Αγαπώ τον Γιάννη Οικονομίδη. Δεν έχει τύχει να τον γνωρίσω προσωπικά, αλλά τον αγαπώ. Η «σχέση» μας χτίστηκε το 2002, όταν παρακολούθησα αποσβολωμένη το Σπιρτόκουτο. Την ώρα που βαλλόμουν χωρίς έλεος από τις απανωτές ριπές μιας νέας, τολμηρής κινηματογραφικής γλώσσας (που θα γινόταν σήμα κατατεθέν του) και από τον εκκωφαντικό, ανίερο θόρυβο της αποδόμησης της ελληνικής οικογένειας (που τον απασχόλησε και στη συνέχεια), είχα πλήρη συναίσθηση ότι κάτι σημαντικό συνέβαινε στο εγχώριο σινεμά.

Θεωρώ τον Οικονομίδη σημαντικό, σημαντικότατο σκηνοθέτη, με ευπρόσδεκτες εμμονές και απολύτως προσωπικό στίγμα. Οι (όποιες) ατέλειες του έργου του αναδίδουν τη λαχταριστή ευωδιά του χειροποίητου. Του χρωστάω μπόλικα reality checks, το δράμα που σε κάνει να ιδρώνεις, τα ανυπόφορα, ευλογημένα άκρα που σε δονούν, την κατά μέτωπο επίθεση του μικροαστισμού –που παριστάνουμε ότι δεν μας αφορά– την κατάδυση στον υπόκοσμο με τους τσάμπα μάγκες του. Του χρωστάω τα ατμοσφαιρικά ασπρόμαυρα και τα βρώμικα χρώματα, τα άχαρα τοπία και τα ακατάστατα δωμάτια, τα αδιέξοδα και τους μονόδρομους, τους φαύλους κύκλους που θυμίζουν επικίνδυνα τους δικούς μου. Του χρωστάω τις ανυπέρβλητες φάτσες των συμπολεμιστών του και τις κινηματογραφικές περσόνες τους, τις οποίες χτίζει με τόσο μεράκι κάθε φορά.

Του χρωστάω επίσης τον Ερρίκο Λίτση και τον Γιάννη Αναστασάκη, τον Γιάννη Τσορτέκη και τον Γιώργο Γιαννόπουλο, οπωσδήποτε τον Βαγγέλη Μουρίκη (αν δεν τον είχαμε, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε), τον κινηματογραφικό Στάθη Σταμουλακάτο, αλλά και το εκτός γνωστών θεατρικών ορίων παραλήρημά του στο Στέλλα Κοιμήσου (2016). Μετά το Σπιρτόκουτο, την Ψυχή στο Στόμα (2006), τον Μαχαιροβγάλτη (2010) και το Μικρό Ψάρι (2014), το Στέλλα Κοιμήσου ήταν το εκπληκτικό, θορυβώδες πέρασμα του Κύπριου σκηνοθέτη στο σανίδι, το οποίο μας άφησε τρεμάμενους και τον σύστησε και σε εκείνους τους πολλούς που δεν τον ήξεραν.

Το άρθρο αυτό είναι αρκετά προσωπικό, όμως δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, γιατί ο Οικονομίδης, ερήμην του, είναι και λίγο δικός μου. Νιώθω λοιπόν παράξενα (και κάπως άβολα) που ξαφνικά η φυσική θέση του έργου του δεν είναι στα καπνισμένα, μεταμεσονύχτια σκοτάδια τα οποία σμιλεύουν οι γνωστοί και άγνωστοι φίλοι του, αλλά κάπου πιο φωτεινά, πιο λαμπερά και (ίσως λίγο) πιο κοσμικά. Μη με παρεξηγείς, θέλω, απαιτώ δηλαδή, να τον μάθουν οι πάντες. Παρακολουθώντας όμως την πολυαναμενόμενη Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς –για την οποία ξέρω ότι δούλεψε σκληρά, για χρόνια, με τη γνωστή του επιμονή– τον ένιωσα κάπως εγκλωβισμένο. Από τη μία η επιτυχία σε ένα ευρύτερο κοινό και οι απαιτήσεις που, αναπόφευκτα, τη συνοδεύουν· από την άλλη οι ατάκες που έγιναν viralπώς τους πετσόκοψες έτσι ρε μαλάκα»), ε, είναι βάρη αυτά και τροχοπέδες, ακόμα και για τον πιο ευφάνταστο δημιουργό χειροποίητων, λεκιασμένων αριστουργημάτων.

Είδα την ταινία σε πρεμιέρα (θα βγει επισήμως την Πέμπτη 5 Μαρτίου). Ξαφνιάστηκα από τα γέλια, τα οποία ξεκίνησαν πριν ειπωθεί οτιδήποτε αστείο. Πλάνο και γέλιο. Μπινελίκι και γέλιο. Ήταν λες και το κοινό είχε έρθει αποφασισμένο να ξεκαρδιστεί, χωρίς να χαρίσει στην ταινία τις απαραίτητες ανάσες και στους ήρωες τον χρόνο να μας συστηθούν. Όμως το χιούμορ του Οικονομίδη έχει τους ρυθμούς του. Όταν υπάρχει, αναδύεται μέσα από το δράμα και τα λειτουργικά του βρισίδια και σε χτυπάει απρόσμενα, ύπουλα, εκεί που δεν το περιμένεις· με κωμικές καταστάσεις και κουβέντες που είναι αδύνατον να αναπαράξεις αργότερα στην παρέα σου, χωρίς να φανείς κρυόκωλος. Το χιούμορ του ακουμπάει στο ασυνείδητο και στις ενοχές σου, στις μνήμες που δεν ομολογείς. Σε βρίσκει απροετοίμαστο και, το κυριότερο, καταναλώνεται φρέσκο: αυτή ακριβώς είναι η γοητεία του.

Φυσικά και έχει πλάκα η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς, μαύρη κωμωδία είναι, ένα είδος στροφής, ας πούμε· και μπορείς άνετα να τη θεωρήσεις σάτιρα. Και, πράγματι, σε αρκετά σημεία παραδίδεσαι αμαχητί: το εύρημα με τις κυρίαρχες μαμάδες είναι ευφυέστατο, το καστ, όπως πάντα, δεν παίζεται, ο πρωταγωνιστής Βασίλης Μπισμπίκης ήταν σοφή, υπέροχη επιλογή και ο guest star Μουρίκης κερνάει (όπως μαντεύεις) την κορυφαία ατάκα όλων. Αλλά το θέμα μας δεν είναι το πόσες ατάκες και πόσα memes θα βγουν από την ταινία. Ή δεν θα έπρεπε να είναι.

Το στόρι εκτυλίσσεται σε μια επαρχιακή πόλη, γύρω από ένα ερωτικό τρίγωνο. Οι ήρωες είναι απολύτως αναμενόμενοι και, ταυτόχρονα, εντελώς αναπάντεχοι (μόνο ο Οικονομίδης το καταφέρνει αυτό). Το δε πάθος είναι, φυσικά, θανατηφόρο. Ο Μπισμπίκης υποδύεται τον πρώην λαϊκό τραγουδιστή Μάνο, ο οποίος κάποτε υποτίθεται ότι τα έσπαγε, κάτι που δεν αποδεικνύεται αφού δεν πιάνει στιγμή το μικρόφωνο. Πλέον, είναι ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου «Κροκόδειλος»(!), το οποίο, εννοείται, παραπαίει. Η ανδροπρέπειά του ξεχειλίζει από την οθόνη, πλην όμως είναι οι γυναίκες της ζωής του –μητέρα και κρυφή ερωμένη (Βίκυ Παπαδοπούλου)– που κρατάνε τα ηνία.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον ερωτικό του αντίπαλο, τον απατημένο Ηρακλή (Γιάννης Τσορτέκης), έναν, υποτίθεται, πολύ επικίνδυνο τύπο (πράγμα το οποίο επίσης δεν αποδεικνύεται ποτέ. ΟΚ, σαπό). Πίσω από αυτούς τους αντρούτσους καιροφυλακτούν οι εξόχως κολοπετσωμένες μανάδες τους, οι οποίες προφανώς και κλέβουν την παράσταση, μπινελικώνοντας μέχρι τελικής πτώσης τους δύο μαντράχαλους, κυνηγώντας τους πάντως και με ταπεράκια, μπας και μείνουν νηστικοί. Άλλο ένα κοινό τους στοιχείο: και οι δύο «πεθερές» μισούν την ωραία και μοιραία πέτρα του σκανδάλου.

Στο πρώτο μισό της ταινίας παρελαύνουν όλοι σχεδόν οι ήρωες και ξεδιπλώνεται το πιο μίζερο πρόσωπο της ελληνικής επαρχίας. Εννοείται ότι τα πάντα εδώ προσφέρονται για κωμωδία, πάντως ο Οικονομίδης σε αφήνει μια χαρά να μαντέψεις τη μελαγχολία που υποβόσκει. Ο Μάνος και η Όλγα είναι οι μόνοι που δείχνουν σαν να θέλουν να ξεφύγουν από τον αέναο κύκλο που δεν οδηγεί πουθενά. Αυτός, όμως, παρά το πάθος και την περισσή του αρρενωπότητα, δεν το θέλει αρκετά, ενώ οι προθέσεις εκείνης είναι ασαφείς. Ο Οικονομίδης σκιτσάρει όλους τους (πολλούς) χαρακτήρες του, κεντρικούς και περιφερειακούς, με γρήγορες, αδρές γραμμές· αρκεί, γιατί είναι όλοι τους αναγνωρίσιμοι. Η Όλγα, ωστόσο, απαιτούσε περισσότερες πληροφορίες, όπως και ο χαρακτήρας-κλειδί τον οποίον υποδύεται ο Σταμουλακάτος. Δυστυχώς παραμένουν αχαρτογράφητοι και αρκετά θολοί μέχρι τέλους.

Στο δεύτερο μισό της ταινίας τα γέλια καταλαγιάζουν κάπως και ξεκινάει η δράση. Ένα κλεμμένο εκατομμύριο έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και ο ένας θέλει να φάει τον άλλον. Εδώ είναι που ψιλοχάνεται η μπάλα. Τα συναισθήματα γίνονται αδιαφανή ενώ θα έπρεπε να φωτιστούν, οι προθέσεις και τα κίνητρα δεν δικαιολογούνται επαρκώς, οι μεταστροφές σε πιάνουν αδιάβαστο και δεν καταλαβαίνεις ποιος είναι με ποιον και γιατί. Όσα δεν χτίστηκαν στο πρώτο μέρος, έστω και εμμέσως, σε αφήνουν απορημένο.

Πιθανώς κάτι έγινε στο μοντάζ, όπως μου είπε εύστοχα ένας φίλος –και έχω ακριβώς την ίδια αίσθηση. Ο Οικονομίδης θέλησε να πει πολλά, να σχολιάσει την επαρχία και τη μοναξιά της, τον αιώνιο Ελληνάρα και τις ιδεοληψίες του, την παθογένεια των οικογενειακών σχέσεων, το αρσενικό και το θηλυκό, την προδοσία και τη ματαιότητα των τετριμμένων μας ονείρων: παρά τα γέλια, παραμένει οικεία απαισιόδοξος. Θέλησε να εμπλέξει κόσμο και λαό στην ιστορία του, να βγάλει άπειρες ατάκες, να πυροδοτήσει απανωτά ξαφνιάσματα, αλλά κάπου όλα αυτά δεν έδεσαν αρμονικά. Η αίσθηση που μένει στο τέλος είναι ότι η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς (που, παρεμπιπτόντως, ήθελε και λίγο «μάζεμα») τον άγχωσε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο δημιούργημά του.

Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι δεν θα περάσεις καλά. Σημαίνει απλά ότι θα μπορούσες να περάσεις ακόμα καλύτερα. Όπως μου είπε μια άλλη φίλη, φαν κι εκείνη του Οικονομίδη, πλέον οι απαιτήσεις μας από εκείνον είναι ολοένα και μεγαλύτερες.

Ελλάδα 2019
Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Μπισμπίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννης Τσορτέκης, Στάθης Σταμουλακάτος

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured