1952-1959

Στις 21 Αυγούστου του 1952 γεννιέται στην Άγκυρα της Τουρκίας ο John Graham Mellor. Γονείς του είναι ο διπλωμάτης Roland Mellor και η σύζυγός του Anna, το γένος Mackenzie, η οποία έχει καταγωγή από το νησί Skye της Σκωτίας. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, David, έχει γεννηθεί 8 μήνες πριν. Η μητέρα του αποκαλεί τον John από μικρό “Joe” και του μένει. Ο πατέρας του μετατίθεται πρώτα στο Κάιρο και ύστερα στην Πόλη του Μεξικού. Ο Joe θα έλεγε αργότερα ότι είχε έντονες αναμνήσεις από τον καταστροφικό σεισμό που έπληξε την πόλη, τον Ιούλιο του 1957. Νέα μετάθεση του Roland Mellor στη Βόννη. Η οικογένεια επιστρέφει στην Αγγλία το 1959. Αγοράζουν ένα ευρύχωρο σπίτι κοντά στο Croydon, στο νοτιοανατολικό Λονδίνο.

1961-1964

Τον Σεπτέμβριο του 1961 ο Joe εγγράφεται στο City Of London’s Freemen School (CLFS) ως εσώκλειστος μαθητής. Το CLFS είναι public school (που δεν σημαίνει «δημόσιο» στο αγγλικό εκπαιδευτικό σύστημα). Αυστηρό σχολείο, έχει ως κύριο στόχο να εμφυσήσει στους μαθητές την πειθαρχία∙ ο Joe θα παραδεχόταν αργότερα ότι οι τιμωρίες (και σωματικές) προν σωφρονισμό από τους δασκάλους του ήταν κάτι το σύνηθες. Στο CLFS βρισκόταν και ο αδελφός του. Το 1962 ο πατέρας του μετατίθεται εκ νέου στην Τεχεράνη. Οι νεαροί παραμένουν στην Αγγλία. Στο σχολείο ο Joe γίνεται φίλος με τον Adrian Greaves και μοιράζονται τις πρώτες τους μουσικές εμπειρίες. Ακούνε στα κρυφά κυρίως τους πειρατικούς ραδιοσταθμούς που εκπέμπουν από τη Βόρεια Θάλασσα, ιδίως το Radio Caroline. Ανακαλύπτει τους Beatles, τους Rolling Stones, τους Kinks και τους Yardbirds. Το κομμάτι, που του αλλάζει τη ζωή, όπως θα παραδεχόταν ο ίδιος, είναι το “Not Fade Away” του Buddy Holly στην εκτέλεση των Stones (1964). «Ήταν σαν μου φώναζε κάποιος στο αυτί, Ζήσε τη Ζωή, Γάμα τη Λογιστική!», θα δήλωνε στον βιογράφο του Chris Salewicz και θα συμπλήρωνε εμφατικά: «Χωρίς τη μουσική δεν θα είχαμε επιβιώσει εκεί.» Ο πρώτος όμως δίσκος που αγοράζει είναι το “Greatest Hits” των Beach Boys. Ανακαλύπτει επίσης τον Chuck Berry, τον Bo Diddley και ερωτεύεται διά παντός το rhythm ‘n’ blues.

1965-1969

Νέα μετάθεση του πατέρα του, αυτή τη φορά στο Μαλάουι. Ο Joe παραμένει πάντα στο CLFS. Το 1967 ακούει για πρώτη φορά την εκπομπή “Perfumed Garden” του John Peel στο Radio London. Έρχεται σε επαφή με το rock του underground, με τους Velvet Underground και τον Cpt. Beefheart. Τον συναρπάζει όμως πάντα το rhythm ‘n’ blues. Επερεάζεται έντονα από το πρώτο studio album των Bluesbreakers του John Mayall, που τον προσανατολίζει σε μαύρους μουσικούς του blues, όπως ο Robert Johnson, ο Elmore James και οι Sonny Terry & Brownie McGee. To 1968 πηγαίνει για πρώτη φορά σε συναυλία: βλέπει τους Canned Heat στο Fairfield Hall του Croydon. Συνδέεται φιλικά με τον συμμαθητή του Richard Evans, γνωστό και ως “Dick the Shit”. Καπνίζει το πρώτο του τσιγαριλίκι. Βλέπει το free concert των Pink Floyd στο Hyde Park. Στις διακοπές του 1969, ταξιδεύει με τον Evans στο Isle of Wight, όπου headliners στο ομώνυμο φεστιβάλ είναι εκείνη τη χρονιά ο Bob Dylan και οι Who. Πηγαίνουν ξανά τον επόμενο χρόνο για να δούνε τον Jimi Hendrix. Ο Joe όμως εντυπωσιάζεται περισσότερο από μια άλλη μπάντα, τους Hawkwind. Στα τέλη του 1969 ο πατέρας και η μητέρα του επαναπατρίζονται. Ο αδελφός του εγκατελείπει το σχολείο. Ασχολείται με τον αποκρυφισμό και με την ιστορία του ναζισμού και γίνεται μέλος του φασιστικού National Front (Εθνικό Μέτωπο).

1970-1973

Επιστρέφει στο CLFS για την τελευταία του χρονιά. Υιοθετεί το ψευδώνυμο “Woody” προς τιμήν του Woody Guthrie. Μαθαίνει να παίζει κιθάρα. Αφήνει τα μαλλιά του να μακρύνουν. Γράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών (Central Art School), στην οδό Σάουθαμπτον και φιλοδοξεί να γίνει σκιτσογράφος και καρτουνίστας. Ανησυχεί για την ψυχική υγεία του αδελφού του. Δικαίως. Στις 31 Ιουλίου του 1970 ο David Mellor βρίσκεται νεκρός σ΄ένα παγκάκι στο Regent’s Park, ύστερα από κατανάλωση 100 ασπιρινών. Ο Joe αποδίδει την αυτοκτονία του στις επαφές του με τους φασίστες, «που του δηλητηρίασαν το μυαλό». Το γεγονός αυτό θα ατσαλώσει τον αντιφασιστικό του ζήλο. Συνδέεται με τον Derek Boisher, έναν τροτσκιστή που τον μυεί στην πολιτική. Αρχίζει να γράφει στίχους, διαβάζει Ντίλαν Τόμας και τον Φύλακα στη Σίκαλη του Σάλιντζερ και πηγαίνει σινεμά. Του αρέσουν τα spaghetti-western αλλά και το Θωρηκτό Ποτέμκιν του Αΐζενστάιν. Το καλοκαίρι του 1971 παρακολουθεί το δεύτερο φεστιβάλ του Glastonbury. Γίνεται φίλος με τον Tymon Dogg, με τον οποίον θα σχηματίσει το πρώτο του γκρουπ. Σε ένα ταξίδι του στο Κάρτνιφ της Ουαλίας, συνδέεται ερωτικά με τη Deborah Kartun. Τον Απρίλιο του 1972 εγκαταλείπει τη Σχολή Καλών Τεχνών και εγκαθίσταται για έναν χρόνο σε μια κατάληψη στην Ουαλία. Εκεί ακούει ασταμάτητα το album Screaming Target του Big Youth και χάρη σ’ αυτό ανακαλύπτει τη reggae. Σύντομη παραμονή στο Νιούπορτ. Οικισμός ανθρακωρύχων, το Νιούπορτ είναι πυρήνας του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Joe το προσεγγίζει, παρακολουθεί συζητήσεις, μοιράζει την εφημερίδα του κόμματος (Morning Star), όμως τελικά δεν γίνεται μέλος. Πάντα στο Νιούπορτ, όπου έχουν ισχυρή παρουσία οι Αφρικανοί και οι Τζαμαΐκανοί μετανάστες, στο υπόγειο μιας pub ονόματι The Silver Sands ακούει για πρώτη φορά μουσική από τζαμαΐκανικό soundsystem. Οι δεσμοί του με την reggae, που θα τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή, ενδυναμώνουν. Τον Μάιο του 1974 επιστρέφει στο Λονδίνο. Μένει σε μια κατάληψη στο Maida Hill και ζει από το επίδομα ανεργίας. Παράλληλα με την κιθάρα, μαθαίνει να παίζει γιουκαλίλι στον δρόμο για να βγάλει μερικά ψιλά. Αγοράζει γραφομηχανή – αχώριστος σύντροφος από εδώ και μπρος. Μαζί με τον Tyrone Dogg, φορμάρει την πρώτη του μπάντα. Ονομάζονται Deus Ex Machina, ύστερα όμως από την προσθήκη του Richard Frame, το αλλάζουν σε Vultures. Διασκευάζουν κυρίως κομμάτια του Chuck Berry.

1974-1975

Στις 24 Ιουλίου βλέπει τους Allman Brothers, τον Van Morrison, τον Tim Buckley και τους Sensational Alex Harvey Band στο φεστιβάλ του Knebworth και επηρεάζεται από τη θεατρική σκηνική εμφάνιση των τελευταίων. Πιο πολύ όμως επηρεάζεται από την πρώτη εμφάνιση των New York Dolls στη βρετανική τηλεόραση, στην εκπομπή Old Grey Whistle Test του BBC2 και από την αμεσότητα του κιθαρίστα τους, Johnny Thunders. Στο τέλος του καλοκαιριού το New Musical Express κυκλοφορεί με εξώφυλλο τους Dr. Feelgood. Κάτι αρχίζει να αλλάζει στη βρετανική σκηνή. Βλέποντας τον Lee Brillaux και τον Wilco Johnson με την Telecaster στον ώμο, ο Joe “Woody” Mellor αποφασίζει να σχηματίσει μια pub-rock μπάντα. Δημιουργούνται οι 101’ers. Ο Joe αναλαμβάνει τα φωνητικά και την ρυθμική κιθάρα. Στο σχήμα συμμετέχουν επίσης ο Pat Nother στο μπάσο ο Antonio Narvaez στα τύμπανα και οι Simon Cassel και Alvaro Pena-Rojas στα σαξόφωνα. Οι Narvaez και Pena-Rojas είναι Χιλιανοί εξόριστοι εξαιτίας της χούντας του Πινοτσέτ. Οι 101’ers παίζουν ζωντανά στην pub Telegraph, στις 6 Σεπτεμβρίου, σ’ένα live ενίσχυσης της χιλιανής αντίστασης. Είναι το πρώτο πολιτικοποιημένο gig του Joe. Διασκευάζουν το “Gloria” των Them. Επόμενο live στο University College του Λονδίνου, όπου ο Joe αρπάζεται με μια παρέα teddys-boys και βγαίνουν μαχαίρια. Συνδέεται ερωτικά με την ισπανικής καταγωγής Paloma McLardy-Romero, που αργότερα θα αλλάξει το όνομά της σε Palmolive και θα γίνει μέλος των Slits. Τον Μάιο του 1975 ο Joe “Woody” Mellor μετονομάζεται σε Joe Strummer. Στις 26 Ιουλίου ο Alan Jones γράφει καλά λόγια για το «αγνό rhythm ‘n’ blues» των 101’ers στο Melody Maker. Τον Οκτώβριο, o Malcolm McLaren και η Vivien Westwood ανοίγουν στο World’s End της King Road την μπουτίκ Let It Rock, που σύντομα θα μετονομαστεί σε Sex. Συνεργάτης του McLaren είναι επίσης ο Bernie Rhodes. Στο μαγαζί συχνάζουν οι Glen Matlock, Steve Jones, Paul Cook και, λίγο αργότερα, ο Johnny Lydon. Σχηματίζονται οι Sex Pistols. Τον ίδιο μήνα, ο πρώην σπουδαστής καλών τεχνών και κιθαρίστας Mick Jones βλέπει για πρώτη φορά τους 101’ers σε μια pub στο Kensington. Σχηματίζει τους London SS, με τον Brian James στην κιθάρα (που θα φύγει για να γίνει μέλος των Damned) και τον Paul Simonon στο μπάσο. Για τη θέση του ντράμερ, δοκιμάζονται τόσο ο Terry Chimes όσο και ο Nicky “Topper” Headon. Ο δεύτερος είναι σαφώς καλύτερος ντράμερ, όμως επικρατεί ο πρώτος. Εγκατελείπουν το London SS για να μην τους περάσουν για ναζί και αναζητούν νέο όνομα. Τον Νοέμβριο ο Strummer βλέπει τον Bruce Springsteen ζωντανά στο Hammersmith Odeon και εντυπωσιάζεται από τη διάρκεια του σετ. Ακούει για πρώτη φορά Bob Marley, τον βλέπει live στις ιστορικές του συναυλίες στο Lyceum (Ιούλιος 1975) και συγκλονίζεται. Αποφασίζει ότι, όπως ο Marley τραγουδά για τη σκληρή καθημερινότητα στην παραγκούπολη του Trenchtown στο Kingston, ο Strummer θα κάνει το ίδιο για το Notting Hill. Στις 6 Νοεμβρίου οι Sex Pistols δίνουν την πρώτη τους συναυλία στο St. Martin’s School of Art. O Ted Caroll, ιδιοκτήτης των δισκοπωλειων Rock On και της νεοσύστατης Chiswick Records, βλέπει ζωντανά τους 101’ers και αποφασίζει να τους κυκλοφορήσει δίσκο. Στις 4 και στις 7 Μαρτίου ηχογραφούν τα “Surf City”, “Sweet Revenge”, “Keys To Your Heart” και “Rabies”. Στις 3 Απριλίου, οι Sex Pistols δίνουν το πρώτο τους live, ως support στους 101’ers, στο Nashville Rooms του West Kensington. Τον Strummer συνεπαίρνει η ενέργειά τους. Αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι το pub rock είναι ξεπερασμένο.

joe-strummer-2

1976

Στις 23 Απριλίου κυκλοφορεί το πρώτο album των Ramones, που θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στη βρετανική σκηνή. Το ίδιο βράδυ, νέα κοινή εμφάνιση των 101’ers/Sex Pistols στο Nashville Rooms. Στο κοινό βρίσκονται οι Mick Jones και Paul Simonon, που προτείνουν στον Joe να έρθει στη δική τους μπάντα. Αρχικά αρνείται. Πρώτη γνωριμία με τον Bernie Rhodes, που αναλαμβένει μάνατζερ των Jones/Simonon, ενώ στο σχήμα προστίθεται και ο Keith Levene στη δεύτερη κιθάρα. Ο Joe συναντά τον Rhodes στο 100 Club, όπου εμφανίζονται οι Sex Pistols. Του γίνεται νέα πρόταση να γίνει τραγουδιστής στο σχήμα των Jones και Simonon. Αυτή τη φορά δέχεται, αφού πρώτα, όπως αναφέρεται, συμβουλευθεί το Ι-Τσινγκ. Χωρίζει με την Paloma. Στις 31 Μαΐου κάνει πρόβα με τους Jones/Simonon/Levene/Chimes. Το πρώτο τραγούδι που δοκιμάζουν είναι το “One-Two-Crush on You”, που δύο χρόνια αργότερα θα εμφανιστεί ως b-side στο single του “Tommy Gun”. Τελευταία εμφάνιση λόγω υποχρέωσης του Joe  με τους 101’ers στις 5 Ιουνίου. Με το νέο του σχήμα, στην επόμενη πρόβα δοκιμάζουν άλλη μια σύνθεση του Jones, το “I’m So Bored With You”. Ο Strummer αλλάζει τους στίχους σε“I’m So Bored With the USA”. Αποφασίζουν ότι χρειάζονται νέο look. Ο Paul Simonon, εκκολαπτόμενος ζωγράφος, επηρεασμένος από το drip-painting του Jackson Pollock, τους παρακινεί να χρωματίσουν τα ρούχα τους με σπρέι, γράφοντας πάνω τους συνθήματα. Ο Strummer κόβει κοντά τα μαλλιά του και τα βάφει ξανθά. Το γκρουπ όμως ακόμη δεν έχει όνομα. Δοκιμάζουν τα ονόματα Mirrors, Phones και Outsider, αλλά τα απορρίπτουν. Ο Simonon παρατηρεί ότι στις εφημερίδες της εποχής, εν μέσω απεργιακών κινητοποιήσεων και αιματηρών συγκρούσεων στη Βόρεια Ιρλανδία, κυριαρχεί μια λέξη: Clash. Με αυτό το όνομα, εμφανίζονται ως support στους Sex Pistols, στις 4 Ιουλίου, στην pub Black Swan του Σέφιλντ. Οι Strummer και Jones δοκιμάζουν να γράψουν τραγούδια μαζί. Το πρώτο που πετυχαίνουν είναι το “Career Opportunities”. Το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου, στο καθιερωμένο Καρναβάλι του Notting Hill, ξεσπούν άγριες συγκρούσεις ανάμεσα στους αφρο-τζαμαΐκανούς μετανάστες και την αστυνομία. Ο Joe και ο Paul παρακολουθούν από κοντά τα γεγονότα. Με αυτή την αφορμή, ο Strummer γράφει το “White Riot”, που αρχικά θα κατηγορηθεί ως ρατσιστικό, όμως ο Joe θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους όταν θα εξηγήσει τους στίχους (“Black people gotta lot of problems/But they know how to chuck a brick”): «χρειαζόμαστε μια λευκή εξέγερση, αντάξια αυτής των μαύρων». Ο Strummer ριζοσπαστικοποιείται όλο και περισσότερο.  Γράφει τους στίχους για το “London’s Burning”.

29 Αυγούστου, ξανά support στους Sex Pistols στο Screen on the Green. Δημοσιεύεται η αφοριστική κριτική του Charles Shaar Murray στο New Musical Express: «Οι Clash είναι μια γκαράζ μπάντα και θα πρέπει σύντομα να επιστρέψουν στο γκαράζ...». 5 Σεπτεμβρίου, ζωντανή εμφάνιση στο Roadhouse. Παρουσιάζουν νέο κομμάτι, το “1977”, με εικοκλαστικούς στίχους: “No Elvis, Beatles or the Rolling Stones/ In 1977”. Τελευταίο live του Keith Levene με την μπάντα. Αποχωρεί ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, διώχνεται από τον Strummer. Στις 4 Οκτωβρίου, ο Joe και ο Paul φιγουράρουν στο εξώφυλλο του ιστορικού fanzine Sniffin’ Glue του Mark Perry. Σε ερώτηση του τελευταίου αν «επιζητούν την επανάσταση;», ο Strummer απαντά “Well…Yeah!”. Οι Clash κατηγοριοποιούνται ως πολιτικό συγκρότημα, εγγεγραμμένο στην Αριστερά, σε αντίθεση με τον νιχιλισμό των Sex Pistols. Μετά από την εμφάνισή τους, μερικές μέρες αργότερα, στο Roadhouse, η Pennie Smith αναλαμβάνει de facto φωτογράφος της μπάντας.

Η δισκογραφική Polydor δείχνει αρχικά ενδιαφέρον για το γκρουπ, αλλά τελικά απορρίπτει το demo τους (“Janis Jones”, “London’s Burning”, “1977”, “White Riot”, “Career Opportunities”). Στις 19 Νοεμβρίου η EMI κυκλοφορεί σε single το “Anarchy in The UK” των Sex Pistols. Την 1η Δεκεμβρίου ξεκινά η “Anarchy” τουρ των Sex Pistols, Clash και Damned στη Μεγάλη Βρετανία.

1977

Αρχές Ιανουαρίου, κοινές εμφανίσεις των Clash και των Generation X στο CLUB Roxy, στο Covent Garden. Dj είναι ο ο Don Letts, ένας rastafari από το Brixton, μετέπειτα κινηματογραφιστής, που θα σκηνοθετήσει διάφορα βίντεο των Clash, καθώς και το ντοκιμαντέρ  The Clash: Westway to the World (2000). Ο Letts μιξάρει reggae στα decks, επισημαίνοντας τη σιωπηλή συμμαχία ανάμεσα στην τελευταία και το punk, την οποία θα χαιρετήσει και ο Bob Marley με το “Punky Reggae Party” τον ίδιο χρόνο.  Ο σκηνοθέτης θα πει για τον Joe: «Ήταν άνθρωπος με βάθος. Ήξερε όλες τις πολιτιστικές και λογοτεχνικές αναφορές, όλες τις επαναστατικές αναφορές και μπορούσε να τις τοποθετήσει στα συμφραζόμενα. Δεν ήταν απλώς ένας οργισμένος νεαρός.» Στα τέλη Ιανουαρίου, μετά από παρασκηνιακές κινήσεις του Bernie Rhodes, οι Clash υπογράφουν στη CBS έναντι προκαταβολής 100.000 λιρών και δικαιωμάτων επί των πωλήσεων. Το 20% πηγαίνει στις τσέπες του Bernie, ενώ η εταιρία έχει τη μερίδα του λέοντος. Ο Strummer αργότερα θα μετάνιωνε γι’ αυτό το συμβόλαιο, καθώς τα ποσοστά των μελών του γκρουπ ήταν μηδαμινά, ενώ τους «έδενε» στη CBS για μια ολόκληρη σειρά από δίσκους. Ξεκινούν ηχογραφήσεις στις 10 Φεβρουαρίου, στο CBS Studio 3, στην Whitfield Street, το ίδιο στούντιο στο οποίο ο Iggy και οι Stooges ηχογράφησαν το “Raw Power”. Την παραγωγή και τη μίξη αναλαμβάνει ο Mickey Foote μαζί με τους Strummer & Jones. Ολοκληρώνουν στις 27 Φεβρουαρίου. Το πρώτο single “White Riot” κυκλοφορεί στις 18 Μαρτίου. Στις 8 Απριλίου ακολουθεί το πρώτο τους album, με τίτλο το όνομά τους. Το εξώφυλλο είναι έργο του Πολωνού γραφίστα Rosław Szaybo, βασισμένο σε φωτογραφία της Kate Simon. Εικονίζονται οι Strummer, Jones και Simonon, όχι όμως και ο Terry Chimes, που έχει ήδη αποχωρήσει από την μπάντα. Τη θέση του παίρνει ο παλιός τους γνώριμος Topper Headon, σαφώς αρτιότερος ντράμερ, με jazz παιδεία. Το album σκαρφαλώνει στο Νο 12 του βρετανικού chart (στην Αμερική θα κυκλοφορήσει δύο χρόνια μετά) και οι κριτικές είναι διθυραμβικές. Την Πρωτομαγιά ξεκινούν την “White Riot” τουρ, μαζί με τους Bazzcocks, τις Slits και τους Subway Sect. Backstage, στη συναυλία τους στο Rainbow του Λονδίνου, ο Strummer γνωρίζεται με τον Bob Marley. Τον Αύγουστο ο Joe γράφει τους στίχους του “White Man In Hammersmith Palais". Τον ίδιο μήνα ηχογραφούν το single “Complete Control”, με παραγωγό τον Lee “Scrtach” Perry (θα κυλοφορήσει στις 23 Σεπτεμβρίου). Ξεκινούν την “Get Out Of Control” τουρ, στη διάρκεια της οποίας γνωρίζονται με τον θρυλικό μουσικοκριτικό Lester Bangs – που τους αποθεώνει. Σκέψεις για γρήγορο δεύτερο album. Ο Rhodes θέλει πιο εμπορικό ήχο και προτείνει, προς έκλπληξη όλων, τον Sandy Pearlman για την παραγωγή, τον παραγωγό των Blue Oyster Cult. Τον Δεκέμβριο οι Strummer και Jones ταξιδεύουν στην Τζαμάικα για να γράψουν νέα κομμάτια. Προσανατολίζονται να προτείνουν την παραγωγή στον Lee “Scratch” Perry, τον οποίον όμως αδυνατούν να βρουν. Εκείνη την περίοδο η Τζαμάικα συγκλονίζεται από την πολιτική βία ανάμεσα στους οπαδούς του –φιλοαριστερού- Εθνικού Κόμματος και του –κατ’ όνομα- Εργατικού Κόμματος, που εκπροσωπεί κυρίως τη λευκή μειοψηφία και τους πιο προνομιούχους. Τα δύο κόμματα χρησιμοποιούν ως ομάδες κρούσεις τις αντίπαλες συμμορίες των Rude Boys και στους δρόμους χύνεται πολύ αίμα. Ο Strummer θα παραδεχόταν μερικά χρόνια μετά: «λίγο έλειψε να τα κάνουμε πάνω μας όταν φτάσαμε στο Κίνγκστον.» Γράφει τους στίχους του “Safe European Home”.

1978-1979

Συνδέεται ερωτικά με την Janette Lee. Πίνει πολύ, την ίδια στιγμή που ο Mick Jones αρχίζει να εθίζεται στην κοκαΐνη – κάτι που βρίσκει αντίθετο τον Strummer. Στις 17 Φεβρουαρίου κυκλοφορεί σε single το “Clash City Rockers”. Τον Μάρτιο ηχογραφούν τις διασκευές στο “Time Is Tight” των Booker T. & the MG’S και στο “Pressure Drop” των Toots & the Maytals. Στο μεταξύ, στη Μεγάλη Βρετανία καταγράφεται άνοδος του Εθνικού Μετώπου και πολλαπλασιάζονται τα κρούσματα ρατσιστικής βίας. Ιδρύονται οι οργανώσεις Rock Against Racism και Anti-Nazi League, που προσεγγίζουν τον Joe. Στις 30 Απριλίου, οι Clash συμμετέχουν στο πρώτο Rock Against Fasism Concert, στο Victoria Park. O Strummer εμφανίζεται στην σκηνή με μια μπλούζα που αναγράφει με σπρέι BRIGADE ROSSE (Ερυθρές Ταξιαρχίες). Στις 7 Μαΐου ξεκινούν τα γυρίσματα της ταινίας “Rudy Boy” των Jack Hazan και David Mingay, που είναι εμπνευσμένη από την τζαμαϊκανική εμπειρία των Clash. Ξεκινούν οι ηχογραφήσεις του δεύτερου δίσκου τους, του Give ‘Em Enough Rope, στα στούντιο της εταιρίας Island στο Λονδίνο, με παραγωγό τελικά τον Sandy Pearlman. Στις 16 Ιουνίου κυκλοφορεί σε single το “White Man In Hammersmith Palais” με b-side το “The Prisoner”.

Μετά το τέλος των ηχογραφήσεων, οι Strummer και Jones ταξιδεύουν στο Σαν Φρνασίσκο, για να επιμεληθούν την παραγωγή μαζί με τον Perlman στο Automatt studio. Στο jukebox του στούντιο ακούνε για πρώτη φορά το “I Fought The Law” του Bobby Fuller, που θα διασκευάσουν έναν περίπου χρόνο μετά. Πρώτη επίσκεψη στη Νέα Υόρκη. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, λύουν τη συνεργασία τους με τον Bernie Rhodes. Τη θέση καταλαμβάνει η Caroline Cook, ερωτική σύντροφος του Simonon. Νέος έρωτας στη ζωή του Joe: η ψηλή ξανθιά Gaby Salter, φίλη του Topper Headon. Στις 10 Νοεμβρίου του 1978 κυκλοφορεί το Give ‘Em Enough Rope (στην Αμερική 10 μέρες αργότερα). Αυτή τη φορά οι κριτικές είναι μοιρασμένες. Το Sounds του αφιερώνει πεντάστερη κριτική, όμως τόσο ο Nick Kent στο NME όσο και ο Jon Savage στο Melody Maker , το χαρακτηρίζουν άνισο και, κυρίως, “radio friendly” (για το αμερικανικό κοινό). Στις ΗΠΑ, ο Greil Marcus στο Rolling Stone κάνει λόγο για «μια επίθεση των rockers στον Πραγματικό Κόσμο, στην παράδοση του “Beggars Banquet” ή του “Let It Bleed”». Το album ανεβαίνει στο Νο 2 του βρετανικού chart. Επόμενο βήμα: περιοδεία στις ΗΠΑ. Ξεκινά στις 30 Ιανουαρίου του 1979 από τον Καναδά. Επόμενη στάση το Σαν Φρανσίσκο και το προοδευτικό Berkeley, όπου ο Joe ενημερώνεται για πρώτη φορά για την επανάσταση των Sandinistas στη Νικαράγουα και παθιάζεται. Support στην περιοδεία, ύστερα από απαίτηση των ίδιων, είναι ο Bo Diddley. Στη Νέα Υόρκη επισκέπτονται το Studio 54 και ακούνε πρώιμο rap στους δρόμους. Γνωρίζονται με τον Andy Warhol. Τη συναυλία τους στο Palladium παρακολουθούν η Nico, η Debbie Harry, ο David Johansen των New York Dolls, ο John Cale και ο Lenny Kaye, κιθαρίστας της Patti Smith. Επιστρέφοντας στην Αγγλία , αρχίζουν να δουλεύουν το υλικό που θα αποτελέσει το “London Calling”. 3 Μαΐου, γενικές εκλογές, εκλέγεται πρωθυπουργός η Μάργκαρετ Θάτσερ. Την ίδια ημέρα οι Clash κυκλοφορούν το The Cost Of Living EP, με τέσσερα τραγούδια (“I Fought The Law”, “Complete Control”, “Groovy Times”, “Gates Of The West”).

Στις αρχές του Αυγούστου ξεκινούν στα στούντιο του Wessex την ηχογράφηση του “London Calling”, με παραγωγό τον ικανότατο Guy Stevens, ο οποίος όμως αντιμετωπίζει πρόβλημα αλκοολισμού. Το πρώτο κομμάτι που ηχογραφούν είναι η διασκευή τους στο “Brand New Cadillac”, το παλιό rockabilly του Vince Taylor. Έτοιμο είναι και το “Rudy Can’t Fail” που χρησιμοποιήθηκε στο soundtrack  της ταινίας “Rude Boy”. Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώνονται τον Νοέμβριο. Το διπλό “London Calling” κυκλοφορεί στις 14 Δεκεμβρίου στη Μεγάλη Βρετανία, όπου ανεβαίνει στο Νο 9 των charts, και τον Ιανουάριο του 1980 στις ΗΠΑ, όπου ξεπερνά το ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε πωλήσεις και γίνεται πλατινένιο. Στο εξώφυλλο φιγουράρει η περίφημη φωτογραφία του Paul Simonon, καθώς σπάει επί σκηνής το μπάσο του, τραβηγμένη από την Pennie Smith στο Palladium της Νέας Υόρκης. Οι γραμματοσειρές κοπιάρουν τις αντίστοιχες στο πρώτο album του Elvis. Στη Μεγάλη Βρετανία, ύστερα από επιμονή των Clash, το album πωλείται στην τιμή του μονού (5 λίρες), Επωμίζονται οι ίδιοι τη χασούρα. Στο μεταξύ το management της μπάντας έχει περάσει στα χέρια της εταιρείας Blackhill.

london-calling

1980-1981   

Δεύτερη περιοδεία στις ΗΠΑ με πρώτο σταθμό το Σαν Φρανσίσκο στις 4 Σεπτεμβρίου. Support αυτή τη φορά είναι ο country-rockabilly κιθαρίστας Joe Ely και το soul-funk σχήμα των Chamber Brothers (“Time Has Come Today”). Ηχογραφούν τη διασκευή τους στο “Armageddon Time” του Τζαμαϊκανού Willie Williams. Στο Ντιτρόιτ γνωρίζονται με μέλη των MC5. Φτάνουν στη Νέα Υόρκη στις 20 Σεπτεμβρίου για δύο συναυλίες. Αρχίζουν τα προβλήματα, ο Topper έχει εθιστεί στην ηρωίνη. Στις αρχές του Φλεβάρη του  1981 ηχογραφούν το “Bankrobber”, που κυκλοφορεί σε single στις 8 Αυγούστου. Ταξιδεύουν ξανά στη Τζαμάικα και ηχογραφούν στο στούντιο του Channel One τη διασκευή τους στο “Junko Partner” του πιανίστα James Booker από τη Νέα Ορλεάνη. Από το Κίνγκστον πετάνε για τη Νέα Υόρκη, για να ηχογραφήσουν το Sandinista. Από τον Μάρτιο ως τέλος του Απρίλη γράφουν στο Powerhouse και ύστερα στα Electric Layland Studios (βλέπε Jimi Hendrix), επιστρέφουν τον Μάιο στο Channel One του Κίνγκστον και ολοκληρώνουν το album στα τέλη του Αυγούστου στο Wessex του Λονδίνου. Το Sandinista κυκλοφορεί ως τριπλό LP στη Μεγάλη Βρετανία στις 12 Δεκεμβρίου, ενώ ύστερα από απαίτηση και πάλι των Clash, διατίθεται στην τιμή του διπλού. Όσο για τον τίτλο, ο Strummer δηλώνει ότι «η νικηφόρα επανάσταση και η κατάκτηση της εξουσίας από τους Sandinistas στη Νικαράγουα, είναι το καλύτερο νέο που έχω ακούσει εδώ και πολλά χρόνια». Το album πάντως λαμβάνει μάλλον μέτριες κριτικές. Οι περισσότεροι κριτικοί εστιάζουν στη μεγάλη διάρκειά του, υπογραμμίζοντας ότι θα ήταν «σούπερ» αν ήταν διπλό, με τα σωστά κομμάτια. Τον Απρίλιο του 1981 κυκλοφορούν σε δωδεκάιντσο το “The Magnificent  Seven” σε long version, επηρεασμένοι από το 15λεπτο πρωτο-ραπ “Rapper’s Delight” των Sugarhill Gang. Κυκλοφορεί το λεύκωμα “The Clash: Before and After”, με φωτογραφίες της Pennie Smith. Νεα αμερικανική τουρνέ. Επιστρέφουν στην Ευρώπη τον Σεπτέμβριο για την “Radio Clash Tour”. Τον Οκτώβριο ξαναμπαίνουν στο στούντιο και προβάρουν τέσσερα νέα κομμάτια, τα “Know Your Rights”, “Should I Stay Or Should I Go”, “Inoculated City”, “Ghetto Defendant”: τη μαγιά για το Combat Rock. Έχουν μείνει στο μεταξύ, όχι μόνο άφραγκοι, αλλά βρίσκονται να χρωστάνε στην CBS και την εταιρία που τους μανατζάρει. Ως ύστατη λύση, ο Joe στρέφεται ξανά, για καλό και για κακό, στον Bernie Rhodes. Σεπτέμβριος1981- Απρίλιος 1982: ηχογραφούν το “Combat Rock” στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Γνωρίζονται με τον Allen Ginsberg.

1982-1985

Στις 23 Απριλίου κυκλοφορεί το “Know Your Rights”, πρώτο single από τον επερχόμενο δίσκο. Ο Joe Strummer όμως έχει εξαφανιστεί χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν. Περνάει περίπου έναν μήνα στο Παρίσι μαζί με την Gaby και τρέχει στον τοπικό αγώνα μεγάλων αποστάσεων. Επισκέπτεται τον τάφο του Ρεμπώ στο Cimetière de Charleville-Mézières. Επιστρέφει έγκαιρα στην Αγγλία για την κυκλοφορία του Combat Rock, στις 14 Μαΐου. Νέα προβλήματα με τον εθισμό του Topper στην ηρωίνη. Ο Rhodes υποδεικνύει στον Strummer να τον διώξει από την μπάντα. Ο Joe συναινεί. Τον αντικαθιστά εκ νέου ο Terry Chimes για την περιοδεία τους στις ΗΠΑ. Το album φτάνει στο Νο 2 στη Μεγάλη Βρετανία και στο Νο 8 στην Αμερική. Στην ίδια θέση φτάνει και το “Rock the Casbah”, τρίτο single από τον δίσκο, μετά από τα  “Know Your Rights”, “Should I Stay Or Should I Go”. Υιοθετούν ένα πιο militant look, με φόρμες παραλλαγής κλπ., ενώ ο Joe ξυρίζει τα μαλλιά του και αφήνει μοϊκάνα, επηρεασμένος από τον Travis Bickle (Robrt De Niro) στο Taxi Driver του Martin Scorsese. Τους κατηγορούν ότι δίνουν υπερβολική σημασία στο στιλ. Ο Joe απαντά: «Θα ξεκινήσουμε την Επανάσταση όμως, πρώτα, πού είναι το τζελ;».

Περιοδεύουν πρώτα στη Μεγάλη Βρετανία. Καταλήγουν στο Μπρίστολ, όπου ο Mick Jones παίζει για τελευταία φορά ως μέλος των Clash επί βρετανικού εδάφους (3 Αυγούστου). Στη συνέχεια φεύγουν για την Αμερική. Η τουρνέ είναι προγραμματισμένη να ολοκληρωθεί στις 8 Σεπτεμβρίου στη Βοστώνη. Δέχονται όμως πρόταση να παραμείνουν στις ΗΠΑ και να ανοίξουν τις συναυλίες των Who. Παίζουν μπροστά σε 80.000 κόσμο. Εμφανίζονται ζωντανά στο Saturday Night Live (9 Οκτωβρίου), γεγονός που εκτοξεύει τη δημοτικότητά τους στα ύψη. Τους προσκαλούν να πάρουν μέρος σε φεστιβάλ στην Τζαμάικα. Τελευταίες εμφανίσεις του Terry Chimes ως μέλος των Clash. Τη θέση του στο γκρουπ παίρνει ο νεαρός Pete Howard. Εντάσεις εμφανίζονται στο εσωτερικό της μπάντας ανάμεσα στον Mick από τη μια και στους Joe και Paul από την άλλη. Ο Jones πίστευε ότι τις υποκινούσε ο Bernie Rhodes. Εμφανίζονται ως headliners στο Us Festival στη Νότια Καλιφόρνια, μπροστά σε ένα κοινό 150.000 ατόμων. Προς το τέλος του live ξεσπά καυγάς επί σκηνής και ο Mick με τον Paul ανταλλάσουν μπουνιές με τα μέλη του crew. «Αν και δεν μιλιόμαστε καν εκείνη την εποχή, είδα κάποιον να τον χτυπάει και μπήκα στη μέση», θα δήλωνε αργότερα ο Simonon.

Ολόκληρο το 1983 τους βρίσκει ανενεργούς. Οι Strummer και Simonon κατηγορούν τον Jones για απάθεια και έλειψη ενδιαφέροντος. Αποφασίζουν, σε συμφωνία με τον Bernie Rhodes, να τον διώξουν από την μπάντα. Δικηγόροι και από τις δύο πλευρές ανταλλάσουν συμβόλαια: ο Jones είναι εκτός μπάντας. Ο Joe και ο Paul υπογράφουν το σχετικό δελτίο Τύπου που πρωτοδημοσιεύεται στο ΝΜΕ, στις 10 Σεπτεμβρίου του 1983. Στις 18 Νοεμβρίου η Gaby φέρνει στον κόσμο ένα κοριτσάκι κι ο Joe γίνεται πατέρας. Δύο νεαροί μουσικοί, ο Vince White και ο Nick Shepperd, στρατολογούνται για να καλύψουν το κενό του Jones. Με το νέο σχήμα, στις 19 Ιανουαρίου ξεκινούν περιοδεία στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. Παρουσιάζουν ένα νέο κομμάτι με τον τίτλο “This Is England”. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, στο Παρίσι, στις 29 Φεβρουαρίου ο Strummer πληροφορείται τηλεφωνικά για τον θάνατο του πατέρα του ύστερα από εγχείρηση ανοιχτης καρδιάς. Τον Οκτώβριο ο Joe ταξιδεύει στην Ισπανία, στη Γρανάδα, όπου αναζητά πληροφορίες για τον τάφο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ολόκληρο το 1984 περνά με σκόρπιες ζωντανές εμφανίσεις και χωρίς ηχογραφήσεις Υιοθετεί νέο look, λευκά τζιν και καροτί μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω. Η CBS τους πιέζει για νέο album. Ξεκινούν να το γράφουν τον Γενάρη του 1985 και το ολοκληρώνουν τον Μάρτιο. Το Cut The Crap, πέμπτο και τελευταίο τους album, κυκλοφορεί στις 4 Νοεμβρίου, αλλά στο μεταξύ οι Clash έχουν ήδη διαλυθεί. Οι κριτικές για το album, με την εξαίρεση του single “This Is England”, είναι καταστροφικές. Την παραγωγή υπογράφει κάποιος Jose Unidos, που στην πργματικότητα είναι ο Bernie Rhodes. Πριν από την κυκλοφορία του, οι Clash δίνουν την τελευταία συναυλία της καριέρας τους στις 27 Ιουλίου, στο Καλλιμάρμαρο της Αθήνας, στο φεστιβάλ Rock In Athens. Λίγο πιο πριν, ο Strummer είχε πει στον δημοσιογράφο και βιογράφο του, Chris Salewicz: «Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα. Ο Mick είχε δίκιο για τον Bernie». Σε αντίθεση με τους Clash, ο Mick Jones λαμβάνει πολύ καλές κριτικές για το πρώτο album της νέας του μπάντας, των Big Audio Dynamite, που κυκλοφορεί την ίδια περίπου περίοδο.

rock-in-athens-cover_lifo

1986-1989

Στις 14 Ιανουαρίου γίνεται ξανά πατέρας (δεύτερο κοριτσάκι). Συνδέεται φιλικά με τον σκηνοθέτη Alex Cox και στρέφεται στον κινηματογράφο. Ηχογραφεί το single “Love Kills”, τραγούδι των τίτλων στην ταινία Sid & Nancy, που αναφέρεται στη σχέση του Sid Vicious με την Nancy Spungen (κάνει και ο ίδιος ένα μικρό πέρασμα). Κιθάρα παίζει ο Mick Jones που επανασυνδέεται με τον Joe. Το φιλμ προβάλλεται στις Κάννες, όπου ο Strummer γνωρίζεται με τον Jim Jarmusch. Ανανεώνοντας τη φιλία του με τον Jones, συνυπογράφει την παραγωγή του δεύτερου album των Big Audio Dynamite με τίτλο No. 10, Upping St., που κυκλοφορεί στις 27 Οκτωβρίου. Στις 28 Δεκεμβρίου πεθαίνει η μητέρα του. To 1987 συμμετέχει στο γουέστερν-παρωδία Straight To Hell, επίσης ταινία  του Alex Cox, όπου υποδύεται έναν ληστή τραπεζών, οπαδό του Elvis. Στην ίδια ταινία εμφανίζονται ακόμη ο Elvis Costello, ο Jim Jarmusch, η Courtney Love και ο Shane McGowan με τους Pogues. Τον ίδιο χρόνο γράφει τη μουσική για την ταινία Walker του Cox με τον Ed Harris, που αναφέρεται στον ομώνυμο αποικιοκράτη-τυχοδιώκτη που εγκαθίδρυσε ένα βραχύβιο ιδιωτικό κρατίδιο στη σημερινή Νικαράγουα∙ ο Joe έχει έναν μικρό ρόλο στο φιλμ. Η ταινία, παρόλες τις φιλοδοξίες, πατώνει εμπορικά και καλλιτεχνικά. Τον Οκτώβριο δέχεται την πρόταση των Pogues να αντικαταστήσει ως κιθαρίστας τον Phil Chevron, που πάσχει από έλκος στομάχου, στην αμερικανική τουρνέ της μπάντας. Γράφει το score και τέσσερα νέα κομμάτια (ανάμεσά τους και το “Trash City”) για την ταινία Permanent Record της Marisa Silver με πρωταγωνιστή τον Keanu Reeves, που βγαίνει στις αίθουσες στις 22 Απριλίου του 1988. Σχηματίζει τους Latino Rockabilly War, με τους οποίους ξεκινά περιοδεία (Rock Against Rich Tour) τον Ιούνιο. Από τον κατάλογο των Clash, παίζουν το “Police On My Back” και το “White Man On Hammersmith Palais”. Ταξιδεύει στο Μέμφις για να πάρει μέρος στα γυρίσματα της ταινίας Mystery Train του Jim Jarmusch, με τον οποίον έχουν γίνει καλοί φίλοι. Ο Joe υποδύεται τον Johnny, έναν Εγγλέζο rocker, φανατικό του Elvis, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται και οι τρεις ιστορίες του φιλμ. Κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 13 Μαΐου του 1989. Τον Σεπτέμβριο κυκλοφορεί το πρώτο προσωπικό album του Strummer (με τους Latin Rockabilly War) με τον τίτλο Earthquake Weather, στην εταιρία Epic (παράρτημα της CBS). Οι κριτικές κυμαίνονται από μέτριες έως αρκετά συμπαθητικές. Η τουρνέ που ακολουθεί είναι επιτυχημένη, όμως το album πουλά μόλις 7.000 κόπιες στη Μεγάλη Βρετανία. Επιτέλους λύεται το συμβόλαιο που τον έδενε με τη CBS. Τον Νοέμβριο το περιοδικό Rolling Stone ανακηρύσει το “London Calling” «album της δεκαετίας».  

1990-1993

Γράφει τα τραγούδια “Burning Lights” και “Afro Cuban BeBop” για την ταινία I Hired a Contract Killer του Φινλανδού σκηνοθέτη Aki Kaurismaki και έχει έναν μιρό ρόλο στο φιλμ. Αναλαμβάνει την παραγωγή στο Hell’s Ditch, το πέμπτο album των Pogues, που κυκλοφορεί στις 6 Νοεμβρίου του 1990. Δέχεται την πρόταση των Pogues να αντικαταστήσει προσωρινά ως τραγουδιστής τον Shane McGowan, ο οποίος αντιμετωπίζει πρόβλημα με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, στην επικείμενη αμερικανική τους τουρνέ. Τους συνοδεύει και στην Ιαπωνία. Γίνεται φίλος με τον εικαστικό καλλιτέχνη Damien Hirst. Ανακαλύπτει και εξερευνά την κουλτούρα του rave. Η σκηνοθέτιδα Sara Driver, συνεργάτιδα του Jarmusch, του αναθέτει το soundtrack της ταινίας When Pigs Fly, με πρωταγωνίστρια τη Marianne Faithfull, που βγαίνει στις αίθουσες το 1993. Προβήματα στη σχέση του με την Gaby, που οφείλονται εν μέρει στην κατάθλιψή του, την οποία επιτείνει το αλκοόλ. Ζουν στο ίδιο σπίτι, σε χωριστά δωμάτια. Γνωρίζεται με την Lucinda Tait-Henderson, την οποία ερωτεύεται. Χωρίζουν με την Gaby.

1994-1997

Στις αρχές του 1994,οι Clash δέχονται πρόταση εκατομμυρίων δολαρίων για να επανασχηματιστούν και να πάρουν μέρος στο περίφημο, κινητό Lollapalooza Festival. Δεν απορρίπτουν εξαρχής την ιδέα, κυρίως για οικονομικούς λόγους, όμως οι συζητήσεις ανάμεσα στον Joe, τον Paul και τον Mick καταλήγουν σε αδιέξοδο. Στις 31 Μαΐου του 1995 παντρεύεται με την Lucinda στο Kensington. Μετακομίζουν στο Bridgewater του Somerset. Ξαναρχίζει να πηγαίνει στα μεγάλα καλοκαιρινά φεστιβάλ, ειδικά στο Glastonbury, όπου κατασκηνώνει σε σταθερή βάση. Στο φεστιβάλ του 1995 δοκιμάζει για πρώτη φορά ecstasy. Εντρυφεί στην ηλεκτρονική μουσική καθώς και στην ethnic. Ανάμεσα στο 1995 και στο 1996 γράφει μια δωδεκάδα καινούρια τραγούδια, ανάμεσά τους τα “Yalla Yalla”, ”Sandpaper Blues”, “Tony Adams” και “The Road To Rock ‘n’ Roll”, τα οποία θα εμφανιστούν στον επόμενο δίσκο του. Συμμετέχει στην ηχογράφηση του “England Irie” των Black Grape του Shawn Ryder (ex-Happy Mondays), κομμάτι γραμμένο για την Εθνική Ομάδα Ποδοσφαίρου της Αγγλίας ενόψει του Euro ‘96. Επιμελείται το soundtrack της ταινίας Grosse Point Black του John Cusack, μεγάλου φαν των Clash. Ταξιδεύει στο Μεξικό και ύστερα στο Λος Άντζελες παρέα με τον Shawn Ryder. Στο L.A. ηχογραφεί το τραγούδι “It’s A Rocking World” με τη βοήθεια του Flea (Red Hot Chili Peppers) και του Tom Morelo (Rage Against The Machine), σε παραγωγή του Rick Rubin. Το κομμάτι ακούγεται σε επεισόδιο της σειράς cartoon South Park. Γράφει ένα τραγούδι για τον Horace Andy. Τον Απρίλιο του 1997 συμμετέχει στο album Kicks Joy Darkness, ένα tribute στον Jack Kerouac∙ παίζει κιθάρα, ενώ από tape ακούγεται η ηχογραφημένη φωνή του Kerouac να απαγγέλει στίχους από το ποίημα MacDougal Street Blues, Cantos Dos.

1998-2002

Από τις 29 Αυγούστου του 1998 έως τις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 παρουσιάζει την εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή Joe Strummer’s London Calling στο BBC World Service, το διεθνές δίκτυο του BBC. Παίζει reggae, ethic music και rock ‘n’ roll: U Roy, Nina Simone, Ernest Ranglin, Elvis, Bob Dylan, Baaba Maal κ.ά.  Σχηματίζει τους Mescaleros: Antony Genn (κιθάρα, ex-Pulp), Martin Slattery (σαξόφωνο), Scott Shields (μπάσο), Pablo Cook (κρουστά, ex-Elastica), Steve "Smiley" Barnard (τύμπανα). Υπογράφουν συμβόλαιο με την εταιρία Hellcat του Tim Armstrong των Rancid. Στη διάρκεια του 1999 ηχογραφούν το album “Rock Art and The X Ray Style”, που θα κυκλοφορήσει στις 2 Νοεμβρίου. Εμφανίζονται σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και συμμετέχουν στα μεγάλα καλοκαιρινά φεστιβάλ του Glastonbury και του T In The Park (Γλασκώβη). Τον Οκτώβριο κυκλοφορεί από την Sony το live album των Clash From Here To Eternity με 17 κομμάτια. Top-10 στη Μεγάλη Βρετανία, δεν κατορθώνει να ανέβει στο αμερικανικό chart.

the-clash-live-album

Τον ίδιο μήνα το BBC 2 προβάλλει μια 55λεπτη εκδοχή του ντοκιμαντέρ Westway to the World, που γύρισε για τους Clash ο Don Letts. Στις αρχές του 2001 ο Joe και οι Mescaleros ηχογραφούν το δεύτερό τους album με τίτλο Global A Go-Go, που θα κυκλοφορήσει στις 24 Ιουλίου και θα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Joey Ramone. Την Πρωτομαγιά συμμετέχει στις αντικαπιταλιστικές διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης, κατά τη διάρκεια της συνάντησης της G7 στο Λονδίνο. Νέα παγκόσμια περιοδεία με τους Mescaleros, που θα τους φέρει και στην Αθήνα, για μια εμφάνιση στο κλειστό γήπεδο του Σπόρτινγκ, στις 30 Νοεμβρίου του 2001. Τον Μάρτιο του 2002 κάνει ντουέτο με τον θρύλο της reggae Jimmy Cliff στο album Black Magic του τελευταίου. Τον Απρίλιο ο Joe γράφει το τελευταίο του τραγούδι, το “Lost Shadow”, με σκοπό να το τραγουδήσει ο Johnny Cash. O Άνθρωπος με τα Μαύρα δεν θα το συμπεριλάβει στο ρεπερτόριό του, όμως θα τραγουδήσει ντουέτο με τον Strummer, ο οποίος βρίσκρται τότε στο Λος Άντζελες, το “Redemption Song” του Bob Marley. Η εκτέλεση θα εμφανιστεί στο album “Streetcore” (Hellcat, 2003), που θα κυκλοφορήσει μετά από τον θάνατο του Joe. Ανακοινώνεται ότι οι Clash θα γίνουν δεκτοί να ενταχθούν στο Rock ‘n’ Roll Hall of Fame, τον Μάρτιο του 2003. Ο Strummer και ο Jones είναι σύμφωνοι να επανασχηματιστούν για να παίξουν ζωντανά στην τελετή, όμως συναντούν την άρνηση του Paul Simonon. Στις 15 Νοεμβρίου, ο Strummer εμφανίζεται ζωντανά στο Action Town Hall του Λονδίνου, σε μια συναυλία για την οικονομική ενίσχυση των Βρετανών πυροσβετών (BSU), που απεργούν διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές στους μισθούς και στα επιδόματά τους. Στη διάρκεια του live, ανεβαίνει στη σκηνή ο Mick Jones με την κιθάρα του. Μετά από πολλά χρόνια, ο Joe και ο Mick ξαναπαίζουν μαζί κομμάτια όπως τα “Rudie Can’t Fail”, “Police And Thieves”, “Police On My Back”, “Bankrobber”, “London’s Burning” κ.ά. Στις 22 Νοεμβρίου δίνει την τελευταία συναυλία της ζωής του στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ. Στις 15 Δεκεμβρίου κυκλοφορεί το τελευταίο του single, η διασκευή του στο “Redemption Song” σε δύο εκτελέσεις, η μία σόλο και η άλλη σε ντουέτο με τον Johnny Cash.

Στις 22 Δεκεμβρίου του 2002 ο Joe Strummer πεθαίνει από αιφνίδια καρδιακή προσβολή στο σαλόνι του σπιτιού του, αφού προηγουμένως είχε βγάλει βόλτα τους σκύλους του. Τίποτα δεν το προμήνυε, αν και η ιατροδικαστική εξέταση δείχνει ότι είχε χρόνιο πρόβλημα με την καρδιά του. Ο στενός του φίλος Don Letts  δηλώνει: «νόμιζα ότι είχε ακόμα 30 χρόνια μπροστά του για να παίζει μουσική». Στις 30 Δεκεμβρίου γίνεται η κηδεία του στο αποτεφρωτήριο του Δυτικού Λονδίνου, στην οδό Harrow. Παρευρίσκονται, πέρα από την οικογένειά του, η Chrissie Hynde, o Jim Jarmusch, o Topper Headon, η Courtney Love, o Paul Simonon, ο Mick Jones, μέλη των Pogues, ο Rat Scabies των Damned κ.ά. Δύο διμοιρίες πυροσβεστών παρτάσσονται στον χώρο. Σε έναν τοίχο τοποθετείται μια ακουστική κιθάρα, καλυμμένη με λευκά τριαντάφυλλα, η οποία γράφει στη σκάφη της: R.I.P. JOE STRUMMER HEAVEN CALLING 1952 – 2002. Ακούγεται από τα ηχεία το “White Man In Hammersmith Palais”. Στις 20 Ιανουαρίου του 2007 κάνει πρεμιέρα στο (Sundance Film Festival) το ντοκιμαντέρ που γύρισε για τον Joe ο σκηνοθέτης Julien Temple. Έχει ως τίτλο το αγαπημένο του moto: The Future Is Unwritten

 

Πηγές:

  • Dick Hebdige, Subculture: The Meaning of Style (Routledge, 1979)
  • Jon Savage, England's Dreaming: Sex Pistols and Punk Rock (Faber & Faber, 1991)
  • Marcus Gray, Last Gang in Town: The Story and Myth of the Clash (Henry Holt & Co, 1997)
  • Chris Salewicz, Redemption Song. The Definitιve Biography of Joe Strummer (Harper, 2012)
  • Gregor Gall, The punk rock politics of Joe Strummer: Radicalism, resistance and rebellion (Manchester University Press, 2022)

joe-strummer-1

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured