Το Doctor Strange in the Multiverse of Madness ανοίγει αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες, επιστρατεύοντας τον Sam Raimi στην καρέκλα του σκηνοθέτη, σε μια απόπειρα να δοθεί ένα ψήγμα διαφορετικού χαρακτήρα στην ταινία, σπάζοντας, έτσι, λίγο το ‘’καλούπι’’ της Marvel. Ο Raimi είναι ένας δημιουργός, ο οποίος, πέραν της αναγνώρισης που έλαβε από την πρωτότυπη τριλογία του Spiderman, είχε πάντα μια ροπή προς την pulp κουλτούρα και το cult, με χαρακτηριστικές στιγμές την τριλογία του Evil Dead, το Drag me to Hell, το  Darkman  (τη σπουδαιότερη ίσως comic book ταινία που δεν βασίστηκε σε κάποιο από αυτά) και το Quick and the Dead.

Αυτή η ιδιαίτερη φύση του σινεμά του Sam Raimi δίνει μια καλή αφορμή ώστε να έρθουν ξανά στο προσκήνιο κάποιες κινηματογραφικές μεταφορές comics, οι οποίες ξέφυγαν από την superhero πεπατημένη, φλέρταραν με το pulp και το ‘’παράξενο’’, καταφέρνοντας τελικά να αγκαλιαστούν από την cult κουλτούρα, λαμβάνοντας, έστω και αρκετά χρόνια αργότερα, την αναγνώριση που τους άξιζε εξαρχής.

 

1. Popeye (1980)

Το premise της live action μεταφοράς του comic strip του Segar, από τον σκηνοθέτη των Nashville και M.A.S.H., Robert Altman, ακούγεται αρχικά σαν μια φάρσα που περιμένεις να πάει εντελώς λάθος από το πρώτο της κιόλας λεπτό! Και όμως, η σαρκαστική και αναπολογητικά ειρωνική ματιά του αντικομφορμιστή Αμερικανού σκηνοθέτη πετυχαίνει διάνα, στοχεύοντας τα δηλητηριώδη βέλη του, αυτή τη φορά, στο χάρτινο Sweethaven και στους περίεργους κατοίκους του. 

Στο εντυπωσιακά ρουστίκ, κατασκευασμένο στη Μάλτα, ειδικά για την ταινία, ετοιμόρροπο ψαροχώρι, οι κάτοικοι μοιάζουν παγιδευμένοι σε έναν αέναο αγώνα επιβίωσης, ανάμεσα στα μπουρίνια, τις κακές ψαριές, τους καυγάδες αλλά και τη…σκληρή φορολογία. Ο Altman κάνει τη διακριτική κοινωνικοπολιτική του κριτική στην κλειστή αυτή κοινότητα, καθώς και ένα γενναίο ψυχογράφημα των κεντρικών χαρακτήρων -τυπικά χαρακτηριστικά του σινεμά του, τα οποία ενσωματώνονται οργανικά στις comic καταβολές της ταινίας, ανάμεσα στα τραγουδιστικά ιντερλούδια, στα διάφορα κωμικά gags και πίσω από τις μπουνιές που φεύγουν εδώ και εκεί από τον Robin Williams, στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο ως Popeye, σε ένα ρεσιτάλ σωματικής ερμηνείας.

Η σκοτεινή, μελαγχολική και κυρίως ‘’παράξενη’’ αισθητική της ταινίας, το ελαφρώς ενήλικο σε κάποιες θεματικές σενάριο του σπουδαίου Jules Feiffer (σατυρικού καρτουνίστα, συγγραφέα και σεναριογράφου σεναρίων όπως εκείνο του Carnal Knowledge), ο αργός της ρυθμός και η -εμφανής- δυσκολία να μετατρέψει ικανοποιητικά το cartoon comedy σε live-action, ήταν πιθανότατα οι βασικοί λόγοι που το Popeye απέτυχε παταγωδώς στην εποχή του (!). Σαράντα δύο χρόνια μετά, παραμένει μια από τις πιο γενναία αντισυμβατικές κινηματογραφικές μεταφορές comic στη μεγάλη οθόνη. 

 

2. Heavy Metal (1981)

To εμβληματικό περιοδικό επιστημονικής φαντασίας ‘’Metal Hurlant’’ στα γαλλικά 70ς, με πρωτεργάτες τους Moebious και Philippe Druillet, έδωσε φωνή, μεταξύ άλλων, στους Jodorowsky, Bilal, Caza και Manara, εκτοξεύοντας στην στρατόσφαιρα την 9η τέχνη της γαλλικής σκηνής comic και εν γένει την ευρωπαϊκή επιστημονική φαντασία. Το αμερικανικό ‘’αδερφάκι’’ του ήταν το περιοδικό ‘’Heavy Metal’’, που πρώτο-κυκλοφόρησε το 1977. Χαρακτηρίστηκε από ένα  ακόμα πιο explicit περιεχόμενο και εντονότερο dark fantasy στοιχείο, ενώ αφουγκράστηκε πλήρως την αμερικανική heavy metal αισθητική των αρχών των 80ς, παρά το ψυχεδελικό hard sci-fi των γαλλικών 70ς.

Ο Ivan Reitman (Ghostbusters, Stripes, Meatballs) ανέλαβε με την σειρά του, να βάλει μπρος την παραγωγή μιας animated ταινίας 9 μικρού μήκους ιστοριών, οι οποίες αντλούσαν έμπνευση από το γενικότερο ύφος του περιοδικού. Με ένα soundtrack γεμάτο από κομμάτια, μεταξύ άλλων, των Blue Oyster Cult, Black Sabbath, Cheap Trick, Journey, Grand Funk Railroad και Nazareth, μια αισθητική που έπιανε από τα μαλλιά τον έφηβο μεταλλά του 1981 και μια γκάμα ιστοριών για κάθε γούστο και κάθε φαντασίωση (με καλύτερη όλων την τελευταία, εμπνευσμένη από τις περιπέτειες του "Arzach" και τον μεγάλο Moebious), το Heavy Metal αντιμετωπίστηκε χλιαρά, στην αρχή, από την κριτική και το box office. Στην πορεία των χρόνων, όμως, απέκτησε ένα φανατικό cult κοινό, ένα αδιάφορο sequel το 2000 και μια φήμη για remake που συζητιέται από το 2008 -με ονόματα όπως αυτά των David Fincher, James Cameron, Guillermo Del Toro και Robert Rodriguez ως άμεσα εμπλεκόμενα. Τελικά κατέληξε σε έναν τηλεοπτικό φόρο τιμής, δια χειρός David Fincher και Tim Miller, ονόματι Love, Death & Robots, που αισίως μετράει 2 σεζόν και σύντομα μια τρίτη, γύρω στα τέλη Μαΐου, από την συνδρομητική πλατφόρμα του Netflix.

 

3. Rocketeer (1991)

O Joe Johnson ήταν ένας visual effects – art director της LucasArts, με συμμετοχή, μεταξύ άλλων, στην κλασσική Star Wars τριλογία, στο Riders of the Lost Arc και Temple of Doom. Σταδιακά ανέλαβε τις πρώτες του σκηνοθετικές δουλειές, με τα Honey, I Shrunk the Kids, The Page-master,  Jumanji και Rocketeer, ως τις πιο σημαντικές συνεισφορές του σε ένα αυθεντικό σινεμά φυγής από την πραγματικότητα, με αρκετά από τα γνώριμα χαρακτηριστικά των μεγάλων του δασκάλων, George Lucas και Steven Spielberg, ενσωματωμένα στο έργο του.

Εμπνευσμένο από το ομότιτλο comic του Dave Stevens του 1982 -το οποίο με τη σειρά του ήταν ένας φόρος τιμής στους σαββατιάτικους pulp αμερικανικούς τηλεοπτικούς/ραδιοφωνικούς ήρωες της δεκαετίας του ’30 έως και ‘50- και με τους Jennifer Connelly, Alan Arkin και Timothy Dalton στο cast, το Rocketeer ακολουθεί τις περιπέτειες του Cliff Secord στα τέλη των ‘40ς, ενός κασκαντέρ που βρίσκει ένα χαμένο jetpack δημιουργημένο από τον Howard Hughes. Αυτομάτως μπαίνει στο στόχαστρο του Αμερικανού μεγαλοεπιχειρηματία, του FBI, καθώς και του Τρίτου Ράιχ , μιας και όλοι επιθυμούν αυτό το ιδιόμορφο φουτουριστικό κατασκεύασμα, για τους δικούς τους λόγους ο καθένας.

Νοσταλγική περιπέτεια στα χνάρια του Indiana Jones, με καλοστημένες σκηνές καταδίωξης, παλιομοδίτικο χιούμορ και δράση,  κυρίως όμως με μια απενοχοποιημένη ειλικρίνεια και αθωότητα, που είναι δύσκολο να μην αγγίξει τις ευαίσθητες παιδικές χορδές που μπορεί να κρύβει κάποιος μέσα του, ειδικά αν πρόλαβε τα χρόνια που τα σαββατοκύριακα η τηλεόραση έπαιζε κινούμενα σχέδια από τα ξημερώματα και τα απογεύματα φώναζε τους φίλους του από τα μπαλκόνια για παιχνίδι. 

 

4) Hardware (1990)

Αναφέρθηκε νωρίτερα το γαλλικό ‘’Metal Hurlant’’ και το αμερικάνικο ‘’Heavy Metal’’, όμως δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός και το αγγλικό ‘’ξαδερφάκι’’ τους, το περίφημο ‘’2000AD’’. Με έτος κυκλοφορίας το 1977, ανέδειξε τα μεγαλύτερα σύγχρονα ταλέντα της 9ης Τέχνης από την Γηραιά Αλβιώνα (Brian Bolland, Alan Moore, Garth Ennis, Dave Gibbons και Grand Morrison μεταξύ άλλων) και με το βρετανικό φλέγμα και την λεπτή ειρωνική αγγλική διάθεση επ’ ώμου, έστρεψε τα πυρά του κυρίως σε κοινωνικό-πολιτικά ζητήματα, που ο αναγνώστης μπορούσε εύκολα να διακρίνει και πιθανότατα να ταυτιστεί, τα οποία καυτηρίαζε χρησιμοποιώντας σαν όχημα κυρίως τη φουτουριστική επιστημονική φαντασία.

Εκτός από τους δεκάδες κλασσικούς ήρωες και τις on-going ιστορίες που ξεπήδησαν από τις σελίδες του -Judge Dredd, Nemesis the Warlock, Rogue Trooper, Strontium Dog, Tharg’s Future Shocks κλπ-, το πλούσιο παλμαρέ του 2000AD ήταν γεμάτο και από εκατοντάδες μικρές αυτοτελείς ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Μια εξ’ αυτών ήταν και το SHOK! Walter's Robo-Tale, το οποίο μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη από τον cult Νότιο-Αφρικανό σκηνοθέτη Richard Stanley, το 1990, με το όνομα Hardware.

Τον 21ο αιώνα στην post-apocalyptic Γη, ένα robot του παρελθόντος ξυπνάει από τον λήθαργό του και σκορπάει τον θάνατο, καθώς προσπαθεί να επανασυναρμολογήσει τον εαυτό του. Με συμμετοχές σε μικρούς ρόλους από τον Iggy Pop μέχρι τον Lemmy των Motorhead και τον Carl McCoy των Fields Of The Nephilim (των οποίων ο Stanley είχε σκηνοθετήσει πολλά videoclip στο παρελθόν), την εκτίμηση προς αυτό από σκηνοθέτες όπως ο Dario Argento, αλλά και μια ιδιαίτερη αισθητική που θυμίζει ένα trippy concept "Mad Max meets Alien’’, το Hardware απέκτησε μέσα στον χρόνο ένα τεράστιο cult status και σίγουρα αφορά τους φίλους της γνήσια cult επιστημονικής φαντασίας με στοιχεία τρόμου.

 

5) Tank Girl (1995)

Η αλήθεια είναι ότι το Tank Girl δεν είναι ένα υποτιμημένο διαμαντάκι όπως κάποιες από τις παραπάνω ταινίες, αλλά μια ταινία που εμπίπτει περισσότερο στην κατηγορία ‘’bad movies we love’’. Από όποια πλευρά αν το δει κανείς, όσες εκπτώσεις και αν κάνει στις όποιες απαιτήσεις του, δύσκολα μπορεί να μην το χαρακτηρίσει ως μια άκρως προβληματική ταινία και εν μέρει μια απογοητευτική μεταφορά των περιπετειών της ομώνυμης αντί-ηρωίδας των Jamie Hewlett (Gorillaz) και Alan Martin.

Η Tank Girl, η οποία έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1988 στις σελίδες του περιοδικού ‘’Deadline’’, περιπλανιέται στην post-apocalyptic Αυστραλία με τον φίλο της Booga (ένα μεταλλαγμένο ανθρωπόμορφο καγκουρό), μπλέκοντας σε ένα σωρό παλαβές περιπέτειες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια πλήρη έλλειψη πολιτικής ορθότητας, ακραία punk αισθητική και ανελέητη σάτιρα επί πάντων, αγνοώντας επιδεικτικά -και σχεδόν προκλητικά- κάθε κανόνα συμβατικής πλοκής και αφήγησης.

Η ταινία του 1994 δεν καταφέρνει επ' ουδενί λόγω να μεταφράσει σε κινηματογραφική γλώσσα το αναρχικό πνεύμα του comic, καταφέρνει όμως να ακουμπήσει σε ικανοποιητικό επίπεδο την over the top αισθητική του και να δώσει έναν αυθεντικά φεμινιστικό χαρακτήρα στην κεντρική ιστορία, ενώ πετυχαίνει διάνα με την Αμερικανίδα Lori Petty στον ομότιτλο ρόλο. Στους δεύτερους ρόλους συναντάμε τους Naomi Watts και Ice-T, σχετικά νέους ακόμα στο κινηματογραφικό πανί, ενώ ο Malcom McDowell το διασκεδάζει ως ο γραφικός main villain της ταινίας -έχοντας παραδόξως μια εξαιρετική χημεία με την Petty. Τέλος, αξιόλογο είναι και το soundtrack της ταινίας, το οποίο επιμελήθηκε η Cortney Love και περιέχει από Björk και Portishead μέχρι Bush, Devo, Joan Jett και The Magnificent Bastards, πλήρως εναρμονισμένο με τη μουσική τάση της εποχής!

Παρά τον καταποντισμό από την κριτική, την εισπρακτική αποτυχία  αλλά και τα προφανέστατα προβλήματα που το διακρίνουν, το Tank Girl φαίνεται τελικά να ασκεί μια σχεδόν μεταφυσική γοητεία ακόμα και σήμερα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured