Από τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό και τους σκιερούς θεατρινισμούς του Bella Lugosi, μέχρι τα υπαρξιακά αδιέξοδα των βρικολάκων του Jim Jarmusch και τις περίτεχνες σύγχρονες ερμηνείες του μύθου των υπέρ-αιωνόβιων παιδιών της νύχτας, το σινεμά που καταπιάστηκε με τον βαμπιρικό μύθο δεν εντάχτηκε ποτέ απόλυτα στο είδος του κινηματογραφικού τρόμου. Αντιθέτως, αποτελούσε πάντοτε έναν καλειδοσκοπικό φακό, μέσα από τον οποίο προβάλλονταν διάφοροι υπαρξιακοί, κοινωνικοί και πολιτισμικοί προβληματισμοί του σύγχρονου ανθρώπου. Το κινηματογραφικό genre των vampire movies μεταλλάσσεται διαρκώς, όπως και οι ίδιοι οι σκοτεινοί του πρωταγωνιστές: από πανούργοι αριστοκράτες, σε θύματα της επιθυμίας ή υπερβατικά όντα γεμάτα μελαγχολία για την ατελέσφορη και άχρονη ύπαρξή τους.

Ο βρικόλακας υπήρξε ανέκαθεν ένα αιματηρό σύμβολο πολλαπλών αναγνώσεων, με κοινή συνισταμένη εκείνη του «άλλου» – του διαφορετικού, του απαγορευμένου, του ξένου. Η ανοίκεια μορφή του έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές ως μια αλληγορία για την καταπίεση – είτε σεξουαλική, είτε πολιτισμική, είτε φυλετική κοκ: από τους ομοερωτικούς υπαινιγμούς του Interview with the Vampire (1994) και του The Hunger (1983), μέχρι την πρόσφατη φυλετική αναδόμηση της βαμπιρικής μυθολογίας στο Sinners (2025), ο βρικόλακας φέρνει πάνω του όλες τις ανασφάλειες, κρυφές επιθυμίες και κοινωνικές προβληματικές της εποχής του. Όλα αυτά τα ζητήματα αποκτούν μια βάση, στην οποία η αθανασία σπανίως εμφανίζεται σαν προνόμιο αλλά σαν μια κατάρα: τι σημαίνει να ζεις αιώνια; Τι είναι η ηθική χωρίς τη θνητότητα; Στο Only Lovers Left Alive (2013) πχ του Jarmusch, οι βρικόλακες είναι καλλιτέχνες που πνίγονται από τη μετριότητα του σύγχρονου κόσμου, κουρασμένοι από τη μνήμη και τη λήθη.

td article2

Η απαρχή των κινηματογραφικών περιπετειών του βρικόλακα, είναι φυσικά η γοτθική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Το «Dracula» του Bram Stoker (1897) αποτελεί το θεμέλιο για κάθε σχεδόν κινηματογραφική απεικόνιση του απέθαντου αιμοβόρου δάνδη, ωστόσο, πριν από τον Stoker υπήρξαν ήδη αρκετά έργα -όπως το «The Vampyre» του John William Polidori ή η «Carmilla» της Sheridan Le Fanu- τα οποία είχαν θέσει ήδη τις βάσεις για την ερωτική (και queer) διάσταση των βαμπίρ.

Βέβαια, ο βρικόλακας υπήρξε ταυτόχρονα τόσο καταναλωτής, όσο και πομπός πολιτισμού. Η αισθητική του επηρέασε τα μέγιστα τέχνες όπως πχ η μουσική, με τα darkwave, gothic και EBM – industrial ιδιώματα (Bauhaus, Sisters of Mercy κτλ) να αγκαλιάζουν πλήρως τη σαγήνη της μυθολογίας των βαμπίρ, τόσο σε στιχουργικό όσο και σε στιλιστικό επίπεδο.  Αντιστρόφως δε, η ίδια η μουσική, ειδικά σε πιο αφηγηματικές ή art-house προσεγγίσεις του μύθου, γίνεται αφηγηματικό εργαλείο στα χέρια του εκάστοτε σκηνοθέτη - το Only Lovers Left Alive (2013) χτίζει σχεδόν όλη του τη ρυθμική υπόσταση πάνω στη μουσική και έτσι, η σύνδεση βρικόλακα-καλλιτέχνη γίνεται απόλυτη: όπως ο μουσικός αναζητά την αθανασία μέσω της τέχνης, έτσι και ο βρικόλακας μεσολαβεί στο χρόνο χωρίς ποτέ να ανήκει.

Σε μια πιο κοινωνική ανάγνωση του γενικότερου φαινομένου του βρικόλακα στην pop κουλτούρα, μια από τις δυναμικές του έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί να ενσωματώσει κάθε πολιτισμικό και κοινωνικό άγχος της εποχής του - όπως πχ στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όπου και έγινε ένα σύμβολο παρακμής και εξωτερικής απειλής. Το Nosferatu «εγκαινιάζει» επίσημα το genre στη μεγάλη οθόνη το 1922 και δίχως άδεια για να διασκευάσει τον μυθιστορηματικό Δράκουλα του Stoker, ο Murnau δημιουργεί «πλαγίως» (και μετέπειτα το πληρώνει, μέσω μιας πελώριας δικαστικής διαμάχης με τη χήρα του Stoker για τα πνευματικά δικαιώματα της ταινίας) έναν βουβό εξπρεσιονιστικό εφιάλτη με πρωταγωνιστή έναν δαιμονικό βρικόλακα – φορέα της πανούκλας στην κεντρική Ευρώπη του  1800. Στη δεκαετία του ’30, το αμερικανικό στούντιο της Universal μετέτρεψε τον βρικόλακα σε μια από τις πρώιμες μορφές της εμπορικής pop κουλτούρας τρόμου. To Dracula του Tod Browning (1931) έφερε στο προσκήνιο έναν βρικόλακα κομψό, υπνωτιστικό, σχεδόν θεατρικό – τονίζοντας επαρκώς, τόσο τη ρομαντική του πλευρά, όσο και εκείνη της νεκρικής του σαγήνης. Η φιγούρα του Δράκουλα ξαφνικά, δεν ήταν μόνο τρόμος:  άρχισε να γίνεται υποδόρια και ένα σύμβολο σεξουαλικής καταπίεσης και αστικής υποκρισίας. Στα μεταπολεμικά χρόνια, το είδος απέκτησε νέες διαστάσεις χάρη στη Hammer Films και τον Christopher Lee - ως έναν σαρκικό, απειλητικό αλλά και σαγηνευτικό Δράκουλα. Η technicolor αισθητική, οι πολλαπλές σεξουαλικές αναφορές, η περιρρέουσα ερωτική ατμόσφαιρα και το γοτθικό περιβάλλον προσέφεραν νέες αναγνώσεις στον μύθο: ο βρικόλακας δεν ήταν πια μονάχα ένας αρχετυπικός υπέρ-αιωνόβιος εχθρός, αλλά αντικείμενο επιθυμίας – και συχνά, φορέας απελευθέρωσης από διάφορες κοινωνικές συμβάσεις.

Η δεκαετία του ’70 και του ’80 επαναπροσδιόρισε και πάλι τη φύση του κινηματογραφικού βρικόλακα: πέραν της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου που αναφέρθηκε παραπάνω, στην εποχή του AIDS η «αρρώστια» του βρικόλακα τον «μεταμόρφωσε» στον φορέα μιας νέας «μόλυνσης». Στον μεταμοντέρνο δε κόσμο, οι βρικόλακες είναι μελαγχολικά φαντάσματα που βιώνουν την πολιτισμική περιθωριοποίηση του ύστερου, άκρατου καπιταλισμού. Ο Ingmar Bergman, λίγα χρόνια νωρίτερα, συμβάλλει «πλαγίως» στην αναδόμηση του βαμπιρικού είδους με το σαγηνευτικά μυστηριώδες Persona (1966) ενώ μετέπειτα, σκηνοθέτες όπως οι Kathryn Bigelow με το Near Dark (1987) και ο Tony Scott με το αισθησιακό The Hunger (1983) καθιερώνουν οριστικά και αμετάκλητα την εικόνα του post-modern βρικόλακα: περισσότερο ένας υπαρξιακός παρίας του περιθωρίου, παρά ένα μεταφυσικό τέρας που απλώς πίνει αίμα και αποζητά τη σαρκική επαφή. Οι ακόμα πιο σύγχρονες εκδοχές του μύθου (όπως το Σουηδικό Let the Right One In του 2008 ή το Κορεάτικο Thirst του 2009) ενσωματώνουν πιο πολύπλοκα ζητήματα ηλικίας, ταυτότητας, φύλου και ηθικής συνύπαρξης του Κακού με τον περίγυρό του. Εν προκειμένω, στην ταινία του Tomas Alfredson για παράδειγμα, το παιδί-βρικόλακας δεν παρουσιάζεται σαν τέρας, καθώς λόγω της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης φύσης και των σύγχρονων κοινωνικών δομών αναγκάζεται να γίνει καταλύτης της βίας για να επιβιώσει - καθιστώντας τις πράξεις του απόλυτα ανθρώπινες, μέσα στη σκληρότητά τους.

Το σινεμά των βρικολάκων συνολικά, υπήρξε πάντοτε ένας χώρος για ρηξικέλευθες ιδέες και στοχασμό πάνω σε καίρια ζητήματα των καιρών. Ο βρικόλακας στο σινεμά ήταν και θα είναι πάντα κάτι περισσότερο από ένα τέρας – αλλά ένας καθρέφτης μας: η αντανάκλαση που δεν φαίνεται ποτέ στο γυαλί, αλλά είναι πάντοτε εκεί.

Παρακάτω ακολουθούν σε αξιολογική σειρά 10 αγαπημένες μας ταινίες με βρικόλακες, ενώ μια μικρή ονομαστική αναφορά αξίζει να γίνει στην «αναπληρωματική» δεκάδα της λίστας - δηλαδή στα Δράκουλας των Εξαρχείων (1983) Fearless Vampire Killers (1967) Thirst (2009) Byzantium (2012) Cronos (1993) Νορβηγία (2014), Black Sunday (1960), Nadja (1994), Goke, Body Snatcher From Hell (1968) και Vampyr (1932), τα οποία αξίζει επίσης να αναζητήσει κανείς για μια ακόμα πιο ρηξικέλευθη ανάγνωση του κινηματογραφικού βαμπιρικού μύθου:

 

10. Dracula (1931)

To Dracula του 1931 δεν είναι απλώς άλλη μια κινηματογραφική μεταφορά του εμβληματικού μυθιστορήματος του Stoker - είναι η στιγμή που ο βρικόλακας περνά από την Ευρωπαϊκή γοτθική φαντασία στην Αμερικανική μαζική pop κουλτούρα. Ο Bella Lugosi με το έντονο βλέμμα και το ανατολικοευρωπαϊκό του φωνητικό χρώμα προσδίδει μια σαγηνευτική, σχεδόν θεατρική υπόσταση στον απέθαντο Κόμη – έναν αριστοκράτη -αρπακτικό που λειτουργεί ως μια φετιχιστική φιγούρα του ασυνείδητου φόβου, τόσο για την απαγορευμένη σεξουαλική επιθυμία, όσο και για την έλευση του παρείσακτου στο ασφαλές εγχώριο περιβάλλον. Η ταινία εγκαθιδρύει τις πλέον βασικές συμβάσεις του είδους , όπως πχ την αρχετυπική μορφή του Δράκουλα με το φράκο και το υπνωτιστικό βλέμμα, ενώ αν και γεμάτη με τεχνικούς περιορισμούς (λόγω της πρώιμης ηχητικής τεχνολογίας) η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι υποβλητική - σχεδόν ονειρική. Πίσω από τα μεγαλειώδη σκηνικά των Universal Studios κρύβεται περιτέχνως μια ψυχαναλυτική σπουδή στο ανείπωτο: ο βρικόλακας δεν είναι μόνο το τέρας, αλλά ο πόθος και η ενοχή που δεν τολμούν επουδενί να ψιθυρίσουν το όνομά τους. Από τις πιο εμβληματικές «πρώτες» μεγάλες εμφανίσεις του Δράκουλα στη μεγάλη οθόνη.

09. The Hunger (1983)

Ένα αισθητικό κομψοτέχνημα εμποτισμένο με τη ψυχή του goth - darkwave μουσικού ιδιώματος της εποχής, το The Hunger είναι ίσως η πιο στυλιζαρισμένη μέχρι σήμερα προσέγγιση πάνω στο μύθο του βρικόλακα. Ο Tony Scott χτίζει ένα φιλμ- οπτικοακουστική εμπειρία, όπου ο ερωτισμός, η παρακμή και η αθανασία συμπλέουν σε ένα μπαρόκ νέο-industrial ύφος, γεμάτο μουσική από τους Bauhaus (και το περίφημο live performance τους στην αρχή της ταινίας) μέχρι και τον Chopin. Η Catherine Deneuve ενσαρκώνει μια αρχέγονη, αινιγματική ερωτική φιγούρα – και ο David Bowie δίνει μια ερμηνεία γεμάτη θλίψη και πείνα για (περισσότερο) χρόνο. Το film ακολουθεί μεθοδικά τη σταδιακή σωματική αλλά και συναισθηματική αποσύνθεση του αιώνιου, ενώ πέρα από το ανυπέρβλητο της αισθητικό style, η ταινία έχει και μια ξεκάθαρη queer διάσταση -με τη σκηνή του ερωτικού «δεσμού» ανάμεσα στη Deneuve και την ηρωίδα της Susan Sarandon να γίνεται μια από τις πιο iconic σκηνές των 80s. To Hunger είναι ένα έργο για τη φθορά του πόθου και για το ότι η αιωνιότητα, εν τέλει, δεν είναι ποτέ αρκετή όταν είσαι μόνος.

08. Near Dark (1987)

Η Kathryn Bigelow με το Near Dark δεν σκηνοθετεί απλώς ένα φιλμ τρόμου, αλλά δημιουργεί ένα ιδιοσυγκρασιακό υβρίδιο βαμπιρικού western, όπου η έρημος αντικαθιστά τους γοτθικούς πύργους και την υπέρ-αιωνόβια, γεμάτη δοξασίες Ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού που μεταμορφώνεται άθελά του σε βρικόλακα και ακολουθεί μια ομάδα περιπλανώμενων απέθαντων πλασμάτων, χωρίς όμως να πρόκειται ακριβώς για ένα κλασικό coming of age ή για ένα ακόμη κυνήγι τεράτων – αν και τέτοια στοιχεία ανιχνεύονται εύκολα στις βασικές ραφές της ταινίας. Η Bigelow αντιθέτως, ενδιαφέρεται κυρίως για τη μεθυστική μελαγχολία της αιώνιας περιπλάνησης και την εσωτερική πάλη αυτών των πλασμάτων - κυνηγών. Η συμμορία των βρικολάκων είναι βίαιη αλλά όχι μονοδιάστατη – άστεγα junkies θανάτου, καταραμένα από ανάγκη και όχι από επιλογή. Με μια εξαιρετική φωτογραφία και ένα φανταστικό score από τους Tangerine Dream, η ταινία ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στα είδη και όπως και στο The Hunger, έτσι κι εδώ, η αθανασία δεν χαρίζεται αλλά κοστίζει. Αν καταφέρνει να ενσωματώσει κάτι στην κινηματογραφική βαμπιρική κουλτούρα, αυτό το b-movie διαμάντι των 80s, είναι πως ο βρικόλακας της εποχής δεν είναι πια αριστοκράτης, αλλά ένας περιθωριακός αστικός νομάς - καθρέφτης μιας Ρηγκανικής Αμερικής σε ελεύθερη πτώση.

07. A Girl Walks Home Alone at Night (2014)

Το A Girl Walks Home Alone at Night αποδομεί, επαναπροσδιορίζει και εντέλει ανανεώνει πλήρως το βαμπιρικό ιδίωμα, μετατρέποντας το σε ένα ασπρόμαυρο παραμύθι φεμινισμού - με κυνόδοντες. Η βρικόλακας του φιλμ, μια νεαρή γυναίκα με τσαντόρ και ένα skateboard για μεταφορικό μέσο, «περιπλανιέται μόνη της τη νύχτα» (ένδειξη δύναμης) στους δρόμους μιας φανταστικής πόλης του Ιράν, όχι σαν αρπακτικό αλλά σαν μια τιμωρός: η Ana Lily Amirpour χτίζει υποδειγματικά έναν κόσμο φανερά πολιτικό αλλά χωρίς κάποια ρητή πολιτική ρητορεία – με την πατριαρχία να λειτουργεί ως το αόρατο τέρας, το οποίο μόνο η βρικόλακας - πρωταγωνίστρια μπορεί να αντιμετωπίσει. Η εκτεταμένη χρήση μουσικής (από ιρανική pop μέχρι κλασσικά darkwave περάσματα) ενισχύει την αλλόκοτη σαγήνη του κόσμου της ταινίας, βάζοντας το τελικό λιθαράκι σε ένα βαθιά ποιητικό σύγχρονο έργο πολιτικών και κοινωνικών ανησυχιών, για το πώς τελικά ένα «τέρας» μπορεί να είναι περισσότερο ανθρώπινο από τον περίγυρό του.

06. Horror of Dracula (1958)

Η παραγωγή της Hammer Films, με τον Christopher Lee στον ρόλο του Δράκουλα, αποτελεί κομβική στιγμή για το είδος: το χρώμα αντικαθιστά τον μονοχρωματικό τρόμο, και η σωματικότητα αντικαθιστά τον όποιο υπαινιγμό. Το Horror of Dracula είναι λιγότερο υπνωτιστικό και περισσότερο επιθετικό – ο βρικόλακας δεν σαγηνεύει με λέξεις αλλά με τη φυσική του παρουσία, με το κορμί και το βλέμμα του. Ο Terence Fisher σκηνοθετεί με οικονομία και αυτοπεποίθηση ένα game changer έργο του είδους: δεν χτίζει ατμόσφαιρα για να υπονοήσει κάτι, αλλά δείχνει τα πάντα «πνιγμένα» στην αιματοβαμμένη τους γοτθική ολότητα. Ο Δράκουλας του Lee είναι ωμός, σαρκικός, επιβλητικός – όχι μόνο αρπακτικό αλλά και σύμβολο επιθυμίας. Η ταινία φέρνει σχεδόν ξεγυμνωμένη τη σεξουαλική καταπίεση στο προσκήνιο και τα studio της Hammer ενορχηστρώνουν τον τρόμο με στυλ και ρυθμό, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μοντέρνα αισθητική του είδους. Αντί για τον εσωτερικευμένο τρόμο απέναντι στον απέθαντο επισκέπτη της νύχτας, έχουμε πλέον έναν τρόμο που είναι πλέον φαντασμαγορικός, απροκάλυπτα σωματικός – και γοητευτικά αμαρτωλός.

05. The Lost Boys (1987)

Το The Lost Boys βρήκε την χρυσή τομή μεταξύ του genre και της γενιάς του MTV και μετατράπηκε σε ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα pop φαινόμενα των 80s: μια βαμπιρο-ταινία γεμάτη χρώμα, ηλεκτρισμένη, με άπλετο στυλ και ταγμένη υπέρ της εφηβικής κουλτούρας της εποχής του. Ο Joel Schumacher συλλαμβάνει τη ψυχολογία της νεολαίας μέσα από μια παρέα βρικολάκων που θυμίζουν συμμορία μοτοσικλετιστών – μια μοντέρνα punk εκδοχή του παραμυθιού του Peter Pan, όπου η αιώνια νιότη μετατρέπεται σταδιακά σε αιώνια κατάρα. Τα εγκαταλελειμμένα carousel και οι neon επιγραφές δίνουν το στίγμα της Αμερικής των τελών της δεκαετίας του ‘80 – παρακμιακής αλλά και αθεράπευτα σαγηνευτικής μέσα στο πολιτιστικό της έρεβος. Η ταινία ανακατεύει τρόμο και χιούμορ, δημιουργώντας έναν κόσμο στον οποίο η ενηλικίωση σημαίνει κυριολεκτικά την απώλεια της ανθρωπιάς. Ο βρικόλακας εδώ είναι γοητευτικός, sexy, μα και «θανάσιμα» κενός. Η μουσική επένδυση (με μια πληθώρα hard rock και new wave hits της εποχής) ενισχύει την αποξένωση και τη μελαγχολία που κρύβεται πίσω από το coolness της αιώνιας ζωής και τελικά, το The Lost Boys των ψευδαισθήσεων της αιώνιας ανεμελιάς, γίνεται μάλλον το απόλυτο teen vampire movie όλων των εποχών.

04. Only Lovers Left Alive (2013)

Ο Jim Jarmusch δημιουργεί ένα από τα πλέον αγαπημένα έργα του genre, ένα βαθιά μελαγχολικό ιντερλούδιο για τη μοναξιά της αθανασίας – αλλά και την ίδια την pop κουλτούρα. Οι βρικόλακες του Only Lovers Left Alive δεν διψούν για αίμα – διψούν για ομορφιά, γνώση, τέχνη. Το αθάνατο ζευγάρι των Adam και Eve, περιφέρονται σε έναν κόσμο που μοιάζει να βρίσκεται ένα βήμα κάθε μέρα πιο κοντά στην αποσύνθεση – ένας κόσμος που δεν φαίνεται να του αξίζει η αθανασία. Το Detroit, η πόλη-φάντασμα του αμερικανικού καπιταλιστικού ονείρου, λειτουργεί σαν προέκταση της ψυχικής κατάστασης των ηρώων: εγκατάλειψη, παρελθόν, φθορά. Η ταινία «τρέχει» στους δικούς της, σχεδόν υπνωτικούς  ρυθμούς και η μουσική του Jozef van Wissem «ενσαρκώνει» σε κάθε της νότα την υπαρξιακή κόπωση των χαρακτήρων. Ο Jarmusch εδώ δεν ενδιαφέρεται για τον τρόμο: o βρικόλακας είναι καλλιτέχνης – το απόλυτο υποκείμενο του ρομαντισμού, καταραμένο, μοναχικό, με πλήρη συνείδηση του πεπερασμένου της ομορφιάς, ο οποίος και στοχάζεται διαρκώς πάνω στο τι αξίζει να επιβιώσει καθώς όλα γύρω του πεθαίνουν. Και οι βρικόλακες, με την «κατάρα» τους, είναι αυτοί που έχουν μάθει να αγαπούν χωρίς τον φόβο του τέλους.

03. Nosferatu: Eine Symphonie des Grauens  (1922)

Το Nosferatu: Eine Symphonie des Grauens του F.W. Murnau αποτελεί αδιαμφισβήτητα το βασικότερο ίσως θεμέλιο του κινηματογραφικού τρόμου -και ένα από τα κορυφαία δείγματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού στο παγκόσμιο σινεμά. Ο Κόμης Orlok, ο απόκοσμος βρικόλακας που υποδύεται ο Μax Schreck, εισβάλλει σε έναν ήσυχο κόσμο και τον διαβρώνει ποικιλοτρόπως με την παρουσία του. Η ταινία διασκευάζει το μυθιστόρημα του Bram Stoker χωρίς επίσημη άδεια (αντικαθιστώντας απλά τα περισσότερα ονόματα και λεπτομέρειες) διατηρώντας όμως ακέραια και συμπαγή τα βασικά μοτίβα του βιβλίου. Ο Murnau χρησιμοποιεί καινοτόμες τεχνικές όπως τα έντονα contrast φωτός-σκότους, δημιουργεί μια σκηνογραφία που μοιάζει να έχει γεννηθεί από κάποιον αλλόκοτο εφιάλτη και βγάζει από τους ηθοποιούς του ερμηνείες που υπερβάλλουν εσκεμμένα, πλάθοντας συνολικά ένα κόσμο όπου η πραγματικότητα παραμορφώνεται διαρκώς από τον φόβο του απέθαντου πλάσματος της νύχτας. Το Nosferatu είναι, όχι μόνο ένα έργο τρόμου, αλλά και μια πολιτιστική αντανάκλαση του μεταπολεμικού άγχους της Ευρωπαϊκής ηπείρου της περιόδου, «διανθισμένο» με μια νοερή αίσθηση παρατεταμένης παρακμής. Παρά την απουσία διαλόγων, η ταινία μεταφέρει υποδειγματικά τον τρόμο και την αγωνία της, καθιστώντας τον Orlok ένα εσαεί σύμβολο του ανεξέλεγκτου κακού – δίνοντας παράλληλα στο παγκόσμιο σινεμά, ένα από τα πρώτα του μεγάλα pop icons.

02. Let the Right One In (2008)

Το Let the Right One In του Tomas Alfredson είναι μια σουηδική ταινία τρόμου που ανανεώνει τον μύθο του βρικόλακα, μέσα από την ιστορία δύο μοναχικών παιδιών στα προάστια της Στοκχόλμης. Η ταινία διερευνά την αθωότητα σε αντιδιαστολή με τη βία, συνδυάζοντας περιτέχνως την τρυφερότητα και τον τρόμο στη χιονισμένη Σουηδία της δεκαετίας του ’80. Η Ellie, μια μυστηριώδης βρικόλακας, και ο Oscar, ένα αγόρι – διαρκές θύμα σχολικού εκφοβισμού, βρίσκουν ανέλπιστα παρηγοριά ο ένας στον άλλον, όταν η πρώτη μετακομίζει στην πολυκατοικία του δεύτερου. Η σχέση τους αναπτύσσεται μέσα από τη σιωπή, την κατανόηση και την κοινή αίσθηση του περιθωρίου. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ψυχρούς τόνους, αργούς ρυθμούς και διακριτικό ρεαλισμό για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα υπαρξιακής μελαγχολίας, θίγοντας το ζήτημα της μοναξιάς και της αποξένωσης, της ανάγκης για ανθρώπινη επαφή αλλά και τη βίαιη φύση των ανθρώπινων σχέσεων. Το μεταφυσικό γίνεται μια νοερή προέκταση των υπαρκτών ανθρώπινων ανησυχιών για αποδοχή και εν τέλει, Το Let the Right One In μετατρέπεται σε μια σκοτεινή ιστορία ενηλικίωσης βαθύτερων υπαρξιακών και κοινωνικών ανησυχιών - που το καθιστούν μέχρι και σήμερα, ως μια από τις πιο φρέσκιες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ πάνω στον βαμπιρικό μύθο.

01. Interview with the Vampire (1994)

Ο Neil Jordan σκηνοθετεί το πιο συναισθηματικά φορτισμένο φιλμ του είδους, το οποίο και βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Anne Rice. Η ταινία ακολουθεί μέσω flashbacks την αφήγηση του βρικόλακα Louis, ο οποίος εξομολογείται τις αμαρτίες της αθανασίας του σε έναν δημοσιογράφο, στις αρχές του 1990 στη Νέα Ορλεάνη. Σε αντίθεση με τον Δράκουλα, εδώ ο βρικόλακας δεν είναι τέρας, αλλά ένα ηθικό υποκείμενο γεμάτο ενοχές και τύψεις, «φθαρμένο» σε μη αναστρέψιμο βαθμό από την κατάρα της αθανασίας. Ο Brad Pitt δίνει μια ερμηνεία γεμάτη οδύνη και σπαραγμό, όμως είναι ο Tom Cruise που κλέβει την παράσταση ως Lestat - ένας εκκεντρικός βρικόλακας που γίνεται ο βασικός καταλύτης των εξελίξεων. Η ταινία πραγματεύεται την αθανασία ως ηθικό και σωματικό βάρος, την απώλεια ως μόνιμη πληγή, και τη σχέση δημιουργού–δημιουργήματος μέσω της αναπάντεχης οικογένειας δύο πατεράδων και ενός παιδιού (η Claudia, το παιδί-βρικόλακας της ανήλικης ακόμα Kirsten Dust είναι η πιο τραγική φιγούρα όλων, μια ενήλικας παγιδευμένη σε ένα σώμα που δεν μεγαλώνει ποτέ, αναγκασμένη εσαεί να δείχνει διαφορετική από αυτό που πραγματικά νιώθει). Ο Jordan επιλέγει έναν οπερατικό τόνο για να ντύσει την πλειοψηφία των σκηνών της ταινίας – έναν τόνο γεμάτο μεγαλοπρέπεια αλλά και μελαγχολία. Ούτε ένα παραδοσιακό δείγμα horror, αλλά ούτε και ένα απλό δράμα φαντασίας, το Interview with the Vampire είναι επί της ουσίας μια απεγνωσμένη κραυγή για αγάπη – παγιδευμένη σε μια αιώνια αιματοβαμμένη μοναξιά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured