Έστω ότι, για την οικονομία της ανάπτυξης του παρόντος επιχειρήματος, ο όρος “DJ” έχει αρνητική χροιά, ως προς τη διαδικασία της δημιουργίας/σύνθεσης: ο δισκοθέτης, όσο ικανά mixing skills και να έχει, όσες απανωτές κλήσεις στο 199 και να χρειαστούν από την ανάφλεξη που προκαλεί στο εκάστοτε dancefloor, παραμένει ένας «εργάτης» που παίζει κομμάτια/δημιουργίες άλλων. That said, οι Daft Punk δεν υπήρξαν ποτέ DJs σε πρώτο πλάνο, όπως για κάποιο λόγο τους θυμάται μεγάλη μερίδα θαυμαστών τους.

Το DJ-ing υπήρξε μάλλον τρίτη ή και τέταρτη ιδιότητά τους. Το producing τους, οικουμενικά αποδεκτό ως αιχμηρό και άμεσα αναγνωρίσιμο. Το songwriting όμως; Αν και δεδομένα επιδραστικό, δύσκολα κάποιος θα τους κατέτασσε σε πρώτο χρόνο στην ίδια κάστα που βρίσκονται μεγαθήρια όπως ας πούμε ο Max Martin ή ο Mike Dean – ενώ είχαν τα φόντα να τους φτάσουν, σε ποσότητα έστω. Κι όμως, οι Thomas Bangalter και Guy-Manuel de Homem-Christo, πέραν της δισκογραφίας και του image τους ως «τα αγαπημένα ρομπότ του πλανήτη επί μια 25ετία», έχουν συνεισφέρει πιο αθόρυβα, είτε παρέα ή κατά μόνας, σε hits τα οποία, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο, φέρουν φαρδιά πλατιά την αισθητική υπογραφή τους. Και, ακόμα κι αν δεν κατάφεραν να αποκτήσουν hit status με την κλασική έννοια, αποτέλεσαν, το λιγότερο, απολαυστικά tracks έτοιμα να ντύσουν κάθε λογής mood – ή να περιφέρονται σε λίστες από music nerds έτοιμοι να φιγουράρουν στους φίλους τους διά του «το ‘ξερες ότι είναι Daft Punk αυτό;».

Οι «εξωσυζυγικές» συμμετοχές τους είναι κάμποσες, ποτέ όμως δεν έφτασαν σε αριθμούς μηχανής παραγωγής – συνέδραμαν μονάχα όποτε αισθάνονταν ότι είχαν όντως να προσφέρουν αυτό το «κάτι» τους. Εξαιρούνται, για ευνόητους λόγους, τα οποιαδήποτε remixes – από κάτω θα βρείτε μόνο συνθέσεις, παραγωγές, οργανοπαιξίες ή έναν συνδυασμό των τριών.

 

Stardust – Music Sounds Better With You (Thomas Bangalter, 1998)

Ίσως το πιο αναγνωρίσιμο «Daft-Punk-αλλά-όχι-Daft-Punk» track εκεί έξω – ακόμα και σήμερα αρκετοί θα δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι στο artist name γράφει (τους βραχύβιους) Stardust και όχι αυτό των παριζιάνικων ανδροειδών. Λίγο μετά το Homework και κάμποσο καιρό πριν το Discovery, ο Thomas Bangalter πήρε τη γκρούβα που μόλις είχε απλόχερα σερβίρει σε όλα τα charts του πλανήτη με τον παρτενέρ του, σμίγει για λίγο καιρό με τον DJ Alan Braxe και τον vocalist Benjamin Diamond και παραδίδει ένα hit-κόσμημα του “French touch” που παραμένει αλώβητο (και επιμένει αναλλοίωτο) 25 χρόνια αργότερα.

 

113 – 113 Fout La Merde (Thomas Bangalter, 2002)

 “Fuck this shit” αλά γαλλικά από τους (επί μια δεκαετία σούπερ σταρς στη χώρα τους) 113, αυτό το funky, house-άτο track εντάσσει το ρομποτικό talkbox και τα synths του Bangalter πανέμορφα στις ρίμες και το ευρύτερο attitude τους, πιστοποιώντας παράλληλα ότι το εν λόγω ½ των Daft Punk, εκτός του ότι είναι ο πιο εξωστρεφής από τους δύο (ο Guy-Man ακόμα να φανεί στην παρούσα λίστα), είναι λογικά ο αρχιτέκτονας της γκρούβας και του ρυθμού εντός του παριζιάνικού διδύμου. Και δεν έχει καν credit τραγουδοποιού εδώ.

 

Irréversible Soundtrack – Outrage (Thomas Bangalter, 2002)

 Ο Thomas κατά πώς φαίνεται δυσκολεύτηκε να περιορίσει τις κινηματογραφικές του ανησυχίες, υποκύπτοντας στην έκκληση του καλού του φίλου, Gaspar Noé, να γράψει ένα διεισδυτικό score σε μια εξίσου διεισδυτική (όσο και αλησμόνητη, για διάφορους λόγους) ταινία. Αν και υπήρχε η επιλογή να μπει σε αυτή τη λίστα track από το Tron: Legacy  (ένα score που συνυπέγραψαν και οι δύο Daft Punk) ή η trance ηχητική έκσταση που εκτοξεύει το “Sangria” (συντεθειμένο για άλλη ταινία του Noé, το Climax), υπάρχει κάτι στο παραγνωρισμένο “Outrage” που του δίνει επάξια αυτήν εδώ τη θέση. Η δυσοίωνη, αγχωτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί; Το παλλόμενο beat που «δεν παίρνει αιχμάλωτους»; Μάλλον ο συνδυασμός των προαναφερθέντων.

 

Cassius – See Me Now (Guy-Manuel de Homem-Christo, 2006)

 Από κοινού με τον “Monsieur Pumpkin Records”  Eric Chédeville, ο Guy-Man έτρεχε επί σχεδόν μια εικοσαετία το side project Le Knight Club, σύνθεση του οποίου υπήρξε και το παρόν κομμάτι από τον τρίτο δίσκο των πατρόνων της γαλλικής 00s dance χιπστερίας. Ισόποσα indie και French house, αποτελεί ίσως το πρώτο ηχηρό βήμα του έτερου ρομποτικού διόσκουρου να ξεχωρίσει εκτός του ρομποτικού κοστουμιού του.

  

N.E.R.D. – Hypnotize U (Daft Punk, 2010)

Η πρώτη συνεργασία με τον Pharrell (και, κατ’ επέκταση, το έτερο super duo που ακούει στο όνομα Neptunes) υπήρξε ένα κάπως-λιγότερο-γνωστό-απ-όσο-θα-έπρεπε track που δεν έχει ξεκολλήσει από τη μνήμη όσων το αγάπησαν, αργά ή γρήγορα. Τα υποβλητικά synths και το mid-tempo beat παντρεύονται αβίαστα με το falsetto του Williams, αλλά και με τον sleazy ψίθυρό του στα κουπλέ που κάπως καταφέρνει να μπλέξει αναφορά στην ταινία Inception μαζί με υποχθόνιο παραλίγο-diss στον πάλαι ποτέ mogul της Def Jam, Lyor Cohen. Μετά ακολούθησε το “Get Lucky” and the rest, όπως λένε, is history.

 

Kavinsky – Nightcall (Guy-Manuel de Homem-Christo, 2010)

Το κομμάτι που αγαπήθηκε, αναπαράχθηκε και διασκευάστηκε όσο λίγα, εκεί στο λυκαυγές των ‘10s, το κομμάτι που συνέδεσε το όνομά του σαν κανένα άλλο με την αναβίωση του synthwave (ίσως και με τη φάτσα του λακωνικού, οδοντογλυφιδοφόρου Ryan Gosling του Drive), έχει ταυτιστεί δικαίως με την μυστήρια περσόνα του Kavinsky. Αλλά επειδή credit where credit’s due, οφείλει να επισημανθεί το άκρως καταλυτικό συνθετικό μέρισμα του «πιο-συναισθηματικού-από-τους-δύο» Daft Punk.

 

Sébastien Tellier – My Poseidon (Guy-Manuel de Homem-Christo, 2012)

 Δεν (μπορώ να) γνωρίζω αν είναι η «καλύτερη» ή πιο επιδραστική συνεργασία τους, όμως είναι σίγουρα αυτή που πιθανώς να μείνει πιο εύκολα στη μνήμη. Ένα επαρκώς «υδάτινο» track που κουμπώνει γάντι με το όλο concept του δίσκου, καταφέρνει να αφήσει τη σφραγίδα του Guy-Man καλύτερα από οτιδήποτε εκ του προηγηθέντος Sexuality (στο οποίο, για την ιστορία, ο Guy-Man έκανε εξ’ ολοκλήρου παραγωγή).

 

(Kan)ye (West) – Black Skinhead/I Am A God (Daft Punk, 2013)

 Σε περίπτωση που κάποιος είχε αμφιβολία ότι το 2013 ήταν η χρονιά των Daft Punk (με το ανυπέρβλητο Random Access Memories να αποτελεί το αδιαμφησβήτητο εχέγγυο), οι Daft Punk είναι υπεύθυνοι και για τη σύνθεση/παραγωγή του μισούYeezus, δηλαδή του χωροχρονικού συμβάντος όπου ο πολύς Kanye West αποφάσισε να το γυρίσει σε industrial και να λάβει δάφνες ακόμα και από τον (διαβόητα φειδωλό σε κάθε λογής επαίνους) Lou Reed. Από κοινού με τον συνήθη ύποπτο Mike Dean (και μια συμμετοχή εν είδει easter egg από τον καλομαθημένο πλέον στο χιπ χοπ Justin Vernon), κόβουν, ράβουν και πυροβολούν beats που βρίσκουν κατευθείαν στόχο και μάλλον σε κάνουν να θέλεις να εξωτερικεύσεις μια κάποια επιθετικότητα ή να ανακοινώσεις φάτσα φόρα τη μεγαλομανία σου, παρά να χορέψεις. Κάπως έτσι, οι Daft Punk δημιούργησαν συνολικά «τον ενάμιση καλύτερο δίσκο του ‘13». Όχι και άσχημα.

 

The Weeknd – Starboy (Daft Punk, 2016) / Hurt You (Guy-Manuel de Homem-Christo, 2018)

 Δεν είναι ότι τα νούμερα για το "Starboy" μιλάνε από μόνα τους. Που, εν μέρει, το κάνουν και αυτό. Είναι ότι, σημειολογικά, αποτελεί το τελευταίο (mega)hit του Παριζιάνικου διδύμου, πριν παραδώσουν τον κατά κόσμο Abel Tesfaye μια και καλή στη συνθετική θαλπωρή του Max Martin. Έστρωσαν όμως το δρόμο για τον Weeknd στη μετά - "Hills" / "Can’t Feel My Face" εποχή, δεν το λες και λίγο. Περαιτέρω ανατριχιαστική λεπτομέρεια, η αντίθεση στο κλιπ του εν λόγω κομματιού που καταδεικνύεται από το ότι ενόσω ο εσχάτως κοντοκουρεμένος Weeknd «σκοτώνει» τον παλιό του εαυτό με την πλούσια κόμη, οι Daft Punk δεσπόζουν, σαν λόρδοι μιας περασμένης εποχής, σε πίνακα που κοσμεί το σαλόνι της έπαυλης. Μια κάποια προοικονομία, το δίχως άλλο.

Το “Hurt You” είναι το κομμάτι που έκανε το πιο ηχηρό γκελ από ένα EP που περιείχε, μεταξύ άλλων, συνεργασίες με Skrillex και Gesaffelstein καθώς και sample από κομμάτι του Nicolas Jaar. Εάν υπήρχε η οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο Guy-Man είναι περισσότερο υπεύθυνος για την ατμόσφαιρα και το υποβλητικό συναίσθημα έναντι της εκ του Thomas ανειλημμένης γκρούβας, κάπου εδώ κατακρημνίζεται μια και καλή.

 

Arcade Fire – Put Your Money on Me (Thomas Bangalter, 2017)

Είσαι οι Arcade Fire. Συμπράττεις με τον James Murphy των LCD Soundsystem για να βγάλεις τον δικό σου, χορευτικό, “Talking Heads” δίσκο. Παραδίδεις το (εξαιρετικό) Reflektor. Μεγάλη μερίδα του κοινού σου που σε αγάπησε με (και θέλει για πάντα να είσαι) το Funeral σου γυρίζει την πλάτη. Τι κάνεις στο επόμενο βήμα; Παραδίδεις εξίσου (αν όχι ακόμα πιο) χορευτικό δίσκο με το Everything Now, αφού έχεις προσλάβει τον Chief of Groove των Daft Punk να σου κάνει παραγωγή σε τέσσερα κομμάτια – και όλα φυσικά να γίνονται singles. Αν το ομότιτλο παραήταν ABBA για τα γούστα μερικών και το “Signs of Life” ακούγεται σαν outtake από τα sessions με τον Murphy για τον προηγούμενο δίσκο, τότε το “Put Yout Money On Me” έχει μια ολόδική του ταυτότητα, μια μελωδία που κολλάει σαν τσιχλόφουσκα καθώς και μια ευγενή, καθ’ όλα «οργανική» χορευτική διάθεση ικανή να κάνει οποιοδήποτε κολλημένο indie kid να ξεχάσει ότι δεν ακούει το Funeral ή το Suburbs.

 

Charlotte Gainsbourg – Rest (Guy-Manuel de Homem-Christo, 2017)

Σε ένα δίσκο όπου συνυπάρχουν ο Paul McCartney με τον Connan Mockasin, υπό τη γενικότερη μουσική διεύθυνση του καλύτερου μαθητή των Daft Punk (και διατελέσαντα στην Ed Banger Records) SebastiAn (τα πλείστα εύσημα για την ακριβοθώρητη ποιότητα του καλύτερου δίσκου που μας έχει δώσει μέχρι ώρας η Charlotte Gainsbourg πάνε δικαιότατα σε αυτόν), ο Guy-Man καταφέρνει να αφήσει ένα διακριτικό στίγμα με το ονειρικό, minimal, γλυκύτατο ομότιτλο κομμάτι. Σαν μικρός επίλογος ένα πράγμα. Μέχρι τα επόμενα, φυσικά.

 

Αφορμή για αυτό το αφιέρωμα ήταν τα 48α γενέθλια του Thomas Bangalter στις 3 Ιανουαρίου.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured