Από τα πρώτα κιόλας λεπτά του Oppenheimer, καθώς εικόνες κοσμικού δέους εναλλάσσονται διαρκώς με πυκνές διαλογικές σεκάνς και η αφήγηση κατακερματίζεται σε δεκάδες τμήματα -τα οποία με ένα αριστοτεχνικό μοντάζ «δένουν» απόλυτα οργανικά μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα εθιστικό χώρο-χρονικό πάζλ για δυνατούς λύτες- ο θεατής συνειδητοποιεί ότι απέναντί του δεν θα συναντήσει ένα συμβατικό biopic για τον άνθρωπο που, σε σημαντικό βαθμό καθόρισε την τύχη του 20ου αιώνα. Το ογκώδες αυτό κινηματογραφικό οικοδόμημα αποτελεί την επιστροφή του Christopher Nolan στο «μεγάλο» σινεμά των δημιουργών, καθώς σε 180 λεπτά αγνής και ανόθευτης κινηματογραφικής ελεγείας συνοψίζει στον μέγιστο βαθμό όλες τις αρετές -και αδυναμίες- του ανθρώπου που άλλαξε με τη σειρά του το σύγχρονο εμπορικό σινεμά.

oppenheimer_1

Θεωρητικός φυσικός και «Γκουρού» της Κβαντικής μηχανικής, ο εβραϊκής καταγωγής Αμερικανός J. Robert Oppenheimer -το «δεύτερο βιολί» εκείνη την εποχή, μετά τον Einstein- υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα, η οποία εξελίχθηκε σταδιακά σε μια από τις πιο αντιφατικές φιγούρες της σύγχρονης ανθρώπινης ιστορίας. Ένας μελαγχολικός, αλλά παθιασμένος επιστήμονας που ζούσε τη ζωή του με όρους μποέμ καλλιτέχνη, γυρολόγος της γνώσης με διαρκείς περιοδείες στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, λάτρης του γυναικείου φύλου και αιώνια ερωτευμένος με το Νέο Μεξικό και την έρημο όπου μεγάλωσε. Οι σοσιαλιστικές κοινωνικές ανησυχίες του τον έφεραν πολύ κοντά στο αμερικανικό κομμουνιστικό λόμπι της εποχής και πολλές φορές στήριξε εμπράκτως τις απόψεις του -όπως στην περίπτωση του Ισπανικού εμφυλίου, όπου και προέβη σε μια σειρά δωρεών υπέρ των σοσιαλιστών Ισπανών ανταρτών. Ήταν όμως αυτό το εγγενές ανήσυχο πνεύμα του, το οποίο εν τέλει τον οδήγησε στο magnus opus της καριέρας του -στο να γίνει ο επικεφαλής του Manhattan Project και υπεύθυνος για την κατασκευή του μεγαλύτερου όπλου μαζικής καταστροφής που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.

oppenheimer_4

Ο Nolan κάνει λοιπόν εξαρχής ξεκάθαρο, πως η ταινία του δεν θα «υποφέρει» κάτω από τον μανδύα της φορμαλιστικής ακαδημαϊκής βιογραφικής ταινίας. Αφήνοντας παντελώς εκτός στείρες και άψυχες εξιστορήσεις ιστορικών γεγονότων που θυμίζουν άρθρο του Wikipedia, στήνει ένα σκακιστικό παιχνίδι σε ασπρόμαυρο και έγχρωμο κάδρο, πάνω στο οποίο τέμνει με χειρουργική ακρίβεια βασικά στοιχεία που σμίλευσαν τον Δυτικό κόσμο -και κατ’ επέκταση τη σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία. Ο θεσμός της οικογένειας, ο πατριωτισμός, οι πολιτικές ψυχρό-πολεμικές αψιμαχίες, η μικροπολιτική πίσω από τα σημαντικότερα παγκόσμια ζητήματα, τα λεπτά όρια που χωρίζουν την επιστημονική φιλοδοξία από την αυταρέσκεια και αρκετές ακόμα επιμέρους θεματικές αποτελούν τις κύριες ραφές ενός εξαιρετικά μελετημένου και πυκνού σεναρίου, το οποίο επιμελήθηκε αποκλειστικά ο ίδιος ο σκηνοθέτης, εμπνευσμένος από το βιβλίο «American Prometheus: The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer» των Kai Bird και Martin J. Sherwin.  Και όπως ο Προμηθέας έδωσε τη φωτιά στους ανθρώπους, για να τιμωρηθεί στη συνέχεια από τους Θεούς, έτσι και ο «καταραμένος» λιπόσαρκος ήρωας του Nolan, όταν συνειδητοποιήσει πλήρως το μέγεθος της δύναμης που έβαλε στα χέρια των μιλιταριστών, και εκφράζει  ζαρωμένος, φοβισμένος και καταρρακωμένος τις ανησυχίες του στον ίδιο τον Πρόεδρο τον Η.Π.Α., εξευτελίζεται με ένα τακτ που θα ζήλευε και ο ίδιος ο Kubrick των πιο ειρωνικών στιγμών του Full Metal Jacket -υπάρχει μια τουλάχιστον ακόμα σεκάνς, η οποία μοιάζει σαν να περίσσεψε από κάποια χαμένη υποσημείωση του σεναρίου του Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb. Από εκεί και πέρα, με ένα πρωτοφανές αντί-κομμουνιστικό μένος -ακόμα και για τα δεδομένα της περιόδου του Μακαρθισμού, στην οποία διαδραματίζεται μεγάλο μέρος της ταινίας- ο Oppenheimer του Nolan θα συρθεί σε μια εξευτελιστική σειρά ακροαματικών διαδικασιών, οι οποίες θα κρίνουν το μέλλον του ως μέλος της επιστημονικής κοινότητας των Η.Π.Α.

oppenheimer_2

Σε αυτόν τον εξουθενωτικά αργό, μικρό θάνατο κάθε προσωπικής του στιγμής και επιστημονικής φιλοδοξίας, ο μακιαβελικός Luis Straus του Robert Downey Jr., πρόεδρος της Αμερικανικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, σαν ένας άλλος Salieri παρακολουθεί από τις σκιές τον Mozart του να βυθίζεται όλο και βαθύτερα στο κενό, ενορχηστρώνοντας μαεστρικά την πτώση του. Και ο Oppenheimer του Nolan γίνεται μια τραγική φιγούρα, η οποία βάφει τα χέρια της με το αίμα χιλιάδων ανθρώπων στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, ένας αποδιοπομπαίος τράγος που αδυνατεί να διαχειριστεί την ενοχή του για το τέρας που δημιούργησε.

Εδώ εντοπίζει κανείς και το μεγάλο ζήτημα που θέτει η ίδια η ταινία προς συζήτηση, δηλαδή την ηθικολογία γύρω από το πρόσωπο του Oppenheimer. Υπήρξε ένας ένθερμος πατριώτης που θέλησε να «κερδίσει» τον πόλεμο νωρίτερα από τους Ναζί, δημιουργώντας το εφιαλτικότερο υπερόπλο στην ιστορία; Ήταν οι πυρηνικές του ανησυχίες ένα πρόσχημα για τα media, μια στάχτη στα μάτια της μάζας ώστε εκείνος να τελειοποιήσει όσο καλύτερα μπορούσε το τέρας του, αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες; Μήπως ήταν όντως τόσο θαμπωμένος από τους νέους δρόμους που άνοιξε η διάσπαση του ατόμου για την επιστημονική κοινότητα, ενδυναμώνοντας παράλληλα και τις δυνατότητες του ιδίου ως παθιασμένο «καλλιτέχνη» της κβαντομηχανικής, που αφελέστατα πίστεψε ότι θα είχε τον τελικό έλεγχο της δύναμης που δημιούργησε; Ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα της Κυβέρνησης ή ένας ακόμα στρατιωτικός επιστήμονας που κατόπιν εορτής προσπάθησε να σώσει τα προσχήματα;

oppenheimer_3

Υπάρχει ομολογουμένως μια ηθική αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον Oppenheimer το σενάριο του Christopher Nolan, όπως και σε δεύτερο χρόνο, μια πολιτική αποστασιοποίηση από τις βαθύτερες αριστερές ανησυχίες του. Επουδενί όμως, αυτό το πέπλο μυστηρίου και αμφισημίας δεν αφήνεται να εξαντληθεί σε ένα υπέρ-απλουστευμένο ψυχογράφημα φθηνών επιλογών και σχηματικής σεναριακής αφέλειας. Στο Oppenheimer ο Nolan χρησιμοποιεί τον κεντρικό του χαρακτήρα σαν όχημα για κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο. Για να εξερευνήσει μια θεματική, η οποία τον έχει απασχολήσει πολλάκις στο παρελθόν, την αυτοκαταστροφή δηλαδή του ανθρώπου μέσω την προβληματικής συνύπαρξης επιστήμης και φιλοδοξίας. Και ο Oppenheimer καλύπτεται με ένα πέπλο μυστηρίου σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, το οποίο δημιουργεί ένα αίνιγμα χωρίς ξεκάθαρη λύση. Μια σοφή επιλογή που καταδεικνύει την ευρύτερη εικόνα, αποφεύγοντας να χρωματίσει άσπρο ή μαύρο τον συνδετικό κρίκο όλων των πεπραγμένων επί οθόνης. Μια επιλογή που φέρει ρίσκο αλλά δουλεύει σεναριακά, καθώς η επιμέλεια που έχει δείξει ο σεναριογράφος Nolan στο κομμάτι αυτό είναι ίσως εκείνη που έψαχνε σε όλη του την καριέρα, όταν και έγραφε αντίστοιχους χαρακτήρες.

oppenheimer_8

Για να υποστηρίξει όλες τις παραπάνω σεναριακές «βραχονησίδες», αλλά και να προσδώσει στην ταινία το απαραίτητο δέος -που αποτελεί διαχρονικό σήμα κατατεθέν του σινεμά του- ο Nolan επιτίθεται με πρωτοφανή τρόπο σε όλες τις αισθήσεις του θεατή. Ο φρενήρης ρυθμός με τον οποίο «διατάζει» το οπερατικό του έπος για να κινηθεί είναι πρωτόγνωρος ακόμα και για τα δικά του δεδομένα, ενώ το σχιζοφρενές μοντάζ της Jennifer Lame κάνει τα μέγιστα δυνατά ώστε τα 180 λεπτά της ταινίας να φαντάζουν σαν μια ώρα. Η συναισθηματική κορύφωση επιτυγχάνεται από την εκκωφαντική χρήση ή περιστασιακή απουσία του ήχου, αλλά και του αριστουργηματικού soundtrack του Ludwig Göransson -ο οποίος πρέπει μάλλον ήδη να γράφει τον δεύτερο νικητήριο λόγο του για τα επόμενα Oscar. Όλα τα παραπάνω εξυπηρετούν ένα ογκωδέστατο σενάριο που γεμίζει κάθε σκηνή της ταινίας με διαλόγους σε ρυθμούς πολυβόλου, οι οποίοι είναι αδύνατον να μην παρασύρουν τον θεατή σε αυτό το τρελό διαλεκτικό roller coaster που είναι τελικά το Oppenheimer. Είναι εντυπωσιακό πράγματι, το πώς ο Nolan καταφέρνει να βυθίσει τον θεατή τόσο βαθιά σε μια ταινία με μηδενική δράση και γεμάτη τεράστιο όγκο πληροφοριών, χωρίς ποτέ η νοηματική πυξίδα να χάσει τα τέσσερα άκρα του ορίζοντα της.

oppenheimer_6

Δεδομένου του ύφους της ταινίας, οι ηθοποιοί όχι μόνο όφειλαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, αλλά και να το ξεπεράσουν ώστε να επιτευχθεί το τέλειο αποτέλεσμα που αποζητά πάντοτε ο τελειομανής Βρετανός δημιουργός στις ταινίες του. Ο Cillian Murphy βρίσκει επιτέλους τον ρόλο της ζωής του, αφού καταφέρνει στις μικρές του πλάτες να σηκώσει όλο το βάρος του κόσμου και στα εκφραστικά, πελώρια μάτια του ανδρόγυνου προσώπου του να αντικατοπτρίσει το απόλυτο κενό ενός άνδρα του οποίου η ψυχή μοιάζει να έχει αφήσει προ πολλού το σώμα του. Δίπλα του ο συγκλονιστικός Robert Downey Jr. αρπάζει την ευκαιρία από τα μαλλιά και αφήνοντας πίσω του οριστικά το κεφάλαιο Marvel, έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι υπήρξε πάντα ένας ηθοποιός αξιώσεων. Πλάθει μετρημένα και χωρίς ανούσιες εξάρσεις έναν χαρακτήρα φαινομενικά ισορροπημένο μα αθεράπευτα ανασφαλή, του οποίου το κόμπλεξ απέναντι στον μεγαλομανή και υπερφίαλο Oppenheimer τον παρασέρνει σε ένα μικροπρεπές παρασκηνιακό παιχνίδι συκοφαντίας και δυσφήμισης του «αντιπάλου» του -με τραγικά αποτελέσματα για όλους τους εμπλεκόμενους. Εννοείται ότι και οι δύο ηθοποιοί φαντάζουν ήδη φαβορί για τα Oscar Α’ και Β’ Ανδρικού ρόλου αντίστοιχα στα επόμενα βραβεία Oscar. Το υπόλοιπο cast αποτελείται από ηθοποιούς πρώτης γραμμής που επιστρατεύονται, είτε για μερικά ολιγόλεπτα cameos, είτε για ρόλους σημαντικούς στη ευρύτερη πλοκή -όπου και χρειάζεται ένας γνωστός star για να ξεχωρίσει ο χαρακτήρας που υποδύεται μέσα στον κυκεώνα ονομάτων που περνάνε διαρκώς από την οθόνη. Η Emily Blunt, ο ελαφρώς αγνώριστος Josh Hartnett και ο Matt Damon έρχονται να προστεθούν στις στιβαρές ερμηνείες του πελώριου ensemble cast της ταινίας, με την πρώτη να βάζει ήδη επίσης σοβαρή υποψηφιότητα για ένα χρυσό αγαλματίδιο Β’ γυναικείου ρόλου.

oppenheimer_4

Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, η ταινία παρά τις αρετές της, δεν παύει να εμφανίζει ανά τακτά διαστήματα κάποιες από τις παθογένειες που πάσχει διαχρονικά το ευρύτερο σινεμά του Christopher Nolan. «Ριγμένη» της υπόθεσης εμφανίζεται η Florence Pugh, όχι γιατί δεν ερμηνεύει τον ρόλο της με απόλυτο επαγγελματισμό, αλλά γίνεται με τη σειρά της και εκείνη ένα «θύμα» της διαχρονικής αδυναμίας του Nolan στο γράψιμο γυναικείων χαρακτήρων. Η περίπτωσή της μάλιστα «πονάει» μια παραπάνω από άλλες φορές, καθώς η πραγματική Jean Tatlock που ενσαρκώνει ήταν ένας ιδιαίτερα σύνθετος χαρακτήρας και με πολλές πτυχές άξιες αναφοράς ή περαιτέρω ενδοσκόπησης (φανατική κομμουνίστρια, με μια σεξουαλική ταυτότητα αρκετά απελευθερωμένη για τα δεδομένα της εποχής, γεγονός που πιθανότατα την οδήγησε στην κατάθλιψη και στην αυτοκτονία). Επίσης η ταινία, σε κάποιες στιγμές δείχνει να αναζητά απεγνωσμένα μια ανάσα, μια παύση από το αδιάκοπο σφυροκόπημα ονομάτων, γεγονότων και ιστορικών πληροφοριών, ώστε να αναπνεύσει λίγο και να μην υποκύψει κάτω από το υπέρμετρο βάρος της φιλοδοξίας του δημιουργού της. Μοιραία όμως, ο Nolan δεν είναι σε καμία περίπτωση ο δημιουργός που διακρίνεται για την οικονομία σε οτιδήποτε σκαρώνει επί οθόνης. Αυτό δεν είναι κάτι βέβαια που πτοεί τους εκατομμύρια φίλους του ανά τον κόσμο, είναι όμως ένα σημαντικό στοιχείο της προσωπικής του κινηματογραφικής ταυτότητας που δεν «μιλάει» το ίδιο σε όλους. Στο Oppenheimer βρίσκεται σε αυτό που λέμε peak of his game και καλό θα ήταν να το έχει κανείς υπόψη πριν περάσει τις πόρτες της σκοτεινής αίθουσας.

oppenheimer_5

Τι είναι λοιπόν τελικά το Oppenheimer; Είναι μάλλον μια φιλμική εμπειρία που δύσκολα μπορεί να μεταφραστεί σε ένα κείμενο μερικών λέξεων. Μια απόδειξη πως το σινεμά των δημιουργών ζει και βασιλεύει ακόμα, καθώς ο Christopher Nolan αφήνει πίσω του τις ανοησίες του Tenet και επιστρέφει δυναμικά με μια από τις καλύτερες ταινίες της σπουδαίας του φιλμογραφίας. Μια ταινία που κουβαλάει όλα τα εγγενή στοιχεία του σινεμά του -και τα καλά και τα κακά. Μπορεί ο David Lynch να συνόψισε σε μερικά λεπτά, όπως κανένας άνθρωπος δεν κατάφερε ποτέ να συνοψίσει στη μικρή ή μεγάλη οθόνη, τον κοσμικό τρόμο της πυρηνικής έκρηξης με το περίφημο 8ο επεισόδιο της 3ης σεζόν του Twin Peaks, ο Christopher Nolan όμως επικοινώνησε με μοναδικό επίσης τρόπο το δέος του πυρηνικού μανιταριού -το οποίο κάνει ακόμα και το μεγαλύτερο επιστημονικό μυαλό της εποχής να νιώθει σαν μυρμήγκι μπροστά στην πελώρια θέα του. Και ακολούθησε μέχρι τέλους την τραγωδία του πρωταγωνιστή του, ενός ανθρώπου ο οποίος μέσα σε μερικά μόλις λεπτά έγινε από άγγελος, διάβολος και ο «καταστροφέας των κόσμων». Ένα ζωντανό λείψανο που στους ώμους του κουβάλησε όλη την ύβρη των βαθύτερων ανθρώπινων ενστίκτων και τιμωρήθηκε για αυτό. Το Oppenheimer είναι μια ταινία που οφείλει κανείς να παρακολουθήσει αποκλειστικά στη σκοτεινή αίθουσα, είναι ο λόγος για τον οποίο πηγαίνουμε σινεμά: για να βιώσουμε ένα μεγαλείο που μόνο η δύναμη του συγκεκριμένου μέσου μπορεί να προσφέρει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured