Στη μουσική -και γενικότερα τόσο στη δημόσια γραφή όσο και στις προφορικές μας συνήθειες- συχνά χρησιμοποιούμε με χαρακτηριστική ευκολία μεγάλα λόγια, καταδικασμένα στην αυτοαναίρεση του ρεαλισμού, όπως παραδείγματος χάριν «μοναδικό», «ανεπανάληπτο», «ιδιοφυές». Είναι και κάποιες λίγες περιπτώσεις βέβαια που, για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, η πραγματικότητα πλησιάζει τόσο πολύ στην αλήθεια του επιθέτου που κάπως δικαιολογείται και απενοχοποιείται η χρήση του όποιου επιθέτου.

Μια τέτοια περίπτωση, τουλάχιστον στο δύσκολο και συχνά δυσνόητο πεδίο της πειραματικής electronica είναι και αυτή των Autechre, του βρετανικού ηλεκτρονικού ντουέτου των Rob Brown και Sean Booth που τη δεκαετία του ’90, μαζί με τον Aphex Twin έσκαψαν στην ετικέτα της Warp τα θεμέλια για αυτό που τις επόμενες δεκαετίες θα καθιερωνόταν πολλαπλά  και αμφιλεγόμενα ως IDM (Intelligent Dance Music) και παίρνοντας τον δρόμο της εξέλιξης και της πρόσμιξης των ειδών θα έβρισκε τον δρόμο του για ευρύτερο κοινό και μεγαλύτερα dancefloors - αν και οι πιονέροι του είδους -μεταξύ των οποίων και οι Autechre- σύντομα αποκήρυξαν τον όρο ως "ηλίθιο"

Σε τριάντα χρόνια δισκογραφικής ζωής οι Autechre 15 studio albums και δεκάδες EPs, remixes και covers, και όσο κι αν ο ήχος τους πήρε κι αυτός τον δικό του δρόμο σταδιακά, μεταβαίνοντας από την ρηξικέλευθη μελωδική διάσταση των ρομποτικών beats σε μια διαρκή εξερεύνηση των μουσικών τεχνολογικών ορίων, το σίγουρο είναι ότι οι Autechrε δεν πρόδωσαν ποτέ, μέχρι στιγμής, την ειλικρίνεια και την προσήλωση με την οποία αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους. Ιδιαίτερα χαμηλών τόνων, με μετρημένες στα δάχτυλα live εμφανίσεις, με ελάχιστη χρήση των εργαλείων δημοσιότητας, είναι ένα ντουέτο που κάθε του live act μετατρέπεται αυτόματα σε μια «συλλεκτική» στιγμή και μια συνολική εμπειρία – τουλάχιστον για τους φίλους της ηλεκτρονικής μουσικής και ιδίως για τους πιουρίστες του πειραματικού, ηλεκτρονικού ήχου.

Λίγο πριν από μια τέτοια, «συλλεκτική» εμφάνιση κάτω από την Ακρόπολη, στο Ηρώδειο, την Τρίτη 5 Ιουλίου, με ένα από τα χαρακτηριστικά τους pitch – dark acts, κάνουμε μια προθέρμανση μέσα από 7 τραγούδια, που αν και αντιπροσωπεύουν ένα τόσο δα μικρό κομμάτι από τη μουσική τους πίτα, με την οποία μας έχουν χορταίνουν απολαυστικά όλα αυτά τα χρόνια, χαρτογραφούν κατά κάποιον τρόπο τη μοναδική τους πορεία από το 1993 και το μνημειώδες ντεμπούτο Incunabula μέχρι το δίπτυχο ηλεκτρονικής συμφωνίας και αφηρημένης τέχνης που κυκλοφόρησαν το 2020 με τα albums SIGN και PLUS.

 

1. “Bike” (Incunabula, 1993)

Ένα track ορόσημο, γιατί συνδύαζε για πρώτη φορά μισή ντουζίνα ηλεκτρονικά ιδιώματα από Detroit techno και ηλεκτρονική funk μέχρι βρετανική electro και synth, σε ένα album ορόσημο για την ηλεκτρονική μουσική που ίσως επισκιάστηκε, σε μεγάλο βαθμό, από το πρώτο album του Aphex Twin που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν.  Το Incunabula ήταν ένα σημείο τομής για την πειραματική ηλεκτρονική μουσική που μαζί με το Selected Ambient Works 85 – 92 χωρίζει το είδος και τα ιδιώματά του σε «πριν» και «μετά» - και το “Bike” είναι ένα από τα πιο όμορφα και πλουραλιστικά δείγματα αυτού του ήχου του τότε μέλλοντος.

 

 

2. “Nine” (Amber, 1994)

Το Amber θεωρείται, συναισθηματικά, από πολλούς fans των Autechre το πρώτο τους album αφού με αυτό εδραίωσαν τον ήχο και το όνομα τους αλλά και συγκίνησαν με την μελωδική προσέγγιση των πρώιμων glitch ηχοτοπίων τους – για άλλους βέβαια είναι μια -σε μεγάλο βαθμό- διεκπεραιωική δουλειά προς εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης προς την ετικέτα της Warp Το “Nine” ένα highlight ενός δίσκου που κατέχει αν μη τι άλλο την κομβική, συνδετική θέση νούμερο δύο σε αυτήν την εξαιρετική και μνημειώδη εναρκτήρια δισκογραφική τριπλέτα με την οποία οι Autechre μπήκαν για τα καλά στον μουσικό χάρτη.

 

 

3. “Cichili” (Chiastic Slide, 1997)

Οι Autechre βαδίζουν σιγά σιγά προς το τέλος της δεκαετίας και παρά τους φόβους των πιστών οπαδών τους για κορεσμό, μετά τις back-to-back καινοτομίες των τριών πρώτων δίσκων τους παρουσιάζουν ένα album που από outsider αφετηρία σημαδεύει μια μεταιχμιακή στιγμή του duo. Κορυφαίο δείγμα το “Cichili”, με τον βραδύκαυστο μινιμαλισμό του και την πρώτη διαστολή του Autechre ήχου προς τις non – human  ατραπούς που έμελλε να διαβούν ολοκληρωτικά μετά από μερικά χρόνια.

 

4. “Cfern” (Confield, 2001)

Υποδειγματικό ear – candy track με τους Autechre να εισέρχονται στην post-millenium φάση τους και μια παθιασμένη μάχη ζεστής μελωδικής αρμονίας με ένα ωμό, αταξινόμητο beat με πυγμαχικές διαθέσεις. Η αποτύπωση αυτής της σύγκρουσης μέσα από τον “φακό” των Autechre είναι ένα σεμινάριο σκηνοθεσίας του ήχου σε μια χρονική στιγμή που η στάθμη του sound design, όπως το ξέρουμε σήμερα, δεν είχε δείξει σε καμία περίπτωση τις λαμπρές προοπτικές αυτού του νέου ηχητικού πεδίου.

 

5. See On See (Oversteps, 2010)

Μια στιγμή αγρανάπαυσης για τους Autechre που δεν παύει, ωστόσο, να χαρίζει μεγάλες ηλεκτρονικές συγκινήσεις. Το “See On See” μια επιστροφή σε καθαρόαιμες ambient ρίζες, γυμνό από κρουστά και μηχανικά beats είναι ένας καταρράκτης από συνθετικά πλήκτρα που αποτίει έναν υπέροχο φόρο τιμής στον αρχιμάστορα Brian Eno και χύνεται σε μια ιριδίζουσα, ονειρική θάλασσα.

 

6. “Freulaeux” (Elseq, 2016)

Μια, ίσως, μία μη προφανής επιλογή όταν πρέπει να διαλέξει κανείς κάτι από την mid ‘10s περίοδο των Autechre, πόσο μάλλον, αν συνυπολογίσουμε ότι έρχεται από μία από τις πιο ερμητικές κυκλοφορίες της, το Elseq. Αρκετά λιτό, μπορεί να περνάει κατ’ αρχήν απαρατήρητο αλλά έχει μια κρυφή ανθρώπινη γοητεία και μια αίσθηση οικειότητας που με το που θα την αντιληφθείς, δεν θα μπορέσεις να την ξεχάσεις εύκολα.

 

 7. “All End” (NTS Sessions, 2018)

 Μια από τις προφανείς επιλογές για κάθε ορκισμένο fan των Autechre αν βρεθεί ποτέ στην ανάγκη να επιλέξει το κορυφαίο track της πορείας τους, αυτό το μνημειώδες φινάλε του περίφημου οχτάωρου NTS Sessions που σε τέσσερα volumes χώρεσε το residency των Autechre στον NTS το 2018. Το “All End” είναι ένα επικό ταξίδι μόνο του, φορτισμένο με κάθε πιθανή σημειολογία, τέλος και αρχή μαζί, ο εξαρχής καλλιτεχνικός προορισμός του duo και το σημείο εκκίνησης μιας νέας, πλήρως ελεύθερης περιόδου που μπορούν να ξεκινήσουν για μια ακόμη φορά εξερευνήσεις για μια μουσική που ακόμα δεν υπάρχει. Σ’ ένα Βing Βang του μέλλοντος αν ο DJ είχε χιούμορ και ηλεκτρονική παιδεία θα πάταγε το play στο “All End” και θα άφηνε τον κόσμο να ξεκινήσει από την αρχή.

 

 

8. “r cazt” (SIGN, 2020)

To ακροτελεύτιο track του SIGN συμπυκνώνει με progressive synth ραχοκοκκαλιά, υγρά pads και μεταβατικά beeps,  ό, τι καλύτερο έκαναν οι Autechre στην ύστερη περίοδο τους, και ανοίγει την πύλη για το άγνωστο μέλλον τους. Ακαταμάχητη και ακατάλυτη synth μελωδικότητα, στιβαρό μπάσο που σπρώχνει το track να στην επιφάνεια να ανασάνει αέρα και μια ακόμη ηχητική ιστορία που διαβάζεται ή μάλλον ακούγεται σαν μια μάχη για τη ζωή. Μια χρυσή οπτιμιστική στιγμή που φέγγει μέσα στο μηχανικό περιβάλλον των Autechre και κλείνει το μάτι ταυτόχρονα στο χτες, το σήμερα και το αύριο του ήχου τους.

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured