Τον Σεπτέμβριο του 1981, κι ενώ ήμουν μόλις στον πρώτο μήνα της φοίτησής μου στη δευτέρα Γυμνασίου, ακούστηκε η φράση «η Αρσινόη [σ.σ.: θυγατέρα πιλότου της Ολυμπιακής Αεροπορίας] αποβλήθηκε επειδή άκουγε κασετόφωνο την ώρα του μαθήματος». Η ερώτηση ήταν άμεση. Τότε γιατί δεν αποβλήθηκαν και οι υπόλοιποι, μιας και άκουγαν κι αυτοί το κασετόφωνο –ηχεία γαρ; Και τότε άκουσα, επίσης για πρώτη φορά, τη λέξη walkman. 
 
Η Αρσινόη, εξ αιτίας του επαγγέλματος του πατρός της, είχε πρόσβαση σε τεχνολογικά επιτεύγματα της αλλοδαπής τα οποία αργούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα, αν μη τι άλλο στην πλατιά μάζα. Στην οποία και άνηκα τότε, μιας και το σπίτι των γονιών μου δεν είχε ούτε την ανάλογη ταξική διαστρωμάτωση, αλλά ούτε και την πολιτισμική ραχοκοκαλιά που θα εξηγούσε μια σχέση με στερεοφωνικά, hi-fi και λοιπά συμπράγκαλα. Η Αρσινόη δεν άκουγε απλώς μουσική, αλλά (λόγω των ακουστικών, όπως έκπληκτοι μάθαμε) είχε επιλέξει να απομονωθεί από τον εξώτερο κόσμο για να ακούσει. Κι αυτή είναι η ουσία της προσωπικής ακρόασης: μιας ιδιαίτερης κατάστασης, που έχει τη δική της σημειολογική ιστορία.
 
Βασικός διαχωρισμός – ο Τόπος και το Μέσο
 
Υπάρχουν, χονδρικά, δύο τύποι προσωπικής ακρόασης. Ο ένας έχει να κάνει με τη χωροταξική επιλογή του ακροατή και απαντάται από τότε που ξεκίνησαν να υπάρχουν μέσα αναπαραγωγής μουσικής. Πάντα ο θιασώτης ενός συνθέτη, τραγουδιού, είδους, επιλέγει ν' ακούσει προσωπικά και ατομικά, διότι κάτι τέτοιο εξασφαλίζει τη συναισθηματική και αισθητική του συνδεσμολογία με τον ήχο. Εδώ δεν υπάρχει κανείς ταξικός ή χρονικός διαχωρισμός. Είτε μιλάμε για το δωμάτιο ενός έφηβου, είτε για το αυτοκίνητο ενός φυσιοδίφη που ταξιδεύει προς άγνωστες σε εμάς γαίες, η προσωπική ακρόαση σε χώρο που εμείς επιλέγουμε είναι ο κατ' εξοχήν τρόπος για να συνδέσουμε το βίωμα με τον τόπο (όπως ακριβώς κάνουν οι γάτες). 
Αν το σκεφτείτε, θα διαπιστώσετε ότι σε ανάλογες ακροάσεις αποφασίσατε ότι λατρεύετε τον David Bowie, ότι οι παραγωγές του Joe Meek είναι ακόμα και σήμερα αξεπέραστες, ότι την Pink θα την παντρευόσασταν ακόμα κι αν ξέρατε ότι σε 3 μήνες θα σχόλαγε το πανηγύρι. Κι αυτό δεν έχει αλλάξει εξ αιτίας της τεχνολογικής ανάπτυξης, ακριβώς επειδή γνώμονας είναι ο χώρος και τα βασικά σημεία παραμένουν τα ίδια: το σπίτι, το αυτοκίνητο, ο χώρος εργασίας, αν ασφαλώς είναι βαθιά βιωμένος και αυστηρά οριοθετημένος σε επίπεδο απομόνωσης. Για παράδειγμα, όταν ο William Faulkner έγραψε τα αριστουργήματά του στις βραδινές βάρδιες φύλαξης γραμμών, επέλεγε συγκεκριμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς· και όχι μόνο για παρέα, αλλά επειδή –όπως καταμαρτυρούσε σε συνεντεύξεις– του έδιναν την αίσθηση της ασφάλειας.
 
Το μέσο είναι το δεύτερο ζωτικό σημείο που ανοίγει τις κλίμακες ανάμεσα στην έναρξη (φυσική ή ηλεκτρονική) της σύνθεσης. Εδώ τα πράγματα, όπως καταγράφουν και οι έρευνες, είναι πιο πολύπλοκα…
 
Η κοινωνικότητα ως αναπόσπαστο κομμάτι της ακρόασης
 
Τα γραμμόφωνα που έπαιζαν νανουριστικές οπερέτες (υπάρχουν) και ragtime πολλές φορές ακούστηκαν στο τέλος της βάρδιας πορνείων να απλώνουν τις μελωδίες τους στους έρημους διαδρόμους κτιρίων, όπου, κατά μήκος της βραδιάς, κυριαρχούσαν ο ιδρώτας και πολλά άλλα υγρά του σώματος –όπως και η μυρωδιά αυτών.

Ο Astor Piazzolla σε συνέντευξή του (που μάλιστα είχε δημοσιευθεί τη δεκαετία του 1990 στο εγχώριο περιοδικό Πρόσωπα), παραθέτει το πώς έμαθε τον Σοπέν κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας ιεροτελεστίας. Έπαιζε σαν μουσικός (νεαρός κοντραμπασίστας εκείνη την εποχή) σε μπάντα πορνείου στην πρωτεύουσα της Αργεντινής, όταν η τσατσά του καταστήματος, μετά από μια κοπιαστική εβδομάδα, αντάμειψε με ένα κορίτσι στο τέλος της βραδιάς τον κάθε μουσικό. Ο Piazzolla έμαθε λοιπόν τον Σοπέν καθώς λαγνουργούσε, μιας και η προαναφερθείσα συντονίστρια επέμενε όλο το βράδυ να αλλάζει πλευρές στην πλάκα του γραμμοφώνου, μην αφήνοντας την παθιασμένη εντός των δωματίων ατμόσφαιρα να ξεφύγει από τους τοίχους του οικήματος, σκεπάζοντας έτσι τα βογγητά με μουσική. 
Για πολλά χρόνια, η ακρόαση είχε δημόσια και μόνο λειτουργία μιας και ο ήχος, όντας αδύναμος εξαιτίας της πρωτόγονης τεχνολογίας, είχε τη μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση μέσω των γνωστών καλαίσθητων(;) χωνιών. Παράλληλα, η έννοια της προσωπικής ακρόασης ήταν γνωστή μόνο σε τηλεγραφητές, χειριστές ραντάρ και υπαλλήλους τηλεφωνικών εταιρειών που φορούσαν ακουστικά, των οποίων βέβαια η ποιότητα ήχου ήταν κάκιστη και κυριολεκτικά ξύριζαν αυτιά αν οι συχνότητες ανέβαιναν. 
 
Το ίδιο συνέβη και μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου, για άλλους όμως λόγους. Αφενός η τεχνολογία και η άνθηση της βιομηχανίας είχαν καταφέρει να παραδώσουν στο κοινό (αν μη τι άλλο στο ευνομούμενο αστικό) τις πρώτες μονάδες οικιακών οικοσυστημάτων –κάτι επιπλάρες/κωμοί με ενσωματωμένο ραδιόφωνο– από την άλλη υπήρχαν δύο παράγοντες που απαιτούσαν το άτομο να βρεθεί ανάμεσα στους υπόλοιπους για να ακούσει μουσική. Πρώτον, δεν είχε προβλεφτεί (και οι λόγοι είναι καθαρά κοινωνικοί) είσοδος για ακουστικά: τα ακουστικά είχαν μόνο επαγγελματικές χρήσεις. Από την πλευρά ειδικότερα της μουσικής βιομηχανίας, μόνο οι ηχολήπτες τα φόραγαν. Παράλληλα, η ευδαιμονία για το τέλος των εχθροπραξιών, καθώς και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, απαίτησαν από τον πολίτη καταφανή παρουσία στις κοινωνικές εκδηλώσεις. 
Το ροκ εν ρολ θα αλλάξει φυσικά τα δεδομένα και θα βάλει μικρές μονάδες πικάπ στα σπίτια για να ακούνε οι κορασίδες και οι λαδωμένοι ποντικοί (νέο κοινό, νέες ανάγκες, νέα προϊόντα), ενώ τα καταστήματα δίσκων θα αποκτήσουν  θαλάμους όπου μπορείς να ακούσεις τους δίσκους μόνος σου πριν τους αγοράσεις. Απόλυτο αποτέλεσμα του ροκ εν ρολ το τελευταίο, γιατί πολύ απλά ήταν εκκωφαντικό για τα δεδομένα της εποχής.
 
Η ατομικότητα έχει πολλές όψεις
 
Ο Ray Davies έχει καταθέσει ότι άκουσε δίσκους του Elvis Presley προσπαθώντας να παίξει από πάνω τους, αλλά τον εμπόδιζαν οι ήχοι του σπιτιού. Ο Jeff Βeck (και το άτυπο teenage κουνιαδάκι του, ο Jimmy Page) μάθαιναν να σολάρουν πάνω σε μπλουζ δίσκους, παίζοντας μεταξύ μιας καλής ισορροπίας έντασης του πικάπ και του ενισχυτή τους (αμφότερα έτσι κι αλλιώς ελαχίστων watt). Τουτέστιν, ακόμα και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, τα στερεοφωνικά ούτε καν ως παλαιολιθική έκφανση των σημερινών δεν υπήρχαν· ήταν κάτι πρώιμα combo, όπου ενισχυτής και πικαπιέρα αποτελούσαν ένα –μερικές μάλιστα φορές ακόμα και τα ηχεία ήταν πάνω στο σύστημα. Μόνο στα τέλη της δεκαετίας, όταν άρχισαν να φτιάχνονται ξεχωριστές μονάδες (φέτες ντε!) για το πικάπ και για τον ενισχυτή μπόρεσε να μπει σε όλα τα μοντέλα μια βυσματοδόχος για το καινούργιο κόλπο: τα ακουστικά. 
Η απομόνωση λοιπόν ησύχασε τους γονείς και βύθισε τα τηνετζέρια σε ωκεανούς απόλαυσης (με την υπομόχλευση φυσικά ποτού ή της όποιας ουσίας είχε ο κύριος στη γωνία δεξιά από το σπίτι και δίπλα στο μανάβικο της συνοικίας). Ακριβώς επειδή οι δομές της κοινωνίας άλλαζαν και οι άνθρωποι είχαν λόγο αντίδρασης απέναντι στο σύστημα, η προσωπική ακρόαση πήρε, για πρώτη φορά, φόρμουλα ιεροτελεστίας στις συντεταγμένες της. Το άτομο απομονώνεται και σκέπτεται καθώς ακούει. Η στοχαστικότητα της μουσικής ακρόασης έφυγε πια από τα σαλόνια και τα στούντιο –όπου βρίσκονταν οι καλλιτέχνες– και πέρασε στο κάθε αστικό σπίτι.
 
Όπου και να πας, πάρε με μαζί σου
 
Στο βιβλίο του Made In Japan (στην Ελλάδα βγήκε με τον τίτλο Το Ιαπωνικό Θαύμα από τις εκδόσεις Ροές), ο Akio Morita αναφέρεται στο πώς οι νέες αστικές συνθήκες έβαλαν την προσωπική ακρόαση στον χάρτη της Sony –της εταιρείας της οποίας υπήρξε επί σειρά ετών διευθυντής, μα και ιδρυτικό μέλος του επιχειρηματικού της πυρήνα– παρότι το να ακούς απομονωμένος μουσική στην Ιαπωνία θεωρείτο τότε μεγάλη αγένεια. Το walkman μπορούσε να συντροφεύει τους μοναχικούς περιπάτους όσων πολιτών ήθελαν πια την απομόνωση για να ξεφύγουν, καθώς το άγχος και τα ανεβασμένα ντεσιμπέλ του μητροπολιτικού Τόκυο έκαναν ανάγκη την παλαιότερη πολυτέλεια (αν όχι αντικοινωνικότητα). 
Καθόλου τυχαία, λοιπόν, το walkman ήρθε να κουμπώσει πάνω στη δεκαετία του 1980, όταν ο ατομικισμός έγινε το κατ' εξοχήν νόμισμα ανταλλαγής στην καθημερινότητα του Δυτικού κόσμου. Οι παλαιότερες ιδέες συλλογικότητας που αναπτύχθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 αλλά και στις αρχές των 1970s έδωσαν τη θέση τους σε έναν μονόχνοτο εγωτισμό, που βρήκε την απόλυτη αποθέωση στον τρόπο με τον οποίον κινήθηκε έκτοτε η κοινωνία και οι δομές της κοινωνικότητας: τα ακουστικά άρχισαν έτσι να αποτελούν αξεσουάρ όχι μόνο της νεολαίας, αλλά (με το πέρας των 1980s) ακόμα και των νοικοκυρών. 
 
Η έλευση στη συνέχεια του ψηφιακού κόσμου, όπως αυτός εκφράστηκε μέσω πρώτα του iPod και ύστερα των κινητών τηλεφώνων, άνοιξε κατά τρόπο θεαματικό την έννοια της προσωπικής ακρόασης στη σισύφεια αστική παλέτα. Κάντε ένα μικρό πείραμα και δείτε πόσες κυρίες άνω των 35 φορούν ακουστικά στο μετρό κάθε πρωί. Από την άλλη, η προσωπική ακρόαση διατηρήθηκε μεν στους κόλπους της μουσικής κοινότητας ως το απόλυτο κριτήριο καθορισμού της ποιότητας ενός δίσκου. Ακόμα πάντως κι αυτή έχει πλέον δεχθεί τις φθορές, μα και τις παρηχήσεις της. 
Επίσης, αν κάνετε μια μικρή δημοσκόπηση, θα διαπιστώσετε ότι το συντριπτικό ποσοστό του κύκλου σας δεν κάνει ακροάσεις: ακούει τη μουσική μέσω άλλων διεργασιών. Δουλεύοντας λ.χ., εν κινήσει, στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Αυτό έχει να κάνει με τη μείωση του λεγομένου ελευθέρου χρόνου που βιώνει την τελευταία 20αετία ο κάτοικος των πόλεων. 
 
Και μπορεί η εκ νέου προσεδάφιση του βινυλίου να θέτει ξανά ζητήματα ιεροτελεστίας στην ακροατική διαδικασία (που μόνο θετικό πρόσημο λαμβάνουν, ακόμα και ως απότοκο μιας βινταζίλας), όμως το σίγουρο είναι ότι η προσωπική ακρόαση έχει αλλάξει μορφή και έχει πλέον εναρμονιστεί –όπως εξάλλου και στις προηγούμενες εποχές– με το τοπίο μέσα στο οποίο ενυπάρχει. Το πηλίκο είναι βέβαια πάντα θετικό σε αυτήν την ιστορία και δεν υπόκειται σε μανιχαϊστικούς μηχανισμούς αποτίμησης. Times they are a changin’, όπως λέει και ο κύριος Bob...

{youtube}e7qQ6_RV4VQ{/youtube}
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured