Με είχε λίγο αγχώσει η φάση της δουλειάς, αυτό που έπρεπε να παραδίδω ένα κάποιο αποτέλεσμα κάθε βδομάδα δηλαδή. Και ήταν και κάποια πράγματα που ήταν λίγο γκρίζα στο μυαλό μου ως προς την όλη ιστορία. Δηλαδή για ό,τι και να έστελνα/πρότεινα στον Μπακιρτζή στο τέλος κάθε βδομάδας θα πληρωνόμουν για αυτό; Ακόμα κι αν έστελνα το «χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ» για παράδειγμα; Πώς ακριβώς ορίζεται το κυνήγι του τέλειου τραγουδιού ας πούμε; Με ανησυχούσε όλο αυτό το πράγμα, γιατί μπορεί να μην τρελαίνομαι για αυτήν τη δουλειά (ως αντικείμενο μιλώντας) αλλά μετά από τόσο καιρό ανεργίας το να αμείβομαι δυνητικά με 1.600 ευρώ τον μήνα, με ελεύθερα εντελώς ωράρια εργασίας και τρόπο προσέγγισης δουλειάς όπως το θέλω και το ορίζω εγώ και μόνο, ήταν κάτι που με κανέναν τρόπο δεν ήθελα να απωλέσω. Αλλά ενώ από μουσική δεν έχω ιδέα (μόνο με τους αριθμούς τα πάω καλά) κάθε βδομάδα πρέπει να ανακαλύπτω και έναν τρόπο για να στέλνω ένα τραγούδι στον Μπακιρτζή που να μπορέσει ίσως να το θεωρήσει ΤΟ τέλειο κομμάτι μουσικής. Κι επειδή κανένα κριτήριο μουσικής αισθητικής δεν έχω πρέπει κάθε φορά να επιστρατεύω τη λογική μου μαθηματική ανάλυση. Μα διάολε πόσο μπορεί να τραβήξει αυτό; Πώς συνάδει η μουσική με τους αριθμούς και γιατί ο Μπακιρτζής μου είχε πει πως «η μουσική έχει μια συναισθηματικά λογική βάση»;

 Ήμουν υποχρεωμένος να βρω έναν συγκεκριμένο τρόπο, μια εβδομαδιαία γραμμή παραγωγής, έναν αλγόριθμο, κάτι για να μπορώ να είμαι συνεπής απέναντι στον «Οργανισμό». Η άλλη επιλογή ήταν να αρχίσω να συναναστρέφομαι περισσότερους ανθρώπους, να προσπαθώ με κάποιο τρόπο να εκμαιεύσω το αγαπημένο τους τραγούδι και κατόπιν να προσπαθώ να ανακαλύψω μέσα σε αυτό τη μαθηματική βάση που θα (ιν)τριγκάρει την ιδεοψυχαναγκαστική μου διαταραχή ώστε να φτάσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα που θα στείλω στον Μπακιρτζή. Δύσκολη πίστα για τον τρόπο που μου αρέσει να λειτουργώ ως άνθρωπος, είναι η αλήθεια, όταν δεδομένα μου αρέσει να βρίσκω την άκρη μόνος μου. Το να ζητάω, έστω και εμμέσως, βοήθεια για κάτι, με ζορίζει όσο οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν. Θαρρώ, ωστόσο, πως έφτασα σε ένα σημείο που δεν έχω άλλη επιλογή, πρέπει να κοινωνικοποιηθώ περισσότερο.

 Όλα αυτά τα σκεφτόμουν ενώ περπατούσα μέσα στην πόλη χωρίς να κατευθύνομαι κάπου συγκεκριμένα. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες της εποχής είχαν αρχίσει να με αγκαλιάζουν για τα καλά, αλλά η φάση είναι πως η ζεστή αγκαλιά του καλοκαιριού δεν έχει καμιά αίσθηση θαλπωρής, όπως έχει η ζέστη που προσφέρει μια ωραία κουβέρτα τον χειμώνα φερ’ ειπείν. Εντάξει, σιγά τη διαπίστωση θα πει κάποιος, στο τέλος-τέλος εκεί που θέλω απλά να καταλήξω είναι ότι το καλοκαίρι μου τη δίνει στα νεύρα, άλλο που δεν το ομολογώ πουθενά από φόβο μην χαρακτηριστώ ως περισσότερο στριφνός και μίζερος απ’ όσο ήδη θεωρούμαι. Περπατούσα για ώρα παρέα με τις σκέψεις μου, λοιπόν, γεγονός που έκανε την κατάσταση ακόμα πιο ανυπόφορη, οπότε σαν είδα ένα από αυτά τα «on the go ταχυκαφενεία», που ξεπηδούν το ένα μετά το άλλο σε κάθε γωνιά της πόλης, βρήκα ευκαιρία να περάσω την πόρτα για να νιώσω λίγο το γλυκό χάδι του κλιματιστικού και να πάρω και ένα παγωμένο τσάι- μιας και δεν είμαι και πολύ του καφέ. Και αφού είχε και μια σχετική ουρά αναμονής έως ότου καταφέρω να εξυπηρετηθώ, βρήκα την ευκαιρία να κατέβω στο μικρό υπόγειο όπου με κατεύθυνε η ταμπέλα WC.

Μπήκα στη μία και μοναδική, unisex, στενή τουαλέτα και καθώς χαλάρωνα αποβάλλοντας τις άχρηστες υγρές ουσίες από τον οργανισμό μου, τα φώτα ξαφνικά έσβησαν. Τι φάση αυτή με τους φωτισμούς που λειτουργούν με φωτοκύτταρο το κέρατό μου το τράγιο δηλαδή και που απενεργοποιούν την τροφοδοσία του ρεύματος μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα; Ποιος φωστήρας το σκέφτηκε αυτό το σύστημα; Δεν είχε αδειάσει καλά-καλά η μισή κύστη μου, δηλαδή τι έπρεπε να κάνω καθώς κατουρούσα για να μην σβήσει το φως; Με το ένα χέρι να βαστάω το πουλί μου και με το άλλο να χαιρετάω το ταβάνι; Να κάνω headbanging ενώ κατουράω; Μέσα στα μαύρα σκοτάδια ο πίδακας εκτοξευόταν προς άγνωστη κατεύθυνση πια (ελπίζοντας απλά πως δεν είχα κάνει καμιά ασυναίσθητη αλλαγή στόχευσης μέσα στο όλο σκηνικό) και με το ελεύθερο χέρι άρχισα να κάνω σινιάλα στο πουθενά, ή μάλλον όχι στο πουθενά, έκανα σινιάλο στο φωτοκύτταρο για να επανέλθει το φως. Και καθώς επανήλθε και μπόρεσα να χρησιμοποιήσω την όρασή μου και πάλι, προτού προλάβω να κοιτάξω προς τα κάτω, ένιωσα εκείνη την γλυκιά ζεστή θαλπωρή στο αριστερό μου πόδι, μόνο που δεν ήταν από πικέ κουβερτάκι μέσα στην καρδιά κάποιου Γενάρη. «ΝΑΙ Ε;» αναρωτήθηκα φωναχτά και ειρωνικά!

 

Ως φυσικό επακόλουθο μια φρικαρισμένη κρίση πανικού την έπαθα, σε κανέναν δεν αρέσει να αυτοκατουρείται. Έβρεξα χειροπετσέτες στα όρια της αποσύνθεσής τους και άρχισα να καθαρίζω (τι να καθαρίσεις δηλαδή) το παντελόνι μου δημιουργώντας μια τεράστια υγρή στάμπα τελικά, που υποθέτω δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ούρα αναμειγμένα με γάργαρο νεράκι και υπολείμματα τριμμένου χαρτιού. Κι αφού έγινε όλο αυτό προσπάθησα με όσες στεγνές πετσέτες είχαν απομείνει να απορροφήσω κάτι από την όλη υγρασία. Το πρόσωπό μου πρέπει να είχε γίνει κατακόκκινο- κάπως έτσι, είμαι σίγουρος, θα νιώθεις λίγο πριν το εγκεφαλικό επεισόδιο. Ανέβηκα φουριόζος τις σκάλες, δεν πήρα ούτε κρύο τσάι, ούτε τίποτα, απλά πήγα βιαστικά προς την πόρτα. Βγήκα έξω με νεύρα τεντωμένα σαν λαστιχάκι που οριακά κρατάει ένα μάτσο από κάτι, λουλούδια ας πούμε, για να μην σπάσει και γίνουν όλα μαντάρα. Έκατσα αρκετά πιο κάτω σε ένα σχετικά ψηλό πεζούλι, δεν ήθελα να είμαι ορατός στο μαγαζί που συνέβη το όλο (μυστικό ελπίζω) επεισόδιο.

 

Κι εκεί που σκέφτηκα πως χειρότερα δεν γίνεται, να σου περαστική η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, στην οποία μένω, να με πλησιάζει φορτωμένη με μία παραφουσκωμένη tote bag που έγραφε “tough love, soothing hate”.

 

- Τι έπαθες καλέ;

- Τίποτα-τίποτα, έκατσα λίγο να ξαποστάσω λόγω ζέστης.

- Που βράχηκες? Μούσκεμα είναι το παντελόνι σου. Δεν πιστεύω να κατουρήθηκες? Χαχαχαχααα!

- Χαχαχα. Ναι, φαντάζεσαι? Χαχαχα (αχ αχ αχ). Ε, μου έπεσε ένα μπουκαλάκι νερό, μπερδεμένη φάση.

- Δεν πειράζει, μικρό το κακό με τέτοια ζέστη. Και δροσίστηκες και θα στεγνώσει στο άψε σβήσε.

- Ναι βέβαια, τι να λέμε.

 

Προσπαθούσα να το παίξω άνετος αλλά, σαν το σκέφτομαι, η νευρικότητά μου ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Κι η γειτόνισσα δεν είχε διάθεση απλά να προσπεράσει.

 

- Να κάτσω κι εγώ λίγο στο πεζούλι;

- Εεε, δικό μου είναι; Κάτσε.

- Με τι ασχολείσαι ρε Ευθύμη;

- (Τι απαντάς τώρα;) Ε, εξωτερικός συνεργάτης μιας ερευνητικής επιχείρησης είμαι μωρέ.

- Δηλαδή;

- (Πω ρε φίλε, σκατά τα έκανα, ας έλεγα κάτι άλλο). Ε διάφορα, ξέρεις τώρα. Πρέπει να την κάνω.

- Κάτσε μωρέ λίγο. Να πάρε να πιεις και κάτι, σε βλέπω αναψοκοκκινισμένο.

 

Έβγαλε από την tote bag ένα παγωμένο τσάι και μου το προσέφερε. Δεν αρνήθηκα την προσφορά, το είχα ανάγκη.

 

- Ευχαριστώ.

- Τίποτα καλέ, σιγά. Το καλοκαιράκι θέλει τεμπέλικα απογεύματα και κρύα ροφήματα. Κι όλα είναι ωραία.

- Ναι, ξέρω ‘γω, μάλλον έτσι είναι.

- Estate που λένε και οι Ιταλοί το καλοκαίρι. Δεν το ήξερα να σου πω την αλήθεια. Αλλά μου αρέσει ένας Νορβηγός μουσικάντης, ο Erlend Oye, τον ξέρεις;

- Έρλεντ Όγιε; Μπα, δεν μου λέει κάτι.

- Ωραίος-ωραίος. Έπαιζε στους Kings of Convenience, στους Whitest Boy Alive και παίζει και μόνος του. Να τον τσεκάρεις.

- Εντάξει, κάτι θα κάνω (δεν ξεκολλάει την τρέλα μου).

- Που λες αυτός τώρα Νορβηγός και σε κάποια φάση βγάζει ένα τραγούδι στα ιταλικά, πολύ ωραίο. “Estate”, σου λέει, το γκούγκλαρα και είδα ότι σημαίνει καλοκαίρι κι ότι δεν είναι δικό του. Διασκευή, σου λέει, σε κάποιον Bruno Martino από το 1960. Και έρχεται τώρα ο βόρειος ο Σκανδιναβός και το διασκευάζει το 2015. Κουλό ε;

Μόλις έσκασαν αριθμοί στην κουβέντα αυτόματα υπήρξε ανάφλεξη στις σκέψεις μου. 2015 μείον 1960 μας κάνει 55. Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης αυτό αντιστοιχεί σε «ΝΕ», το οποίο σαν αρχικά αντιστοιχεί στο «ΝΑΙ Ε» που αναφώνησα ενώ είχα το ατύχημα στην τουαλέτα του ταχυκαφενέ! Εδώ είχαμε θέμα λοιπόν! Κάτι γινόταν. Πετάχτηκα και αφήνοντας σύξυλη τη διαχειρίστρια πέταξα στον αέρα ένα «πρέπει να φύγω» και έγινα μπουχός. 

Έτρεξα στο σπίτι, άνοιξα τον υπολογιστή και έψαξα γρήγορα για να μην ξεχάσω τους τίτλους: Bruno Martino - Estate και Erlend Oye - Estate. Μωρέ αυτά ήταν καλά! Εντάξει, δεν ξέρω και πολλά από μουσική αλλά φαινόντουσαν καλά, έτσι μου ακούγονταν. Έστειλα αμέσως mail στον Μπακιρτζή. Μέσα σε 53 δευτερόλεπτα ακριβώς ήρθε ειδοποίηση στο κινητό πως ο τραπεζικός μου λογαριασμός είχε πιστωθεί με ακόμα 400 ευρώ. «Ε ΝΑΙ» (το είπα φωναχτά, ναι το είπα φωναχτά)!

  

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured