Σε ανύποπτο χρόνο, κοιτάζοντας μια φωτογραφία του Θανάση Λάλα, μια καλή φίλη μου είχε πει πως «από μια ηλικία και μετά, κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τη φάτσα του». Αν εξαιρέσεις την αναπόφευκτη φθορά του γήρατος, είναι έτσι ακριβώς. Κι αν σκεφτείς το παράδειγμα του Morrissey, όπου μέσα στις δεκαετίες η ντροπαλή αθωότητα ενός υπέροχου προσώπου έδωσε τη θέση της σε μια ανθρωποδιωχτική ξινίλα, τότε έχεις καταλάβει πολλά. Από την πλευρά μου, για να πω κι εγώ κάτι που θα μπορεί μετά κάποιος να μνημονεύσει σε δικό του κείμενο, διαβάζοντας προσεκτικά την αυτοβιογραφία του Morrissey κατέληξα πως –από ένα σημείο και μετά– το μίσος παύει να έχει πλάκα.

Οι ψυχολόγοι πάντως του δίνουν αξία. Λένε πως το μίσος δεν πρέπει να μένει ανείπωτο, πως αυτός που μισούμε πολλές φορές μας καθορίζει: «Διάλεξε τους εχθρούς σου προσεκτικά/ Γιατί θα σε ακολουθήσουν για περισσότερο απ’ ότι οι φίλοι σου», αποφαίνεται o Βοno στον τελευταίο δίσκο των U2. Όμως ο Morrissey το παρακάνει στο βιβλίο του. Στα σχολικά χρόνια, σιχαίνεται τους δασκάλους του. Ύστερα τους συμμαθητές, στους οποίους βρίσκει ελάχιστα κοινά. Δεν προλαβαίνει να πει δυο λόγια για το πώς ιδρύθηκαν οι Smiths και «αδειάζει» τον Geoff Travis της Rough Trade. Λίγο παρακάτω κατηγορεί το NME, την Αμερική ολάκερη, τον τραγουδιστή των πολυαγαπημένων του New York Dolls, τους κριτικούς, τους δικαστές, τους μάνατζερ, τους οδοκαθαριστές, τον κόσμο όλο. Η δίκη της υπόθεσης του ντράμερ των Smiths, Mike Joyce, καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός, τόσο που εγώ προσωπικά βάζω στοίχημα πως το βιβλίο δεν χωρίστηκε σε κεφάλαια απλά και μόνο επειδή το κεφάλαιο της δίκης θα ήταν αποκαρδιωτικά μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα… Στις περισσότερες περιπτώσεις, το μίσος γίνεται αυτοσαρκαστική παρωδία: στην πραγματικότητα ο Morrissey κοροϊδεύει την αφεντιά του, γίνεται εσκεμμένα καρικατούρα του κακού εαυτού που του καταλογίζουν, για να το γυρίσει στην πλάκα –μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μιλάμε για τον άνθρωπο που ονόμασε τον πρώτο του προσωπικό δίσκο Viva Hate. Αλλά καταντάει κουραστικός.

Στα δικά μου μάτια, ο  Morrissey βρίσκεται σε μια σιωπηλή συμφωνία με τους φανατικούς ακροατές του. Η συμφωνία αυτή λέει πως οι περισσότεροι άνθρωποι είναι χαζοί, σκληροί, βαρετοί, παράλογοι κι αν είσαι διαφορετικός και ειλικρινής πρέπει να σηκώσεις το βάρος της μοναξιάς σου. Άδικο δεν έχει. Η θεϊκή του τέχνη, όμως, έχει δώσει ένα στήριγμα, μια διέξοδο που υπερβαίνει το μίσος. Και δεν είμαι σίγουρος ότι ο ίδιος το γνωρίζει. Στο Autobiography, ανάμεσα σε όλες τις μικρές και μεγάλες δίκες, η τέχνη του παρεμβάλλεται ως  τσόντα. Δεν μπορείς να αναφέρεσαι στο ομώνυμο ντεμπούτο των Smiths και να λες απλά πως ο παραγωγός δεν πέτυχε καλό ήχο. Δεν μπορείς να αναφέρεσαι στο The Queen Is Dead και να λες απλά πως δεν έβγαλε κανένα top-20 single. Καλύτερα μη γράψεις τίποτα. Υπάρχουν άνθρωποι που το έβαλαν κάτω από το μαξιλάρι τους ως κάτι ιερό, μην τους υποτιμάς έτσι.  Όσο διάβαζα, προσπαθούσα να ακούω κομμάτια από τις περιόδους στις οποίες αναφερόταν, αλλά σύντομα κατάλαβα πως δεν είχε νόημα. Κανένα inside information, κανένα hint ακρόασης, κανένας στίχος προς επανεξέταση. Μόνο charts, charts, charts, παράπονα στην εταιρία και αντιδικίες. Tι θέλει, αναρωτήθηκα, να πετύχει με το να διεκδικεί το δίκιο του σε παλιές ιστορίες; Bigmouth strikes, and then?

Arthromoz_2

Αν απογοητεύτηκα πάντως ως φαν, δεν μπορώ με τίποτα να ισχυριστώ ότι έπαθα το ίδιο ως αναγνώστης. Γιατί το Autobiography είναι τρομερά καλογραμμένο. Με ένα δυνατό λεξικό της Οξφόρδης παραμάσχαλα, μπορείς να απολαύσεις την αριστοκρατική αγγλική γλώσσα σε όλο της το μεγαλείο. Ο Morrissey διέθετε ανέκαθεν το χάρισμα να συνδυάζει το λαϊκό της καταγωγής του και της πολιτικής του κατεύθυνσης με το αριστοκρατικό –κι αυτό περνάει αβίαστα στους στίχους και στα κείμενά του. Επιπλέον, διαθέτει γνήσια φλεγματικό βρετανικό χιούμορ. Το οποίο, ιδίως στο εν λόγω βιβλίο, τον προστατεύει από το να βγει προς τα έξω ως μια καταπιεσμένη ασέξουαλ αδερφή, η οποία βλέπει την επιτυχία και τη λατρεία των φαν σαν εκδίκηση στην ανθρωπότητα.

Οι σελίδες της πνευματικής διαμόρφωσής του, είναι από τις πιο συναρπαστικές. Ένα εσωστρεφές παιδί της εργατικής τάξης περνάει τα απογεύματά του σε απόσταση ενός μέτρου από την τηλεόραση. Μια μέρα, έτσι από το πουθενά, αγοράζει το μουσικό περιοδικό Record Shop Book, όπου τυπώνονται στίχοι ποπ τραγουδιών• και, καθώς τους διαβάζει, σκαρώνει μελωδίες χωρίς να έχει ακούσει τις πραγματικές. Ύστερα πέφτει πάνω στο "You 've Lost That Loving Feelin’" των Righteous Brothers. Αγοράζει το “Come And Stay With Me” της Marianne Faithfull. Παρακολουθεί το Top of the Pops («a rare flash of glamor in our oh so very pale lives», όπως το περιγράφει). Τυφλώνεται από το glam rock στην εφηβεία, από την ανδρόγυνη περσόνα του Bowie, τoυς Τ-Rex και τους New York Dolls, ακούει το “Horses” της Patti Smith και επιβιβάζεται στο ρόλερ-κόστερ του πανκ, που χωράει και τα φρικιά και τους μοναχικούς και όλους. Παράλληλα όμως, έχει μυηθεί στην ποίηση του Oscar Wilde και του Robert Herrick. Δεν μπορεί να είναι κάφρος, δεν του φτάνει μια πινέζα στο τζην για να δηλώσει την ταυτότητά του. Μέσα απ’ όλ’ αυτά, ο Morrissey πετυχαίνει κάτι αληθινά σπουδαίο: μια άκρως προσωπική και ακριβώς γι’ αυτό ουσιαστική καταγραφή της μουσικής που τον διαμόρφωσε από τα μέσα των 1960s μέχρι τα τέλη των 1970s.

Arthromozddd_3

Το μεγάλο κλειδί του Autobiography όμως είναι άλλο. Ανάμεσα στις μουσικές διηγήσεις και στις κακίες του Moz, υπάρχουν παράθυρα (προς το τέλος του βιβλίου κυρίως), μέσα από τις γρίλιες των οποίων σου επιτρέπεται να δεις τι άνθρωπος είναι. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει τον θάνατο αγαπημένων προσώπων, ας πούμε. Οι λίγες περιπτώσεις στις οποίες γνωρίζει άξιους –με τα δικά του μέτρα και σταθμά– συνοδοιπόρους. Η αναφορά στον τραυματισμένο πελεκάνο που περιμάζεψε από τη θάλασσα. Η πωλήτρια του δρόμου, στην οποία χάρισε όλα τα άχρηστα προϊόντα που προσέφερε το μίνι-μπαρ του πεντάστερου ξενοδοχείου. Ασήμαντες ή σημαντικές, αποκομμένες από την καλλιτεχνική του δράση, τέτοιες ιστορίες αποτέλεσαν τη μόνη γέφυρα που με ένωσε  με τους στίχους του. Και κάπως έτσι σκέφτηκα πως ίσως τελικά αυτή η ξινίλα που βγάζει πια το πρόσωπό του, να προδίδει απλά την ακόρεστη δίψα ενός πληγωμένου γκρινιάρη, ο οποίος «είναι άνθρωπος και έχει ανάγκη να αγαπηθεί, ακριβώς όπως όλοι οι άλλοι».

Η αυτοβιογραφία του Morrissey κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Penguin

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured