Γι' αυτήν την ταινία αρχίσαμε να μιλάμε πριν καν τη δούμε. Και όταν την είδαμε, αρκετοί από μας ένιωσαν στρες· κάτι που δεν συμβαίνει συχνά όταν γνωρίζεις πώς ακριβώς τελειώνει το θρίλερ. Βέβαια, η έκπληξη δεν έλειπε από το φινάλε, αφού ο Κώστας Γαβράς αποφάσισε να κλείσει τη ρεαλιστική (στο σύνολό της) κινηματογραφική του προσέγγιση στον αγωνιώδη πόλεμο των διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τους δανειστές της το 2015, με τον συμβολικό, δυσοίωνο χορό του Αλέξη Τσίπρα ανάμεσα στους Ευρωπαίους οχτρούς του. Εικόνα που, προσωπικώς, μου έφερε απευθείας στο μυαλό τον Νίκο Κούρκουλο (το ίδιο συνέβη και στην Έλενα Ακρίτα, όπως διάβασα) και, σε δεύτερη φάση, τον χορό του περικυκλωμένου από τους συγχωριανούς του (και τις Ερινύες) Ανέστη Βλάχο, στον θρυλικό Φόβο του Κώστα Μανουσάκη (1967)

Δεν ξέρω για ποιον λόγο ο Κώστας Γαβράς κράτησε τον βασικό του χαρακτήρα, Γιάνη Βαρουφάκη, στο έδαφος (ίσως περισσότερο από όσο θα περιμέναμε, δεδομένης της ηθελημένα ανατρεπτικής του εικόνας) και φύλαξε για τον πρώην πρωθυπουργό τις πιο σουρεάλ αναφορές της ταινίας. Ίσως επειδή, όπως μου είπε ο ίδιος, τον Τσίπρα δυσκολεύεται να τον καταλάβει. Σε κάποιο σημείο του φιλμ –το οποίο υπάρχει και στο βιβλίο του Βαρουφάκη– ο Αλέξης εξομολογείται ότι νιώθει «σαν τον ξιφία στο αγκίστρι», που μία τον αφήνουν λάσκα και μία τον τραβούν πίσω. Η παρομοίωση σωματοποιείται στην οθόνη και, καθώς η κάμερα απομακρύνεται, απομένει η φιγούρα του να κινείται σπασμωδικά, σαν αιχμάλωτο ψάρι, παραπέμποντας ταυτόχρονα σε θέατρο σκιών: μια μαριονέτα έρμαιη στα χέρια του αόρατου μαριονετίστα.  

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι στα μάτια του Γαβρά ο Τσίπρας αντιπροσωπεύει την απογοήτευση και τη ματαίωση της ηθικής και ο Βαρουφάκης τον αβάσταχτα μοναχικό, Αριστερό καουμπόι· έναν Λεωνίδα που πολέμησε μέχρις εσχάτων, χωρίς καν τη βοήθεια των τριακοσίων. Η οργή ασφαλώς μέρους του κοινού απέναντι στην επιλογή του σκηνοθέτη να βασιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά στη μαρτυρία του πρώην υπουργού και να τον αποθεώσει, είναι κατανοητή, αν αναλογιστεί κανείς πόσο πρόσφατο είναι το ιστορικό τραύμα και το πόσο αμφιλεγόμενο πρόσωπο είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης. Από την άλλη, η απάντηση σε οποιαδήποτε αντίστοιχη αντίρρηση, είναι πάντα η ίδια: ο δημιουργός έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να επιλέξει τι θα παρουσιάσει και από πού θα αντλήσει το υλικό του. Από εκεί και πέρα, υπάρχει μόνο η μεγάλη οθόνη και το κινηματογραφικό αποτέλεσμα.

Το οποίο έχει αρκετές αδυναμίες. Η πρώτη σε χτυπάει σαν κύμα γραφικότητας στα μούτρα, με το ξεκίνημα των Ενηλίκων: μπουζουκάκι και συρτάκι. Η ελληνικότητα που θέλησε να προσδώσει στην ταινία το soundtrack του Alexandre Desplat, παραπέμπει απευθείας στο τουριστικό παρελθόν των 1960s –και μάλιστα άγαρμπα. Καμία νοσταλγία, κανένα ουσιαστικό point, μόνο μια αίσθηση παλιακού, η οποία θα ποτίσει μέσα από τη μουσική επένδυση πολλά σημεία της ταινίας. 

Όσον αφορά τους ήρωες: παρ' όλο που οι ύμνοι στη στιβαρή ερμηνεία του Χρήστου Λούλη είναι πολλοί και δίκαιοι, δεν έχει πέσει αρκετό φως στο βάρος που κουβάλησε ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης, ο οποίος α) έπρεπε να ερμηνεύσει έναν alive and kicking πολιτικό, με καθόλου κολακευτικά χρώματα και, ασφαλώς, χωρίς τις ευλογίες του β) δεν είχε σχεδόν κανένα περιθώριο να αναπτύξει τον χαρακτήρα του. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Μπουρδούμης δεν είχε καν ρόλο, στο οποίο δεν συμφωνώ απολύτως. Όμως η περσόνα του Αλέξη Τσίπρα παρουσιάζεται δισδιάστατη, αμήχανα και ασκόπως περιφερόμενη και, τελικά, ενοχλητικά αδιαφανής. Ο θεατής καλείται να τον ερμηνεύσει δια της πλαγίας οδού· μέσα από τα μάτια του υπουργού του, μέσα από υπαινιγμούς και υποθέσεις, παρά με τη βοήθεια μιας εις βάθος απεικόνισης της εσωτερικής του πάλης. Εκτός αν θεωρήσουμε ότι αρκεί ο περίφημος ξιφίας για να κατανοήσουμε την αβάσταχτη μοναξιά ενός ηγέτη εγκλωβισμένου ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη.

Αντιθέτως, ο Χρήστος Λούλης είχε αρκετό ζουμί για να νοστιμίσει τον ρόλο του. Στο κάτω-κάτω, όλη η ταινία περιστρέφεται γύρω του και η κάμερα είναι κολλημένη ασφυκτικά στις αντιδράσεις του απέναντι στους ανελέητους Ευρωπαίους και στον δυσκολεμένο πρωθυπουργό του. Όμως ο Βαρουφάκης του είναι σοβαρός και αγέλαστος. Η επαναστατική ελαφράδα και το διάπλατο χαμόγελο που περιέφερε τότε ο υπουργός στα media, είναι εντυπωσιακά απόντα. 

 

Από σεναριακή άποψη, η χαμένη ευκαιρία εδώ είναι η επιλογή του Κώστα Γαβρά να μην παρουσιάσει τις αντιφάσεις του κεντρικού ήρωα. Το σινεμά τρέφεται από τις αντιθέσεις, τα ερωτηματικά και τις εκπλήξεις. Σκέψου πόσο κινηματογραφικός χαρακτήρας είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης –είτε τον συμπαθείς, είτε τον απεχθάνεσαι. Ένας μεγαλοαστός, με καταθέσεις στο εξωτερικό, εστέτ και πολυφωτογραφημένος, φωτογενής μέσα στα φαντεζί του πουκάμισα και τη μηχανή του, ο οποίος, την ίδια στιγμή, πλασάρεται ως προστάτης τον αδυνάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης· και το κάνει με αναμφισβήτητη ευφυΐα, αλλά και με δόσεις αυτοκαταστροφής. Πόσο πιο ενδιαφέροντες θα ήταν άραγε οι Ενήλικοι στην Αίθουσα, εάν ο Γαβράς αποφάσιζε να ισορροπήσει ανάμεσα στην ηρωοποίηση και την αποδόμηση, αντί να παραδοθεί ολοκληρωτικά στη σαγήνη του μηνύματος που ήθελε να περάσει;  

Σε κάποιες περιπτώσεις  το καστ είναι εντυπωσιακό, όσον αφορά την ομοιότητα ορισμένων  ηθοποιών με τα πραγματικά πρόσωπα (Ευκλείδης Τσακαλώτος, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, Γερούν Ντάϊσελμπλουμ). Όμως οι περισσότεροι ξένοι και Έλληνες πολιτικοί αναφέρονται μόνο με τα μικρά τους ονόματα. Όπερ σημαίνει ότι, την ώρα που στην οθόνη ξετυλίγονται αμέτρητες συζητήσεις κάτω από τη σκιά του διλήμματος «μνημόνιο ή Grexit;», ξοδεύεις μεγάλο μέρος του χρόνου σου κάνοντας αντιστοιχίες και αναζητώντας μάταια τον Πάνο Καμμένο και την Άνγκελα Μέρκελ, κάπου στο (εκ των πραγμάτων) στατικό σκηνικό.

Είναι χρήσιμοι οι Ενήλικοι στην Αίθουσα; Ο Γαβράς έχει τονίσει ότι απευθύνεται κυρίως στους Ευρωπαίους, θέλοντας να στηλιτεύσει την απαράδεκτη συμπεριφορά των δυνατών προς τους αδυνάτους, τον κακοκρυμμένο τους ρατσισμό και τη σταδιακή μεταμόρφωση της Ένωσης σε σούπερ μάρκετ. Δεν ξέρω πόσοι Ευρωπαίοι θεατές θα ενδιαφερθούν να ασχοληθούν ξανά με τη «σύγχρονη ελληνική τραγωδία» που παίχτηκε σε εκείνα τα διεθνή τραπέζια. Το θέμα έχει ενδιαφέρον, όμως σε πολλούς και μόνο η αναφορά προκαλεί πλήξη και θα χρειαζόταν μια λιγότερο επίπεδη, πιο «γωνιώδης» κινηματογραφική απεικόνιση των γεγονότων για να τους τραβήξει την προσοχή. 

Ο εγχώριος θεατής, βέβαια, είναι μια διαφορετική ιστορία. Το βλέμμα πίσω από τις κλειστές πόρτες μπορεί να του ικανοποιήσει την περιέργεια, να του δώσει ορισμένες απαντήσεις και, ίσως, να τον ωθήσει να ακούσει πιο προσεκτικά την εκδοχή του Γιάνη Βαρουφάκη για το τι πίστευε ο ίδιος, για το πώς αντέδρασε όταν πέρασε «από τις υποσχέσεις στην ωμή πραγματικότητα» και για το πώς συνέβη, τελικά, ό,τι συνέβη.

Το ερώτημα, βέβαια, είναι αν στο βιβλίο του, στο οποίο στηρίχτηκε ο σκηνοθέτης, υπήρξε ειλικρινής. Ο Κώστας Γαβράς, πάντως, τον πιστεύει.  

Γαλλία/Ελλάδα 2019

Σκηνοθεσία: Κώστας Γαβράς

Πρωταγωνιστούν: Χρήστος Λούλης, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Ούλριχ Τουκούρ, Νταν Σούρμανς, Βαλέρια Γκολίνο, Γιώργος Χωραφάς, Δημήτρης Τάρλοου

Διανομή: Odeon

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured