστράπτουσα χλιδή των καζίνο του Βέγκας – περίοδος παρακμής που ωστόσο έχει ενδιαφέρον και ψαχνό (“Suspicious Minds”, πρώτα απ’ όλα) , κατ’ αντιστοιχία με την ταινία The Misfits του John Huston. Έστω και για λίγο, όμως, σ’ εκείνο το Christmas Show του ‘68, ο Elvis είχε ροκάρει σαν να προκαλεί τον Διάβολο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured