40. Kanye West: Jesus Is King [GOOD Music/Def Jam]
του Ανδρέα Κύρκου

Βρήκε λοιπόν τον Ιησού Χριστό ο Kanye West· και ως μάχιμος, αναγεννημένος πιστός, κυκλοφορεί έναν σκληροπυρηνικό δίσκο χριστιανικού ραπ, ευρισκόμενος σε εκκλησιαστική έξαψη.

Αν και αποτέλεσμα της παρακμιακής φάσης στην οποία βρίσκεται τελευταία, το Jesus Is King αποδεικνύει ότι το τεράστιο ταλέντο του δεν έχει καμφθεί: εξακολουθεί να ξεπηδά από παντού, μαζί με καταιγιστικές επιμέρους ιδέες. Το αλάνθαστο, ξεσηκωτικό flow στο “Follow God” επιβάλλει επαναληπτικές ακροάσεις, ενώ στο "Every Hour" η χριστιανική χορωδία παίρνει ανάποδες στροφές, σαν κάποιος να έριξε LSD στη Θεία Κοινωνία ή να αντικατέστησε το αντίδωρο με ισχυρά space cakes.

39. Steve Hackett: At The Edge Of Light [Inside Out Music]
του Κωνσταντίνου Διαμαντόπουλου

Το At Τhe Εdge Οf Light δεν είναι το άλμπουμ του βετεράνου που τρώει από τα «έτοιμα» της καριέρας του, μα ένα ολοκληρωμένο και μάχιμο καλλιτεχνικό έργο, γεμάτο έμπνευση και καθηλωτικές στιγμές. Έγχορδα και πνευστά, καταγόμενα από τα 4 σημεία του ορίζοντα, συγχωνεύονται σε πολυποίκιλες μα απολύτως συνεκτικές συνθέσεις, με τα βιρτουόζικα παιξίματα του Steve Hackett να εξακολουθούν να ισορροπούν ιδανικά μεταξύ δεξιοτεχνίας και ουσίας. Πάνω από όλα, όμως, ο δίσκος είναι γεμάτος με φρέσκα και εύληπτα τραγούδια, τα οποία σου καρφώνονται στο κεφάλι από την πρώτη ακρόαση.

O Hackett είναι εδώ η πεμπτουσία του prog rock, γιατί, ακόμα και στο κατώφλι της 8ης δεκαετίας του, εξακολουθεί να ψάχνει νέους μουσικούς δρόμους, σκορπώντας χαμόγελα και ανατριχίλες.

38. Solange: When I Get Home [Columbia]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Το «σπίτι» στον τίτλο, είναι το Χιούστον του Τέξας: η πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε η Solange. Σύμφωνα με την ίδια, το When I Get Home αποτελεί μια εξερεύνηση της πόλης, όχι τόσο με όχημα έλλογες περιγραφές, αλλά περισσότερο μέσα από μια συναισθηματική ματιά. Είναι ένα ταξίδι σε όσα θυμάται, σε όσα κράτησε από τη γενέθλια πόλη. Και μια διερώτηση για το πώς αυτά την καθόρισαν –και γιατί άλλα έμειναν απλώς πίσω, στη λήθη.

Όλα αυτά, βέβαια, σε ένα πρώτο επίπεδο· και με βάση όσα η ίδια η Solange έχει αποκαλύψει μέσω δηλώσεων. Γιατί η ακρόαση του άλμπουμ, αποκαλύπτει μια μάλλον στρυφνή πραγματικότητα. Βλέπετε, εδώ η Αμερικανίδα έχει στήσει ένα άλμπουμ αρκετά διαφορετικό σε σχέση με το A Seat At The Table (2016): μια συλλογή που συνολικά αποφεύγει τους εύκολους τρόπους για να δημιουργήσει οικειότητα στον ακροατή. Με τζαζ αρμονίες και ρυθμούς, αλλά με χιπ χοπ και R'n'B ήχους, το When I Get Home είναι ένα μυστήριο και δύσκολα διαχειρίσιμο έργο.

37. Iron Griffin: Curse Of The Sky [Gates Of Hell]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

Φανταστείτε το άλμπουμ ως νόθο τέκνο του ανορθόδοξου επικού metal των 1980s με τους Wishbone Ash και την πρώτη περίοδο των Black Sabbath, τυλιγμένο με φασκιά από τη Σκανδιναβία των Bathory. Η δε φωνή της Maija Tiljander, είναι μαγική· κι ας μην είναι άριστη τεχνικά, καθώς ακούγονται άγαρμπα τραβήγματα και φάλτσα, που όμως –ως είθισται στο είδος– λειτουργούν τελικά υπέρ της ατμόσφαιρας του δίσκου.

Ένα μικρό σε διάρκεια (μόλις μισή ώρα) τεχνούργημα, το οποίο φαντάζει βγαλμένο από εκείνη την ειδυλλιακή εποχή όπου ο επικός ήχος δεν είχε ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε άκαμπτα καλούπια –τότε που τα σύνορα με το folk rock ήταν άκρως διαπερατά και οι εκτελεστικοί πειραματισμοί ευπρόσδεκτοι. Η ξεγνοιασιά της ειδυλλιακής ρομαντικής εξοχής είναι εδώ συντεταγμένη με τα χαοτικά πεδία μάχης, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στο άκρως ιδιαίτερο στυλ των Cirith Ungol και Brocas Helm.

36. Big Thief - U.F.O.F. [4AD]
του Χάρη Συμβουλίδη

Υπάρχει αναντίρρητη ομορφιά στο 3ο άλμπουμ των Big Thief. Και είναι ομορφιά πρώτου επιπέδου: απτή, προφανής, που δεν χρειάζεται πολλαπλές ακροάσεις ή κάποια συγκεκριμένη διάθεση για να σου αποκαλυφθεί.

Η Adrianne Lenker και η παρέα της δείχνουν στο U.F.O.F. ότι διαθέτουν μια ευχέρεια διάθλασης της made-in-USA folk rock κληρονομιάς σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι εύθραυστες indie ευαισθησίες των τελευταίων 20 (βάλε-βγάλε) χρόνων. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είχε ήδη διαφανεί από το ντεμπούτο του 2016 Masterpiece. Η ουσιώδης διαφορά είναι ότι εδώ οι Big Thief δίνουν μια πιο αιθέρια διάσταση στο γνώριμο μείγμα. Κι αυτή η ημι-μυστηριακή αύρα πετυχαίνει να σε κάνει να στήσεις αυτί στα τραγούδια, κουμπώνοντας έτσι με το «μυστικό» που από καταβολής δισκογραφίας κάνει ενδιαφέροντες όσους δημιουργούς βασίζονται σε μια μικρή σε δυνατότητες φωνή και μια λιτή, οργανική συνοδεία.

35. Rammstein: Rammstein [Universal]
του Παναγιώτη Λουκά

Γνώριμοι, αλλά και με διαθέσεις για καινούρια μονοπάτια, απέδειξαν ότι άξιζε να περιμένουμε 10 χρόνια για νέο δίσκο, ενώ πέτυχαν και πάλι να σηκώσουν ντόρο χάρη στο βιντεοκλίπ του "Deutschland".

Το λιτό και απέριττο εξώφυλλο μας δείχνει ένα σπίρτο, τοποθετημένο σε όρθια θέση. Θα πάρει άραγε φωτιά και θα σβήσει, δηλώνοντας έτσι το τέλος της μπάντας; Θα ανάψει και θα δώσει τη σειρά του σε έναν νέο δίσκο; Εάν είναι πάντως το τελευταίο τους, τότε είναι ένα «κύκνειο» άσμα το οποίο τιμά το όνομα και την ιστορία τους.

34. Little Simz: Grey Area [Age 101 Music]
του Ανδρέα Κύρκου

Το Grey Area είναι ένα απολαυστικό άλμπουμ που δεν καίγεται στην πρώτη ακρόαση και έχει μέσα του ιδέες όχι μόνο τεχνικές, αλλά και μία ανήσυχη γκάμα σκέψεων: για την αυτοδιάθεση των γυναικών, το σκληρό αστικό περιβάλλον που μας περιμένει στη νέα δεκαετία και τους προσωπικούς δαίμονες, οι οποίοι ταλανίζουν κάθε δημιουργικό μυαλό στην ηλικία των 20κάτι.

Μέσα στον καταιγισμό κυκλοφοριών που ξεχύνονται στην αρένα του πρωταθλητισμού, ο νέος δίσκος της 25άχρονης Little Simz μοιάζει με μικρή σεισμική δόνηση, την οποία έχουν ανάγκη σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό στην έρημο όσοι παρακολουθούν τη σύγχρονη μουσική. Δεν γίνεται δηλαδή να ακούσεις το “Boss” και να μην αισθανθείς ότι σε παίρνει αμπάριζα το σαρωτικό groove της.

33. Crypt Sermon: The Ruins Of Fading Light [Dark Descent]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

Οι Crypt Sermon αγκαλιάζουν με αγάπη τον βαρύ χαρακτήρα του doom, τον ντύνουν με τον μανδύα μιας εξωτικής μυθιστορίας και από αυτό το κράμα σμιλεύουν ένα υπέροχα επικό έργο ανάλαφρης θρησκευτικότητας: μια φωτεινή μυσταγωγία. Το ογκώδες, επιβλητικό doom παραμένει ο βασικός άξονας, πάνω στον οποίον αναπτύσσονται γλαφυρά κιθαριστικά θέματα με επική φλέβα. Στην κορυφή παραμένουν βέβαια τα εθιστικά ρεφρέν· οι Αμερικανοί έχουν μια εξωγήινη ικανότητα στο να γράφουν εξαιρετικές μελωδικές γραμμές, αλλά και στο να τις εναλλάσσουν με τις στιβαρές πτυχές των κουπλέ.

Κάπου μεταξύ των ταξιδιών του Σεβάχ του Θαλασσινού, των Ναϊτών Ιπποτών και των ερπετών της Ανατολής, ένας δίσκος-παράθυρο προς φαντασμαγορικές γωνιές της ιστορίας του Κόσμου. Ένας πραγματικός Κήπος των Αιώνιων Απολαύσεων.

32. Caterina Barbieri: Ecstatic Computation [Editions Mego]
της Ελένης Τζαννάτου

-Τι παίζει αυτή;
-Ο μόνος ορισμός που μου έρχεται είναι 8-bit techno (sic).
-Δηλαδή;
-Κοφτά, μίνιμαλ, σχεδόν γεωμετρικά ηλεκτρονικά, λιγάκι πρωτόγονα, αλλά και φρέσκα με τον τρόπο τους, με αρκετά επιβλητικό φόντο. Και κάπως μου έρχεται στο μυαλό σκοτεινό, παλιό video game όταν ακούω το άλμπουμ, με μια θολή έννοια.
-Δηλαδή θα έχει προσκυνήσει και λίγο Kraftw…
-Ε, σίγουρα, σαν παιδί κι αυτή.

-Χορεύεται;
-Με λίγη φαντασία. Ή μάλλον με πολλή. Ιδανικότερα, χορεύει το μυαλό σου.
-Από πού είναι;
-Ιταλίδα.
-Να το ακούσω, δηλαδή;
-Οπωσδήποτε.
-Πρέπει να 'ναι πολύ καλό.
-Όνομα και πράγμα.

31. Devin Townsend: Empath [HevyDevy/Inside Out Music]
του Παναγιώτη Λουκά

Ο ίδιος ο Devin Townsend εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο τις 3 κατηγορίες ακροατών που άκουσαν το φετινό του άλμπουμ, καθώς και τις αντιδράσεις τους:
- Η καλύτερη δουλειά που έχει κυκλοφορήσει ποτέ
- Η μεγαλύτερη παπαριά που έχω ακούσει ποτέ
- Εάν και όταν γράψει ένα τραγούδι που να ακούγεται (ας πούμε προσβάσιμο σε όλους), φώναξέ με.

Μπορώ απερίφραστα να πω ότι δέχομαι οποιονδήποτε υποστηρίξει την πρώτη ή τη δεύτερη δήλωση. Ποτέ άλλωστε ο Devin Townsend δεν ήταν για όλο το ροκ κοινό, κάτι που δεν αλλάζει ούτε τώρα. Οι φανατικοί οπαδοί θα πουν μάλιστα ότι κάποιος ίσως από τους 22+ δίσκους που έχει κυκλοφορήσει στο παρελθόν, είναι καλύτερος. Ή ότι πολλά σημεία του Empath θυμίζουν Devin Townsend Project, Strapping Young Lad και The Devin Townsend Band. Όμως είναι ένα μουσικό αριστούργημα, το οποίο αξίζει κάθε του νότα. Και το λέω εγώ, που στο παρελθόν είχα προσπαθήσει να ακούσω άλμπουμ του Devin Townsend, και απλά ποτέ δεν μου έκανε κλικ.

30. Jamila Woods: Legacy! Legacy! [Jagjaguwar]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Tο Legacy! Legacy! είναι πόνημα που λειτουργεί πολυεπίπεδα. Διαθέτει soul/R'n'B υπόβαθρο μεν, διανθίζεται δε από λογιών-λογιών αρώματα: ποπ, μπλουζ, τζαζ, ψυχεδέλεια κ.ά., αποτελώντας έτσι και μια άτυπη περιήγηση στη μουσική ιστορία του Σικάγο. Μπορεί να σε συνεπάρει με τις μελωδικές του εκτροπές και τα μοντέρνα κόλπα της παραγωγής (δια χειρός Slot-A κυρίως), αλλά το ζουμί βρίσκεται στον λόγο.

Ενδεχομένως να δίνεται η εντύπωση ότι έχουμε εδώ ένα ακραία εγκεφαλικό έργο. Όμως κι εδώ τα φαινόμενα απατούν: τα τραγούδια ξεχειλίζουν από ενέργεια, φως, χιούμορ –κι από έναν ακατανίκητο τσαμπουκά. Κι άλλωστε αυτό είναι το κύριο μήνυμα του δίσκου· τα λόγια και τα έργα των σπουδαίων αποτελούν την έμπνευση που θα φέρει κινητοποίηση και δράση στο τώρα. Το δικό μου, το δικό σου, το δικό μας. Είναι γεμάτα από κινητικότητα και μαχητικότητα.

29. Julia Jacklin: Crushing [Polyvinyl]
του Χάρη Συμβουλίδη

Ακόμα και αν σωστά ανιχνεύσει κανείς τη συμπατριώτισσα Courtney Barnett πίσω από τα επιτεύγματά της, η Julia Jacklin φέρνει στο προσκήνιο την κοριτσίστικη της γλύκα χωρίς να ξεπέφτει σε γλυκερές μανιέρες. Αντιθέτως, μάλιστα: οι ερμηνείες της αποδεικνύονται από καρδιάς, δίνονται με πολύ καλή άρθρωση (η οποία βοηθά το ειδικό βάρος ορισμένων καίριων στίχων) και τηρούν ευεργετικές για τα αυτιά μας αποστάσεις από τα γνωστά indie νιαουρίσματα της προκάτ ευαισθησίας.

Δίσκος που επαναφέρει στο προσκήνιο κάτι από τη χαμένη τιμή της κλασικής indie τραγουδοποιίας –εκείνης που βασιζόταν πάντα σε απλά και νόστιμα υλικά και στη δύναμη μιας πειστικής αφήγησης από τον ενδότερο κόσμο, αντί να καβαλάει την τάδε ή τη δείνα αναβίωση και το όποιο πρόσκαιρο hype.

28. These New Puritans: Inside The Rose [Infectious Music]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Ελάχιστα συγκροτήματα της τρέχουσας δεκαετίας έχουν καταφέρει να ακούγονται τόσο δυσπρόσιτα και τόσο προσεγγίσιμα την ίδια στιγμή, όσο οι These New Puritans. Και τo Inside The Rose είναι ό,τι πιο κοντινό σε pop δίσκο έχουν να επιδείξουν.

Δεν δημιούργησαν ωστόσο ένα «εναλλακτικό pop άλμπουμ με πειραματικές ανησυχίες», αλλά προχώρησαν σε μια ενδιαφέρουσα μετάλλαξη της κεντρικής ιδέας που διέπει τη φιλοσοφία τους, αυτή που τους θέλει να πειράζουν συνεχώς τη μουσική τους φόρμουλα, μέχρι να κοινωνήσουν κάθε πτυχή της εξελισσόμενης καλλιτεχνικής τους ύπαρξης. Και είναι εντυπωσιακό, ότι ακόμη και η πιο mainstream έκφρασή τους, ακούγεται σαν όαση διαφορετικότητας και πρωτοπορίας, συγκριτικά με την πλειονότητα των σημερινών «εναλλακτικών» κυκλοφοριών.

27. Borknagar: True North [Century Media]
του Χάρη Συμβουλίδη

Κοντά πια στα 25 χρόνια δράσης και δίχως πλέον τις υπηρεσίες του Andreas "Vintersorg" Hedlund στα φωνητικά (αλλά με αναβαθμισμένο τον ICS Vortex), οι Νορβηγοί γυρίζουν μία ακόμα σελίδα στη μακρά τους καριέρα, παραδίδοντας έναν εθιστικό δίσκο.

Στις καλύτερες στιγμές του, το True North διατηρεί μια γνήσια metal ψυχή -καθάρια, χωρίς να υποβιβάζεται από alternative προσμίξεις- και μοιάζει με αρκτική περιπέτεια βγαλμένη από σελίδες του Ιούλιου Βερν. Ένα ταπεινό προσκύνημα στη διαχρονική αίγλη του βασιλιά Χειμώνα, με φυσιολατρικούς ύμνους και έναν διάχυτο αέρα βορειοευρωπαϊκού παγανισμού.

26. Purple Mountains: Purple Mountains [Drag City]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Αναπόφευκτα, μετά την αυτοκτονία του πολυτάλαντου David Berman, το βάρος του δίσκου είναι διαφορετικό και οι ακροάσεις έχουν αποκτήσει μία νέα, άγρια ομορφιά. Όποιος δεν το παραδέχεται και εξακολουθεί να μετρά τα τραγούδια –πριν ή μετά τον θάνατό του– με όρους σωστών αρμονιών ή με αυτούς της καλογραμμένης παρτιτούρας, έχει χάσει την ουσία.

Η συνθετική απλότητα εξυπηρετεί ιδανικά τον σκοπό της: ο ακροατής δεν ρίχνει το βάρος του στη μουσική, αλλά ακούει τα λόγια του Αμερικανού δημιουργού κατευθείαν από την ψυχή. Και είναι πραγματικά φοβερό το πώς ο Berman καταφέρνει, χωρίς να χρησιμοποιεί φανταχτερές λέξεις, να τις τοποθετεί ακριβώς στη σωστή σειρά· στήνοντας ιδιοφυή λεκτικά παιχνίδια, ώστε να ξεκλειδώσει –με τρομαχτική απλότητα– το πόσο δύσκολη έμοιαζε πλέον για εκείνον η ζωή.

25. Bill Callahan: Shepherd In A Sheepskin Vest [Drag City]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Ένας διάλογος ανάμεσα στον συνειδητό και τον υποσυνείδητο κόσμο του Bill Callahan, με τον ίδιο να προσπαθεί να ερμηνεύσει μέσα από συμβολισμούς, αλληγορίες, όνειρα και σκηνές βγαλμένες από την πραγματικότητα, τους διάφορους νέους ρόλους του (ως σύζυγος, γιος και πατέρας), αλλά και το απώτερο νόημα της ύπαρξης.

Μπορεί σε καθαρά ηχητικό επίπεδο να μην έχουν αλλάξει πολλά, καθώς κινητήρια δύναμη παραμένει η βαθυστόχαστη americana με τα σήμα κατατεθέν, βαρύτονα φωνητικά. Σε επίπεδο δομής, όμως, τα 20 τραγούδια συνιστούν μία νέα πραγματικότητα, μιας και είχαμε συνηθίσει σε 10 συνθέσεις (το πολύ), με νοηματική και στιχουργική πυκνότητα. Αυτήν τη βρίσκει βέβαια και εδώ ο Αμερικανός τραγουδοποιός, παρά τον μεγάλο αριθμό κομματιών, καθώς υπάρχει μία νέα μελωδική και ερμηνευτική ευθύτητα, η οποία κουβαλά επιτυχώς μέχρι το τέλος το βάρος μίας τέτοιας μεγαλόπνοης δουλειάς.

24. Bon Iver: i,i [Jagjaguwar]
του Δημήτρη Μεντέ

Οι ρυθμικές δομές του i,i αποδεικνύονται νωχελικώς μινιμαλιστικές. Απλώνονται στον χώρο, αγκαλιάζουν τα παραμορφωμένα φωνητικά, πετούν τους φορτισμένους στίχους στον αέρα και κρατούν ένα νεφελώδες χάος από κομματιασμένες, γριφοειδείς και ερμαφρόδιτες προτάσεις, οι οποίες κοχλάζουν κάτω από την επιφάνεια. Οι απαλές νότες του πιάνου χαϊδεύουν οξύληκτα ηλεκτρονικά θραύσματα, ευφυή πνευστά χορεύουν ένα ηδύ adagio σφιχταγκαλιασμένα με τα σύνθια, ενώ η φωνή του Justin Vernon μεταμορφώνεται σε ένα κέντρο βάρους που εκπέμπει με ασυνήθιστη πυγμή.

Ακόμα και με τα ρούχα του σκισμένα από τις κακοτοπιές, ο δίσκος αυτός παραμένει κάτι πραγματικά δυσεύρετο για φλεγόμενους ανθρώπους σαν τον Bon Iver. Αποτελεί το πόνημα ενός καλλιτέχνη, που, παρότι κρατάει στις τσέπες του τον πλούτο του ρεπερτορίου του, κοιτάζει διαρκώς μπροστά, υποδαυλίζοντας τη φλόγα της τέχνης του με υλικά τα οποία βρίσκει μέσα του.

23. Vampire Weekend: Father Of The Bride [Sony Music]
του Άρη Καζακόπουλου

Ένα άλμπουμ αλλαγής ύφους αλλόκοτα πολυσυλλεκτικό και αχρείαστα μεγάλο, που όμως δεν στερείται καλού υλικού και βρίσκει τους Vampire Weekend να ξεπερνούν την αποχώρηση-πλήγμα του Rostam Batmanglij (2016). Οι ήχοι του Father Of The Bride πηγάζουν κατά βάση από διάφορες πτυχές του αμερικανικού πενταγράμμου, επεκτείνονται στη βρετανική μουσική και συμπληρώνονται από περιορισμένα world στοιχεία.

Όχι ότι είχαν ποτέ κάποια ιδιαίτερη αλητεία οι Vampire Weekend˙ είχαν όμως μια σπιρτάδα στο γράψιμό τους, η οποία δίνει όλο και περισσότερο τη θέση της σε μια vanilla rock προσέγγιση, που γεννά τραγούδια που περισσότερο μοιάζουν κομμένα και ραμμένα για soundtrack σε κυριακάτικο μπάρμπεκιου, παρά προϊόντα προς κατανάλωση για την indie κοινότητα.

22. Rabih Abou-Khalil: The Flood And The Fate Of The Fish [Enja]
του Χάρη Συμβουλίδη

Στις γενικές του γραμμές, το The Flood And The Fate Of The Fish δεν διαφοροποιείται δραματικά από όσα ήδη έχει καταθέσει ο Λιβανέζος ουτίστας. Αφήνοντας δηλαδή εκτός τις διερωτήσεις για τα ψάρια στον Κατακλυσμό του Νώε, ο βασικός σκελετός παρέχεται και πάλι από ένα προσεγμένο ανακάτεμα της ευρωπαϊκής τζαζ με τις αραβικές παραδόσεις της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής. Τείνει σχεδόν να γίνει φόρμα, όμως ο Rabih Abou-Khalil βρίσκει ακόμα πρόκληση σε αυτήν τη σύγκλιση.

Μεγάλο ατού για το άλμπουμ αποδεικνύεται ωστόσο ο Πορτογάλος τραγουδιστής Ricardo Ribeiro, ο οποίος προσθέτει ένα λοξό fado στο όλο μείγμα. Στο "Kyrie", ας πούμε, συμπυκνώνει όλους τους στόχους του Abou-Khalil. Με όχημα τους στίχους του ποιητή Ary Dos Santos, οι οποίοι επικρίνουν τη θρησκεία, προσφέρει μια καίρια ερμηνεία, που δεν είναι ούτε Δυτική, ούτε Ανατολική. Εκπροσωπεί έτσι το συμβολικό Ψάρι του δίσκου (τη μεσογειακή ενότητα), με ένα μήνυμα ενάντια στα τέρατα του φονταμενταλισμού.

21. The Comet Is Coming: Trust In The Lifeforce Of Deep Mystery [Impulse!]
της Χριστίνας Κουτρουλού

Το Trust In The Lifeforce Of The Deep Mystery (που μπορεί να θυμίσει τίτλο βιβλίου του Λεό Μπουσκάλια, αν αυτός έγραφε επιστημονική φαντασία) κινείται σε τζαζ χώρους, αλλά και (πολύ) έξω από εκείνους, συνδυάζοντας λ.χ. την ψυχεδέλεια με τον Sun Ra, τον Αlbert Αyler και τους Tangerine Dream.

Το συγκρότημα έχει πράγματα να δώσει: υπάρχει σκέψη και θεωρία πίσω από τα βήματά του, με τον δίσκο να αφήνει μια ωραία συνολική αίσθηση και να περιέχει το “Blood Οf The Past”, όπου η Βρετανίδα ποιήτρια Kate Tempest εμφανίζεται σαν άλλη Maria από το Metropolis του Φριτς Λανγκ (1927), κάνοντας μια αναδρομή στον τρόπο ζωής μας και στο ξέφτισμά του. Μένει όμως να αποδειχθεί στο μέλλον, πιο ξεκάθαρα, κατά πόσο οι The Comet Is Coming ήρθαν για να ταράξουν (με όποιον τρόπο) τον Πλανήτη Γη.

20. Big Thief: Two Hands [4AD]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Η ολοζώντανη ηχογράφηση των 10 τραγουδιών που συνθέτουν το Two Hands πραγματοποιήθηκε στο στούντιο Sonic Ranch, στην έρημο του El Paso· και συλλαμβάνει την ουσία όσων διψά να κοινωνήσει η μπάντα. Αν στο έτερο φετινό τους άλμπουμ U.F.O.F. κρύβονταν πίσω από ένα απόκοσμο και μυστηριακό πρίσμα για να εκφράσουν την ανησυχία της ύπαρξης, στη νέα τους –φοβερά επείγουσα και οριακή– δουλειά προτάσσουν το ωμό, το σκληρό, το άμεσο, το τρυφερό, το αγωνιώδες, το αληθινό τους πρόσωπο.

Ο ιδρώτας, οι ανάσες, τα χαμόγελα και οι σκέψεις μέσα στο στούντιο, ακούγονται και στην ηχογράφηση. Και, κάπως έτσι, οι Big Thief αυτοπραγματώνονται: οι λέξεις και τα νοήματα γίνονται αδιαχώριστα των μελωδιών. Πρώτα ακούς το κάψιμο από τα δάκρυα στα μάτια και μετά το βιώνεις πάνω σου.

19. Blood Incantation: Hidden History Of The Human Race [Dark Descent]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

Εδώ συνυπάρχουν ανατολίτικες κλίμακες ψυχεδελικού εύρους, υπερβάρβαρο death metal, μελωδικά σόλο, οριακό ambient, ακόμη και ατμοσφαιρικό doom/death. Καταλήγοντας στο σχεδιάγραμμα ενός απάνθρωπου κοσμοδρομίου, που διατρέχει τη γήινη ιστορία.

Στις μη ευκλείδειες πτυχώσεις των 36 λεπτών του, το Hidden History Of The Human Race ξεδιπλώνει θησαυρούς, μαζί με μια πιο pulp ερευνητική ματιά επί του Διαστήματος, επικεντρώνοντας στη νεομυθολογική αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπινης ιστορίας και εξωγήινων επικυρίαρχων.

18. Bruce Springsteen: Western Stars [Columbia]
του Ανδρέα Κύρκου

Το Western Stars φέρνει στον νου απόηχους του Nebraska (1982) και του Devils & Dust (2005), ατενίζοντας τον έναστρο ουρανό της Δύσης μαζί με τους καουμπόηδες που δεν έτυχε να αγαπηθούν (αυτό είναι που μας λέει διακριτικά το διπλό νόημα του τίτλου). Οι άνθρωποι στα τραγούδια του άλμπουμ είναι ελεύθεροι, δίχως χαλινάρια και δίχως δεσμούς με κανέναν τόπο. Η ψυχική τους δύναμη είναι το μόνο εφόδιο, με την αέναη υπόσχεση του Αμερικάνικου Ονείρου να δίνει το καύσιμο για τη διαδρομή.

Ο 19ος δίσκος του «Αφεντικού» είναι λοιπόν γεμάτος μικρές διηγήσεις για αληθινές ζωές, που αφήνουν πίσω το χθες, περιμένοντας την υπόσχεση του αύριο. Δεκατρείς ιστορίες σε ασπρόμαυρο, σινεμασκόπ κάδρο, για σύντομες σταθμεύσεις, για ραντεβού σε απομακρυσμένα diner και σε ολονύκτια καφέ στην άλλη άκρη της πόλης.

17. Floating Points: Crush [Ninja Tune]
της Τάνιας Σκραπαλιώρη

Το Crush μοιάζει με γυάλινη σφαίρα αποκολλημένη από μια μήτρα ουράνιου θορύβου, η οποία κυλάει στα πόδια σου και σε προ(σ)καλεί να τη σηκώσεις, να κοιτάξεις μέσα της και να θαμπωθείς απ’ την εντέλεια που μπορεί να εμφανίζει το χάος στα σωστά χέρια.

Μια εμπνευσμένη και σίγουρη φωτογραφία της νυν στιγμής του Floating Points, το Crush είναι η ζωντανή κι αυθόρμητη αναπαραγωγή των πειραματισμών ενός μορφωμένου, λεπτολόγου ηλεκτρονικού μουσικού σε πραγματικό χρόνο. Μια ανταπόκριση από το ταξίδι του σε μια άλλη σφαίρα, η οποία δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο.

16. Fontaines D.C.: Dogrel [Partisan]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Είναι δικαιολογημένη η ένταξη των Fontaines D.C. σε αυτήν τη συνομοταξία συγκροτημάτων που χρησιμοποιούν εκ νέου το post-punk ως όπλο κοινωνικοπολιτικής κριτικής· όμως η ιρλανδική πεντάδα αποφεύγει τα νιχιλιστικά κλισέ των Shame και τα επαναστατικά μανιφέστα των Idles, προκρίνοντας μία πιο ψύχραιμη και βιωματική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Την οποία φωτίζουν με προσωπικούς στίχους για το δικό τους λογοτεχνικό Δουβλίνο, με τους μικρούς και τους μεγάλους του ήρωες, τα τοπόσημα, τις συνήθειες και τις (φαινομενικά ασήμαντες, για τον ταξιδιώτη) γωνίες του.

Αλλά τη φωτίζουν και μέσα από τη μουσική, που εμφανώς βέβαια χρωστάει τα μέγιστα στα εναλλακτικά, κιθαριστικά 1980s· παράλληλα, όμως, διαθέτει και κάτι από εκείνη τη γλυκιά, άγουρη αφέλεια των πρώιμων rock 'n' roll ημερών.

15. Tyler, The Creator: IGOR [A Boy Is A Gun/Columbia]
του Μιχάλη Τσαντίλα

O Tyler The Creator έρχεται με φόρα από τη μεγάλη στροφή στην καριέρα του που αποτυπώθηκε εμφατικά στο Flower Boy του 2017. Και συνεχίζει σε εκείνα τα μοτίβα, κάνοντας όμως μερικές πιο «αντιεμπορικές» επιλογές. Δεν θα βρείτε εδώ, για παράδειγμα, κάτι προφανώς πιασάρικο σαν το “See You Again”. Γάντζοι υπάρχουν πολλοί, αλλά είναι ύπουλοι και διασκορπισμένοι, δουλεύοντας υπογείως για να χωθούν στο υποσυνείδητο.

Θεματολογικά το IGOR καταπιάνεται με μια ερωτική σχέση, η οποία πηγαινοέρχεται, δυσκολεύεται να βγει σε ξέφωτο, και τελικά καταλήγει. Είναι ένας concept δίσκος, δηλαδή· ένα ταξίδι στα συναισθήματα για τον «άλλο», με τις νύξεις μάλιστα για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του καλλιτέχνη να συνεχίζονται. Δεν είναι συνήθεις στο χιπ χοπ οι σε πρώτο πρόσωπο αναφορές στην ομοφυλοφιλία, και ο Tyler The Creator υπήρξε από τους λίγους που το τόλμησαν.

14. Michael Kiwanuka: Kiwanuka [Polydor]
της Τάνιας Σκραπαλιώρη

Σχεδόν 8 χρόνια μετά την πρώτη, ντροπαλή και νεανική χαιρετούρα του Home Again (2012) ο Michael Kiwanuka μας μιλάει γεμάτος αυτοπεποίθηση, αξιοποιώντας έξυπνα και δημιουργικά το εκτόπισμα που έχει αποκτήσει. Δεν είναι πια απλώς «αυτός που λέει εκείνο το ωραίο τραγούδι από το Big Little Lies». Το Kiwanuka είναι ο καλύτερος Michael Kiwanuka που έχουμε ακούσει κι ένας δίσκος που αξίζει κάθε δάφνη ενός μεγάλου προσωπικού ορόσημου.

To βασίλειό του εκτείνεται από τις μελαγχολικές κοιλάδες του Marvin Gaye μέχρι τις γκρουβάτες κιθάρες του Jimi Hendrix. Ψηλά στον πύργο της παραγωγής, εντωμεταξύ, ο Danger Mouse –ηγεμόνας στη δική του επικράτεια– ενορχηστρώνει και συντονίζει τις λεπτές αποχρώσεις και λειτουργίες των άφθονων αναφορών, οι οποίες ξεχειλίζουν. Με την ανεκτίμητη δημιουργική σύμπραξη του χιπ χοπ παραγωγού Inflo ρετουσάρουν τον χωροχρόνο του άλμπουμ με εφέ που τα έχει ανάγκη, για να μην παγιδευτεί σ’ έναν φαύλο, ρετρό κύκλο.

13. Black Midi: Schlagenheim [Rough Trade]
του Χάρη Συμβουλίδη

Αυτό που πρωτίστως θαυμάζεις, είναι τα ζιγκ-ζαγκ ενός γκρουπ παιδιών που τώρα κοντά τέλειωσαν το σχολείο, καθώς και την ευχέρειά τους να πηγαίνουν από το ένα στο άλλο δίχως να ντελαπάρουν, πριμοδοτώντας εδώ κι εκεί ρυθμούς κομματάκι ανορθόδοξους στις εξελίξεις τους. Δεν το λες και «έκπληξη», αλλά τέλος πάντων υπάρχει ένας παράγοντας αρκετός για να κάνει αίσθηση σε μια εποχή σαν και τη δική μας. Ή για να εξηγήσει επαρκώς, πέρα από τις hype σαχλαμάρες, γιατί οι Black Midi έκαναν τόσο γρήγορα το ταξίδι από τις pub του νότιου Λονδίνου, στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς εναλλακτικού Τύπου.

Το Schlagenheim αποδεικνύεται ένα καλό, στέρεο άλμπουμ, το οποίο βάζει τους Black Midi με το δεξί στα πράγματα, δείχνοντάς τους ικανούς να πρεσβεύσουν μια ροκ αισθητική με ανοιχτούς ορίζοντες και επαρκώς εναλλακτική κόψη. Η λογική λέει ότι στη νέα δεκαετία δικαιούμαστε να περιμένουμε πράγματα από αυτήν την παρέα. Και πιο ολοκληρωμένα, και πιο κατασταλαγμένα.

12. Freddie Gibbs & Madlib: Bandana [Madlib Invazion & Keep Cool/RCA]
του Δημήτρη Λιλή

Στο σωτήριον έτος 2060 (αν υπάρχουμε), οι παραγωγές του Madlib, κάθε μία από δαύτες, θα διδάσκονται στα μουσικά πανεπιστήμια oλόκληρου του κόσμου, ακριβώς όπως πλέον συζητάμε και αναλύουμε τους δίσκους των Marvin Gaye, Stevie Wonder, Herbie Hancock. Και δίπλα του, θα σπουδάζονται και οι στίχοι του Freddie Gibbs. Οι δυο τους τα έχουν βρει χρόνια τώρα, αλλά, κάθε φορά που μοιράζουν νέο υλικό, ο ακροατής νιώθει τον ίδιο ενθουσιασμό με την πρώτη γνωριμία: μελετάει τα samples και την τοποθέτησή τους και ψάχνει το 2ο και 3ο επίπεδο πίσω από τους στίχους.

«Real bars, are the ill bars» ραπάρουν στο "Palmolive", εκεί όπου υποκλίνονται και οι αξιοσέβαστοι Pusha T και Killer Mike (μεταξύ πολλών ακόμα φτασμένων, που έρχονται καλεσμένοι στο Bandana). Προσέξτε δε τη διαφορά του OG Μadlib. Γιατί, ακόμα και αν το 2.19 όλος ο πλανήτης έκανε trap, η ιστορία θα καταγράψει ότι ο Madlib με τον Gibbs έφτιαξαν έναν από τους δίσκους της φετινής χρονιάς και μάλιστα με τους όρους τους και με τις αξίες που τους κατέστησαν κλασικούς. Αν ανοίξεις έπειτα τη Βίβλο των 1990s, θα καταλάβεις γιατί –καθ'όλα δίκαια– το ταλέντο του Madlib είχε τις απόλυτες ευλογίες του θεού J. Dilla.

11. Lingua Ignota: Caligula [Profound Lore]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

Η Αμερικανίδα δημιουργός απογυμνώνει εδώ τη μουσική της, ξεφλουδίζοντας τα πιο ηλεκτρονικά και πειραματικά στοιχεία του παρελθόντος και γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με μυστικισμό. Με τη φωνή της στον πρωταγωνιστικό ρόλο και το πιάνο σαν βασικό σύντροφο, δημιουργεί μια εμπειρία με θρησκευτικό μανδύα. Παράλληλα η μυσταγωγία εντείνεται με noise περάσματα, βίαιο percussion και αρρωστημένα samples· οι κολασμένες στιγμές του δίσκου, αξίζουν τον χαρακτηρισμό τους ως τέτοιες.

Το Caligula είναι ένας δίσκος ακραίος, όμορφος και δηλητηριώδης· μουσική για να ακούς στο σκοτάδι (όπως λέγανε και οι Coil). Μια κατάβαση στην κόλαση, μια βουτιά στην καθαρτική απελπισία, η οποία έχει πολλά πνευματικά κοινά με τα σκοτεινότερα σημεία των Diamanda Galás και Nick Cave. Με το τρίτο της άλμπουμ η Lingua Ignota πλέκει ζοφερά ξόρκια απέναντι σε κάθε επίδοξο κυρίαρχο σωμάτων και μυαλών. Μια διαχρονικώς ριζοσπαστική ηχητική μαγεία.

10. Stephan Micus: White Night [ECM]
του Χάρη Συμβουλίδη

Ο Stephan Micus ξεκινά από το φεγγαρόφως, έτσι όπως πέφτει ολόλαμπρο στη σιγαλιά της νύχτας, στις βαθιές εκείνες ώρες όπου «παύει το τριζόνι και αντηχεί μόνο ο κούκος». Ανάλογα, λοιπόν, οφείλει να κινηθεί και η ακρόαση: σαν άλλο νυχτολούλουδο, ο δίσκος ανθίζει στην ησυχία του σκοταδιού και σκορπά καθώς μπαίνει το φως της μέρας και πληθαίνουν οι θόρυβοι της ανθρώπινης παρουσίας.

Πρόκειται για μια ιδιότυπη τελετουργία, στην οποία καλείσαι να κοινωνήσεις την αληθινή παγκοσμιότητα –προσοχή, όχι την παγκοσμιοποίηση– μπαίνοντας από την "Eastern Gate" της έναρξης και βγαίνοντας από τη "Western Gate" του φινάλε. Ενδιάμεσα, ο Γερμανός δημιουργός σε προσκαλεί να βαδίσεις σε ένα ανεπανάληπτα διαπολιτισμικό συνεχές, όπου παμπάλαιες μνήμες συνασπίζονται για να δημιουργήσουν κάτι νέο, πάντα μέσω ενός απόλυτα προσωπικού φίλτρου. Το οποίο προσωποποιείται στη φωνή του Micus, που τραγουδά σε μια ακατάληπτη, δικής του επινόησης γλώσσα, όντας γήινος και την ίδια στιγμή εντελώς εξώκοσμος.

9. Angel Olsen: All Mirrors [Jagjaguwar]
του Ανδρέα Κύρκου

Πατάει όλα τα σωστά κουμπιά η Angel Olsen στο νέο της άλμπουμ. Αν υπάρχει μία ουσιαστική πρόοδος από την προηγούμενη δουλειά της My Woman (2016), αυτή βρίσκεται στη στέρεη και κατασταλαγμένη φιλοδοξία της να φτιάξει εναλλακτικό, σύγχρονο rock με την ικανότητα να απηχεί ακόμα και σε ανυποψίαστους ακροατές. Και βρίσκει πάντα τρόπο να σε κερδίζει η τραγουδοποιός, είτε με τον βρετανικό «όγκο» στις μελωδίες, είτε με το αμερικανικό μεδούλι στην ενορχήστρωση.

Ο δίσκος εμπεριέχει μουσική για πλάσματα που κατοικούν σε ένα Shangri-La και όχι σε κάποιο αληθινό προάστιο ή σε μια ξεχασμένη και βαρετή κωμόπολη. Είναι δε γεμάτος με τραγούδια καλλίγραμμα, τα οποία αναπτύσσονται ακάθεκτα· σαν να μην έχει καμία σημασία οτιδήποτε άλλο, πλην της αέρινης αύρας τους.

8. Swans: Leaving Meaning [Young God]
του Χάρη Συμβουλίδη

O Michael Gira επέλεξε να σκάψει ξανά στο χωράφι των Angels Of Light, μπολιάζοντας τη σοδειά με καλεσμένους της αρεσκείας και έγκρισής του, οι οποίοι συμβάλλουν στο όραμά του με παιξίματα, ενορχηστρωτικές ιδέες, κάποιες φορές και με τις ερμηνείες τους. Για ακόμα μία φορά, δηλαδή, δεσπόζει εδώ ως ο Μέγας Ανακατευτής της Τράπουλας. Κι ενώ ξεκινάει από το πλέον λιτό και βασικό σχήμα φωνή + κιθάρα, καταλήγει σε έναν δίσκο στον οποίον ακούς Swans, αλλά όχι τους Swans που ήξερες από το 2010 ως το 2016.

Χωρίς λοιπόν αληθινή ανάγκη για «νέες σελίδες», οι Swans καλπάζουν προς την 3η δεκαετία του 21ου αιώνα με μια σπάνια αίγλη: ως το όχημα ενός 65άρη δημιουργού ο οποίος επιμένει να ψάχνει για προκλήσεις στο rock φάσμα, να γράφει στίχους για τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού και για τον Βούδα και να τραγουδά σαν αλλόκοτος προφήτης παραληρηματικών ηλιακών θεοτήτων, που θέλουν τους πιστούς τους «righteous, blighted, liquid, ignited».

7. Sharon Van Etten: Remind Me Tomorrow [Jagjaguwar]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Η ιστορία, βέβαια, είναι γνωστή: και ποιος δεν έχει δοκιμάσει να βάλει σύνθια στον ήχο του, τη σήμερον ημέρα; Όμως η Sharon Van Etten δεν αρκείται σε κάτι που να αφορά απλώς το περίγραμμα. Αντίθετα, έχει σαφώς προσπαθήσει να μιλήσει αλλιώς στο Remind Me Tomorrow: συνολικότερα. Να αποδιώξει, ας πούμε, εκείνη την κάπως δακρύβρεχτη ψυχοσύνθεση των τραγουδιών της, που έμοιαζαν να διαποτίζονται αενάως από το πονεμένο παρελθόν. Και να δει το μέλλον, αν όχι ακριβώς με αισιοδοξία, με μια διερώτηση πάντως· αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της ευτυχίας.

Ομολογουμένως, ο στίχος μπαίνει κάμποσες φορές σε δεύτερη μοίρα, και είναι ο ήχος που καθίσταται κυρίαρχος του παιχνιδιού. Ένας ήχος που αφρίζει, που κροταλίζει, που αλυχτά: με τονισμένα ρυθμικά μέρη, με τραγανά συνθετικά σημεία, με ευρηματικά διακριτικές κιθάρες. Παρότι η δημιουργός δεν κρύβει τι είχε στον νου της ως συνιστώσες αυτής της νέας της κατεύθυνσης (οι Suicide, οι Portishead και ο Nick Cave του Skeleton Tree), δεν βολεύεται εδώ με κάποιο ξεδιάντροπο κοίταγμα προς παλιές αγάπες. Έστω κι αν ξεθάβει μια διαχρονική τέτοια: τον Bruce Springsteen, για τo συζητημένο φέτος “Seventeen”.

6. Cult Of Luna: A Dawn To Fear [Metal Blade]
του Χάρη Συμβουλίδη

Το A Dawn To Fear μοιάζει με σπιράλ κατάβαση εἰς Ἔρεβος. Τα σχισμένα ουρλιαχτά του Johannes Persson προσωποποιούν τη βουβή απελπισία όσων ζουν και δρουν σε αστικό τοπίο, νιώθοντας διαχρονικά να παθαίνουν ό,τι και η φιγούρα της περίφημης Κραυγής του Έντβαρτ Μουνκ. Την ίδια όμως στιγμή, οι κιθάρες –έχοντας πίσω τους την εμπειρία του Mariner (2016)– κομίζουν γλυκές, μελαγχολικές μελωδίες, οι οποίες χτίζουν πυρήνα συναισθηματικής αντίστασης στην όλη φρενίτιδα, προσφέροντας εκλεπτυσμένο χαρακτήρα στον δίσκο.

Παρά τα 79 λεπτά ακρόασης και τα μακροσκελή τραγούδια, οι Σουηδοί δεν φλυαρούν: η συνολική αίσθηση είναι αυτή ενός καλά αρμολογημένου δίσκου. Και οι όποιες «προοδευτικές» παρεκκλίσεις τείνουν ευτυχώς προς τους The Ocean και όχι προς τη νεο-progressive νύστα, ενώ τα synths τοποθετούνται εξαιρετικά στην ενορχήστρωση, εμπλουτίζοντας τον επιδιωκόμενο ήχο, χωρίς να μπαίνουν άκομψα σε πρώτο πλάνο.

5. Lana Del Rey: Norman Fucking Rockwell! [Polydor]
της Τάνιας Σκραπαλιώρη

Επτάμιση χρόνια μετά το Born To Die (2012), η Lana Del Rey κλείνει ειρωνικά το μάτι στο αφετηριακό της είδωλο ποζάροντας με τον εγγονό του Jack Nicholson, Duke· γραπωμένη από τη μέση του, πιθανότητα πάνω στην κουβέρτα κάποιου ιστιοπλοϊκού. Με την αγαπημένη της αστερόεσσα να ανεμίζει στην πλώρη του και την ίδια στραμμένη ολόκληρη προς τον φακό, να καλεί τον ακροατή –περίπου με μια ηδυπάθεια που θυμίζει Τζοκόντα, περίπου χλευαστικά– να απολαύσει ένα στρεβλό αμερικανικό όνειρο.

Αν και δεν άλλαξε πολλά στον τρόπο με τον οποίον υπάρχει και δημιουργεί, η Lana Del Rey έκανε μια υπερβατική των δεδομένων της κατάθεση ουσιαστικής και ποιοτικής τραγουδοποιίας, ιδίως δε στιχοποιίας. Χωρίς να μεταμορφωθεί, κάτι άλλαξε: έγινε η καλύτερη και βαθύτερη εκδοχή του εαυτού της. Κι αν η ευθεία, χωρίς ιδιαίτερες οξείες, ρυθμική γραμμή και το (ίσως) υποτονικά συνεπές μελωδικό μοτίβο του Norman Fucking Rockwell! αποθαρρύνει την πρόσβαση στις b-sides γραμμές του, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλώς γραμμένες.

4. Atlantean Kodex: The Course Of Empire [Ván Records]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

Μουσικά, οι Βαυαροί παραμένουν στα όσα διαμόρφωσε το White Goddess (2013), ο πλέον εμβληματικός δίσκος για τον επικό ήχο της τρέχουσας δεκαετίας. Ασχολούνται μάλιστα μαζί του εξονυχιστικά, εξερευνώντας τις διάφορες πτυχές του, τραβώντας τα άκρα όσο περισσότερο γίνεται. Αυτό σημαίνει ότι τα power metal σημεία έχουν γίνει ακόμη πιο power (η γέφυρα του “Chariots” κάλλιστα θα μπορούσε να ανήκει στους Rhapsody), τα doom ακόμη βαρύτερα, το δε επικό στοιχείο τόσο μεγαλειώδες, όσο δεν μπορούσαμε ούτε να φανταστούμε.

Με το The Course Οf Empire οι Atlantean Kodex ξεπερνούν το τρομερό τους παρελθόν, πιο ώριμοι, ηρωικοί και περήφανοι από ποτέ. Κάτι που γίνεται πρωτίστως επειδή γράφουν μουσική γι' αυτό που τους πονάει και τους συναρπάζει: για φασματικούς ιππότες, για τους ανθρώπους της αυγής και για το φάντασμα ενός ευρωπαϊκού πολιτισμού που η παροντική του έκφανση απογοητεύει και η μυθική του γοητεύει. Για έναν πολιτισμό που δεν υπήρξε ποτέ, αλλά αυτό δεν τον κάνει λιγότερο λαμπερό, γοητευτικό και πραγματικό.

3. FKA Twigs: MAGDALENE [Young Turks]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Ο φουτουρισμός του LP 1 (2014) περνάει πια στο παρασκήνιο, για χάρη μιας κρυστάλλινης αισθαντικότητας κλασικής κοπής. Ο πληθωρικός, έξυπνος (ενίοτε εξυπνακίστικος) και κραυγάζων ήχος υποχωρεί κι αυτός, για να δώσει χώρο στις εξομολογήσεις της φωνής. Σε επίπεδο επιρροών, είναι σαν η Björk να αφήνει τα κλειδιά στην Kate Bush, κρατώντας για τον εαυτό της μια θέση στο υπόγειο.

Η FKA Twigs δανείζεται από τα προαναφερθέντα λεξιλόγια για να εκφραστεί, επανεπιβεβαιώνοντας σε μεγάλο βαθμό το πολύπλευρο ταλέντο, την οραματική ικανότητα και την εργατικότητά της. Η συναισθηματική δύναμη, η θαρραλέα εξομολογητική διάθεση, η μελωδική δεινότητά της –παρά τα όποια στραβοπατήματα– είναι παρούσες σχεδόν παντού στο MAGDALENE. Και η ηχοποιητική της, συνεπικουρούμενη από μια ομάδα διάσημων και ικανών παραγωγών (Nicolas Jaar, Skrillex, Daniel Lopatin μεταξύ άλλων), δίνει πραγματικά ρέστα.

2. Nick Cave & The Bad Seeds: Ghosteen [Ghosteen & Bad Seeds Ltd.]
του Δημήτρη Μεντέ

Ακολουθώντας το εξώφυλλό του, τo Ghosteen άπτεται ενός ελπιδοφόρου ιμπρεσιονισμού. Νότες, ερμηνείες και ήχοι περιπλέκονται, με στόχο να δομήσουν μία άναρχη αλλά συνάμα βαθιά συγκινητική αποτύπωση των χαωδών συναισθημάτων του καλλιτέχνη. Σε πρώτη ανάγνωση, το δεύτερο μισό του άλμπουμ διαβάζεται ως ήχοι ατάκτως ερριμμένα, διανθισμένοι με αόριστες σκέψεις και συλλογισμούς. Όπως όμως και το Πρελούδιο στο Απομεσήμερο ενός Φαύνου του Κλοντ Ντεμπισί –ένα από τα σημαντικότερα δείγματα ιμπρεσιονιστικής μουσικής– είναι πολλά παραπάνω από ένα ηχητικό ποίημα ελεύθερης δομής, έτσι και ο νέος δίσκος του Nick Cave με τους Bad Seeds χρειάζεται έναν συντονισμένο ακροατή, προκειμένου να ξεκλειδώσει τα μυστικά του.

Μία προσεκτικότερη ανατομή, δηλαδή, αποκαλύπτει περιδινούμενα μοτίβα, μικροσκοπικές, αυτοτελείς μουσικές ιστορίες, καθώς και μία υπόγεια κατευθυντήριο, η οποία σπρώχνει τη ζοφερή ερημιά στο φως. Μινιμαλιστικές συνθέσεις και ενορχηστρώσεις, η (οριακά) παντελής απουσία των ντραμς και ένας Nick Cave με την έκτασή του απλωμένη όσο ποτέ άλλοτε, καταφέρουν να φτιάξουν έναν δίσκο-διαμάντι: ένα δημιούργημα που θα μείνει ως μία από τις ουσιαστικότερες προσπάθειες εξοικείωσης με τη συνθήκη του Θανάτου.

1. Billie Eilish: When We All Fall Asleep, Where Do We Go? [Darkroom/Interscope]
της Χριστίνας Κουτρουλού

Καθήμενη στο κρεββάτι με τρόπο που θυμίζει πλάσμα από τη σκοτεινή πλευρά του Φεγγαριού ή παιδί του Εξορκιστή, η Billie Eilish φέρνει μπρος σου –απ' το εξώφυλλο ακόμη– εκείνη την πλευρά της εφηβείας που αρνείται την αφιλτράριστη ανεμελιά και τον ροζουλί ρομανδισμό. Με ένα βλέμμα το οποίο εμπεριέχει την απαξίωση, την αμφισβήτηση, αλλά και την αποστροφή που συναντάται σε νέους ανθρώπους, όταν βρίσκονται απέναντι σε μια έτοιμη πραγματικότητα, που πρέπει έπειτα να αποδεχθούν ή/και να αντιμετωπίσουν.

Πάντα αγκαζέ με τον αδερφό της, τον τραγουδοποιό και ηθοποιό FINNEAS, η Eilish χτίζει ένα άλμπουμ με κράμα ερεθισμάτων και μουσικών αναφορών. Από μια πιο σκοτεινή pop, την ακούμε να ελίσσεται προς το trap και τα ηλεκτρονικά. Προσθέτει γιουκαλίλι, αγκαλιάζοντας παράλληλα την auto tune εποχή ("8"). Μιξάρει δε ακόμα και τον θόρυβο από το μηχάνημα που κάνει τα σφραγίσματα στο οδοντιατρείο ("Bury A Friend"), βάζοντάς τον (τυχαία;) να συναντήσει τον γνώριμο ρυθμό των Doors από το "People Are Strange".

Κατορθώνει λοιπόν να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της σύγχρονης pop, μπερδεύοντας ταυτόχρονα τον Τύπο εκείνον που έχει συνηθίσει να μιλά για ενάμιση είδος μουσικής, με το ό,τι παραπάνω να του μοιάζει με «αποκάλυψη». Το When We All Fall Asleep, Where Do We Go? ταρακουνά μάλιστα ακόμα και τις άκαμπτες playlists των ελληνικών ραδιοφώνων. Και κάνει κι εμάς να αναρωτιόμαστε αν τα δωμάτια των έφηβων μουσικών αυτής της δεκαετίας είναι το σύγχρονο αντίστοιχο των γκαράζ των 1960s.

{youtube}DyDfgMOUjCI{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured