Την πρώτη φορά που είδα το Mystery Train του Jim Jarmusch, θυμάμαι ότι κόλλησα πρώτα απ’ όλα με τα νυχτερινά πλάνα του Μέμφις και δη του νοτίου Μέμφις, όπου έστησε την κάμερά του ο σκηνοθέτης. Αραιά και πού, δέσμες από φώτα νέον πέφτουν πάνω σε σκοτεινά και βρώμικα δρομάκια όπου τριγυρίζουν μονάχα μια χούφτα ντόπιοι hobos, ήτοι ο Tom Waits και ο John Lurie για τις ανάγκες του φιλμ. Γειτονιές που μοιάζουν μισοεγκαταλειλειμένες, χωρίς να φανερώνουν ότι, σε άλλες εποχές, αυτοί οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή, καθώς σ’ αυτή την πλευρά της πόλης παραδοσιακά υπήρχε δράση. Καθώς η κάμερα περιπλανάται στις προσόψεις των κτιρίων, στη συμβολή των οδών McLemore Avenue και College, το βλέμμα του Jarmusch εστιάζει στην επιγραφή που ακόμη δεσπόζει πάνω από το μισοερειπωμένο κτίριο του παλαιού Capitol Theater: STAX RECORDS. Σ’ αυτήν ακριβώς τη γωνιά ήταν που γράφτηκε η ιστορία της σημαντικότερης soul εταιρείας των 60s-70s, αλλά και κάθε άλλης δεκαετίας.

axton_outside_of_stax_records_studio_1968_cc

Η Stax αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση το 1975, όμως 32 χρόνια αργότερα, η εταιρεία Concord, που εκμεταλλεύεται σήμερα τα πνευματικά δικαιώματα, ανακοίνωσε ότι το θρυλικό label θα άρχιζε να χρησιμοποιείται ξανά∙ αρχής γενομένης στο νέο –τότε- album του Issac Hayes (που ήταν ακόμα εν ζωή), αλλά και νεότερων ονομάτων της soul, όπως της καλής τραγουδίστριας Angie Stone. Στο μεσοδιάστημα από την χρεοκοπία της Stax έως σήμερα, το κτίριο στην McLemore Avenue & College που στέγασε επί χρόνια την εταιρεία και τις θυγατρικές της (Volt, Enterprise, Truth, Respect) κινδύνευσε με ερήμωση. Στις αρχές του ‘80 πουλήθηκε σε δημοπρασία σε μια χριστιανική αίρεση (Southside Church of God in Christ), η οποία όχι μόνο δεν σεβάστηκε την ιστορική και πολιτιστική σημασία αυτού του τοπόσημου, αλλά προχώρησε στην κατεδάφιση των αυθεντικών στούντιο της Stax, το 1989 – οπότε και γυρίστηκε η ταινία του Jarmusch, εξ ου και η ερειπωμένη τότε όψη του κτιρίου, που περιέγραψα πιο πάνω. Ευτυχώς, γύρω στο 1997 ιδρύθηκε ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός Ewarton που, αφού επανέκτησε την κυριότητα του κτιρίου, φρόντισε να το αναστηλώσει και να ξαναστήσει τα παλαιά στούντιο. Από τον Φεβρουάριο του 2000 το ιστορικό κτίριο της McLemore Avenue & College στεγάζει το Μουσείο και τη Μουσική Ακαδημία της Stax, τα οποία και λειτουργούν έκτοτε υπό τη αιγίδα του ιδρύματος Soulsville, ενός από πιο σημαντικά αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ, σε ό,τι αφορά τη διαφύλαξη της αφροαμερικανικής μουσικής και κουλτούρας.

s

Green Onions & Mr. Pitiful

Έχει γραφτεί ορθά ότι η Stax ήταν η πιο «μαύρη» από τις soul εταιρείες των 60s. Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι το γεγονός ότι η εταιρεία ιδρύθηκε, το 1957, από έναν λευκό. Έναν πρώην τραπεζίτη ονόματι Jim Stewart, ο οποίος μάλιστα δεν είχε την παραμικρή σχέση ούτε με τη soul, ούτε με το blues, ούτε με την jazz, ούτε καν με το rock ‘n’ roll. O Stewart ήταν οπαδός της country και της pop των crooners της εποχής εκείνης, και τέτοιους δίσκους σκόπευε αρχικά να κυκλοφορήσει στη Satelite, όπως ήταν η πρώτη επωνυμία της εταιρείας. Το 1958 η αδελφή του, Estelle Axton, γίνεται συνιδιοκτήτρια της εταιρείας και από τα αρχικά των ονομάτων τους (STweart + AXton) έμελλε τελικά να προέλθει η ονομασία Stax, η οποία ωστόσο άρχισε να χρησιμοποιείται από το 1961. Από το 1959 το στρατηγείο της εταιρείας είχε εγκατασταθεί πια στο προαναφερθέν κτίριο στη γωνιά της McLemore Avenue & College. Στο μεταξύ, οι πρώτες country και pop κυκλοφορίες της εταιρείας έπιασαν πάτο, ευτυχώς για όλους μας. Έτσι, όταν το 1960 χτύπησε την πόρτα της Satelite ένας σχετικά μεσήλικας και περπατημένος πρώην DJ, ένας Αφροαμερικανός με πληθωρικό στυλ ονόματι Rufus Thomas, οι ιδιοκτήτες της εταιρείας, απογοητευμένοι γαρ από το έως τότε ρεπερτόριό τους, σκέφτηκαν να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό. Ο Rufus Thomas συνοδευόταν από την κόρη του, την Carla, μια νεαρή φωνή που σηκωνόταν πολύ μα πολύ ψηλά. Πατέρας και κόρη ηχογραφούν ένα ντουέτο με τον τίτλο "Cause I Love You" και σε χρόνο μηδέν το σχετικό 45άρι πουλάει 35.000 κομμάτια μόνο στους Αφροαμερικανούς τους Μέμφις και γίνεται το πρώτο hit της Satelite (και κατ’ επέκταση της Stax). Ο Stewart και η Axton αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η αφροαμερικανική κοινότητα συνιστά μια πιθανή κερδοφόρο αγορά και προσανατολίζουν το ρεπερτόριο τους στη soul και στο rhythm ‘n’ blues. Έναν χρόνο μετά, ρισκάρουν να ηχογραφήσουν μια παρέα από σχολιαρόπαιδα που αυτοαποκαλούνταν The Mar Keys. Συγκρατείστε τα ονόματά τους, γιατί θα τα συναντήσουμε σε ολόκληρη σχεδόν την ιστορία μας: Booker T. Jones (πλήκτρα), Steve Cropper (κιθάρα), Al Jackson Jr. (ντραμς), Lewie Steinberg (μπάσο) – ο τελευταίος θα αντικατασταθεί λίγο αργότερα από τον Dennis Duck Dunn. Οι Mar Keys αρχικά κόβουν σε single ένα ξεσηκωτικό instrumental (“Last Night”) που χαλάει κόσμο και θέτει τις βάσεις για τη μελλοντική αυτοκρατορία της Stax. Κατόπιν, μετονομάζονται σε… Booker T. & MGs και ηχογραφούν το 1962 ένα άλλο intsrumental, που αφενός γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, αφετέρου αποδείχθηκε επιδραστικό όσο λίγα κομμάτια για την εξέλιξη της ηλεκτρικής μουσικής από τα 60’s και μετά: το “Green Onions”.

Το 1962 μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί ως σωτήριον έτος για τη Stax. Πέρα από το σουξέ του “Green Onions”, την ίδια χρονιά διάβηκε για πρώτη φορά το κατώφλι της εταιρείας ένας άγνωστος τότε τραγουδιστής από την Τζόρτζια. Το όνομά του ήταν Otis Redding και με μια σειρά από αθάνατα κομμάτια έμελλε να μείνει στην ιστορία ως Mr. Pitiful, λόγω της τρεμουλιαστής φωνής του που ακουγόταν σαν να ικετεύει, της πιο συγκλονιστικής ίσως φωνής στην ιστορία της soul. Οι δε Booker T. & MGs, μαζί με το αδελφό σχήμα των Memphis Horns (Wayde Jackson, Andrew Love, Floyd Newman κ.ά.), έμελλε να αποτελέσουν την in house band της Stax για το υπόλοιπο της δεκαετίας του 60, συμμετέχοντας σε δεκάδες και δεκάδες sessions, χτίζοντας τη μουσική ραχοκοκαλιά πίσω από τις φωνές της εταιρείας. Ο ρόλος τους στην ιστορία της Stax υπήρξε καταλυτικός, όμοια με τον αντίστοιχο ρόλο που είχαν τα μέλη των Skatalites και των Sound Dimension για το Studio One του Κίνγκστον της Τζαμάικα ή οι Funk Brothers για τη Motown.   

