Όσο δυσπρόσιτο και αν ηχεί σε ενδεχόμενες εντυπώσεις, η noise και η black metal αποτελούν δύο μουσικές που δύναται να βρεθούν σε απόλυτη εναρμόνιση, παρότι ο όρος «εναρμόνιση» φαντάζει μάλλον παράταιρος δεδομένου της υφής που χρησιμοποιείται ως συμβατό μέσο διεπαφής. O WRATH OF THE WEAK, συγκεκριμένα, αποτελεί ένα εκ των διάφορων τέκνων που αντιλήφθηκαν στη σύνδεση μεταξύ των δύο κατευθύνσεων, με τη μουσική του να εντυπώνεται τραχύτατη σε χαρακτήρα και τις ILDJARNικές καταβολές να διαχέονται φιλτραρισμένες μέσω πολυεπίπεδων σαθρών χρωματισμών. Tα noise και ambient συστατικά παίζουν τον κυριότερο ρόλο μετάλλαξης εδώ, με τις κιθάρες να απαρνούνται την κοφτερή υφή τους, χάριν μιας καθολικής μετατροπής σε ανήλιαγους, συμπαγείς βόμβους.
Βέβαια, η αλήθεια είναι πως το περιγραφθέν one-man σχήμα δεν αποτελεί «νέα» περίπτωση στο χώρο του black metal, καθότι το παρόν υλικό διατέθηκε για πρώτη φορά στο κοινό το έτος 2010 και εδώ ασχολούμαστε με την πρώτη του φυσική έκδοση στη μορφή της κασσέτας. Μάλλον ταιριαστή επανακυκλοφορία, δεδομένου πως η αισθητική της μεταλλικής καρτέλας έρχεται σε πλήρη αντιστοίχιση με το έργο του group το οποίο, παρότι θαμπό σε εντυπώσεις, μοιάζει να μετουσιώνεται τόσο μονολιθικά, όσο και καλλίγραμμα. Να σημειώσουμε πως την επιμέλεια ανέλαβε η Universal Consciousness, underground label το οποίο καταπιάνεται με ανάλογες καμμενίες του τύπου HARASSOR, QULIELFI, LORD TIME και πρόκειται να μας απασχολήσει δεόντως σε μέλλουσες δισκοκριτικές.
Όπως τυγχάνει με κάθε μεταλλικό -και μη- ιδίωμα, το black metal εκκολάφθηκε, ανδρώθηκε, μεγαλούργησε και ωρίμασε, χάνοντας σημαντικό μέρος της πεμπτουσίας των συστατικών που το έκαναν άλλοτε σπουδαίο. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να αποτελεί το μοναδικό μουσικό φάσμα στο χώρο της ευρύτερης metal -ή και rock- μουσικής που δεν παύει να εξαπλώνεται, απλώνοντας τα γαμψά του νύχια ακόμη και σε αισθητικά ξένα ιδιώματα, αλλοιώνοντας στις περισσότερες των περιπτώσεων κυρίαρχα δομικά συστατικά. Ο WRATH OF THE WEAK, από την πλευρά του, ανήκει στη πλευρά των εκπροσώπων που δεν διατίθενται να κάνουν εκπτώσεις σε ουσία, με τον επικήδειο “Solace” να αποτελεί το ιδανικότερο καρφί στον τελικό σταθμό του group, σκορπώντας πνιγηρά ηχοτρόπια στη μαυρισμένη ατμόσφαιρα ωσάν αποκαΐδια πύρινης λάβας. Πλέον, απομένει να επιστευθείτε την αγορά της κασσέτας, ενώ προσωπικά θα εξακολουθώ να ελπίζω σε μια ενδεχόμενη επανέκδοση του “Persse”, το οποίο και αναζητώ μάταια τα τελευταία τρία χρόνια.