Αν ανατρέξει κανείς στις σημαντικότερες ταινίες, οι οποίες και συντηρούν με αξιώσεις τον κινηματογραφικό βαμπιρικό μύθο τα τελευταία χρόνια, η συγκομιδή ίσως τον εκπλήξει: Το Thirst του Chan-Wook Park φοράει τους κυνόδοντες του βρικόλακα σε έναν ιερέα και διερευνά ένα βαθύτερο ανθρώπινο ψυχολογικό υπόστρωμα που δεν ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις συμβατικές φιλμικές βαμπιρικές ανησυχίες, το Let the Right One In βάζει σε πρώτο πλάνο την εμβάθυνση πάνω στο Κακό που κατοικεί μέσα στον καθένα, το Only Lovers Left Alive στοχάζεται πάνω στην αιωνιότητα της Τέχνης σε αντιδιαστολή με την αιώνια μοναξιά των δύο «καταραμένων» εραστών του, ενώ τέλος το A Girl Walks Home Alone at Night γίνεται ένα ασπρόμαυρο φεμινιστικό western, τοποθετημένο στην αμαρτωλή Μέκκα της Τεχεράνης. Μια τετράδα ταινιών, η οποία μαζί με μια-δυο ακόμα λιγότερο δημοφιλείς επιλογές (όπως το What We Do In The Shadows του Taika Waititi με την ala The Office mocumentary κωμική του αύρα) έχουν επιλέξει μια κάπως πιο εναλλακτική διαχείριση των βασικών θεματικών ενός genre, που έχει υποστεί κατά τα άλλα μια πλήρη αφαίμαξη από τα μεγάλα studio και έχει κορεστεί προ πολλού– ιδίως μετά από το Interview With The Vampire του Neil Jordan, το οποίο υπήρξε μάλλον και η σημαντικότερη ταινία του είδους για 19 ολόκληρα χρόνια και πριν το Thirst του 2009.
Το Humanist Vampire seeking Consenting Suicidal Person πατάει στα χνάρια των παραπάνω ταινιών και χρησιμοποιεί σαν όχημα τον μύθο του βρικόλακα για να πει μια ιστορία ενηλικίωσης, επιχειρώντας να αποτυπώσει όλη την επώδυνη διαδικασία της μετάβασης από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και στην ενηλικίωση με βαμπιρικούς όρους. Η νεαρή Sasha αρνείται να σκοτώσει για να τραφεί, αναγκάζοντας τους υπεραιωνόβιους γονείς της να κυνηγάνε για εκείνην και να την ανεφοδιάζουν κάθε λίγο και λιγάκι με τα απαραίτητα σακουλάκια με αίμα, ώστε να κρατηθεί στη ζωή. Με τους κυνόδοντές της ακόμα άφαντους, η κατάστασή δείχνει να έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και αναγκάζει τελικά τους γονείς της να καταφύγουν σε πιο «ακραίες» μεθόδους αφύπνισης των εγγενών ενστίκτων της κόρης τους: η μεγάλη της ξαδέρφη έρχεται να παίξει τον ρόλο του εργαλείου απογαλακτισμού της Shasa από την μητρική και πατρική βολή, παίρνοντάς την σαν συγκάτοικο στο σπίτι της -ούσα μια πιο σκληρή εκπαιδεύτρια των αιματηρών μεθόδων της καθημερινής βαμπιρικής ρουτίνας.
Η Sasha όμως αποδεικνύεται ξανά ανεπίδεκτη μαθήσεως, καθώς έχει προλάβει να προσδώσει μια βαθύτερη ιδεολογική χροιά στις πεποιθήσεις της – η άρνηση του να αφαιρέσει ζωές έχει γίνει περισσότερο μια κοσμοθεωρία και λιγότερο ένα καπρίτσιο της εφηβείας. Στη ζωή της όμως θα έρθει ξαφνικά ο Paul, ένας καταθλιπτικός μαθητής γυμνασίου με τάσεις αυτοκτονίας, ο οποίος θα ενεργοποιήσει τυχαία το βρικολακίσιο ένστικτο της Sasha. Ο πεσιμισμός του Paul και η παραίτησή του απέναντι σε κάθε πρόβλημα που τον ταλανίζει, θα βάλουν τελικά την Sasha σε μια πορεία προς την πολυπόθητη ενηλικίωση, παρακινούμενη όμως από την ανάγκη να βοηθήσει πραγματικά τον Paul -και μέσω αυτής της διαδικασίας, να ανακαλύψει τη θέση της στον κόσμο. Κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω, η προσπάθεια της νεαρής βρικολακίνας να μην χαθεί στη πορεία αυτή, να μην απωλέσει όλα εκείνα τα καλά στοιχεία του εαυτού της αλλά να μεγαλώσει με τον τρόπο που επιθυμεί η ίδια και όχι οι άλλοι.
Όλα τα παραπάνω, η σκηνοθέτης της ταινίας Ariane Louis-Seize τα επικοινωνεί στον θεατή με περίσσια αμεσότητα, με τρόπο εξίσου διασκεδαστικό όσο και ειλικρινή ως προς τις προθέσεις του, δημιουργώντας εν τέλει μια πολύ γλυκιά ταινία γεμάτη αυθεντικό συναίσθημα – όσο και αν τελικά δεν φέρνει κάποια ιδιαίτερη τομή στο είδος, καθώς δεν δείχνει να θέλει να «δαγκώσει» τόσο βαθιά όσο ίσως θα μπορούσε. Εντάσσεται παρόλα αυτά στην ίδια συνομοταξία ταινιών με θέμα τα βαμπίρ, οι οποίες ανανεώνουν με έμμεσο τρόπο το είδος «ανακατεύοντας» αρκούντως την αρχική συνταγή. Οι επιρροές ούτως ή άλλως δεν κρύβονται και τα δάνεια είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενα και ευστόχως, ενταγμένα διακριτικά στο ύφος της ταινίας -από την ala Jeunet – Caro εισαγωγή μέχρι τις στιγμές που η ατμόσφαιρα του Let The Right One In ή η αισθητική του Lost Boys μοιάζουν να πλανώνται μέσα στη νύχτα που περιβάλλει τους 2 πρωταγωνιστές- ενώ παράλληλα το cast στο σύνολό του στέκεται επάξια απέναντι στο σεναριακό υλικό και τους χαρακτήρες που καλείται να υποδυθεί.
Το Humanist Vampire seeking Consenting Suicidal Person -με τον πιο ευφάνταστο τίτλο της φετινής κινηματογραφικής σεζόν- είναι ένα ιδανικό έργο για μια κινηματογραφική εξόρμηση σε κάποιο θερινό σινεμά, διαρκεί όσο χρειάζεται και ανάμεσα στις σκοτεινές εικόνες, τα μικρά ψήγματα τρόμου, μερικά μικρά κωμικά ιντερλούδια και το στακάτο ηλεκτρονικό του soundtrack, κρύβει μια ειλικρίνεια που δύσκολα θα απογοητεύσει τον μέσο θεατή -δη εκείνον που αγαπά τα αιώνια πλάσματα της νύχτας και αποζητά μια αξιόλογη προσθήκη στην ταινιοθήκη των βαμπιρικών ταινιών του 21ου αιώνα.