Fargo (FX/Hulu)

Αυτή η παράδοξη και ανένταχτη σε λίστες σειρά, με τις παράξενες ιστορίες εγκλημάτων σε αυτοτελείς σεζόν, κατάφερε να φτάσει αισίως στην τέταρτη περίοδο. Φτιαγμένη με τις ευλογίες των αδελφών Coen, το Fargo διασκεύασε ελεύθερα και ομολογουμένως απολαυστικά τον μηδενιστικό μικρόκοσμό των ταινιών τους. Το πολυβραβευμένο Fargo (1996) ήταν απλά η αφορμή, καθώς ήδη από τις τρεις προηγούμενες σεζόν έχουν παρελάσει στοιχεία από όλη την πλούσια και μοναχική (επειδή δεν συγγενεύει και δεν συνδιαλέγεται με τίποτα) φιλμογραφία των αγέραστων αδελφών auteurs. Στη φετινή σεζόν, το πάνω χέρι φαίνεται να έχει το στιλάτο σύμπαν του φιλμ νουάρ, όπως είχε λάμψει στο αριστουργηματικό και πολύ υποτιμημένο  Miller’s Crossing (1990).

Ο δημιουργός Noah Hawley έχει χωνέψει όλη τη δουλειά των Coen. Όλοι οι μανιερισμοί στη ελλειπτικότητα της δράσης και οι εξυπνακισμοί στην αλληλουχία σκηνών και διαλόγων, είτε στα πιο χαβαλεδιάρικά τους Arizona Junior  και στα πιο αιχμηρά τους, το No Country For Old Men και το A Serious Man βρίσκουν το δρόμο τους σε αυτή την γκανγκστερική ιστορία, που είναι βαμμένη στο αίμα και βρίθει από προδοσίες και από φυλετικές και πολιτισμικές συγκρούσεις. Πάντα μέσα από την ειρωνική παρατήρηση που προσφέρει το μικροσκόπιο στο εργαστήρι «κοενικής» φιλμοκατασκευής. Αυτό είναι το προτέρημα και το πρόβλημα της σειράς, καθώς τα επεισόδια είναι ελκυστικά αλλά αισθάνεσαι το άβολο συναίσθημα που νιώθεις σε μια συναυλία μιας καλής tribute band. Ο Noah Hawley είναι ο αριστούχος μαθητής του ΙΕΚ Κοέν, που από ζήλο κάθεται τις νύχτες και δουλεύει με τα δανεικά μηχανήματα των δασκάλων του, πάνω στα πεταμένα σενάριά τους, τα οποία δεν έγιναν τίποτα.

Σε κάθε περίπτωση, ξεχωρίζει η ερμηνεία του Chris Rock στο ρόλο ενός μαφιόζου στο Κάνσας της δεκαετίας του ‘50. Ο μαφιόζικος πόλεμος με το ιταλικό συνδικάτο εγκλήματος και οι κόντρες τιμής ανάμεσα στις φαμίλιες αναδεικνύουν την ανόητα τραγική και κυκλική μοίρα των πραγμάτων. Το offbeat κωμικό στοιχείο και ο υπαρξιακός σαρκασμός βρίσκουν το δρόμο τους και η δράση ξεδιπλώνεται με τερτίπια που κρατάνε ψηλά τον δείκτη ψυχαγωγίας.

 

 

The Undoing (HBO)

Τίποτα δεν ακούγεται πιο ελκυστικό από ένα αυτοτελές δράμα μυστηρίου «παλιάς κοπής», που παίζει με την αμφισημία των ενδείξεων γύρω από ένα έγκλημα πάθους. Το The Undoing είναι μια μίνι σειρά με αμφίρροπη πλοκή, που πατάει σε ένα δοξασμένο και εμπορικό genre ταινιών, στο οποίο ο θεατής διχάζεται ανάμεσα στα στοιχεία που δείχνουν την ενοχή ή την αθωότητα του ήρωα , όπως το Basic Instinct (1992) και το Presumed Innocent (1990) ή ταυτίζεται με τον αγώνα απόδειξης του αυτονόητου, όταν όλα τα στοιχεία συνηγορούν εναντίον του κατηγορουμένου, όπως στο The Fugitive (1993). Πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία είχε βασιστεί και μια άλλη έξοχη σειρά του ΗΒΟ, το The Night Of (2016), την οποία είχαν υπογράψει δυο έμπειροι σεναριογράφοι, ο Richard Price και ο Steven Zaillian.

Στο The Undoing έχουμε το απρόσμενο δράμα μιας upper class, ευκατάστατης ψυχολόγου της Νέας Υόρκης (Nicole Kidman) που της έρχεται ο ουρανός σφοντύλι όταν ο σύζυγός της (Hugh Grant) βρίσκεται αντιμέτωπος με την κατηγορία ενός εγκλήματος. Η άσπιλη οικογενειακή εστία της καταρρέει εν μια νυκτί και η προσπάθειά της να ισορροπήσει ανάμεσα στην «κίτρινη» δημοσιότητα, τη δικαστική διαμάχη, τις ανάγκες του μικρού της γιου και το σοκ της προδοσίας, απαιτεί ψυχικό σθένος που δεν διαθέτει.

Η σειρά είναι ένα «πρεστιζάτο» αστικό δράμα που θέλει να μας πείσει πως είναι επίκαιρο και σημαντικό, αλλά δεν έχει τα φόντα να υποστηρίξει αυτό τον καλλιτεχνικό ισχυρισμό. Η Kidman είναι εξαιρετική στο πρώτο επεισόδιο, όπου βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στο ρόλο που είχε πριν από 20 χρόνια στο Eyes Wide Shut. Στη συνέχεια, ο ρόλος της την περιορίζει σε σκηνές ταραγμένης συζύγου που κοιτάζει τους πάντες με βουρκωμένη οργή. Ο Hugh Grant πείθει αρκετά στο ρόλο του συζύγου με σκελετούς στη ντουλάπα, αλλά το βιαστικό σενάριο δεν του χαρίζει ούτε μια σκηνή για να έχει την ευκαιρία να την πάρει πάνω του. Η Susanne Bier στη συνολική σκηνοθεσία (έχει κάνει το ανεξήγητα πετυχημένο Bird Box και το άνευρο Serena) βασίζεται πολύ σε cliffhanger και σε «σαπουνοπερικές» ανατροπές που έχουμε δει σε δεκάδες καλύτερες δουλειές. Πάντως, η σειρά ολοκληρώνεται προτού εξαντληθεί και χωρίς να κουράσει κανέναν και σαν δικαστικό μελόδραμα είναι μια ασφαλής επιλογή για ανώδυνο binge watching.

 

 

The Crown (Netflix)

Υπάρχουν δυο τρόποι να προσεγγίσεις το πολυδιαφημισμένο και πολυσυζητημένο The Crown. Ο πρώτος είναι να το απολαύσεις σαν δράμα εποχής και εστιάσεις σε όλα τα (κοινά) χαρακτηριστικά που έκαναν το Downton Abbey μια τόσο πετυχημένη και ελκυστική σειρά για την έκπτωτη αριστοκρατία. Με αυτό τον τρόπο θα πρέπει να αγνοήσεις την αναθεώρηση της ιστορίας, να παραβλέψεις την ευνοϊκή -για τα ανάκτορα- ματιά στα ακανθώδη ιστορικά γεγονότα και να προσπαθείς να μην ενίστασαι σε κάθε επεισόδιο για το πως λειαίνονται οι γωνίες στις πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις εξαιτίας της στάσης και των επιλογών της Ελισάβετ.

Ο δημιουργός Peter Morgan, έχει στο βιογραφικό του γαλαζοαίματα δράματα (The Queen), έχει δουλέψει σε ταινίες εποχής (The Other Boleyn Girl) και έχει καλή πένα στους διαλόγους (Frost/Nixon). Στο The Crown καταφέρνει να συνδυάσει την εμπειρία του και στα τρία συστατικά. Είναι φανερό ότι ασχολείται με πάθος με τα εσωτερικά δράματα της θεσμικής μοναρχίας και ότι θέλει να καταγράψει με σαφήνεια την αμφιλεγόμενη πολιτική κληρονομιά της Ελισάβετ στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Και θέλει να το κάνει χωρίς να υπονομεύσει το Μπάκιγχαμ, όπως αποπειράθηκε να κάνει ο Paolo Sorrentino για το Βατικανό στο Young Pope.

To promo της τέταρτης σεζόν είχε προκαλέσει τρομερή ανυπομονησία εξαιτίας της αναγγελίας των ρόλων δυο γυναικών που στιγμάτισαν για διαφορετικούς λόγους τη βρετανική εργατική τάξη. Η Gillian Anderson ενσαρκώνει εντυπωσιακά την Margaret Thatcher (αφήνοντας πίσω τη μονοδιάστατη προσέγγιση της Meryl Streep στον κινηματογράφο) και η Emma Corrin προσεγγίζει καλά το συμπονετικό προφίλ της αδικοχαμένης Diana.

Στα καλοφτιαγμένα επεισόδια συναντάμε υπαρκτές συγκρούσεις ανάμεσα στον παλιό κόσμο και τον μοντέρνο, ο οποίος προσπαθεί ακόμα να αναπτύξει αιχμηρή ατζέντα δικαιωματισμού. Φυσικά, οι πολιτικές ευθύνες της βασιλικής οικογένειας για τα δεινά του ποιμνίου της, η δυσλειτουργική ιδιωτική ζωή τους, τα σκάνδαλα και τα σύνδρομα του αιώνιου αποικιοκράτη δεν βρίσκουν χώρο εδώ. Ή μάλλον βρίσκουν μετά από εγκρίσεις μέσω δικηγόρων και με «βασιλικό» πράσινο φως (ας μη γελιόμαστε).

Το The Crown πετυχαίνει να περιγράψει την άστατη φύση της λαοφιλίας και να μας βάλει στο πετσί των διλημμάτων της διακοσμητικής αυτοκράτειρας. Φυσικά, οι σεναριογράφοι το κάνουν εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας τι επιτρέπεται πια να ειπωθεί μετά από τόσα χρόνια, όμως η σύγχρονη μυθοπλασία ίσως να μην πρέπει να ακολουθεί τις επιταγές του περίφημου «μέσου θεατή». Στο The Crown ο ιδεαλισμός έχει κάτσει στη γωνία και οι θεμελιώδεις έννοιες είναι αξιωματικές (εργατική τάξη, δημοκρατικοί θεσμοί, φιλελεύθερη πολιτική). Δεν είναι εκεί όμως το πρόβλημα, αλλά στο ότι η αναπαράσταση μιας ταραγμένης εποχής μετουσιώνεται εδώ σε σκόρπια συναισθηματικά διλήμματα της στιγμής, από άγνοια ή από αφέλεια ή από εσφαλμένη πληροφόρηση ή από καλές προθέσεις. Τα κοστούμια, πάντως, είναι χάρμα οφθαλμών.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured