Πολυαναμενόμενο live. Αλήθεια, για ποιους;
Πόσοι από αυτούς που γεμίζουν τις συναυλίες των Dream Theater, Fates Warning και Pain Of Salvation ήρθαν να τιμήσουν τον μουσικό Neal Morse; Γιατί κάθε φορά επιβεβαιώνεται η άποψη ότι το ελληνικό κοινό, σε μεγάλο ποσοστό, αποτελείται από ακροατές-κατσαπλιάδες που αναλώνονται μονάχα στην επιφανειακή ακρόαση;
Η μικρή προσέλευση στο live του Neal Morse αποτελεί για μένα προσωπικά, μια τεράστια απογοήτευση. Θεωρώ αδιανόητο να επισκέπτεται την χώρα μας, για μια μοναδική εμφάνιση, ένας μουσικός τέτοιου βεληνεκούς και να σφυρίζει αδιάφορα η μεγάλη πλειοψηφία της προοδευτικής σκηνής. Προσωπικά λογίζομαι ως ένας μετριοπαθής ακροατής του έργου του, μιας και αρκετά από τα άλμπουμ που έχει ηχογραφήσει, τα θεωρώ αναμασήματα. Αλλά φευ…μιλάμε για ένα από τα ιερά τέρατα του prog, ιδρυτικό μέλος των Spock’s Beard, Transantlantic και Flying Colors, με γαλόνια αντίστοιχα των τεράστιων μουσικών που ακμάσαν στα 70’s.Τα 300-400 άτομα που είχε το Fuzz εκείνη την βραδιά είναι ουσιαστικά ο πολύ σκληρός πυρήνας των φίλων του προοδευτικού ροκ. Και ας μην γελιόμαστε, κύριοι. Αυτοί ήμασταν, αυτοί είμαστε. Όταν και αν το prog ξαναγίνει hype (όπως στην Βρετανία, καλή ώρα) θα ξαναγίνουμε πολλοί.
Για το live καθ’ αυτό δεν υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν. Βιωματική υπόθεση οι ζωντανές εμφανίσεις του Neal Morse, σχεδόν αποκαλυπτικές. Η πίστη του στον Θεό, στην μουσική που συνθέτει, είναι καθολική, συγκινητική. Ακόμα και εάν διαφωνείς μαζί του, σε επηρεάζει δραστικά η θετική του διάθεση, ο τρόπος που ροκάρει λες και βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού του. Ακόμα και εάν καταφέρεις να παραμείνεις αμέτοχος, επικριτικός, δεν πρόκειται να βρεις ψεγάδια στις εκτελέσεις. Το setlist παρότι βασισμένο σε μεγάλο ποσοστό στο περσινό “Momentum”, (ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει στην καριέρα του) αποτέλεσε μια πλούσια σύνοψη της solo καριέρας του. Εάν διέθετε και καλύτερο ήχο το club (το Fuzz συνεχίζει να απογοητεύει σε αυτόν τον τομέα και σίγουρα δεν μπορούμε πλέον να κατηγορήσουμε όλους τους ηχολήπτες που έχουν περάσει), μονάχα η λέξη “τελειότητα” θα μπορούσε να χαρακτηρίσει σωστά το επίπεδο ακρόασης του έργου του Morse.
Το κυρίως μέρος του set έκλεισε με μια σύνθεση διάρκειας άνω των 30λεπτών, το “World Without End”, που ίσως σε μια πιο δίκαιη “μουσική κοινωνία” αναγνωριζόταν ως ένα από τα σύγχρονα θαύματα του προοδευτικού ροκ. Όταν, μάλιστα, ο καλλιτέχνης καταφέρνει να το κάνει να λειτουργήσει τέλεια (εννοώντας χωρίς κοιλιά, χασμουρητά κτλ) και σε “ζωντανό” περιβάλλον, πλέον μπορούμε να μιλάμε για Θεία παρέμβαση. Πιο κοντά στο πέρας της συναυλίας, η αγάπη, ο άκρατος θαυμασμός προς το πρόσωπο του Morse υποχρέωσαν όλους μας να απαιτήσουμε το κάτι παραπάνω και εάν ο Mike Portnoy ήταν σε καλύτερη διάθεση, ίσως να ήμασταν ακόμα εκεί…Η διασκευή σε Osmonds (Crazy Horses), με τον Morse στα drums και τον Portnoy στα φωνητικά αποτέλεσε, εύκολα, ένα από τα (πολλά, ομολογουμένως) highlights της βραδιάς.