 

Black Power

Η ίδια η Motown φυσικά αποτέλεσε το αντίπαλον δέος της Stax σε ολόκληρη τη δεκαετία του 60, καθώς οι δύο εταιρείες συναγωνίζονταν η μία την άλλη σε επιτυχίες, με τη Motown να επικρατεί ποσοτικά, όχι όμως και ποιοτικά. Οι δυο ετικέτες εξάλλου είχαν χτυπητές διαφορές, και στην αισθητική, και στον ήχο, αλλά και στον τρόπο λειτουργίας τους. Καταρχάς η πρώτη γεννήθηκε στον περισσότερο αστικοποιημένο Βορρά (Ντιτρόιτ) ενώ η δεύτερη καταμεσής του πιο «πρωτόγονου» και επικίνδυνα γοητευτικού Νότου (Μέμφις). Οι ιδιοκτήτες της Stax, στους οποίους είχε προστεθεί πλέον με μερίδιο και ο Αφροαμερικανός Al Bell, δεν είχαν ούτε τη μεγαλομανία ούτε τη νεοπλουτιστική διάθεση που χαρακτήριζαν τον Berry Gordy Jr. Οι άνθρωποι που δούλευαν για τη Stax προέρχονταν από το “Hood”, κατά πως λένε κι οι ίδιοι οι Αφροαμερικανοί. ενώ χάρη στο δισκοπωλείο της εταιρείας, παρέμειναν πάντα στενά συνδεδεμένοι με τη «γειτονιά» τους. Δεν προσπάθησαν ποτέ να αποκρύψουν, πίσω από ένα προπέτασμα ψεύτικης χλιδής, το γεγονός ότι εξέφραζαν και προωθούσαν μια μουσική και μια κουλτούρα που γεννήθηκαν ακριβώς στους δρόμους. Οι μουσικές αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο εταιρείες ήταν ακόμη πιο έντονες. Στην προ-Black Power, προ-Norman Whitfield και προ-“What’s Going On” περίοδο, η Motown ουσιαστικά ήταν μια –μια ομολογουμένως υπέροχη– pop εταιρεία ή, όπως έχει γράψει πολύ πετυχημένα ο Ελληνοαμερικανός συγγραφέας George Pelecanos, μια εταιρεία που κυκλοφορούσε «soul μουσική για λευκούς». Ο ήχος της Stax, αντίθετα, ήταν «κατάμαυρος», αιχμηρός και αλήτικος, όπως ακριβώς αρμόζει στη soul και στο rhythm ‘n’ blues. Εκεί που οι φωνές της Motown ψιθύριζαν ρομαντικές υποσχέσεις, οι φωνές της Stax βογκούσαν και απηύθυναν τολμηρές ερωτικές προσκλήσεις. Εκεί που η Motown εκλιπαρούσε στους στίχους για «Συγχώρεση» (“Ain’t No Proud To Beg” –Temptations), η Stax απαιτούσε τον «Σεβασμό» (“Respect”, στην αυθεντική του εκδοχή από τον Otis Redding). Στις λαμπερές και επαγγελματικά άψογες παραγωγές της Motown, η Stax είχε να αντιπαραβάλλει τον βρώμικο ήχο που προέκυπτε ύστερα από παρεΐστικα τζαμαρίσματα σε ένα μάλλον φθηνό πλην όμως θαυματουργό στούντιο. Στις παραγωγές της Stax, πριν ακόμη γεννηθεί η «συμφωνική» soul του Isaac Hayes, δεν υπήρχε θέση για τους μετρημένους ρυθμούς και τις στρώσεις από γλυκερά έγχορδα της Motown. Εδώ, αντίθετα, τον τόνο έδιναν τα ξυραφένια γεμίσματα των Memphis Horns, τα κοφτά riffs του Steve Cropper και, κυρίως, η πανίσχυρη «πλάτη» την οποία έβαζε η rhyhm section των υπολοίπων τριών Booker T. & MGs, αυτό δηλαδή που ονομάστηκε “backbeat” και αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν του soul ήχου του Μέμφις.  

2-booker-t_-the-mgs

Η τέχνη του single

Το 1965, ο Isaac Hayes and David Porter προσλαμβάνονται στο δυναμικό της εταιρείας ως συνθέτες, ενορχηστρωτές και παραγωγοί. Στα επόμενα χρόνια των 60’s, αρκετά από τα κομμάτια τους, ερμηνευμένα από τις καλύτερες soul φωνές της εποχής, σκαρφαλώνουν ψηλά στους καταλόγους επιτυχιών. Πλάι στον Rufus Thomas ("Walking the Dog", "Can Your Monkey Do the Dog?", “The Memphis Train”), στην Carla Thomas ("B-A-B-Y") και στον Otis Redding (“Love Man”, “Try A Little Tenderness”, “These Arms Of Mine”, “Pain In My Heart”, “Tramp”-ντουέτο με την Carla Thomas) έχουν πλέον προστεθεί ο William Bell ("You Don't Miss Your Water"), το ντουέτο των Sam & Dave ("I Take What I Want", "Soul Man", "You Don't Know Like I Know", "Said I Wasn't Gonna Tell Nobody", "Hold On, I'm Coming"), ο Eddie Floyd ("Knock on Wood"), ο Albert King (“Born Under A Bad Sign”, "Crosscut Saw”), οι Soul Children (“Hearsay”), οι Bar-Kays ("Soul Finger”) και δεκάδες άλλοι. Οι Bar-Kays συνοδεύουν τον Otis Redding στη θριαμβευτική εμφάνιση του στο φεστιβάλ του Μόντερεϊ (1967), όταν κατέκτησε και το ροκ κοινό, όμως δυστυχώς, μερικούς μήνες μετά, αυτός ο ανεπανάληπτος ερμηνευτής έμελλε να βρει τον θάνατο, μαζί με τα περισσότερα μέλη της μπάντας του, σε αεροπορικό δυστύχημα στη λίμνη Μονόμο του Γουισκόνσιν. Το 1968 βρίσκει, μετά θάνατον, το δικό του "(Sittin' on) The Dock of the Bay" στην κορυφή των charts, ωστόσο η ίδια χρονιά σημαδεύεται από τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο Μέμφις. Στην πόλη άξαφνα μεταβάλλονται οι σχέσεις ανάμεσα στη λευκή και τη μαύρη κοινότητα, οι οποίες, για τα δεδομένα του Νότου, συνυπήρχαν επί χρόνια σχετικά αρμονικά. Υψώνονται πλέον ανυπέρβλητες διαχωριστικές γραμμές, γεγονός που επηρεάζει και τη λειτουργία της Stax. 

The Times They Are A-Changin'

Οι αλλαγές των καιρών αντικατοπτρίζονται και στη μουσική. Ο All Bell, στον οποίον περνούν πλέον τα ηνία της εταιρείας, αποδεικνύεται οξυδερκής και αντιλαμβάνεται έγκαιρα ότι ο παλιομοδίτικος νότιος soul ήχος της Stax πρέπει να διαφοροποιηθεί για να συνεχίσουν να έρχονται οι επιτυχίες. Όπως, εξάλλου, έπρεπε να διαφοροποιηθεί και η έως τότε «οικογενειακή» δομή της εταιρείας, που ήταν μάλλον ξεπερασμένη πια. Καθώς γιγάντωνε η μουσική βιομηχανία στα τέλη του 60, έπρεπε να τεθούν σε πιο επαγγελματικές βάσεις η διανομή των δίσκων και το ζήτημα του promotion. Μέχρι τότε, οι κυκλοφορίες της Stax, μέσω της διανομής της μεγαλύτερης σε μεγέθη Atlantic, γνώριζαν μεν επιτυχία, όμως περισσότερο σε τοπικό επίπεδο και σε περιοχές με συγκεκριμένη δημογραφία. Οι καλλιτέχνες της εταιρείες ήταν κατά κανόνα δημοφιλείς στον Νότο και σε περιοχές του Βορρά (στο Σικάγο ας πούμε) στις οποίες είχαν μεταναστεύσει μαζικά πληθυσμοί Αφροαμερικανών από τις νότιες πολιτείες. Οι μεγαλύτερες ποσοτικά αγορές της Ανατολικής Ακτής (Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια, Βοστώνη) και της Δυτικής Ακτής (Σαν Φρανσίσκο, Λος Άντζελες, Σιάτλ, Πόρτλαντ) παρέμεναν ακόμη συγκριτικά «κλειστές» για τους δίσκους της Stax. Με δύο λόγια, η εταιρεία έπρεπε οπωσδήποτε να σπάσει την αγορά πάνω από τα όρια της Mason-Dixon Line, όπως αποκαλείται παραδοσιακά η νοητή γραμμή που θεωρείται ότι διαχωρίζει τις νότιες από τις βόρειες πολιτείες των HΠΑ

Η ίδια η soul εξάλλου μεταλλασσόταν και γινόταν από τη μία πλευρά πιο σκληρή και φάνκικη (υπό την επίδραση του James Brown και του Black Power), και συνάμα από την άλλη πιο μελωδική (Marvin Gaye, Philly Sound κλπ.), με συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις δύο εκφράσεις της το γεγονός ότι είχαν αρχίσει να κυριαρχούν οι σύνθετες και μεγαλοπρεπείς ενορχηστρώσεις, ασορτί με το επερχόμενο “larger than life” attitude των 70’s. Ο Bell, χωρίς να διαστρέψει το στίγμα της εταιρείας και χωρίς να θυσιάσει ούτε στο ελάχιστο την ποιότητα της Stax στον βωμό της εμπορικότητας, κατόρθωσε να την προσαρμόσει στις επιταγές των καιρών. Αν και το παραδοσιακό στούντιο της Stax στο Μέμφις συνέχισε να χρησιμοποιείται, ένα σημαντικό μέρος των ηχογραφήσεων μεταφέρθηκε στα Muscle Shoals Studios της Αλαμπάμα, που γενικώς ήταν εγγύηση για την ποιότητα που προσέφεραν. Τα παλιότερα ονόματα της εταιρείας δεν δυσκολεύτηκαν να μεταλλάξουν τον ήχο τους, με κορυφαίο ίσως παράδειγμα τους Booker T. & The MGs, που από το βασικό και αφαιρετικό riff του “Green Onions” κατέληξαν στον πιο σύνθετο funk ήχο του “Time Is Tight” και του “Melting Pot”.  Μια σειρά από νέες σπουδαίες φωνές, που βρίσκονταν πιο κοντά στο «μοντέρνο» στιλ, συμπλήρωσαν βαθμιαία το roster της ετικέτας: η Linda Lyndell ("What a Man"), ο Johnnie Taylor (“Who’s Making Love”), η Jean Knight ("Mr. Big Stuff”), ο Luther Ingram (“If Loving You Is Wrong”), οι Dramatics (“In The Rain”), o Frederick Knight (“I’Ve Been Lonely For So Long”), οι Mel & Tim, οι Emotions, η Shirley Brown, και λίγο αργότερα η αθυρόστομη Millie Jackson. Το Black Power επίσης εκπροσωπήθηκε από τη Stax, αφενός με τον μαχητικό στίχο των Staple Singers (“Respect Yourself” και τα ρέστα), αφετέρου με φασαριόζικα soundtracks σαν το “Sweet Sweetbacks Baadasss Song” του Melvin Van Pebbles και με σκληροπυρηνικές funk μπάντες σαν τους 24-Carat Black (το album Ghetto: Misfortune & Wealth των τελευταίων είναι έπος της Μαύρης Δύναμης). 

Στα νέα ήθη των καιρών κατάφεραν να προσαρμοστούν ακόμη και καθαρόαιμοι bluesmen, σαν τον Little Milton, ο οποίος ηχογράφησε θαυμάσια και μελωδικά soulful blues κομμάτια για το label. Παρεμπιπτόντως, το blues roster της Stax παραμένει σχετικά αδικημένο στα χρονικά της μαύρης μουσικής. Πέρα από τον Albert King και τον Little Milton, για τη Stax και τα παρακλάδια της ηχογράφησαν κατά καιρούς και άλλοι σπουδαίοι bluesmen, καταρχάς ολάκερος John Lee Hooker, αλλά και λιγότερα τρανταχτά ονόματα, όπως ο Little Sony, ο Jimmy Mc Cracklin, ο Joe Hicks κ.ά.

O Isaac Hayes και το Wattstax

Η σημαντικότερη ωστόσο και πιο οξυδερκής κίνηση που έκανε ο Al Bell, στα χρόνια που είχε το απόλυτο κουμάντο στη Stax, ήταν να περάσει τον Isaac Hayes μπροστά και να τον επιβάλλει ως αυτόνομο solo καλλιτέχνη. Το 1969, o Hayes θα ηχογραφήσει το οριακό από κάθε άποψη Hot Buttered Soul, ένα «συμφωνικό» έργο, με τέσσερα μόλις κομμάτια, τεράστια σε διάρκεια και με τέλειες ενορχηστρώσεις-αραβουργήματα, το οποίο οριοθέτησε τον ήχο της soul που κυριάρχησε την επόμενη δεκαετία. Το album έδωσε 1 εκατ. κομμάτια σε πωλήσεις, ενώ παρόμοια εμπορική τύχη είχαν κι οι δυο επόμενες δουλειές του Hayes (Movement, To Be Continued), ανοίγοντας τον δρόμο για τον ολοκληρωτικό θρίαμβο του Shaft: το soundtrack του Isaac Hayes για την ταινία του Gordon Parks γνώρισε απίστευτη εμπορική επιτυχία, επιβάλλοντας τη μόδα του blaxploitation, ενώ το θέμα των τίτλων έγινε η πρώτη σύνθεση Αφροαμερικανού στην ιστορία που τιμήθηκε με βραβείο Όσκαρ (1971) ­–γεγονός που χαρακτηρίστηκε από ορισμένους ιστορικούς ανάλογης συμβολικής σημασίας με την κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου βαρέων βαρών στην επαγγελματική πυγμαχία για πρώτη φορά από έναν Αφροαμερικανό (Joe Lewis), το 1938.  

Ιστορικής σημασίας επίσης ήταν και το φεστιβάλ Wattstax, που διοργανώθηκε από την εταιρεία στο Λος Άντζελες, το 1972, με σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για την οικονομική ενίσχυση των αστέγων  και των απόρων του Watts –το αφροαμερικανικό γκέτο του L.A. Με τον αιδεσιμότατο Jesse Jackson να εκφωνεί έναν ανοιχτά πολιτικοποιημένο εναρκτήριο λόγο, με το σύνολο σχεδόν των καλλιτεχνών της εταιρείας να παρελαύνων διαδοχικά επί σκηνής και με τον Isaac Hayes να κλείνει θεαματικά τη βραδιά, το γεγονός, που χαρακτηρίστηκε αργότερα ως «Μαύρο Woodstock», προσέλκυσε πάνω από 50.00 ανθρώπους και ανταποκρίθηκε στην κοινωνική αποστολή του. Οι ζωντανές εμφανίσεις ηχογραφήθηκαν και κινηματογραφήθηκαν, και αργότερα κυκλοφόρησε το σχετικό soundtrack και η ταινία για το φεστιβάλ. 

Το Wattstax αποτέλεσε την τελευταία αναλαμπή της Stax, που ήδη αντιμετώπιζε οικονομικά και άλλης φύσης νομικίστικα προβλήματα, εξαιτίας και της κακοδιαχείρισης από κάποια στιγμή και μετά, αλλά και ενός deal με την τότε CBS, το οποίο αποδείχθηκε ατυχές. Η Stax βρέθηκε ξαφνικά να χρωστάει εκατομμύρια σε προμηθευτές, εργαζομένους, σωματεία, αλλά και στους ίδιους τους καλλιτέχνες της, οι οποίοι άρχισαν να την εγκαταλείπουν ο ένας μετά τον άλλον και να ασκούν μηνύσεις εναντίον της –με πιο τρανταχτή αυτή του Isaac Hayes το 1975. Το ίδιο έτος, ο Bell και ο Stewart, μη μπορώντας πλέον να σηκώσουν τα χρέη, αναγκάστηκαν να κηρύξουν πτώχευση. Δύο χρόνια μετά ο εξοπλισμός της εταιρείας θα πουληθεί σε δημοπρασία, ενώ τα δικαιώματά των δίσκων της θα αγοραστούν από τη Fantasy. Άσχημη και θλιβερή κατάληξη, αδιαμφισβήτητα, για ένα label τέτοιας κλάσης και ποιότητας. Τουλάχιστον, όμως, η Stax δεν πρόλαβε να παρακμάσει καλλιτεχνικά, ούτε χρειάστηκε ποτέ να νερώσει υπερβολικά το κρασί της. Αν, ας πούμε, η Motown υπήρξε το ανώδυνο soundtrack για τους teenagers της μεσοαστικής Αμερικής, που ένωναν τα χτυποκάρδια τους ακούγοντας τις –ομολογουμένως πανέμορφες– φωνές και μελωδίες της Martha Reeves ή των Supremes, η Stax παρέμεινε έως το τέλος αυτό που ήταν εξαρχής: μια μάυρη κυρία που περπατά υπερήφανα στο δρόμο.

 s-l1200

Stax: Τα απαραίτητα 

Album:

  • Booker T & the MGs- Green Onions (1962)
  • Rufus Thomas- Walking The Dog (1964)
  • Otis Redding- Otis Blue (1965)
  • Sam & Dave- Hold On I’m Coming (1966)
  • Carla Thomas- Carla (1966)
  • The Bar Keys- Soul Finger (1967)
  • Eddie Floyd- Knock On Wood (1967)
  • Albert King- Born Under A Bad Sign (1967)
  • Otis Redding- The Dock of the Bay (1968)
  • Johnnie Taylor- Who's Making Love (1968)
  • Issac Hayes- Hot Buttered Soul (1969)
  • John Lee Hooker-That's Where It's At! (1969)
  • Isaac Hayes- Black Moses (1971)
  • Booker T. & the MGs- Melting Pot (1971)
  • Jean Knight- Mr. Big Stuff (1971)
  • Albert King- I'll Play the Blues for You (1972)
  • Frederick Knight- I've Been Lonely For So Long (1972)
  • Staple Singers- Be Altitude: Respect Yourself (1972)
  • The Dramatics- Whatcha See Is Whatcha Get (1972)
  • Millie Jackson- Caught Up/Still Caught Up (1974-75)
  • 24-Carat Black-Ghetto: Misfortune & Wealth (1975) 

Complilations:

  • The Complete Stax/Volt Singles, Vol. 1: 1959-1968 (Box Set με 9 cd, με όλα τα singles, μαζί με τα b sides, της πρώτης περιόδου της Stax, σύνολο 244 κομμάτια).
  • The Complete Stax/Volt Soul Singles, Vol. 2: 1968-1971 (Box Set με 9 cd, με όλα τα singles, μαζί με τα b sides, της δεύτερης περιόδου της Stax, σύνολο 216 κομμάτια)
  • Wattstax - The Special Edition (ενισχυμένη επανέκδοση του 2003: 3 cd με τις ζωντανές ηχογραφήσεις από το ομώνυμο φεστιβάλ του 1972) 

 Soundtracks:

  • Sweet Sweetbacks Baadasss Song - Melvin Van Pebbles (1971)
  • Shaft - Isaac Hayes (1971)
  • Track Turner – Isaac Hayes (1974)

Πηγές:

  • Soulsville, U.S.A: The story of Stax Records-Robert M. J Bowman (Schirmer Books, 1997)
  • Respect Yourself. Stax Records and the Soul Explosion – Robert Gordon (Bloomsbury, 2013)
  • www.soulsvilleusa.com 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured