Τάσος Μαγιόπουλος

Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού

Αλήθεια, ποιος θα το περίμενε πριν από 15 χρόνια ότι στην Ελλάδα θα εξελίσσονταν τα πράγματα τόσο πολύ από μουσικής άποψης ώστε όχι μόνο να βγουν κοπέλες σαν τη Sugahspank οι οποίες θα τραγουδούσαν και συνέθεταν «μαύρη» μουσική στη χώρα μας αλλά – το πιο σημαντικό – ότι θα υπήρχε και το ανάλογο κοινό, ώστε να πήγαινε σε μαγαζί να τις παρακολουθήσει, εν μέσω εργάσιμης μάλιστα εβδομάδας!

Εντάξει, για να μην τρελαινόμαστε και τελείως βέβαια, η αλήθεια είναι πως δεν απέκτησε ξαφνικά το ελληνικό κοινό συμπάθεια και ακόμα περισσότερο, βαθύτερη γνώση στα μαύρα ακούσματα. Απλά ο συνδυασμός του ότι η Sugahspank είναι Ελληνίδα, αβίαστα συμπαθής (φυσιογνωμικά αν μη τι άλλο), διαφορετική από όσα έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε και – το κυριότερο – ταλαντούχα, κάνει το όλο συνοδευτικό πακέτο ελκυστικό προς τον μέσο μουσικόφιλο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή για να μην εκτροχιαστούμε προτού καν ξεκινήσει το παρόν κείμενο. Την αρχή στον Σταυρό Του Νότου κάνανε οι Swing Shoes, η μπάντα δηλαδή που συνοδεύει την τραγουδίστρια στο πρώτο μέρος του σετ της. Για αρχή βγήκαν μόνοι τους στη σκηνή, παίζοντας κάποια κομμάτια τα οποία θύμιζαν πότε μουσική που θα μπορούσε να παίζει πίσω από κάποια ταινία του Goran Bregovic και πότε ήχους που θα άκουγες σε κάποιο rodeo, σε ορισμένες κωμοπόλεις της Αμερικής θαρρείς ανέγγιχτες απ’ τον χρόνο. Η αρχή λοιπόν ήταν κάτι αρκετά διαφορετικό από ό,τι θα περίμενες να συναντήσεις καθ' οδόν σε μια τέτοια συναυλία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν κακή – απλά διαφορετική.

Όπως και να ’χει πάντως, μετά από λίγο ανέβηκε στη σκηνή και η Sugahspank και ενώ περιμένει κάποιος να δει το χαρακτηριστικό φουντωτό μαλλί που τη συνοδεύει ξαφνικά βλέπει κάτι dreadlocks να κυματίζουν! Στυλιστική αλλαγή λοιπόν για την τραγουδίστρια, κάτι το οποίο ελάχιστα έχει βέβαια να κάνει με τη μουσική της. Με το που εμφανίστηκε λοιπόν, περίσσεια γνωστά κομμάτια από τη μπλουζ παράδοση και το αμερικάνικο ροκ των 1970s μετέβαλλαν το κλίμα της συναυλίας. Τραγούδια δηλαδή όπως το “Down In Mexico” των Coasters, το “I Got A Woman” του Ray Charles, το “People Are Strange” των Doors, το “Son Of A Preacher Man” της Dusty Springfield, ή το “20th Century Boy” των T-Rex – σε μια αγνώριστη εκτέλεση – και πολλά ακόμα. Σε κάποια δε από αυτά η Sugahspank τραγουδούσε από πάνω τους στίχους κάποιων δικών της κομματιών, δημιουργώντας έτσι αυτοσχέδια mash ups όπως ανέφερε και η ίδια, πράγμα που θα βλέπαμε περισσότερο στο δεύτερο μέρος της εμφάνισής της. Πάντως, παρόλο που  για να είμαι ειλικρινής είχα πάει περισσότερο για τη «μαύρη» μουσική πλευρά της, πέρασα αρκετά ευχάριστα στο πρώτο μέρος, καθώς τόσο η ίδια η Sugahspank όσο και η μπάντα εκτελούσαν τα κομμάτια με μια δική τους μουσική ματιά, πάντα σεβόμενοι το βάρος των συνθέσεων. Μοναδικό παράπονο από αυτό το μέρος του σόου στάθηκε το “I Put A Spell On You” του Screamin’ Jay Hawkins, στο οποίο η Sugahspank περισσότερο φώναζε προσπαθώντας να δημιουργήσει εντυπώσεις παρά έβγαζε την συναισθηματική της ένταση. Πέρα όμως από αυτό το μικρό στραβοπάτημα, το πρώτο μέρος της εμφάνισής της υπήρξε απολαυστικότατο, σαφώς επιτρέποντάς μας να εκτιμήσουμε το χάρισμά της στις φωνητικές χορδές.

Μικρή παύση και αποχώρηση από τη σκηνή των Swing Shoes αλλά και «μεταμόρφωση» του DJ Oxocube από τον μάγο βουντού του πρώτου μέρους σε απλά τον άνθρωπο πίσω από την κονσόλα στο δεύτερο. Για να δώσει έμφαση στην αλλαγή του μουσικού ύφους προς πιο funky, soul και hip hop μονοπάτια, η Sugahspank επανέρχεται με New Era καπελάκι και αμφίεση που θύμιζε περισσότερο Μπρούκλιν. Ανάλογη στάθηκε και η ηχητική συνέχεια, με τα mash ups να δίνουν και να παίρνουν, όπως για παράδειγμα το “Another One Bites The Dust” των Queen με τους στίχους του “No Diggity” των Blackstreet από πάνω, το “Tainted Love” (στην εκδοχή των Soft Cell) με τους στίχους του δικού της “Cobra” αλλά και το έπος “The Message” των Grandmaster Flash & Furious Five με κάποιους άλλους (δυστυχώς) στίχους από πάνω. Βέβαια, για να πω και την αλήθεια, λίγο με απασχολήσανε οι στίχοι καθώς όποτε έχω την ευκαιρία να ακούσω στη διαπασών τον εν λόγω ρυθμό (του “The Message” ντε!) δεν αναλώνομαι σε οτιδήποτε άλλο! Υπήρχαν όμως και αυτούσια κομμάτια, χωρίς το «πείραγμα» του mash up – όπως το “Ready Or Not” των Fugees ή το “Electric Avenue” του Eddy Grant, τραγουδισμένα με μπόλικο συναίσθημα. Αποδεικνύοντας πως η Sugahspank σίγουρα μπορεί να τραγουδήσει πολλά είδη, αλλά είναι σε αυτά εδώ όπου πραγματικά αριστεύει. Δεν έλειψαν μάλιστα και κάποια καινούργια τραγούδια της, τα οποία ακούγονταν αρκετά ενδιαφέροντα και κυμαινόντουσαν στις ηχητικές περιοχές που εξερεύνησε και στο πρώτο της προσωπικό άλμπουμ.

Δυστυχώς αρκετά από τα παραπάνω δεν κατάφερε να τα παρακολουθήσει η πλειοψηφία του κοινού, η οποία κι αποχώρησε κατά τη διακοπή ανάμεσα στα δύο τμήματα του προγράμματος. Δύσκολο να τους κατηγορήσεις βέβαια, καθώς μιλάμε για βράδυ εργάσιμης, από την άλλη όμως όταν βλέπεις μερικούς από όσους τελικά περιμένανε να ακούσουν funky ακούσματα να φεύγουν σαστισμένοι καταλαβαίνεις πως όσα αναφέρθηκαν νωρίτερα περί αλλαγής νοοτροπίας σχετικά με τα μαύρα ακούσματα ήταν τελικά λίγο πιο αισιόδοξα από την πραγματικότητα... Όπως και να ’χει πάντως, αυτοί που μείναμε μέχρι το τέλος σίγουρα περάσαμε κάτι παραπάνω από καλά ακούγοντας κομμάτια που πολύ δύσκολα θα πετύχεις live σε ελληνική σκηνή. Γύρω λοιπόν στις 02:30, με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο αλλά και προβληματισμούς του στυλ «ποιος σηκώνεται αύριο το πρωί για να πάει δουλειά» η βραδιά έφτασε στο τέλος της, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις στους περισσότερους παρευρισκόμενους.



 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured