Οι Ashbury είναι ένα καλά κρυμμένο διαμαντάκι της rock εποποιίας των 80’s. Η κυκλοφορία ενός μόλις δίσκου στην προαναφερθείσα δεκαετία μάλλον δικαιολογεί την έλλειψη αναγνωσιμότητας που τους συνοδεύει. Η ποιότητα του εν λόγω δίσκου όχι. Καταλαβαίνετε λοιπόν την απρόσμενη χαρά που μου χάρισε η ανακοίνωση της συναυλίας τους, θεωρώντας βέβαια δεδομένη την μικρή προσέλευση, τόσο λόγω του ουσιαστικά ανύπαρκτου βεληνεκούς της μπάντας, όσο και λόγω της δυσανάλογα υψηλής τιμής του εισιτηρίου σε σχέση πάντα με την δυναμική του ονόματός τους (κάτι που μπορεί να αξιολογηθεί με αντικειμενικά κριτήρια) και όχι της μουσικής τους αξίας (εδώ προφανώς παίζει μπάλα μόνη της η υποκειμενικότητα).
Όσον αφορά την προσέλευση επιβεβαιώθηκα, αφού οι 50-60 νοματαίοι που παρακολούθησαν τους Remember Lizzy δεν αυξήθηκαν ιδιαίτερα στη συνέχεια. Η μπάντα διασκευών στους Thin Lizzy, μετά από πληθώρα εμφανίσεων που έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια πρέπει να έχει εδραιωθεί ως κάτι το πραγματικά αξιόλογο στις συνειδήσεις των οπαδών των Ιρλανδών. Ότι αποφασίζουν να διασκευάσουν δεν είναι απλά καλοδουλεμένο (και καλοεκτελεσμένο), αλλά συνοδεύεται και από το απαραίτητο πάθος που είναι σχεδόν αδιανόητο να λείπει από μια μπάντα διασκευών. Μπορεί να μην έγινε της καριόλας στο club, αλλά με τέτοια εμφάνιση δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον να μην πέρασε καλά.
Είπαμε, μεγάλη η χαρά για τη συναυλία ενός συγκροτήματος που δεν περίμενα ποτέ ότι θα έχω την ευκαιρία να παρακολουθήσω ζωντανά, αλλά για ακριβώς αυτόν τον λόγο οι προσδοκίες δεν ήταν και ιδιαίτερα υψηλές. Πως θα μπορούσαν άλλωστε να είναι όταν μιλάμε για ένα συγκρότημα που κυκλοφόρησε το δεύτερο και τελευταίο του δίσκο πριν από μια δεκαετία (και δύο δεκαετίες μετά το ντεμπούτο), χωρίς μάλιστα να είναι κάτι το ιδιαίτερο (ok, συμπαθητικό, αλλά είναι αναπόφευκτο να συγκριθεί με τον προκάτοχό του, και εκεί χωλαίνει). Και όμως, είναι οι εμφανίσεις σαν την συγκεκριμένη, είναι που με κάνουν να πηγαίνω σε συναυλίες με αντίστοιχο ρίσκο, και κόντρα ακόμα και στις πιο αισιόδοξες προβλέψεις σε κάνουν στο τέλος τους να μονολογείς ότι τα συναισθήματα που ξέθαψαν από μέσα σου είναι ο λόγος που συνεχίζεις να πηγαίνεις σε συναυλίες γενικότερα.
Ο λυρισμός που συναντάμε στο “Endless Skies” απλώθηκε μπροστά μας με τέτοια ευκολία και μεγαλοπρέπεια που μετά το πρώτο σάστισμα, δεν μου πήρε παρά στιγμές για να χαθώ μέσα στην υποβόσκουσα επικούρα των τραγουδιών. Άψογες εκτελέσεις, με το συναίσθημα να ξεχειλίζει από κάθε νότα, με τους αδελφούς Davis να μοιάζουν λες και βγήκαν από αμερικάνικη ταινία εποχής. Ακούσαμε ολόκληρο το ντεμπούτο(το “Take Your Love Away” μάλιστα το έπαιξαν και δεύτερη φορά στο τέλος), οπότε αυτόματα καλύφθηκαν και οι απαιτήσεις σε επίπεδο set-list. Επιπρόσθετα έπαιξαν και τέσσερα (νομίζω) κομμάτια από το δεύτερο δίσκο, το ”Evacuation Time“ που ξεχωρίζει και το “Out Of The Blue”, το οποίο ουσιαστικά είναι νέο κομμάτι και υπάρχει στην επανέκδοση του “Something Funny Going on”. Τα υπόλοιπα δεν τα θυμάμαι. Ένα μικρό θαύμα πραγματοποιήθηκε και στον ήχο που ήταν εξαιρετικός, όχι απλά για τα ιδιαιτέρως χαμηλά standards του 7Sins, αλλά για οποιοδήποτε αξιοπρεπή συναυλιακό χώρο.
Σε κάποια φάση ενημερωθήκαμε ότι την επόμενη θα έπαιζαν ένα δωρεάν (πολύ καλή κίνηση) unplugged show στο Bat City. Γενικά τα ψιλοβαριέμαι (τι ψιλο δηλαδή…) τα ακουστικά show, αλλά όντας ενθουσιασμένος από το live, αποφάσισα να κατηφορίσω μια βόλτα προς τα εκεί. Στην αρχή ομολογώ πως όπως το είχα υποψιαστεί ψιλοβαρέθηκα, κυρίως επειδή έπαιζαν αμερικάνικης κοπής rock-o-τράγουδα που δεν ήξερα (πέταξαν κάπου και ένα “Wish You Were Here” και “Secret agent man”), και κατέληξα να γουστάρω που γούσταραν, παρά γούσταρα αυτά που έπαιζαν. Στα δικά τους όμως που ακούσαμε (“Madman”, “The Warning”, “Take Your Love Away”, “Mystery Man” και “Endless Skies”), καθώς και στο “Thick As a brick” γούσταρα για πάρτι μου(!). Φωνές απαράλλακτες με τις στουντιακές εκδοχές τους, παραμένοντας ζεστές και σπαραξικάρδιες, και κιθάρες που εν τέλει λειτούργησαν εξαιρετικά και στο ακουστικό show, συντέλεσαν για μερικές ακόμα μαγικές στιγμές που δύσκολα θα ξεχάσω.