Από χθες που μαθεύτηκε ο θάνατός του, ένα ποτάμι δακρύων, αναμνήσεων και στίχων του κατακλύζει τη ζωή και το περιβάλλον πολλών από εμάς, όσων προλάβαμε να τον δούμε, να τον ακούσουμε, να δεχτούμε το ανεξίτηλο σημάδι των ήχων και των λόγων του. Να ταξιδέψουμε με το Φορτηγό, να γευτούμε το Βρώμικο Ψωμί, να μπούμε εκστατικοί στο Ροντέο και στο Κύτταρο. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, με τα τραγούδια του, δεν επηρέασε απλώς τις προηγούμενες γενιές, τους προκάλεσε πολιτισμικό σοκ.
Έτυχε η ζωή να τα φέρει έτσι, ώστε να περάσω τα γυμνασιακά μου χρόνια έχοντας τον Σαββόπουλο «απέναντι». Το 2ο Γυμνάσιο – μετέπειτα Βίλα Αμαλίας – βρισκόταν στην οδό Χέυδεν, σχεδόν απέναντι από το Ροντέο, κι αργότερα, όταν μετακομίσαμε λίγο παρακάτω, βρέθηκα δίπλα στο Κύτταρο. Κάποιες μέρες, όταν είχαμε απογευματινό σχολείο, περνούσα στο σχόλασμα μπροστά από το Κύτταρο και κοίταζα την ταμπέλα: Σαββόπουλος, Μπουρμπούλια, Μαρίζα Κωχ, Στέλλα Γαδέδη, Σπαθάρης. Και κάποια στιγμή μπήκα. Από τότε, δεν ξαναβγήκα.
Τον συνάντησα αρκετές φορές για συνέντευξη· τον είδα να σκηνοθετεί στο προαύλιο της Παντείου τους Αχαρνής κι αργότερα τον Πλούτο, τον οποίο έζησα από κοντά, καθώς συμμετείχε και η γυναίκα μου. Του ταίριαζε ο Αριστοφάνης· φαντάζομαι πως ένιωθε μια κάποια «συγγένεια».
Όπως λέει και ο Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος: «Συμφιλίωσε την τούμπα με το κλαρινέτο και την ηλεκτρική κιθάρα. Ο Σαββόπουλος δεν ήταν απλώς συνθέτης· δεν άνοιξε απλώς ένα παράθυρο για να μας αποκαλύψει ένα μουσικό σύμπαν με το οποίο συνυπήρχαμε χωρίς να το γνωρίζουμε. Ο Σαββόπουλος ήταν εφευρέτης! Έπρεπε να κάνει την ηλεκτρική κιθάρα να συναντηθεί με τα δημοτικά όργανα — κι αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ήταν μια καινούργια γλώσσα του τραγουδιού.»
Συνθέτης, ποιητής, σκηνοθέτης, εφευρέτης· ένα ηλεκτρικό τσίρκο που έσβησε, αφήνοντας πίσω του μια μουσική και στιχουργική παρακαταθήκη ανεκτίμητης αξίας για την ελληνική μουσική πραγματικότητα. Είναι μια ιδιαίτερη συγκυρία πως χτες και σήμερα θρηνούμε τον κύριο Νιόνιο, ενώ αύριο θα γιορτάζουμε τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι.
Από τις εκδόσεις Οξύ κυκλοφορεί το βιβλίο για το θρυλικό Βρώμικο Ψωμί, γραμμένο από τον Χριστόφορο Κάσδαγλη και με επίμετρο της Ναταλί Χατζηαντωνίου, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω.
Ένα απόγευμα στην Ηλιούπολη
Ξεκινώ κάπως αντίστροφα. Από την τελευταία σελίδα αυτού του βιβλίου και από τις δύο πρώτες σκέψεις που έκανα αμέσως μετά, πολύ αυθόρμητα, πολύ γρήγορα, σχεδόν αντανακλαστικά.
Πρώτη σκέψη. Ένας δίσκος τόσο καινοτόμος για την ελληνική δισκογραφία του ΄72, αλλά και τόσο συναρπαστικός έκτοτε και διαρκώς, έκρυβε για τον μελετητή του αυτή την παγίδα: Η αποτίμηση να είναι τέλος πάντων κατώτερη του… αποτιμώμενου. Συνδυάζοντας την προσωπική εμπειρία με το ιστορικό ντοκουμέντο, την εξομολόγηση του θυμικού με τη σοβαρή έρευνα που θέλει το χρόνο της, τον προσωπικό συνειρμό με την συνέντευξη και τη μαρτυρία άλλων, την εντύπωση του ακροατή με την παρατήρηση του μουσικού γνώστη και αποδίδοντάς τα με διαφορετικά υφολογικά «παιχνίδια» σε κάθε κεφάλαιο, ο Χριστόφορος Κάσδαγλης κατορθώνει να κάνει μια μεγάλη, προσωπική και ταυτόχρονα συλλογική, τροχιά γύρω από το «Βρώμικο ψωμί» χωρίς να χάσει ούτε στιγμή το τιμόνι του, τον στόχο του, τη γοητεία της αφηγηματικής ροής, το στοιχείο του απρόβλεπτου και της έκπληξης… Ακόμα κι εκεί που νομίζεις ότι όλα έχουν ειπωθεί. Ε, λοιπόν δεν είχαν ειπωθεί όλα, ακόμα και για τους ακραιφνείς «σαββοπουλικούς». Κι αν αυτοί όσα αναφέρονται τα ξέρουν, στοιχηματίζω ότι θα «αιχμαλωτιστούν» από την αφηγηματική γοητεία κεφαλαίων που μπορεί να αφορούν από την πολύ μεγάλη εικόνα (το μεγάλο ιστορικό φόντο) έως και την ελάχιστη λεπτομέρειά της (όπως π.χ. η αλήθεια για την προέλευση της τούμπας που κατά την ηχογράφηση έπαιξε μόνο στο «Έλσα σε φοβάμαι» ο Γιάννης -Μπαχ- Σπυρόπουλος). Ως εκ τούτου η συνθετική, ερευνητική και αισθητική αυταξία αυτής της δουλειάς στέκεται επάξια δίπλα σ’ ό,τι υπήρξε το αρχικό της κίνητρο: Το ίδιο το ιστορικό πλέον άλμπουμ του Σαββόπουλου.
Επηρεασμένη απ’ όλα αυτά, η δεύτερη σκέψη που έκανα, εφαπτόμενη ακριβώς στην τελευταία λέξη αυτού του βιβλίου, ήταν μεταφυσική: Κάθε μεγάλο μουσικό έργο που κάποτε μας αποκαλύφθηκε ορμητικά και ύστερα μας ακολούθησε (ή το ακολουθήσαμε) στα χρόνια που ήρθαν, έχει μια ιδιότητα που ίσως να προσομοιάζει με ό,τι περιγράφουν όσοι επεβίωσαν τελικά κάποιας επιθανάτιας εμπειρίας. Την ώρα που οδεύεις πίσω, στη συνθήκη της tabula rasa, αστράφτει μέσα σου στιγμιαία μια σχεδόν πλήρης αναδρομή. Έτσι κάπως και με τα μουσικά έργα που μας σημάδεψαν, αν και με κάπως αντεστραμμένους όρους: τα εισπράξαμε κάποτε αποσβολωμένοι, διαγράφοντας από το σκληρό μας δίσκο την προηγούμενη εμπειρία, ώστε το αποκαλυπτικό και καινούριο, εξίσου θανατηφόρο όσο και γενεσιουργό, να καταλάβει όλο τον, άγραφο πλέον, χώρο. Κι έκτοτε, μένουμε καταδικασμένοι, κάθε φορά που θα ακούμε το έργο, ν’ αστράφτει στιγμιαία κι η διαδρομή της μνήμης σε φλας που ανακαλούν πράγματα ωραία και πράγματα οδυνηρά.
Έκτη δημοτικού. Ο συμμαθητής μου ο Λάμπρος που είχε μεγαλύτερες και «ψαγμένες» αδελφές, τη Ντινέτα και την Τασία. Στο σπίτι στην Ηλιούπολη. Στο δωματιάκι, στο φθαρμένο πικάπ. «Το βρώμικο ψωμί» που ξενίζει τα’ αυτιά μιας 13χρονης συνηθισμένης από το κυριακάτικο ρεπερτόριο του μπαμπά (μόνο όπερα και ρεμπέτικα) και το καθημερινό της γιαγιάς στην κουζίνα (με Αττίκ και Σουγιούλ). Μένω έκπληκτη, αμήχανη, άφωνη, εκστασιασμένη. Τι ’ναι τούτο; Ο Λάμπρος μου εξηγεί. Εκστασιασμένος κι εκείνος, έχει απομνημονεύσει τους στίχους (αυτός κι εγώ που με, καταρχάς άρνηση, μαθαίναμε παθητικά τον Βαλαωρίτη στις σχολικές γιορτές, καταγράφουμε άμεσα τώρα στίχους που δεν καταλαβαίνουμε εντελώς και, πάντως, σίγουρα λιγότερο από το «μέριασε βράχε να διαβώ…»). Εγώ ζω την «επιθανάτια» εμπειρία μου. Θα κάνω χρόνια να επιστρέψω στην όπερα, λιγότερα για να ξαναβρώ τα ρεμπέτικα, περισσότερα για να αξιολογήσω τον Αττίκ (ή τον Βαλαωρίτη). Η «επανάσταση» μόλις ξεκίνησε για εμάς κι ας είμαστε μια γενιά που έχει εισπράξει μόνο τον απόηχο της χούντας, χορεύει διχασμένη στα πάρτυ με Rolling Stones και Boney M, της μέλλεται να μεγαλώσει με ΠΑΣΟΚ και new age, να χαρακτηριστεί μάλλον απολιτίκ και να συντριβεί μεταξύ των πολιτικών βεβαιοτήτων των προηγούμενων, των τεχνολογικών ικανοτήτων των επόμενων και τελικά της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας που θα πέσει στο κεφάλι των 50 χρόνων μας. Για την ώρα όμως το «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει» κουμπώνει στις πρώτες εφηβικές μας αντιδράσεις ενάντια στις καταπιεστικές γονεϊκές αρχές (άδοξα, καθώς η δική μας γενιά δεν έχει -νομίζει- ν’ αγωνιστεί κόντρα σε άλλους «εχθρούς»). Και εκείνος ο φίλος που τον είδα «σαν ξωτικό να τριγυρνά πάνω στη μοτοσικλέτα» ορίζει μέχρι και την εφηβική λίμπιντο (επαναστάτης, μόνος, μελαγχολικός, οργισμένος, καβάλα στη μοτοσικλέτα). Εισβάλλουν μέσα μας όλα αυτά μαζί με τα «λ» και τα «ν» της Μπέλλου, τη φωνή της Σαμίου, τους παράξενους στίχους, την παράδοξη ηλεκτρική ενορχήστρωση. Δεν θα είμαστε ποτέ πια ίδιοι και τα χρόνια που θα ’ρθουν θα επιστρέφουμε εκεί, ίσως αλλιώς, με άλλη προσμονή, άλλες σκέψεις, άλλες προσλαμβάνουσες. Αλλά θα επιστρέφουμε.
Και επιστρέψαμε όχι μόνο στα τραγούδια αυτού του δίσκου που καθόρισε αισθητική και προδιαθέσεις. Αλλά και σ’ αυτό το βιβλίο που ξετύλιξε σαν ντοκιμαντέρ και σαν μυθοπλασία όσα δεν ήξερε να μου πει ο Λάμπρος εκείνο το απόγευμα του ’81. Κι άλλα ακόμα, γιατί εκτός από την κοινή θανατηφόρο έκσταση στο πρώτο άκουσμα, όπως το περιγράφει ο Χριστόφορος, προχωρώντας σοφά από το προσωπικό στο ιστορικό (στην ασθματική περιγραφή της ιστορικής διαδρομής στο 4ο κεφάλαιο, «Ο λεπτός μηχανισμός της κυοφορίας»), ανακαλώ - εκτός από την έκσταση- και τη ζήλεια. Εκείνη τη, μαζοχιστική αλλά εξηγήσιμη εντέλει, ζήλεια της γενιάς μου για φορτισμένες αφηγήσεις, προσωπικές υπερβάσεις και μάχες που εμείς δεν χρειάστηκε να δώσουμε -όχι με τον ίδιο τρόπο τουλάχιστον και όχι με αναλόγως πρωτογενή ερεθίσματα. Το «Βρώμικο ψωμί», στα πρώτα κεφάλαια της αφήγησης του Χριστόφορου, ανακαλεί έναν ανάλογο αισθηματικό και αισθητικό «κεραυνό», το ίδιο και οι πρώτες συναυλίες του Σαββόπουλου, προέρχεται, όμως, από την ιστορική εμπειρία μιας γενιάς όχι μακρινής μου, αλλά που είχε σαφέστερους στόχους και περίγραμμα. Με καταλαμβάνει η ίδια ζήλεια και ο ίδιος ενθουσιασμός όπως όταν πρωτάκουσα το δίσκο. «…να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα (χρυσή λαβωματιά, να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα) η τρομερή μας η λαλιά». Το «αχ» από τα έγκατά μας, από τα έγκατα της κάθε μιας γενιάς, είναι παραδόξως το ίδιο, όμως. Ο 28χρονος Σαββόπουλος το είχε καταφέρει εγκαίρως κι ας επρόκειτο ο 45χρονος εαυτός του να ομολογήσει 17 χρόνια αργότερα την, σπαρακτική ακόμα, αμφιθυμία του («σ’ αυτή την ηλικία ή μιλάς / της κάθε μιας γενιάς / καινούργιας και παλιάς / ή κλείνεις και σιωπάς»).
Οι γενιές συνθηκολογούν, εμείς κάπως συνθηκολογήσαμε κι εγώ ηρεμώ και ξαναγίνομαι... groupie καθώς ο Χριστόφορος ξετυλίγει το κουβάρι του «ντοκιμαντέρ» του, που είναι και έρευνα και μαζί βιογραφία και μαζί αυτοβιογραφία: Βλέπω τη Γαδέδη στο Κύτταρο, «δαιμονική» μουσικό, ακούω το φλάουτό της. Και την τούμπα του Γιάννη -Μπαχ- Σπυρόπουλου. Ήταν μια παλιά χαλασμένη; Του Σαββόπουλου; Ή της Φιλαρμονικής της Νέας Ιωνίας; Η παραμικρή γοητευτική λεπτομέρεια ερευνάται όπως αξίζει στον δίσκο που ήδη έχει μείνει στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. ‘Ερευνάται, όχι από ιδεοληψία, ωστόσο. Έχει λόγο που η λεπτομέρεια υπάρχει εκεί που υπάρχει. Πόση απόσταση χώριζε το Κύτταρο από το στούντιο των ηχογραφήσεων; Ο Χριστόφορος την περπάτησε. Και στη μεγάλη διαδρομή του βήμα-βήμα σ’ αυτό το βιβλίο, στη διαδρομή που ξεκινά από το προσωπικό περνά στο ιστορικό, στο συλλογικό, στο μουσικολογικό, στο στιχουργικό, στις μεταβολές των στίχων από συναυλία σε συναυλία, στις καινοτομίες του Σαββόπουλου, στην ερμηνεία, στη βραχνή φωνή, στους λαρυγγισμούς και στις κραυγές, στη σημειολογία, στην εντύπωση, στην αίσθηση, κλείνει τις 180 του μοίρες, πάλι στο πιο προσωπικό. Εκεί που λειτουργεί ίσως κάπως περισσότερο το θυμικό του «σαββοπουλικού» από την μέθοδο και την ψυχραιμία του μελετητή, εκεί ταυτίζομαι, με λύπη (ή με νοσταλγία;). Στην παραδοχή πως από τότε που πρωτακούσαμε το «Βρώμικο ψωμί» άλλαξε ο κόσμος, η τέχνη. Πρωτίστως άλλαξε ο Σαββόπουλος; Οι ιδέες του; Η στάση του; Ή μήπως αλλάξαμε εμείς; Μεγαλώσαμε; Ή μήπως μεγάλωσε εκείνος; Κάτι συνέβη μεταξύ μας… Πράγμα ωστόσο που καθόλου δεν με εμποδίζει κάθε φορά που ακούω εξίσου φορτισμένη και έκπληκτη το «Ζεϊμπέκικο» ή τη «Μαύρη Θάλασσα» να σκέφτομαι πού πατώ και πού πηγαίνω. Μπορεί να μην ακολουθώ πια τον Διονύση Σαββόπουλο, ακολουθώ όμως τα τραγούδια του. Τουλάχιστον μέχρι το σπίτι του Λάμπρου στην Ηλιούπολη.
ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: 33 1/3 Διονύσης Σαββόπουλος – Βρώμικο Ψωμί